Τι οδηγεί την ενεργειακή κρίση της Ευρώπης;
David Sheppard
Financial Times
Αν ζείτε στην ηπειρωτική Ευρώπη ή στο Ηνωμένο Βασίλειο το φυσικό αέριο που θερμαίνει το σπίτι σας αυτόν τον Οκτώβριο κοστίζει τουλάχιστον πέντε φορές περισσότερο από ότι κόστιζε πριν από έναν χρόνο.
Οι λόγοι ποικίλουν: μεταξύ αυτών είναι οι σεισμοί στην Ολλανδία, η προσπάθεια της Κίνας να καθαρίσει την ατμόσφαιρά της και η πολιτική ισχύος του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Αλλά ο αντίκτυπος είναι ξεκάθαρος. Οι τιμές ρεκόρ που πληρώνουν οι προμηθευτές στην Ευρώπη και οι ελλείψεις στις προμήθειες φυσικού αερίου στην ήπειρο έχουν δημιουργήσει φόβους για πρόκληση ενεργειακής κρίσης, αν ο καιρός είναι έστω και ελάχιστα πιο κρύος από το κανονικό.
Τα νοικοκυριά καλούνται ήδη να πληρώσουν πιο φουσκωμένους λογαριασμούς ενώ κάποιες ενεργοβόρες βιομηχανίες έχουν αρχίσει να επιβραδύνουν την παραγωγή, περιορίζοντας την αισιοδοξία όσον αφορά την ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία.
Και ενώ κάποιοι στη βιομηχανία του φυσικού αερίου πιστεύουν ότι η άνοδος στις τιμές είναι ένα παροδικό φαινόμενο, το οποίο είναι απόρροια των οικονομικών διαταραχών που έχει προκαλέσει ο κορωνοϊός, πολλοί άλλοι λένε ότι καταδεικνύει τις διαρθρωτικές αδυναμίες σε μια ήπειρο η οποία εξαρτάται σε υπερβολικό βαθμό από τις εισαγωγές φυσικού αερίου.
«Η Ευρώπη έχει κατά πρώτο λόγο δύο επιλογές για επιπρόσθετες προμήθειες φυσικού αερίου καθώς στηρίζεται σε υπερβολικό βαθμό στις εισαγωγές: τη Ρωσία ή τα φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG)» τονίζει ο Τομ Μάρζεκ-Μάνσερ της συμβουλευτικής εταιρείας ICIS,. «Καμία από τις πηγές αυτές δεν λειτούργησε όπως θα ήλπιζε η Ευρώπη κατά τη διάρκεια της κρίσης».
Η μετάβαση σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας όπως η αιολική και η ηλιακή είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί υψηλότερα η ζήτηση για φυσικό αέριο – το οποίο αντιμετωπίζεται συχνά από τη βιομηχανία ως ένα μεσοπρόθεσμο «καύσιμο γέφυρα» ανάμεσα στην εποχή των υδρογονανθράκων και των ανανεώσιμων. Αλλά ο μακροπρόθεσμος στόχος της δημιουργίας οικονομιών μηδενικών εκπομπών ρύπων στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ευρώπη έχει υπονομεύσει τη βούληση των επενδυτών να τοποθετήσουν χρήματα σε ένα ορυκτό καύσιμο το οποίο θεωρούν ότι μπορεί να έχει εξαφανιστεί σε 30 χρόνια. Εν τω μεταξύ, τα εγχώρια αποθέματα φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχουν υποχωρήσει 30% την τελευταία δεκαετία.
Οι προσπάθειες της Ευρώπης να αναλάβει ηγετικό ρόλο διεθνώς για την κλιματική αλλαγή έχουν καθορίσει τις ευρύτερες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην αγορά. Έχουν σπρώξει τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας μακριά από τον λιγνίτη, οδηγώντας χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία να ανταγωνίζονται πλέον για τις ίδιες προμήθειες LNG από τις οποίες εξαρτάται η Ευρώπη από χώρες, όπως οι ΗΠΑ και το Κατάρ.
Η βιομηχανία φυσικού αερίου λειτουργούσε σχεδόν αποκλειστικά με αγωγούς που μετέφεραν αέριο από μια συγκεκριμένη πηγή, το οποίο κρατούσε σε χαμηλά επίπεδα τον τοπικό ανταγωνισμό. Η ραγδαία ανάπτυξη του LNG σημαίνει ότι τα θαλάσσια φορτία έχουν δημιουργήσει μια παγκόσμια αγορά παρόμοια με αυτήν του αργού πετρελαίου.
