19/04/2024

80 χρόνια από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ: αποστολή αυτοκτονίας ή ορθολογική επιλογή;

Πηγή Εικόνας: https://www.americanheritagemuseum.org/event/ihi-ahm-symposium-reconsidering-pearl-harbor/

Γράφει ο  Ιωάννης Κουτζούμης*

 

Η Κυριακή της 7ης Δεκεμβρίου 1941 ήταν φαινομενικά μία ακόμη τυπική ημέρα ανάπαυσης για το προσωπικό της Ναυτικής, Αεροπορικής και Στρατιωτικής βάσης των ΗΠΑ στο Περλ Χάρμπορ της νήσου Οάχου που ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα-αμερικανική πολιτεία της Χαβάης. Κανείς δεν φανταζόταν ότι εκείνο το ήσυχο πρωινό θα εξελισσόταν σε ένα διεθνές σημείο αναφοράς για την στρατιωτική και την σύγχρονη ιστορία, που εάν και εφόσον δεν συνέβαινε, ενδεχομένως να διαμόρφωνε μία πραγματικότητα ριζικά εναλλακτική από αυτήν που γνωρίζουμε σήμερα.

Πράγματι, η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ είναι σημείο σταθμός. Η Αυτοκρατορική Ιαπωνία πραγματοποίησε μια άρτια συντονισμένη επίθεση στις στρατιωτικές βάσεις άλλου κράτους, χωρίς να έχει κηρύξει πρωτύτερα πόλεμο σε αυτό. Εκείνη η πρωινή έφοδος συνδύαζε την ισχύ 353 αεροσκαφών και 67 πολεμικών πλοίων, τα οποία την ημέρα της επίθεσης βρίσκονταν περίπου 200 μίλια βόρεια της Οάχου. Η αιφνίδια ιαπωνική επίθεση στοίχησε την ζωή 2.404 Αμερικανών (στρατιωτικοί και πολίτες) και ταυτόχρονα πυροδότησε μία σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ χαρακτήρισε το Περλ Χάρμπορ στον διάσημο λόγο του ως ημέρα ντροπής για τις ΗΠΑ και έπειτα κήρυξε πόλεμο κατά της Ιαπωνίας και κατ’ ακολουθία εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας και της Φασιστικής Ιταλίας, με τις οποίες η Ιαπωνία ήταν ήδη επίσημη σύμμαχος από το 1940. Από εκεί και μετά η ιστορία είναι γνωστή. Για αυτό λοιπόν, η επίθεση της 7ης Δεκεμβρίου 1941 αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους πάνω στους οποίους στηρίζεται το σύγχρονο πολιτικό οικοδόμημα. Και αυτό γιατί χωρίς το Περλ Χάρμπορ, οι ΗΠΑ μπορεί να μην είχαν ενεργή συμμετοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα να μην αποκόμιζαν τα οφέλη που τελικά αποκόμισαν μετά την λήξη του ως νικήτρια δύναμη. Ασφαλώς όμως, τα «εάν» και τα «what if» έχουν μηδαμινό αντίκρισμα στην επιστημονική πειθαρχεία της Ιστορίας και των Διεθνών Σχέσεων. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο κείμενο θα επιχειρήσει να φωτίσει μία παραφυάδα του Περλ Χάρμπορ η οποία δεν έχει λάβει την απαραίτητη προσοχή που του αρμόζει, επιδιώκοντας να απαντήσει στις κάτωθι ερωτήσεις: Γιατί τελικά οι Ιάπωνες εξωθήθηκαν σε μία ενέργεια που με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται ως αποστολή αυτοκτονίας; Για ποιον λόγο η Ιαπωνία επιτέθηκε απρόκλητα σε αμερικανική επικράτεια και τι επιδίωκε να κερδίσει από μία ενέργεια που εξακολουθεί να της στοιχίζει 8 δεκαετίες μετά;

Η κατανόηση των λόγων για τους οποίους η Ιαπωνία του Χιροχίτο προχώρησε στον στρατηγικό βομβαρδισμό αμερικανικών στόχων, απαιτεί την εξέταση του ιστορικού υπόβαθρου της Ιαπωνίας, των ΗΠΑ, καθώς επίσης και των γεωπολιτικών τους διαδράσεων μέχρι και το Περλ Χάρμπορ. Συνεπώς, η αφήγηση πρέπει να ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα από αυτό.

