Η τεχνολογία αιχμής δημιουργεί ολοκληρωμένη και αξιόπιστη αποτροπή πολέμου
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Η βέλτιστη στρατηγική είναι αυτή που αντισταθμίζει τις πολλαπλές απειλές του σήμερα και αποτρέπει τους πολέμους του αύριο. Με αυτή τη σκέψη, όμως, αυξάνεται το επίπεδο φιλοδοξίας και απαιτήσεων από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ) που θα χρειαστεί, λόγω των πολλαπλών απειλών τόσο για να τις αντιμετωπίσει όσο και να τις αποτρέψει. Το θέμα όμως που προκύπτει με μια τέτοια προσέγγιση, είναι ότι στην επιλογή, του να κάνουμε τα πάντα, χάνεται η προτεραιότητα. Αναπόφευκτα, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα μια αποτυχημένη προσέγγιση ενάντια στις πιο δύσκολες και πολύπλοκες απειλές διαχείρισης κινδύνου.
Αν και αυτή η προσέγγιση ακούγεται ως ένας συνετός τρόπος αντιστάθμισης ενάντια στη μελλοντική αβεβαιότητα, θα οδηγήσει σε μια στρατιωτική δύναμη που δεν θα μπορεί να υπερασπιστεί με αξιοπιστία την όποια επίθεση. Ιστορικά η ανάγκη οικοδόμησης και διατήρησης μιας μεγάλης στρατιωτικής δύναμης έτοιμης για μάχη έχει εκτοπίσει τον εκσυγχρονισμό (όπως συνέβη με το Σοβιετικό στρατό κατά τον ψυχρό πόλεμο). Οι ΕΕΔ χρειάζονται σαφώς επαρκή στελέχωση και ικανότητα στη νέα τεχνολογία των οπλικών συστημάτων, αλλά αναπόφευκτα υπάρχει μια ανταλλαγή μεταξύ αυτών των δύο εάν υπάρχουν περιορισμένοι πόροι. Σήμερα αυτή η ένταση είναι ακόμη μεγαλύτερη καθώς το στρατιωτικό προσωπικό και τα έξοδα για επιχειρησιακή ετοιμότητα και συντήρησης καταναλώνουν ένα ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο του αμυντικού προϋπολογισμού, αφήνοντας ένα μικρότερο κομμάτι για εκσυγχρονισμό.
Παρόλα αυτά, μόνο πρόσθετοι πόροι δεν πρόκειται να επιλύσουν αυτό το δίλημμα. Εάν χρησιμοποιηθεί επιπλέον χρηματοδότηση για την αγορά οπλικών συστημάτων περισσότερων δυνατοτήτων που δεν θα σχετίζονται με την αποτροπή υψηλών προδιαγραφών, ενδέχεται να επιδεινωθεί αυτό το πρόβλημα με την πάροδο του χρόνου και να εδραιωθούν περαιτέρω οι αντιλήψεις αυτών που αντιτίθενται στις αλλαγές που απαιτούνται. Χρειάστηκε να φτάσει ο κόμπος στο χτένι για να μετατοπιστεί η εστίαση της αμυντικής γραφειοκρατίας στην απειλητική Τουρκία, για την οποία απαιτείται γρήγορος βηματισμός, λόγω του μεγέθους της πρόκλησης και του χρόνου που χάθηκε ήδη αγνοώντας το πρόβλημα. Το ΥΕΘΑ έπρεπε να διασφαλίσει τις απαιτήσεις του σήμερα να υπερισχύουν των αναγκών του αύριο. Έτσι με τη γαλλική συμφωνία απόκτησης νέων μονάδων, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι οι ΕΕΔ να βρεθούν τεχνολογικά ανταγωνιστικές στο μέλλον, διασφαλίζοντας μια ολοκληρωμένη και αξιόπιστη αποτροπή, με το βέλτιστο οικονομικό κόστος.
Προϋποθέσεις που οδήγησαν σε αυτή τη τοποθέτηση.
Ο πόλεμος στον 21ο αιώνα θα αποδειχθεί ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και δυναμικό περιβάλλον που δεν είχαμε γνωρίσει ποτέ πριν στην ιστορία της μαχητικής ετοιμότητας, αποστέλλοντας στρατιωτικές δυνάμεις σε όλα τα θέατρα επιχειρήσεων, ζωτικών και εθνικών συμφερόντων. Ο κοινός στόχος και το πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί από όλη τη στρατιωτική ιεραρχία είναι να διεξάγουν με επιτυχία το πόλεμο σε όλους τους γνωστούς τομείς, εφαρμόζοντας δικτυοκεντρικές επιχειρήσεις. Για το Πολεμικό Ναυτικό αυτό δεν είναι διαφορετικό. Καθώς το Πολεμικό Ναυτικό συνεχίζει να αλλάζει, να προσαρμόζεται και να επανασχεδιάζεται ως απάντηση σε αυτές τις νέες προκλήσεις, δεν πρέπει να παραβλέπει τη πολεμική φιλοσοφία του. Αντ’ αυτού, αγκαλιάζει έννοιες όπως ο πόλεμος ελιγμών, που το έχουν καταστήσει μια επιτυχημένη πολεμική δύναμη για αιώνες παράλληλα όμως εξελίσσει και τις αντιλήψεις του. Έτσι το ΠΝ συνεχίζει να εκπαιδεύεται και να εφαρμόζει νέα δόγματα, με προτεραιότητα στο σύγχρονο εξοπλισμό και την τεχνολογία για τη διεξαγωγή ταυτόχρονων συνδυασμένων αμυντικών συστημάτων και στους πέντε τομείς του πολέμου (επιφάνεια, αντιαεροπορικό, ανθυποβρυχιακό, κυβερνοπόλεμο και διαστημικό). Με αυτό τον τρόπο θα αποδειχθεί τακτικά επιτυχής στο μελλοντικό πεδίο μάχης.
