23/04/2024

Η διεύρυνση των Βαλκανίων και η συμφωνία των Πρεσπών στο σκοτάδι

Από την πρόσφατη Σύνοδο κορυφής ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων, Brdo pri Kranju, Σλοβενία, (6 Οκτωβρίου 2021)

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς* 

 

Καθώς ο κόσμος μετατοπίζεται προς μια περίοδο νέων γεωπολιτικών ανταγωνισμών, τα Βαλκάνια δείχνουν ότι δεν προσαρμόζονται. Τόσο οι κυβερνήσεις όσο και τα θεσμικά όργανα που τις υπηρετούν, αναγνωρίζουν ότι οι συνθήκες αλλάζουν, και ότι η πολυμερής προσέγγιση πρέπει να αλλάξει επίσης, αλλά μέχρι στιγμής παρά τις όποιες συμφωνίες, δεν γνωρίζουμε ποια πορεία να ακολουθήσουνε. Με την αποχώρηση της Μέρκελ και τον πρόεδρο Μακρόν να αντιμετωπίζει δυσκολίες στις επερχόμενες εκλογές της Γαλλίας, δεν φαίνεται να υπάρχει μια ισχυρή ηγεσία για την «Ελεύθερη και Ενοποιημένη Ευρώπη». Βέβαια η είσοδος των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ δεν έπρεπε να εξαρτάται από την ισχυρή ηγεσία της Ευρώπης, αλλά να εξεταζόταν στο πλαίσιο της ενίσχυσης του ευρωπαϊκού αντίβαρου στη Ρωσία και την Κίνα. Όμως αδιαμφησβήτητα λείπει η ισχυρά ηγεσία και δεν είναι ξεκάθαρο ότι ο Μπάιντεν θα μπορέσει να κινητοποιήσει την Ευρώπη στο είδος των προσπαθειών που απαιτούνται. Πιστεύω ότι στόχος πρέπει να είναι η βοήθεια στις κυβερνήσεις να χαρτογραφήσουν ένα μονοπάτι ασφαλείας και αυτό δεν περνά μόνο μέσα από την ΕΕ ή το ΝΑΤΟ. Ωστόσο οι διεθνείς θεσμοί, ΕΕ και ΝΑΤΟ απαιτείται να εξισορροπήσουν την προσαρμογή στην πραγματικότητα της ισχύος με τη διατήρηση της ικανότητας του τρέχοντος συστήματος να κινητοποιεί συλλογική δράση και να στηρίξουν τις ζωτικές βασικές αξίες των κρατών.

Σαφώς, έργο όλων μας είναι να «διατηρηθεί η ειρήνη και η ασφάλεια». Όμως η διατήρηση της ειρήνης απαιτεί από όλες τις κυβερνήσεις να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη και την άρση των απειλών αλλά κυρίως να δράσουν προς την καταστολή εθνικιστικών και αλυτρωτικών τάσεων καθώς και παραβιάσεων των συμφωνιών. Η ατζέντα για την πρόληψη φαίνεται να είναι κοινώς αναγνωρισμένη από την απαίτηση να καταστείλουν τις παραβιάσεις της ειρήνης. Όμως παρά τις όποιες θερμές διπλωματικές δηλώσεις των επικεφαλής της διπλωματίας για επίτευξη συμφωνιών, μάλλον μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα φαίνεται μια αναζωπύρωση των εντάσεων και μάλιστα μεγάλης ισχύος.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να επιθυμεί να ασχοληθεί σοβαρά με τα Βαλκάνια μετά το Αφγανιστάν και αυτό έχει τη σωστή προσέγγιση εφόσον προσανατολίζεται προς την ενίσχυση της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της δημοκρατικής νομιμότητας όλων των κρατών. Αλλά δεν έχει ακόμη αναπτύξει λεπτομερή σχέδια για το πώς θα το κάνει αυτό. Αυτό απαιτεί σκληρή δουλειά και σοβαρή δέσμευση άμεσα. Μέχρι τώρα, δεν είδα την κυβέρνηση Μπάιντεν να δεσμεύεται σε υψηλό επίπεδο στα Βαλκάνια πριν από την αποχώρηση από το Αφγανιστάν. Σίγουρα η ακατάστατη αποχώρηση έχει κάνει λιγότερο πιθανή την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Κοσσυφοπέδιο. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι ένα πιο ξεκάθαρο πρόγραμμα που θα προωθήσει την ευρωπαϊκή προοπτική.