«Κάθε χρόνο η Κίνα συνδέει ως και 15 εκατομμύρια σπίτια στις παράκτιες πόλεις με το δίκτυο αερίου – αυτό είναι σαν να προσθέτει κανείς κάθε χρόνο ζήτηση ίση με μια Ολλανδία και ένα Βέλγιο» τονίζει ο Χένινγκ Γκλοϊστάιν της Εurasia Group. «Οπότε όταν κάνει κρύο στην Κίνα η τιμή φυσικού αερίου ανεβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία».
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι οι έντονες διακυμάνσεις στις τιμές στην ενέργεια καθιστούν πιο πρόδηλη την ανάγκη να επισπευστεί η στροφή προς την ανανεώσιμη ενέργεια. Αλλά υπάρχουν ανησυχίες ότι τα προβλήματα μπορεί να πυροδοτήσουν αντιδράσεις ενάντια στις ανανεώσιμες, αν οι καταναλωτές αρχίσουν να πιστεύουν ότι η τιμή της ενεργειακής μετάβασης είναι πολύ υψηλή.
«Κάποιοι άνθρωποι προσπαθούν να το παρουσιάσουν αυτό ως την πρώτη κρίση της ενεργειακής μετάβασης» σημειώνει ο Φατίχ Μπιρόλ, επικεφαλής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, η οποία συμβουλεύει κυβερνήσεις και χρηματοδοτείται ως επί το πλείστον από χώρες του ΟΟΣΑ. «Κάνουν λάθος, αλλά αν γίνουν η κυρίαρχη φωνή τότε αυτό μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμόσουμε για να κάνουμε την ενεργειακή μετάβαση να λειτουργήσει».
Οι « προμήθειες» αρχίζουν να στερεύουν
Η παγκόσμια κατανάλωση αργού πετρελαίου παραμένει σχετικά σταθερή καθ’ όλη τη χρονιά με μόνο μικρές μεταβολές μεταξύ των εποχών του χρόνου. Η ζήτηση για φυσικό αέριο, ωστόσο, είναι πολύ ισχυρότερη κάθε χειμώνα λόγω του ρόλου του στη θέρμανση.
Ενώ υπάρχει ένα βασικό επίπεδο ζήτησης όλον τον χρόνο από τις εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και τη βιομηχανία, όπως τους παραγωγούς λιπασμάτων και χάλυβα, τα άλματα στη ζήτηση κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορεί να είναι πολύ υψηλότερο στο βόρειο ημισφαίριο. Περίπου το 40% της συνολικής κατανάλωσης φυσικού αερίου στο Ηνωμένο Βασίλειο κατευθύνεται απευθείας στη θέρμανση των κατοικιών, σε μια περίοδο κατά βάση πέντε ως έξι μηνών.
Η βιομηχανία διαχειρίζεται τους κύκλους αυτούς με διάφορους τρόπους. Ο κυριότερος είναι η αποθήκευση. Η φύλαξη αερίου κάτω από το έδαφος κατά τους μήνες του καλοκαιριού με τη χαμηλή ζήτηση, το οποίο μπορεί στην συνέχεια να χρησιμοποιηθεί όταν ο καιρός γίνει πιο κρύος.
Ο άλλος είναι η πρόσβαση σε εξισορροπητικές προμήθειες οι οποίες μπορούν να αυξομειώνονται ανάλογα με τις ανάγκες. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπο το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρώπη, ωστόσο, είναι ότι οι βασικές πηγές αυτών των προμηθειών δεν λειτουργούν όπως παλαιότερα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μεγαλύτερες διακυμάνσεις στις τιμές του φυσικού αερίου.
Το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου στην Ευρώπη, το Γκρόνινγκεν, στην Ολλανδία, σχεδιάστηκε ειδικά με σκοπό να γίνει ένας σημαντικός εξισορροπητικός προμηθευτής, με την παραγωγή να αυξάνεται ή να μειώνεται ώστε να συμβάλλει στην εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση, επιτρέποντας σε άλλα κοιτάσματα να παράγουν ελεύθερα όλο τον χρόνο. Αλλά το Γκρόνινγκεν έχει μετατραπεί σε σημαντικό πρόβλημα για την ολλανδική κυβέρνηση. Καθώς τα τεράστια αποθέματά του στέρευαν σταδιακά, προκλήθηκαν μικροί σεισμοί στη γύρω περιοχή, προκαλώντας βλάβες σε σπίτια και επιχειρήσεις. Καθώς εντείνονταν οι πολιτικές πιέσεις, λήφθηκε η απόφαση να ξεκινήσει το κλείσιμο του κοιτάσματος, το οποίο πλέον παράγει περίπου 75% λιγότερο σε σχέση με το 2018. «Στερεί μια πηγή ευελιξίας» υποστηρίζει ο Λόρεντ Ρουσέκας, υπεύθυνος για τις αγορές φυσικού αερίου και ανανεώσιμων στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική για την IHS Markit.
To Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει παρόμοια ζητήματα. Έχει πολύ μικρότερη ικανότητα αποθήκευσης από ό,τι οι περισσότερες χώρες στην Ευρώπη – μια κληρονομιά της περιόδου της ενεργειακής ανεξαρτησίας λόγω των αποθεμάτων στη Βόρεια Θάλασσα – μια κατάσταση η οποία επιδεινώθηκε από τη μονάδα αποθήκευσης Ραφ, στην ανατολική ακτή της Αγγλίας, πριν από τρία χρόνια. Η απόφαση αυτή μείωσε την ικανότητα αποθήκευσης του Ηνωμένου Βασιλείου από 15 ημέρες χειμωνιάτικης ζήτησης σε πέντε το πολύ.
Tα καλά νέα για την Ευρώπη είναι ότι έχει μεγαλύτερη ικανότητα εισαγωγής LNG από οποιαδήποτε άλλη περιοχή. Το Ηνωμένο Βασίλειο εισήγαγε σχεδόν 20% του φυσικού του αερίου το 2019 μέσω φορτίων LNG, μαζί με εισαγωγές μέσω αγωγών από τη Νορβηγία και την Ε.Ε. για να αντισταθμίσει τις απώλειες στην εγχώρια παραγωγή. Τα κακά νέα, ωστόσο, είναι ότι η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ασία έχει αυξηθεί τόσο απότομα – εκτινάχτηκε κατά 50% την τελευταία δεκαετία, με ώθηση από τον τριπλασιασμό της κατανάλωσης στην Κίνα – ώστε τα φορτία με LNG είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεθούν το 2021. Εκείνο που ήταν υποτίθεται μια αξιόπιστη πηγή ευέλικτων προμηθειών ξαφνικά δεν μοιάζει καθόλου με κάτι τέτοιο.
Για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση δεν χαρακτηρίζει πλέον το Κατάρ, έναν από τους δύο μεγαλύτερους εξαγωγείς LNG, ως βασικό προμηθευτή. Η πλειονότητα των φορτίων του Κατάρ πηγαίνουν προς τα ανατολικά, όπου οι αγοραστές πληρώνουν premium.
«H προσφορά LNG θα παραμείνει σφιχτή» επισημαίνει ο Τζέιμς Χάκστεπ, αναλυτής της S&P Global Platts για τις αγορές φυσικού αερίου στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. «Οπότε θα πρέπει η βιομηχανία να μειώσει τη ζήτηση για να ισορροπήσει η αγορά αν ο χειμώνας είναι κρύος», πρόσθεσε.
Η βιομηχανία παίζει ρώσικη ρουλέτα
Ομολογουμένως ο πιο καθοριστικός παράγοντας σε όλα αυτά είναι η Ρωσία. Η ηπειρωτική Ευρώπη παίρνει πάνω από το ένα τρίτο των συνολικών προμηθειών της από τη Gazprom, η οποία κατέχει το μονοπώλιο των εξαγωγών φυσικού αερίου που προέρχονται από τη Ρωσία.
Είναι μια σχέση δεκαετιών, αλλά τελευταία έχει δηλητηριαστεί από την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Η Ε.Ε. έχει δεχθεί κριτική ότι η εξάρτηση της από τις ρωσικές προμήθειες φυσικού αερίου την καθιστούν ευάλωτη. Αλλά η σχέση είναι πιο σύνθετη. Η Ε.Ε. αρχικά πίεσε για μια μετατόπιση της Ρωσίας από το σύστημα των μακροπρόθεσμων συμβολαίων που συνδέονται με τις τιμές του αργού, μια κίνηση η οποία δημιούργησε έμμεσα ένα σύστημα το οποίο αντανακλούσε περισσότερο τις δυνάμεις στην αγορά του φυσικού αερίου.
Ωστόσο, τη φετινή χρονιά τέθηκε υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία της Gazprom. Οι μονάδες αποθήκευσης στη Ρωσία και στην ηπειρωτική Ευρώπη στέρευσαν λόγω του παρατεταμένου χειμώνα την περίοδο 2020-21. Και η Gazprom δεν έχει κάνει πολλά για να βοηθήσει την Ευρώπη να τις ξαναγεμίσει, απορρίπτοντας το ενδεχόμενο να στείλει μέσω της Ουκρανίας επιπρόσθετες προμήθειες πέρα από αυτές που προβλέπουν τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια.
