Περί δηλητηριάσεως του Φετουλλάχ Γκιουλέν
Γράφει ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος*
Πριν από μια εβδομάδα, κυκλοφόρησαν φήμες στα τουρκικά ΜΜΕ πως ο ιεροκήρυκας Φετουλάχ Γκιουλέν είχε πεθάνει από δηλητηρίαση και πως ο δολοφόνος του είχε αυτοκτονήσει. Εν τέλει, αποδείχθηκε πως ο Γκιουλέν βρίσκεται ακόμα εν ζωή και δημοσιεύτηκε μάλιστα και βίντεο που τον δείχνει να προσεύχεται μαζί με μαθητές του, στο αγρόκτημα του στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ. Ο Γκιουλέν παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους αντιπάλους του Ερντογάν, και δεν είναι λίγες οι φορές που ο Τούρκος Πρόεδρος έχει ζητήσει την έκδοση του από τις Αμερικανικές αρχές. Για να κατανοήσουμε όμως την σχέση μεταξύ αυτών των δυο ανδρών, οφείλουμε να εξετάσουμε το πως ξεκίνησε η συνεργασία τους.
Το Νοέμβριο του 2002, το «Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξής» (ΚΔΑ) του Ερντογάν κέρδισε τις 363 από τις 550 έδρες του Κοινοβουλίου. Οι Τούρκοι ψήφισαν τον Ερντογάν, καθώς πίστεψαν οτι θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα της φτώχειας και της διαφθοράς που είχε προκαλέσει η οικονομική κρίση του 1998. Η νίκη του ΚΔΑ, δημιούργησε την πεποίθηση πως ο στρατός θα επενέβαινε ξανά στην τουρκική πολιτική σκηνή, όπως είχε κάνει αρκετές φορές στο παρελθόν. Πάντως η Κυβέρνηση Ερντογάν, δεν φάνηκε πρόθυμη να έρθει σε σύγκρουση με τις ένοπλες δυνάμεις. Αντίθετα, υπήρξε μια περίοδος «συνεργασίας-ισορροπίας». Γενικά, βλέποντας την τύχη των προηγούμενων ισλαμικών κομμάτων, ο Ερντογάν και οι υποστηρικτές του, αποφάσισαν να μετατρέψουν το κόμμα τους σε «συντηρητικό-δημοκρατικό» και να υποστηρίξουν το μοντέλο του κοσμικού κράτους. Όπως δήλωνε τότε, αν δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ κράτους και θρησκείας, τότε «τα λάθη του κράτους θα αποδίδονταν στο Ισλάμ». Η Κυβέρνηση Ερντογάν, με άλλα λόγια απέφευγε να λαμβάνει μέτρα στα οποία θα εναντιώνονταν ο στρατός και απέφευγε να ασκεί κριτική (τουλάχιστον φανερά) σε ευαίσθητα στρατιωτικά ζητήματα. Υπήρξαν μάλιστα και περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο Ερντογάν επαινούσε τον στρατό και κατέκρινε τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους του κόμματος του. Η προσπάθεια να μειωθεί η επιρροή των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική ζωή της χώρας, έγινε εντατικότερη, μετά την επανεκλογή του Ερντογάν το 2007.
Εντωμεταξύ, ο Ερντογάν και ο ιεροκήρυκας, Φετουλάχ Γκιουλέν, αποφάσισαν ότι θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια στρατηγική συνεργασία. Ο Γκιουλέν είχε εγκαταλείψει την Τουρκία και είχε εγκατασταθεί στην Πενσυλβάνια το 1999. Όσο βρισκόταν στην «αυτοεξορία», ο Γκιουλέν είχε δημιουργήσει μια εντυπωσιακή επιχειρηματική αυτοκρατορία, που αποτελούνταν από δίκτυα μέσων μαζικής ενημέρωσης στην Τουρκία και στο εξωτερικό, σχολεία (πάνω από 1000 σε 100 χώρες), πανεπιστήμια και τράπεζες του διευκόλυναν τη μεταφορά χρημάτων μεταξύ του δυτικού κόσμου και της Μέσης Ανατολής. Το δίκτυο του Γκιουλέν αναπτύχθηκε περαιτέρω, και απέκτησε χιλιάδες οπαδούς που εργάζονταν σε κυβερνητικές θέσεις στην Τουρκία. Η συνεργασία με τον Γκιουλέν δεν ήταν απαραίτητα η βέλτιστη επιλογή για τον Ερντογάν, αλλά οι υποδομές που παρείχε ο ιεροκήρυκας, μπορούσαν να υποστηρίξουν την αυξανόμενη φιλοδοξία του. Οι λεπτομέρειες για την έκταση της συνεργασίας μεταξύ των δύο παραμένουν μέχρι και σήμερα ανακριβείς.
To 2010, ήρθαν στο φως της δημοσιότητας έγγραφα και αρχεία με βάση τα οποία, ανώτατοι αξιωματικοί του στρατού, του ναυτικού και της αεροπορίας, εξέταζαν σχέδια επιχειρήσεων που μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατάλυση της κυβέρνησης Ερντογάν. Αυτά τα σχέδια έμειναν γνωστά ως «Επιχείρηση Βαριοπούλα», ενώ παράλληλα είχαν ήδη ξεκινήσει οι έρευνες για μια παρόμοια υπόθεση, την υπόθεση «Εργκένεκον».