Ο ανανεωμένος ανταγωνισμός ισχύος, στην περιοχή των Βαλκανίων αντικαθιστά ταχέως τη συνεργασία που επιτεύχθηκε μετά τον ψυχρό πόλεμο ως το κυρίαρχο πλαίσιο στις διεθνείς υποθέσεις ασφαλείας. Αυτό δεν σημαίνει ακόμα ότι είμαστε κλειδωμένοι σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο ή σε έναν συστηματικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ, Ρωσίας και Κίνας. Ωστόσο, η προοπτική της σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων για την επιρροή επανήλθε, παρακινούμενη από μια επικίνδυνη νέα δυναμική κλιμάκωσης. Ο χώρος και η εμπιστοσύνη στη διπλωματία διαβρώνεται, με τον εθνικισμό να αυξάνει τις εντάσεις. Ακόμη και χωρίς άμεσες συγκρούσεις, οι μεγάλες δυνάμεις απασχολούν όλο το διπλωματικό δυναμικό τους για την επιδίωξη στρατηγικών σκοπών. Τα Βαλκανικά κράτη, επαναδιαβεβαιώνουν τον αντίκτυπο της παγκοσμιοποίησης στην εθνική ασφάλεια, αναγνωρίζοντας την τρωτότητα στα δίκτυα πληροφοριών, στην οικονομική και αμυντική αλληλεξάρτηση, στις κοινές ενεργειακές υποδομές, και όλα μαζί καθίστανται πηγές πολιτικών εντάσεων.

Εκτιμάται ότι οι περιφερειακές πρωτοβουλίες μπορούν να υποκαταστήσουν τη διεύρυνση της ΕΕ, όσον αφορά τα Ανοιχτά Βαλκάνια, τη Διαδικασία του Βερολίνου, και τις πιθανές αλλαγές συνόρων. Επίσης εκτιμάται ότι η διεθνής κοινότητα είναι ενάντια στις αλλαγές των συνόρων, που θα οδηγήσουν σε μαζικούς εκτοπισμούς και καταστροφές. Αυτό το γνωρίζουμε από την εμπειρία της δεκαετίας του 1990 όταν ο Μιλόσεβιτς προσπάθησε να αλλάξει τα σύνορα της Σερβίας. Δεν βλέπω κανένα λόγο να πιστέψουμε ότι οι συνέπειες δεν θα ήταν κακές και σήμερα, όχι μόνο για το Κοσσυφοπέδιο και τη Βοσνία, αλλά και για τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και την πΓΔΜ, που έχουν όλοι μειονότητες που θα θέλουν ένωση με έναν γείτονα. Για να μην αναφέρουμε τις αρνητικές συνέπειες για τη Γεωργία, τη Μολδαβία και την Ουκρανία, όπου οι αλλαγές συνόρων στα Βαλκάνια θα θεωρούνταν πρόκριμα για τη Ρωσία να προσαρτήσει περισσότερα εδάφη.

 

Open Balkan conference in Skopje; Photo: Flickr source: europeanwesternbalkans.com

Η Διαδικασία του Βερολίνου κατά τη γνώμη μου είναι μέρος της διαδικασίας προετοιμασίας των Δυτικών Βαλκανίων για ένταξη στην ΕΕ, ιδίως με την ενθάρρυνση των σχέσεων γειτονίας. Το Open Balkans δεν έχει ακόμη καθοριστεί με σαφήνεια, αλλά εάν μπορεί να άρει τους δασμολογικούς φραγμούς στο εμπόριο, αυτό θα ήταν καλό, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει σε αμοιβαία και ισότιμη βάση. Σίγουρα μια πιο ευημερούσα περιοχή στα Δυτικά Βαλκάνια θα είχε μεγαλύτερο μερίδιο στην ειρήνη και τη σταθερότητα. Αλλά ο διάβολος είναι στις λεπτομέρειες, και δεν έχω δει ακόμη τις λεπτομέρειες.

Όσον αφορά τη συμφωνία των Πρεσπών όχι μόνο δεν αναμένεται να μειωθούν οι εθνοτικές και αλυτρωτικές προκλήσεις των Σκοπίων, αλλά όπως διαμορφώνεται η νέα πολιτική κατάσταση θα ενταθούν. Ο βασικός λόγος είναι ότι οι δημιουργοί της συμφωνίας, ερήμην του λαού προσπάθησαν να κάνουν μεγάλα πράγματα, αντί να προσεγγίσουν τις διαφορές βήμα-βήμα. Επιδίωξαν να διαχειριστούν ένα καυτό εθνικό πρόβλημα ονομασίας, μεταξύ Αθηνών-Σκοπίων,  που υπέβοσκε μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και προέκυψε από την κατάρρευση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Και οι νικητές της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, (Γερμανοί και Αμερικανοί), έθεσαν σε εφαρμογή τον μηχανισμό επιβολής των αποφάσεων στις Πρέσπες, τάχα για να εγγυηθούν τα εθνικά σύνορα του νεοσύστατου κράτους των Σκοπίων, με την είσοδό του στο ΝΑΤΟ και σήμερα, με τη διευρυμένη ΕΕ. Τα μέλη της συμφωνίας  δεσμεύθηκαν όχι μόνο να νικήσουν τη λαϊκή οργή αλλά και να εξουδετερώσουν κάθε απειλή ή κίνδυνο προέλθει από τη διαφωνία των κοινωνιών. Κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει κανείς και δεν είναι ορατό στο εγγύς μέλλον, να επιτύχει.