Η Ουκρανία και άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης έχουν κατηγορήσει τη Ρωσία ότι προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τις προμήθειες φυσικού αερίου ως «όπλο», εν μέρει για να πιέσει το Βερολίνο να επιταχύνει την έγκριση του πολιτικά αμφιλεγόμενου αγωγού Nord Stream 2, ο οποίος θα παρακάμπτει την Ουκρανία για να παραδώσει προμήθειες απευθείας στη Γερμανία μέσω της Βαλτικής Θάλασσας.
Τον Σεπτέμβριο, ο Πούτιν χλεύασε τους «κουτοπόνηρους» στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή που πίεζαν για τιμολόγηση με βάση τις δυνάμεις της αγοράς, υποδηλώνοντας ότι εκείνοι ήταν που ευθύνονταν για την αύξηση των τιμών που απειλούν τώρα τις ευρωπαϊκές οικονομίες. «Η ρωσική άποψη είναι ότι η ΕΕ ήταν αυτή που το προκάλεσε αυτό», υποστηρίζει στέλεχος δυτικού οίκου εμπορευμάτων. «Τώρα είναι ευπρόσδεκτοι να το απολαύσουν».
Η βιομηχανία φυσικού αερίου είναι έντονα διχασμένη για το αν η Ρωσία παίζει παιχνίδια με προμήθειες. Στο ένα στρατόπεδο, αναλυτές εκτιμούν ότι η Μόσχα έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στον ανεφοδιασμό των δικών της μονάδων αποθήκευσης και ότι η εγχώρια κατανάλωση έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, αφήνοντάς της με λιγότερο φυσικό αέριο για εξαγωγή.
Άλλοι υποψιάζονται ότι ενώ υπάρχουν στοιχεία αλήθειας στο ό,τι η Ρωσία αντιμετωπίζει δυσκολίες να αυξήσει τον εφοδιασμό της Ευρώπης, υπήρξε επίσης ένας βαθμός οπορτουνισμού από την πλευρά της Gazprom – τόσο για την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου όσο και για την περαιτέρω προώθηση των πολιτικών φιλοδοξιών της Μόσχας. Πιστεύουν ότι αυτές περιλαμβάνουν την έγκριση του NS2 όσο και την υπενθύμιση στην Ευρώπη να μην παραμελεί τους παραγωγούς ορυκτών καυσίμων στην βιασύνη της να απαλλαγεί από τον άνθρακα. Ο IEA ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η Ρωσία θα μπορούσε να στείλει περίπου 15% περισσότερο φυσικό αέριο στην Ευρώπη φέτος.
«Είτε η Ρωσία παίζει παιχνίδια λόγω του NS2, είτε δεν έχει αρκετό αέριο», λέει ο Γκλοϊστάιν της Eurasia Group. «[Ούτως ή άλλως] δεν μπορείς να βασιστείς σε αυτούς».
Αυτό σημαίνει ότι οι τρεις κύριες πηγές τροφοδοσίας της Ευρώπης έχουν καταστεί ταυτόχρονα πολύ πιο επισφαλείς.
Η εμπιστοσύνη των επενδυτών
Παρά τη βραχυπρόθεσμη τόνωση των ταμειακών ροών και των τιμών των μετοχών, δεν έχουν καλωσορίσει όλοι από την ευρύτερη βιομηχανία του φυσικού αερίου τις τιμές ρεκόρ. «Δεν είναι “καλό για το φυσικό αέριο” που οι τιμές είναι τόσο υψηλές» σημειώνει ο Πάντι Μπλιούερ της Διεθνούς Ένωσης Φυσικού Αερίου.
Η ανησυχία της βιομηχανίας είναι ότι παρά το γεγονός ότι ελπίζει ακόμα να λειτουργήσει ως ενδιάμεσο καύσιμο κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης, οι πρόσφατες αυξήσεις στις τιμές την έχουν αφήσει εκτεθειμένη από όλες τις πλευρές. Στελέχη της αγοράς δείχνουν τις ΗΠΑ, όπου η βιομηχανία του σχιστολιθικού αερίου έχει μειώσει σημαντικά την κατανάλωση λιγνίτη.
