«AUKUS»: Εγκαινιάζοντας τον νέο Ψυχρό Πόλεμο
Γράφει ο Φώτιος- Νεκτάριος Αναστασόπουλος*
Η νέα αμυντική συμφωνία που ανακοίνωσαν οι ηγέτες των κρατών Η.Π.Α- Βρετανίας-Αυστραλίας μπορεί να θεωρηθεί η αφορμή επίσημης έναρξης του νέου Ψυχρού Πολέμου; Η συμφωνία, η οποία εμπεριέχει τα αρχικά των κρατών που την έχουν υπογράψει, προβλέπει την συνεργασία μεταξύ των κρατών για την διανομή τεχνολογίας και πληροφοριών, αλλά και βοήθεια προς την Αυστραλία να αντικαταστήσει τα υποβρύχια κλάσεως collins με πυρηνοκίνητα.
Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν στο άκουσμα της ποικίλουν. Δεν είναι μόνο οι αντιδράσεις της Κίνας, που μιλούν ανοιχτά για Ψυχρό Πόλεμο, αλλά και οι αντιδράσεις των παραδοσιακών συμμάχων της Δύσης όπως η Γαλλία, που βλέπει να μένει εκτός σε μία περιοχή που είχε παρουσία, ενώ η ακύρωση αμυντικής συμφωνίας με την Αυστραλία για την προμήθεια με πυρηνοκίνητα υποβρύχια ύψους περίπου 35 δις προκαλεί ζημιά στην αμυντική της βιομηχανία.
Πολλοί είναι οι κερδισμένοι και οι χαμένοι από την υπογραφή της AUKUS, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ που αναζητούν τον ρόλο που κατείχαν στον κόσμο πριν την απογοητευτική για αυτούς αποχώρηση από το Αφγανιστάν. Μπορεί η αποχώρηση να έπληξε τον γόητρο των ΗΠΑ, βασίστηκε όμως στην λογική του «φεύγω από κάπου για κάτι καλύτερο». Στο Αφγανιστάν, ύστερα από μία μακροχρόνια παρουσία δεν είχαν αποκτήσει αρκετά ερείσματα και με την επικείμενη παρέλαση των Ταλιμπάν, η αποχώρηση ήταν μονόδρομος. Ωστόσο, η περιοχή του Ινδικό-Ειρηνικού είναι ζωτικής σημασίας και όσο η Κίνα δείχνει να δραστηριοποιείται ενεργά στην περιοχή αυτή, δεν υπάρχει άλλη λύση από την ανάσχεση. Επιπλέον, υιοθετούν και τον ρόλο του επιλεκτικού παρεμβατισμού που είναι συνυφασμένος με την ηγεμονία, παρεμβαίνοντας όποτε είναι κρίσιμο για να διασώζουν τα συμφέροντα τους.
Η Βρετανία είναι το επόμενο μέλος της συμφωνίας που αναζητά και αυτή ρόλο στην διεθνή σκακιέρα, καθώς μετά το Brexit υποβαθμίστηκε σε ό,τι αφορά τον καθορισμό των εξελίξεων και υιοθέτησε μια πιο απομονωτική στάση. Με τη νέα συμφωνία αναζήτα και αυτή μια ηγεμονική θέση, σίγουρα όχι σαν αυτή που κατείχε τον 19ο αιώνα, αλλά βέβαια συναποφασίζοντας και εκτελώντας μαζί με τις ΗΠΑ ( κάτι σαν την προετοιμασία για την εισβολή στο Ιράκ). Ο λόγος που επιλέχθηκε η Βρετανία είναι ίδιος με τον λόγο που τα μεγαλύτερα κράτη της Ε.Ε παραμένουν εκτός. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ΗΠΑ και Βρετανία βρίσκονται σε συμμαχία από το 1945, αλλά και ότι μαζί αποτελούν και τροφοδοτούν τα 2/3 του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, είναι μια καλή ευκαιρία για την αναβάθμιση της βρετανικής αμυντικής βιομηχανίας και την μετατροπή της σε μία από τις πιο ισχυρές αγορές οπλικών συστημάτων της Ευρώπης, αλλά και προσωπικό στοίχημα για την ίδια την κυβέρνηση Τζόνσον ενισχύοντας την επιρροή της στην βρετανική κοινωνία.