 

EU-Western Balkans summit in Sofia, Bulgaria on May 17, 2018. / Σύνοδος Κορυφής Ε.Ε. – Δυτικών Βαλκανίων Σόφια, Βουλγαρία, 17 Μαΐου 2018.

Ο Κλαούζεβιτς, δηλώνει ότι η αξία του «πολιτικού σκοπού» δηλαδή του στόχου για τον οποίο μια κοινωνία αποφασίζει να αντιπαρατεθεί» πρέπει να καθορίσει τις θυσίες που πρέπει να γίνουν γι’ αυτήν την αντιπαράθεση τόσο σε διάθεση πόρων όσο και σε διάρκεια». Με άλλα λόγια, μια κοινωνία για να επιθυμεί να επιτύχει τους πολιτικούς στόχους της κυβέρνησης, πρέπει να είναι διατεθειμένη να πληρώσει γι’ αυτούς. Επίσης, περιγράφει στην περίφημη εξίσωση του, το «μέγεθος του κόστους» ως το ποσοστό με το οποίο οι ηγέτες δαπανούν τους διπλωματικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους για τους πολιτικούς του σκοπούς, και τη «χρονική διάρκεια» δηλαδή πόσο καιρό θα προβαίνουμε σε δαπάνες. (Κόστος) χ (χρόνο) = η συνολική τιμή του διακυβεύματος. Εδώ λοιπόν είναι η παγίδα, αν ο σκοπός περιλαμβάνει την ανασύνταξη της Βαλκανικής τάξης, και αν οι νικητές θέλουν η νέα διάταξη να είναι μακράς διαρκείας, η διάρκεια της προσπάθειας είναι άπειρη εξ ορισμού. Άρα για να έχει νόημα η εξίσωση του Κλαούζεβιτς, οι διαπραγματευτές έπρεπε να θέσουν πολύ χαμηλότερους στόχους. Και θα έπρεπε να κρατήσουν το μέγεθος των δαπανών σε μέτρια κατάσταση. Τότε τα πράγματα μπορεί να λειτουργούσαν σε μακρύτερη διάρκεια και ίσως καλύτερα. Επειδή όμως ενήργησαν τελείως διαφορετικά, η συμφωνία μάλλον θα παραγκωνιστεί, όταν οι ηγεσίες καταγγείλουν τη Συμφωνία των Πρεσπών και οι εγγυήσεις θα αποδειχτούν υπερβολικά ανεξέλεγκτες για να τους σταματήσουν.

Κλείνοντας αυτή την ανάλυση, να θυμηθούμε πως ο μελετητής Κίσινγκερ στο έργο του «Διπλωματία», αναφέρει για το συνέδριο της Βιέννης, πως με απόφαση των ευρωπαίων ηγετών ανέλαβαν μια διαρκή ειρήνη μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Για τον Κίσινγκερ, υπάρχουν δύο στοιχεία σε μια διαρκή περιφερειακή ή παγκόσμια τάξη. Πρώτον, οι διαπραγματευτές πρέπει να εγκαθιδρύσουν ισορροπία δυνάμεων για να αποτρέψουν τους αμφισβητίες. Μια τέτοια ισορροπία, λέει, «μειώνει τις ευκαιρίες για χρήση δύναμης» για να παραμείνει η συμφωνία. Και δεύτερον, οι ανταγωνιστές της αντιπαραθέσεως  στην “μετά του μετά” τάξης, πρέπει να προωθήσουν «μια κοινή αίσθηση δικαιοσύνης» που «μειώνει την επιθυμία κατάργησης της συμφωνίας». «Μια διεθνής τάξη που δεν θεωρείται δικαία θα αμφισβητηθεί αργά ή γρήγορα.» Γι’ αυτό μην ξεκινάτε μια αντιπαράθεση εκτός αν είστε διατεθειμένοι να αντέξετε το κόστος της διατήρησης της συμφωνίας, και σκεφτείτε από πριν τη φύση αυτής της συμφωνίας. Διαφορετικά, τα αποτελέσματα θα αποδειχθούν θνησιγενή, ανεξάρτητα από το κόστος του προσωρινού θριάμβου.

 

*Ο Υποναύαρχος Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024