Η συνεργασία Ερντογάν-Γκιουλέν απέδωσε καρπούς, όταν στις 22 Φεβρουαρίου του 2010, γκιουλενιστές εισαγγελείς έθεσαν υπό κράτηση 49 αξιωματικούς, ανάμεσά τους ήταν και κάποιους απόστρατους στρατηγούς. Όσο περνούσαν οι μήνες, οι κατηγορούμενοι αυξάνονταν, φτάνοντας τελικά τους 300 το 2012. Ο Τσετίν Ντογάν, ο αντιστράτηγος που θεωρήθηκε ως ο «εγκέφαλος» της επιχείρησης «Βαριοπούλα», επέμενε στην κατάθεση του πως το σχέδιο ήταν μέρος ενός σεμιναρίου, στο οποίο το κύριο θέμα συζήτησης ήταν η αποτροπή μιας υποθετικής πολιτικής κρίσης. Εν τέλει, ο Τσετίν Ντογάν, καταδικάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2012, σε 20 χρόνια φυλάκιση για την προετοιμασία του υποτιθέμενου πραξικοπήματος. Μαζί του φυλακίστηκαν και άλλοι 230 αξιωματικοί του στρατού. Ένα χρόνο αργότερα, το 2013, 275 άνθρωποι (δημοσιογράφοι, δικηγόροι, ακαδημαϊκοί) βρέθηκαν ένοχοι και φυλακίστηκαν για την υπόθεση Εργκένεκον.
Αφού ο Γκιουλέν και οι συνεργάτες του είχαν «καθαρίσει» ένα σημαντικό μέρος του στρατού, ο Ερντογάν αποφάσισε να μετριάσει την επιρροή του ιεροκήρυκα, κλείνοντας το δίκτυο πανεπιστημίων του στην Τουρκία. Τον Δεκέμβριο του 2013 όμως, η αστυνομία εισέβαλε απροειδοποίητα στα σπίτια τεσσάρων υπουργών και συνέλαβε αυτούς και τους γιους τους, ως κατηγορούμενους για εμπλοκή σε υποθέσεις διαφθοράς, που άγγιζαν την οικογένεια του ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν. Τα σκάνδαλα, περιλαμβάναν δωροδοκίες, αγοραπωλησίες χρυσού με το Ιράν και παράνομα οικοδομικά έργα. Την εντολή για τη σύλληψη τους, την έδωσαν οι ίδιοι εισαγγελείς που διέταξαν την σύλληψη των στρατιωτικών μερικά χρόνια νωρίτερα. Ο Ερντογάν απέδωσε τις αποκαλύψεις για σκάνδαλα σε συνωμοσία του Γκιουλέν, που ήλεγχε τους αρμούς της δικαστικής και αστυνομικής εξουσίας. Τότε ο Ερντογάν επέρριψε την ευθύνη για τις δίκες κατά των κεμαλικών στρατιωτικών σε μηχανορραφίες των οπαδών του Γκιουλέν μέσα στη Δικαιοσύνη. Και έτσι οι δημοσιογράφοι που είχαν αποκαλύψει τη «Βαριοπούλα» και οι δικαστές που είχαν δικάσει τους συντάκτες της, βρέθηκαν εν τέλει οι ίδιοι στη φυλακή. Ο Ερντογάν έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει το δίκτυο του Γκιουλέν, πως ήταν μέρος ενός περίπλοκου συστήματος ξεπλύματος χρημάτων και παράνομης μετανάστευσης. Οι αποκαλύψεις διαφθοράς του 2013, ενέπνευσαν τις διαμαρτυρίες του Πάρκου Γκεζί, τις οποίες ο Ερντογάν διέλυσε με τη βία, με αποτέλεσμα 22 θανάτους. Ο Τούρκος Πρωθυπουργός κατηγόρησε για δεύτερη φορά τον πρώην σύμμαχό του Γκιουλέν, ότι προσπάθησε να διεισδύσει και να ανατρέψει την κυβέρνηση υποστηρίζοντας τις διαδηλώσεις. Δεν άργησε να χαρακτηρίσει τον Γκιουλέν ως εχθρό της Τουρκίας και τον κατηγόρησε για την δημιουργία ενός «παράλληλου κράτους». Το 2016, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Πρόεδρος , πλέον, Ερντογάν, κατηγόρησε ξανά τον Γκιουλέν για προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης του.
Η αλήθεια είναι πως η όλη η δράση του Γκιουλέν μέσα στα χρόνια, φανερώνει έναν άνθρωπο που προτιμά να δρα στο παρασκήνιο, χωρίς να τραβάει την προσοχή πάνω του. Για αυτό και είναι δύσκολο να του αποδώσει κάποιος την προετοιμασία του αποτυχημένου πραξικοπήματος. Πέραν αυτού όμως, γιατί να λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις στη Τουρκία μια ψευδή είδηση; Το πιο πιθανό σενάριο, είναι για εσωτερική κατανάλωση, που αποτελεί πάγια τακτική του Ερντογανικού καθεστώτος. Εξάλλου, πόση πραγματική επιρροή μπορεί να έχει ένας ιεροκήρυκας στην άλλη άκρη του κόσμου, ειδικά μετά τις εκκαθαρίσεις του 2016 ;
*τεταρτοετής φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα Εστία Αριθμ. Φύλ. 42124 – Ημερομηνία κυκλοφορίας 30/11/2021