Ελλάς-Γαλλία Θαλάσσια Διπλωματία
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Η εποχή που διανύουμε σαφώς θα είναι μια θαλάσσια εποχή ή καλύτερα η εποχή της θαλάσσιας διπλωματίας. Σε αυτή τη σκέψη οδηγούμαι, καθώς, η συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου εμπορίου μεταφέρεται από τη θάλασσα, το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού ζει πλησίον των ακτών, ο κόσμος συνεχίζει να τρέφεται από τη θάλασσα, αντλεί φυσικούς πόρους και το οικοσύστημα των ωκεανών βρίσκεται στην καρδιά της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Κατά συνέπεια, η ικανότητα των κρατών να διαχειρίζονται τις διαφορές των θαλασσίων ζωνών θα καθορίσει τη διεθνή πολιτική στη σύγχρονη εποχή μας. Επίσης προβληματικές, συμπεριφορές αυταρχικών κρατών όπως της Τουρκίας, παρά την αυξανόμενη σημασία του γεωπολιτικού χώρου γίνονται αντιληπτές στη θάλασσα τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η θαλάσσια διπλωματία δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο αλλά βρίσκεται στο επίκεντρο του Ελληνισμού από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Πράγματι, στη σύγχρονη ενσάρκωση της, η θαλάσσιες δυνάμεις του Πολεμικού Ναυτικού, της ακτοφυλακής, του Λιμενικού Σώματος και του Εμπορικού Ναυτικού, είναι αυτές που διαμορφώνουν το σημαντικό ρόλο για την άσκηση της θαλάσσιας διπλωματίας. Η θαλάσσια διπλωματία μπορεί να αναφέρεται ως διαχείριση των διεθνών σχέσεων μέσω του θαλάσσιου τομέα. Εκτός του κρατικού μηχανισμού και τις ναυτικές δυνάμεις, δεν είναι καμία αυτόνομη ναυτική δραστηριότητα που απλά αναπτύσσουμε πολεμικά σκάφη ή σκάφη ακτοφυλακής στη θάλασσα. Αντίθετα, είναι η ανάπτυξη του ναυτικού, της ακτοφυλακής και των υπολοίπων ναυτικών πόρων για τη συγκέντρωση πιθανών διπλωματικών αποτελεσμάτων. Από αυτή την άποψη, όλες αυτές οι ναυτικές δυνάμεις είναι αναπόσπαστος μηχανισμός διπλωματικών εργαλείων. Περιλαμβάνει ένα φάσμα δραστηριοτήτων, από επισκέψεις σε λιμένες για επίδειξη Σημαίας, συνδυασμένες ασκήσεις με συμμαχικά ναυτικά, παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, επιχειρήσεις εκκενώσεως αμάχου πληθυσμού, σε διπλωματία των κανονιοφόρων με ανάπτυξη ναυτικών δυνάμεων, ναυτικό αποκλεισμό και απαγόρευση με απόκτηση θαλασσίου ελέγχου. Είναι μια δραστηριότητα που δεν περιορίζεται πλέον μόνο από το Πολεμικό Ναυτικό, αλλά στη σύγχρονη εποχή επιδιώκεται συμμετοχή της ακτοφυλακής και του Λιμενικού Σώματος, των Εμπορικών σκαφών και μη κρατικών ομάδων.
Η Μεσόγειος παραμένει κρίσιμη για τη στρατηγική των ΗΠΑ, όπως ήταν από την προεδρία του Τόμας Τζέφερσον πριν από δύο αιώνες. Αλλά η φύση της γεωπολιτικής σημασίας της έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες. Ο καθορισμός και η επιβολή προτεραιοτήτων είναι η στρατηγική. Τρεις διοικήσεις των ΗΠΑ που εκπροσωπούν και τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα έχουν πλέον επιβεβαιώσει ότι ο Ινδο-Ειρηνικός είναι το «θέατρο προτεραιότητας» για τις στρατιωτικές και θαλάσσιες στρατηγικές των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι ο Ινδο-Ειρηνικός έχει την πρώτη αξίωση για τους στρατιωτικούς και ναυτικούς πόρους των ΗΠΑ. Ως συνέπεια, η Μεσόγειος και ο Ατλαντικός έχουν υποβιβαστεί σε δευτερεύοντα ρόλο στον κατάλογο στρατηγικών προτεραιοτήτων της Αμερικής. Αυτό το κενό θα κληθούν να το καλύψουν Ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις.