Η βιομηχανία του φυσικού αερίου έχει δεχθεί κριτική ότι δεν είναι ειλικρινής. Ενώ οι εκπομπές CO2 είναι οι μισές από αυτές του λιγνίτη, κατά την εξόρυξη και μεταφορά απελευθερώνεται μεθάνιο – ένα ακόμα πιο επικίνδυνο αέριο του θερμοκηπίου. Η γαλλική ενεργειακή εταιρεία Engie αποχώρησε από μια συμφωνία για αμερικανικό LNG φέτος, επειδή σύμφωνα με δημοσιεύματα δέχθηκε πιέσεις από τη γαλλική κυβέρνηση λόγω ανησυχιών για τις εκπομπές μεθανίου.
«Η ενέργεια πρέπει να είναι οικονομική, αξιόπιστη και καθαρή και η βιομηχανία του φυσικού αερίου δυσκολεύεται και στα τρία μέτωπα αυτή τη στιγμή» υπογραμμίζει ο Γκλοϊστάιν.
Η ελπίδα είναι ότι αν η βιομηχανία αντιμετωπίσει το ζήτημα των εκπομπών μεθανίου, όπως έχουν υποσχεθεί να κάνουν πολλές εταιρείες, τότε θα μπορέσει να διαδραματίσει κάποιον ρόλο. Αλλά η Διεθνής Ένωση Φυσικού Αερίου θέλει οι κυβερνήσεις να σκεφτούν πιο σοβαρά σχετικά με τις πολιτικές – από τους περιορισμούς στις εξορύξεις στις ΗΠΑ ως τις καθυστερήσεις έκδοσης αδειών στο Ηνωμένο Βασίλειο – οι οποίες πιστεύει ότι έχει πλήξει τη δυνατότητα της βιομηχανίας να τροφοδοτεί την υφήλιο όπως θα έπρεπε.
«Οι κυβερνήσεις έχουν λάβει μέτρα από την πλευρά της προσφοράς τη στιγμή που εφαρμόζουν πολιτικές οι οποίες στην πραγματικότητα αυξάνουν τη ζήτηση για φυσικό αέριο, όπως οι υψηλότερες τιμές στον άνθρακα» σημειώνει ο Μπλιούερ. «Θέλουμε να μειώσουμε τις εκπομπές αλλά ο εξηλεκτρισμός δεν έχει προχωρήσει τόσο γρήγορα για να πούμε ότι δεν χρειαζόμαστε άλλο τους υδρογονάνθρακες, οπότε ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει το φυσικό αέριο πρέπει να αναγνωριστεί.
«Αλλά οι εξελίξεις στο φυσικό αέριο απαιτούν πολλά χρόνια και δισεκατομμύρια δολάρια οπότε προϋποθέτουν ότι οι επενδυτές θα είναι βέβαιοι ότι θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω» προσθέτει ο Μπλίουερ.
Για την ώρα, οι φορείς άσκησης πολιτικής έχουν μείνει να ελπίζουν ότι η Ρωσία θα πραγματοποιήσει τις νύξεις της για αύξηση των προμηθειών φυσικού αερίου τον χειμώνα, ή ότι ο καιρός θα είναι ήπιος.
Μακροπρόθεσμα, ο περιορισμός της ζήτησης και η εύρεση εναλλακτικών είναι καθοριστικής σημασίας.
Ορισμένοι αναλυτές κάνουν συγκρίσεις με τα αραβικά πετρελαϊκά εμπάργκο της δεκαετίας του 1970. Αύξησαν τις τιμές, αλλά συνέβαλαν στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την εκμετάλλευση αποθεμάτων σε περιοχές όπως η Βόρεια Θάλασσα και η Αλάσκα, εγκαινιάζοντας δύο σχεδόν δεκαετίες φθηνού πετρελαίου.
Το κατά πόσον οι εξελίξεις στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θα μπορέσουν εξίσου να σταθεροποιήσουν τις παγκόσμιες τιμές ενέργειας σε περίπτωση που οι προμήθειες φυσικού αερίου παραμένουν περιορισμένες παραμένει αδιευκρίνιστο.
Ο Μπιρόλ έχει προτρέψει τις κυβερνήσεις να παραμείνουν στην ίδια πορεία και να εκμεταλλευτούν τη στιγμή αυτή για να εδραιώσουν τα σχέδια για την ταχεία αποανθρακοποίηση, ακόμη και αν χρειαστεί να βρουν τρόπους για να προστατεύσουν τους ψηφοφόρους από την πλήρη άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου φέτος.
«Δεν μπορώ να προβλέψω πόσο μακρύς ή πόσο σκληρός θα είναι αυτός ο χειμώνας», λέει ο επικεφαλής του ΔΟΕ. «Αλλά ξέρω ότι μετά τον χειμώνα, θα έρθει η άνοιξη και ότι η μετάβαση προς την καθαρή ενέργεια θα συνεχιστεί».