22 χρόνια πριν από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, η Ιαπωνία βρέθηκε στην Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού ως νικήτρια δύναμη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μαζί με τις ΗΠΑ, την Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία και την Ιταλία. Τα αιτήματα που έθεσε στην Σύνοδο ήταν δύο. Πρώτον, η εισαγωγή νόμου περί φυλετικής ισότητας στην Συνθήκη των Βερσαλλιών ο οποίος θα ανέτρεπε τον αμερικανικό νόμο California Alien Land Law του 1913. Ο τελευταίος απέκλειε τους Ιάπωνες μετανάστες από την κατοχή γης για αγροτική εκμετάλλευση στην επικράτεια των ΗΠΑ, πυροδοτώντας μάλιστα ένα έμμεσο κύμα ρατσιστικής συμπεριφοράς εναντίον Ιαπώνων επιχειρηματιών στις τότε αγγλοσαξονικές κτήσεις της Σιγκαπούρης, της Σαγκάης και του Χονγκ Κονγκ. Δεύτερον, η μόνιμη μεταφορά των ασιατικών κτήσεων της ηττημένης Γερμανίας στην Ιαπωνία. Εντούτοις, παρά τις θυσίες και τις ανθρώπινες απώλειες της Ιαπωνίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καμία από τις δύο ιαπωνικές αξιώσεις δεν ικανοποιήθηκε αρκετά. Επιπροσθέτως, η Ναυτική Διάσκεψη που ακολούθησε στην Ουάσιγκτον (1921-1922) που προοριζόταν για την ρύθμιση των συμφερόντων στην Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό, θίγοντας μεταξύ άλλων ζητήματα περιορισμού όπλων και αφοπλισμού, αποφάσισε να θεσπίσει ανώτατο όριο στην κατασκευή πολεμικών πλοίων. Σύμφωνα με την απόφαση της Διάσκεψης, ενώ οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία μπορούσαν να παράγουν έως και 525.000 τόνους ναυτικού πολεμικού υλικού, από την άλλη, το μέγιστο όριο που θεσπίστηκε για την Ιαπωνία ήταν οι 315.000 τόνοι. Με διαφορετικά λόγια, οι ΗΠΑ, η Αγγλία και η Ιαπωνία εξήλθαν από την Ναυτική Διάσκεψη με μία εγγενώς ασύμμετρη αναλογία στις δυνατότητες οικοδόμησης ισχυρού στόλου (5:5:3 αντίστοιχα). Συνεπώς, τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου σημαδεύτηκαν από την άνιση μεταχείριση της διεθνούς κοινότητας προς την Ιαπωνία. Οι Ιάπωνες έβλεπαν ότι όχι μόνο δεν απολάμβαναν τα κέρδη που κανονικά δικαιούντο, αλλά τουναντίον βίωναν το παρατεταμένο κόστος των περιοριστικών και κατά περίπτωση, ρατσιστικών πολιτικών που οι δυτικές δυνάμεις εφάρμοζαν.       