Καθώς τα κράτη όπως η Ελλάδα και η Κύπρος στην Ανατολική Μεσόγειο αναπτύσσονται, χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο την πιο ευέλικτη μορφή ήπιας και σκληρής ισχύος. Στο παρόν κείμενο γίνεται προσπάθεια να περιγραφεί και αναλυθεί η σημασία της ναυτικής διπλωματίας, η οποία έχει παραμεληθεί σε μεγάλο βαθμό. Η χρήση μιας τέτοιας διπλωματίας μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα όχι μόνο για τις μεταφορές ανθρώπων και εμπορευμάτων, αλλά επειδή κάθε γεγονός μπορεί να αντανακλά τις αλλαγές στη διεθνή τάξη, ενώ παράλληλα λειτουργεί ως εξαιρετικό μέτρο για την ύπαρξη και τη σοβαρότητα της διεθνούς έντασης. Επιπλέον, η θαλάσσια διπλωματία μπορεί να λειτουργήσει ως βαλβίδα εκτόνωσης, μέσω της οποίας μπορεί να μετριασθεί οποιαδήποτε ένταση χωρίς να στραφεί σε κρίση και τελικά σε σύγκρουση. Η άσκηση θαλάσσιας διπλωματίας, σηματοδοτεί στους συμμάχους και εχθρούς μας, την πρόθεση της εξωτερικής πολιτικής και των δυνατοτήτων μας με τις ημέτερες δυνάμεις ασφαλείας. Οι συνέπειες της θαλάσσιας διπλωματίας θεωρούνται αποτυχημένες εάν οδηγήσουν στους δρόμους του πολέμου. Από αυτή την άποψη, η θαλάσσια διπλωματία είναι ένας από τους καλύτερους δείκτες αλλαγών στην παγκόσμια ή περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων και ένα ανεκτίμητο εργαλείο για την ανάλυση των διεθνών σχέσεων.
Είναι βασική προϋπόθεση, ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να διεκδικήσει την κυριαρχία πάνω στη θάλασσα και τα κυριαρχικά δικαιώματα του, που ορίζονται στο Διεθνές Δίκαιο των Θαλασσών για τις θαλάσσιες ζώνες τα νησιά και τις βραχονησίδες του, χωρίς αξιόπιστες αερο-ναυτικές δυνάμεις. Αυτές οι “αρχές επιβολής του νόμου και των δικαιοδοτικών αξιώσεων”, παίζουν το ρόλο στην αποτροπή αμφισβήτησης της Εθνικής Κυριαρχίας του κράτους. Σήμερα η αναβάθμιση της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας στη Θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου γίνεται όλο και πιο επείγουσα επειδή το ζήτημα της θαλασσίων ζωνών συνδέεται τόσο στενά με τα συμφέροντα της γεωπολιτικής ασφάλειας της Πατρίδας μας, επειδή οι προκλητικοί Τούρκοι: Πρώτον, αναζητούν ασφάλεια από τη δυτική προβολή ισχύος από τη θάλασσα, προσπαθώντας να ορίσουν τη γαλάζια πατρίδα. Δεύτερον, θέλουν να ελέγχουν τη θάλασσα μόνοι τους, χρησιμοποιώντας τη ως μέσο για την προβολή ισχύος και τη ξηρά. Τρίτον, λαχταρούν τους θαλασσίους πόρους, συμπεριλαμβανομένων αλιευμάτων και υποθαλάσσιων αερίων και πετρελαίου. Η άσκηση στρατιωτικού ελέγχου στις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες και σε ορισμένες περιπτώσεις η ενίσχυση του ελέγχου των υδάτων που διεκδικούν κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου έχει γίνει υψηλή προτεραιότητα.
Επίσης όσο περισσότερο παραμένει επίκαιρο το θέμα της αναταραχής των Κρατών στη Θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου, τόσο μεγαλύτερη είναι η γεωπολιτική απειλή για τον Ελληνισμό. Η παρουσία και η εγγύτητα των ξένων πολεμικών πλοίων, υποβρυχίων και αεροσκαφών εντός του ίδιου επιχειρησιακού χώρου είναι δυνητικοί κίνδυνοι στη Θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου που μπορεί να προκαλέσουν ατυχήματα και συμβάντα κρίσεων. Ένα πρόγραμμα νέων αερο-ναυτικών εξοπλισμών θα δημιουργήσει αξιόπιστη αποτροπή, καθιστώντας τον έλεγχο των ναυτικών εξοπλισμών και την οικοδόμηση εμπιστοσύνης ως σημαντική πτυχή της ναυτικής διπλωματίας. Τα ενδιαφέροντα θέματα που προβληματίζουν σε αυτό το νέο περιβάλλον, είναι:
- Πώς θα αντιδράσει η Τουρκία στη μεγάλη αντιπαλότητα ισχύος μέσα και έξω από την περιοχή;
- Η αναβάθμιση της Ελλάδος θα συνοδεύεται από αυξανόμενους φόβους για έναν πόλεμο ισχύος ή οι αμυντικές συμφωνίες και οι Γάλλοι ως ο βασικός περιφερειακός σύμμαχος με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι ένας σημαντικός καταλύτης στην αλληλεπίδραση μεταξύ των εθνών;
- Η ένταση των μεγάλων δυνάμεων θα είναι τόσο επικίνδυνη όσο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ή θα μπορούσε να είναι χειρότερη καθώς η Ρωσία έχει πλέον εγκαταστήσει αεροναυτικές βάσεις προς τις θερμές θάλασσες που πρόκειται να χρησιμοποιήσει ως στρατηγικό εργαλείο;