Το τρίτο μέλος της συμφωνίας, η Αυστραλία, παρότι σταθερός σύμμαχος της Δύσης βρισκόταν σε απομονωμένη θέση, μέχρι που η ΑUKUS αποτέλεσε πεδίο δράσης την περιοχή της. Και εδώ οι λόγοι επιλογής αυτού του μέρους μοιάζουν σοφοί. Όχι μόνο βρίσκεται στο σταυροδρόμι του Ινδικού με τον Ειρηνικό Ωκεανό αλλά σε λίγα χρόνια αναμένεται να αποτελέσει την μεγαλύτερη χώρα παραγωγής φυσικού αερίου. Και μπορεί να θυσιάζει την εμπορική της σχέση με τον ενδεχόμενο «πελάτη» της, την Κίνα, αλλά επωφελείται της συμμαχίας της με τις ΗΠΑ, αποκτώντας πυρηνικά υποβρύχια εγκαινιάζοντας έναν ρόλο,(διαφορετικό από αυτόν που μέχρι τώρα κατείχε), διαμορφωτή των εξελίξεων.
Όπως, προαναφέρθηκε οι αντιδράσεις της Γαλλίας σε βάρος των συμμάχων στο άκουσμα της συμφωνίας ήταν κάτι που δεν μπορούσε να προβλεφθεί, τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο. Μιλώντας για «πισώπλατη μαχαιριά» σαν πρώτη αντίδραση ήταν να ακυρώσει εκδήλωση στην αμερικανική πρεσβεία για τα 240 χρόνια από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, ενώ συνεχίστηκαν με επίθεση κατά της Αυστραλίας αλλά και του προέδρου Μπάιντεν προσωπικά, φθάνοντας στο σημείο να ανακαλέσει τους πρέσβεις της διαβουλεύσεις ( κάτι που μεταξύ των συμμάχων μοιάζει αδιανόητο).
Θα μπορούσε όμως το γεγονός αυτό να ωθήσει την Γαλλία να διεκδικήσει μία πιο ηγεμονική θέση στην Ε.Ε;
Θα μπορούσε να αφυπνίσει την Ε.Ε να ενισχυθεί διπλωματικά και αμυντικά, συμβάλλοντας στην ενδυνάμωση του ΝΑΤΟ;
Θα δημιουργηθεί σχίσμα στους κόλπους της συμμαχίας;
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι πράγματι πολύ νωρίς για να απαντήσουμε.
Από την άλλη πλευρά η Κίνα (άμεσος αποδέκτης της συμφωνίας) αντέδρασε κατηγορώντας τις ΗΠΑ για αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου. Μία αναμενόμενη αντίδραση, καθώς παρουσιάζεται νέα συμμαχία του αγγλοσαξονικού χώρου στην περιοχή της, την στιγμή μάλιστα που άρχιζε να ενισχύει την παρουσία της. Βλέποντας να δημιουργείται ένα αντικινεζικό μέτωπο σε βάρος της, ζήτησε να γίνει μέλος στην Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου (CCTP), χωρίς την άμεση καταφατική απάντηση. Οι χώρες που την αποτελούν, οι λεγόμενες χώρες της QUAT, συναντώνται στις 24 Σεπτεμβρίου με τον πρόεδρο Μπάιντεν, σε μία προσπάθεια αναβίωσης του ρόλου των ΗΠΑ και μίας πιθανής εισόδου τους στην Ζώνη (είχαν αποχωρήσει επί προεδρίας Trump). Αλλά αυτό που είναι συγκεκαλυμμένο είναι η έγκριση για την είσοδο της Κίνας.