Με τη νέα αρχιτεκτονική του Στόλου, εφαρμόζουμε αποτροπή εστιάζοντας στην επανάσταση της τεχνολογίας των πληροφοριών, με σκοπό, να δημιουργηθεί μια ικανότητα να συγκεντρώνουμε αστραπιαία και να αξιολογούμε τεράστιες ποσότητες πληροφοριών σχετικά με κάθε δεδομένο στο θέατρο επιχειρήσεων, από μεγάλες αποστάσεις και προστατευμένοι. Για τους οραματιστές της τεχνολογίας, τα συστήματα αισθητήρων, τα κέντρα επεξεργασίας δεδομένων και η ψηφιακή επικοινωνία είναι το πλεονέκτημα ταχύτητας και απόφασης που είναι απαραίτητα για τη νίκη. Πέραν της ταχύτητας και του πλεονεκτήματος της απόφασης, η επιμονή και η ανθεκτικότητα, είναι αλλά δύο κύρια στοιχεία. Έχοντας αυτό κατά νου, οι ΕΕΔ θα πρέπει να επικεντρωθούν στην κατασκευή αποκεντρωμένων δικτύων, να επενδύσουν σε τακτικές που μειώνουν το οικονομικό κόστος του πολέμου και να αναπτύξουν οπλικά συστήματα και τακτικές που υποβαθμίζουν την αποτελεσματικότητα των απειλών.
Αυτό που χρειάζονται πλέον οι ΕΕΔ είναι μια νέα θεωρία νίκης για ένα περιβάλλον στο οποίο απειλούνται οι πληροφορίες και τα δίκτυα μέσα από τα οποία διαρρέουν. Εκτίμηση μου είναι, ότι η νίκη δημιουργείται μέσω της τεχνολογίας της πληροφορίας αυξάνοντας την επίγνωση της κατάστασης, έτσι ώστε να μπορούνε οι μαχητές να χτυπήσουν από μεγαλύτερη απόσταση, να ανταποκριθούν με μεγαλύτερη ταχύτητα στις απειλές και να έχουν πιο ακριβείς στοχεύσεις. Κατά συνέπεια, οι επενδύσεις στην τεχνολογία ευνοούν κατά κύριο λόγο την αποδοτικότητα και την ταχύτητα δίδοντας και πλεονέκτημα ασφάλειας και ανθεκτικότητας. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, τα δίκτυα που είναι αποκεντρωμένα και βελτιστοποιημένα σε αποδοτικότητα, μαζί με οπλικά συστήματα που δεν είναι απλώς ενεργοποιημένα από τα δεδομένα αλλά εξαρτώνται από τα δεδομένα, μπορούν να δημιουργήσουν κτυπήματα σύντομα και αποφασιστικά.
Συμπεράσματα
Η απόκτηση των νέων πλοίων Belhara και GoWind σε συνεργασία με τα αεροσκάφη Rafale ξεκινά με μια καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα δίκτυα επιβιώνουν υπό απειλή. Αυτά τα δίκτυα βασίζονται στη ταχύτητα για τη συλλογή, αποθήκευση και ανάλυση πληροφοριών από διαφορετικές πηγές, ενοποιώντας τις με πύλες μεταξύ των χρηστών. Αυτό το είδος “δικτυοκεντρικού πολέμου”, επιτρέπει τη συγχώνευση δεδομένων με τη τεχνητή νοημοσύνη, μειώνοντας ταυτόχρονα τους πλεονασμούς και ελαχιστοποιώντας τα σημεία πρόσβασης που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ευπάθειες στο κυβερνοχώρο.
Με αυτές τις σκέψεις επιτρέπετε να αλλάξουμε και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζαμε το κόστος του πολέμου. Το οικονομικό κόστος απουσίαζε σε μεγάλο βαθμό από τις στρατιωτικές συζητήσεις, το οποίο επικεντρώθηκε στην ανάγκη αποφυγής θυμάτων που θα αποτρέψουν την ελληνική υποστήριξη για πολέμους. Οι δικτυοκεντρικές επιχειρήσεις λύνουν το πρόβλημα της πολιτικής βούλησης χρησιμοποιώντας την τεχνολογία ως μέσο προστασίας των δυνάμεων.
Τέλος, η αποτροπή θα επέλθει με την ικανότητα να επιμείνουμε με την πάροδο του χρόνου, όχι απλώς να κυριαρχήσουμε για μια στιγμή, καθώς είναι αυτό που τελικά θα αποτρέψει τους αντιπάλους από την έναρξη των πρώτων επιθέσεων. Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις μέχρι σήμερα δεν αφορούσαν το κυνήγι της επόμενης τεχνολογίας. Πάντα αφορούσαν πειραματισμούς και ανταπόκριση. Ήρθε η ώρα οι ΕΕΔ να προσαρμοστούν στην τεχνολογία αιχμής της επόμενης γενιάς, όχι απλώς να ενημερωθούν στην πιο πρόσφατη έκδοση ενός ήδη απαρχαιωμένου συστήματος.
*Ο Υποναύαρχος Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.
Πηγή: Ο Δικτυοκεντρικός Πόλεμος (Net Centric Warfare – NCW). Πλατφόρμες και Διεθνής Εμπειρία