- Πώς θα ανταποκριθεί το ΝΑΤΟ και η ΕΕ συλλογικά ή ως μεμονωμένα κράτη μέλη στη μεγάλη αντιπαλότητα δυνάμεων της Τουρκίας, της Κύπρου, της Ελλάδος, της Αιγύπτου και του Ισραήλ;
- Θα έχουμε ναυτική σύγκρουση μεταξύ των κρατών της περιοχής ώστε να θέσουν σε κίνδυνο την ισορροπία ισχύος στη Θάλασσα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου;
Οι απαντήσεις στους προβληματισμούς αυτούς δίνονται με τη διεξαγωγή μιας θαλάσσιας διπλωματίας από τον Ελληνισμό, ακόμη και σε απομακρυσμένες θάλασσες, προκειμένου να διατηρηθεί η ειρήνη και η ασφάλεια στην περιοχή. Η Αθήνα έχει υποστηρίξει σταθερά ότι η διαμάχη στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο θάλασσα θα πρέπει να επιλυθεί μέσω πολυμερών διαπραγματεύσεων ή διεθνών δικαστικών αποφάσεων, ενώ η Τουρκία υποστηρίζει την επίπλαστη “εθνική κυριαρχία της” ως θέμα “εθνικού ενδιαφέροντος” στην Άγκυρα. Η επίλυση της “οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας” είναι ζήτημα επιβίωσης για την Ελλάδα, καθώς απαιτείται ένας ακριβός αγώνας εξοπλισμών που θα μπορούσε να καταλήξει σε καταστροφή. Έτσι, αυξήθηκε η συνειδητοποίηση του Ελληνισμού ότι ο περιφερειακός χαρακτήρας και η συνεργασία πολλών κρατών και συμμαχιών όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Γαλλία, είναι μια αναγκαιότητα που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Ωστόσο, η πραγματοποίηση αυτού του στόχου εξαρτάται από την εμπιστοσύνη και τη θέσπιση κανόνων μέσω πολυμερών οργανώσεων. Η Ελλάδα είναι εταίρος του ΝΑΤΟ και συμμετέχει σε όλους τους μηχανισμούς πολυμερούς διαλόγου. Το διεθνές δικαστήριο αποτελεί μέρος της ρύθμισης ενός κράτους που βασίζεται στο δίκαιο και όχι στη βία. Επειδή αυτό αφορά τα συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη άμεσα και έμμεσα στη σύγκρουση στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο πρέπει να εξασφαλίσουν τη στήριξη των λειτουργιών, των ρόλων, των κανόνων και των αξιών του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων που απορρέουν από αυτές.
Η ασκούμενη Θαλάσσια Διπλωματία μας ειδικά με τη Γαλλία, πρέπει να διασφαλίσει ότι ο 21ος αιώνας δεν είναι άλλη μια στιγμή εφησυχασμού και άρνησης. Η λύση στην Ελληνοτουρκική διαμάχη για τις θαλάσσιες ζώνες δεν περιορίζεται στο επιχείρημα σχετικά με την απόφαση περί του νόμιμου νοήματος της οριοθέτησης που εκδίδεται στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, αλλά περιλαμβάνει επίσης ένα σχέδιο στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στη θαλάσσια περιοχή με την εξάλειψη των θεμελιωδών συγκρουσιακών παραγόντων συμπεριλαμβανομένων των εδαφικών διεκδικήσεων μέσω ειρηνικών διαδικασιών και τη συνεργασία μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων κρατών.
Διατηρώντας τις συμμαχίες μας ισχυρές και πείθοντας τους αντιπάλους, οι συμμαχίες μας δεν θα απομακρυνθούν όταν βρεθούμε υπό πίεση. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε, εν μέρει, δείχνοντας ο ένας στον άλλον και στους αντιπάλους μας ότι έχουμε αυτό που αποκαλούμε «συνεχή παρουσία στα ταραγμένα νερά», ή ακλόνητη δέσμευση στον κοινό μας σκοπό. Αυτό συμβαίνει σήμερα σε ικανοποιητικό βαθμό. Ο κοινός τόπος είναι τα ναυτικά μας να επιχειρούν διαλειτουργικά.
Συμπερασματικά, για αιώνες τα σκάφη που πλέουν στη θάλασσα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ζωής του Ελληνισμού στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Όταν η εμβέλεια της Ελλάδας ιστορικά, είτε μέσω των ναυτικών δυνάμεων, των ακτοφυλάκων και του εμπορικού στόλου της, επιδιώκει την οικοδόμηση επιρροής και ισχύος, μέσω της συνεργασίας, της πειθούς και του εξαναγκασμού, η θαλάσσια διπλωματία αποτελεί πλεονέκτημα και κρίσιμη επένδυση για τον Ελληνισμό. Η διατήρηση της περιφερειακής ισορροπίας του Ελληνισμού με τη διαχείριση της θαλάσσιας διπλωματίας καθίσταται αναγκαία για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης που αυξάνει τον ανταγωνισμό ακόμη και των μεγάλων δυνάμεων εκτός των κακότροπων γειτόνων μας.
*Ο Υποναύαρχος Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.