Αναλύοντας την στάση των μεγαλύτερων κρατών προκύπτει ένα βασικό ερώτημα. Ποια πρέπει να είναι η στάση της Ελλάδας;
Κυριαρχεί η άποψη ότι «όταν οι μεγάλοι μιλούν οι μικροί πρέπει να σωπαίνουν» αλλά κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί αμφισβητήσει αυτήν την άποψη; Τα τελευταία χρόνια η ελληνική διπλωματία έχει κάνει βήματα που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν « ταμπού» για την μικρή και ανίσχυρη Ελλάδα. Δεν υπάρχει χρόνος να αναλύσουμε τα διμερή ανοίγματα της ελληνικής διπλωματίας αλλά θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε ποιες μπορούν να είναι οι επόμενες κινήσεις σε μια προσπάθεια να επωφεληθούμε από τις συγκυρίες. Το πλήγμα στη Naval Group είναι αναμφισβήτητα μεγάλο. Δεδομένου του εξοπλιστικού προγράμματος που τρέχει για την αγορά νέων φρεγατών, η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να πιέσει τους Γάλλους για μια πιο συμφέρουσα προσφορά. Ήδη, έχουν παρουσιαστεί επωφελείς για εμάς γαλλικές προσφορές. Παρόλα αυτά, θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε καλύτερη τιμή και περαιτέρω ενίσχυση της γαλλικής παρουσίας σε ελληνικό έδαφος. Στο πλαίσιο της συνόδου του EUMED9 που φιλοξενήθηκε την περασμένη Παρασκευή στην Αθήνα κανονίστηκε επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στη Γαλλία στις 27 του μήνα. Ίσως είναι ο προάγγελος μιας νέας περιόδου στις ελληνογαλλικές σχέσεις. Δεδομένου ότι οι σχέσεις Ελλάδας Γαλλίας βρίσκονται στο υψηλότερο ιστορικό επίπεδο, κρίνεται σχεδόν απαραίτητο να ενισχυθούν οι διμερείς σχέσεις δημιουργώντας ένα κύμα αλληλοϋποστήριξης των δύο χωρών εντός της Ε.Ε.
Επιπλέον, όσο αναφορά την σχέση μας με τα κράτη που υπέγραψαν τη συμφωνία αυτή, πρέπει να φερθούμε ως ουδέτεροι καθώς υπάρχουν δεσμοί και με τις δύο πλευρές. Οι σχέσεις με τα μέλη της συμφωνίας χρονολογούνται ήδη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (δεδομένου ότι η Ελλάδα πλέον κατάλαβε ότι πρέπει να είναι σύμμαχος με τις ναυτικές δυνάμεις). Από την άλλη όμως, οι διμερείς οικονομικές σχέσεις με την Κίνα βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο. Συνεπώς, η ουδετερότητα αποτελεί την καλύτερη λύση. Σε περίπτωση όμως που μας ζητηθεί η στήριξη σε περιφερειακό επίπεδο, σαφώς και πρέπει να υποστηρίξουμε τους συμμάχους μας.
Συνεπώς, η νέα συμφωνία του αγγλοσαξονικού χώρου, εγκαθιδρύει μια περίοδο σκληρού ανταγωνισμού. Θα οδηγήσει άραγε σε κούρσα εξοπλισμών στην περιοχή του ινδικό- ειρηνικού; Θα επιβεβαιώσει την παγίδα του Θουκυδίδη; Ή θα μένει απλά στα λόγια με μικρές εντάσεις κατά καιρούς όπως ο Ψυχρός Πόλεμος που ξέραμε; Όπως και να ‘χει η Ελλάδα δεν μπορεί να καθορίσει τις πολιτικές στον πολύ-πολικό κόσμο παρά μόνο να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να παρεμβαίνει για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της. Αυτό είναι και το όραμα για την διπλωματική αναβάθμιση του ελληνικού κράτους.
*φοιτητής στο τμήμα πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του πανεπιστημίου Πελοποννήσου