To καθεστώς ασφυξίας που διαμορφωνόταν από το εξωτερικό περιβάλλον εις βάρος της Ιαπωνίας, αποτέλεσε την γενεσιουργό αιτία της έξαρσης του ιαπωνικού εθνικισμού των δεκαετιών 1920 και 1930. Οι Ιάπωνες επέστρεψαν στις πατροπαράδοτες αξίες και αντέδρασαν στην άνιση μεταχείριση τους από τις Μεγάλες Δυνάμεις αποκηρύσσοντας την οποιαδήποτε δυτική επιρροή. Το εκκρεμές είχε μετακινηθεί πλέον στο αντίθετο άκρο και η Ιαπωνία ήταν πρόθυμη να αλλάξει το ζημιογόνο για αυτήν status quo με τα δικά της μέσα. Το πρόβλημα όμως με την Ιαπωνία είναι ότι πρόκειται για ένα νησιωτικό κράτος που δεν κατέχει πλουτοπαραγωγικούς πόρους και κατά συνέπεια είναι απόλυτα εξαρτημένο από την εισαγωγή τους. Το ερώτημα που γεννάται είναι, πως μπορεί κάποιος να ανατρέψει τις υφιστάμενες διεθνείς δομές και να οικοδομήσει μια πολιτική οντότητα που θα καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ και την Βρετανία διαθέτοντας το ίδιο ανάστημα; Η απάντηση ήταν απλή εκείνη την εποχή: επεκτατισμός και υφαρπαγή εδαφών που είναι πλούσια σε πόρους. Έτσι λοιπόν το μεγαλεπήβολο εθνικιστικό όραμα της Ιαπωνίας, καθώς επίσης και η Παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 που συρρίκνωσε την ιαπωνική οικονομία επειδή ήταν εκτεθειμένη στην οικονομική απόδοση των άλλων κρατών, την οδήγησαν στην υλοποίηση του πλάνου της αρχίζοντας από την εφόρμηση στην Μαντζουρία το 1931. Η κατάληψη της τελευταίας και η σταδιακή εισχώρηση της Ιαπωνίας στην κινεζική ενδοχώρα πυροδότησε τον δεύτερο σινοιαπωνικό πόλεμο του 1937. Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά η επιχείρηση στην ηπειρωτική Ανατολική Ασία υπό την αιγίδα του ιαπωνικού στρατού άρχισε να βαλτώνει. Η μόνη επιλογή ήταν η ταυτόχρονη στροφή στην κατάκτηση του ηπειρωτικού και νησιωτικού συμπλέγματος της Νότιας Ασίας υπό την αιγίδα του ιαπωνικού ναυτικού. Η Γαλλική Ινδοκίνα, οι Βρετανικές κτήσεις της Μαλαισίας-Σιγκαπούρης, η Ολλανδική Ινδονησία και οι Φιλιππίνες που αποτελούσαν αμερικανική επικράτεια από τον ισπανοαμερικανικό πόλεμο του 1898, ήταν άμεσα εκτεθειμένες στην ιαπωνική επέκταση. Εάν η Ιαπωνία προσαρτούσε αυτό το αχανές σύμπλεγμα νησιών που μεταξύ άλλων ήταν πλούσιο σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους, όχι μόνο θα συντηρούσε επιτυχώς το κινεζικό μέτωπο, αλλά θα δημιουργούσε παράλληλα μία απροσπέλαστη νησιωτική Αυτοκρατορία η οποία θα ανέτρεπε τις ισορροπίες στην περιοχή του Ειρηνικού.

Παρά τον αναδυόμενο κίνδυνο, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις που είχαν άμεσα συμφέροντα στην Νότια Ασία, δεν επενέβησαν δυναμικά επειδή ήταν απορροφημένες στο ευρωπαϊκό θέατρο του πολέμου. Η παρουσία μόνο 350.000 Βρετανών, Γάλλων, Αμερικανών και Ολλανδών στρατιωτών μαζί με μια πλειάδα απαρχαιωμένων αεροσκαφών ως περιφερειακή δύναμη αποτροπής, αποτέλεσε ιδανική ευκαιρία για την νότια εξάπλωση της Ιαπωνίας. Πράγματι, στις 22 Σεπτεμβρίου 1941 η Ιαπωνία εισέβαλλε στην Γαλλική Ινδοκίνα. Το συγκεκριμένο γεγονός αποδείχθηκε στην κόκκινη γραμμή των ΗΠΑ, που οι Ιάπωνες τόλμησαν να περάσουν. Μέχρι και εκείνο το σημείο, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν την ιαπωνική κατάληψη του ανατολικού μισού της Κίνας, τον «βιασμό της Ναντζίνγκ» και την σύναψη συμμαχίας μεταξύ Ιαπωνίας-Γερμανίας-Ιταλίας το 1940 με συναισθήματα απέχθειας, όχι όμως με πράξεις. Οι ΗΠΑ ήταν δεσμευμένες από τους νόμους ουδετερότητας του Κογκρέσου να μην επέμβουν ξανά στα «άθλια power politics του Παλιού Κόσμου» και να μην θυσιάσουν ούτε έναν άντρα για αυτά. Ωστόσο, η ιαπωνική κατάληψη της Ινδοκίνας και ως εκ τούτου, η εδαφική γιγάντωση της Ιαπωνίας από κράτος 634.500 σε αυτοκρατορία 4.144.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία πλέον αριθμούσε 300 εκατομμύρια κατοίκους αντί για 100, αποτέλεσε παράγοντα που ουσιαστικά έκαμψε την πολιτική απομονωτισμού των ΗΠΑ. Την επόμενη κιόλας ημέρα της ιαπωνικής εισβολής, οι Ηνωμένες Πολιτείες πάγωσαν τα περιουσιακά στοιχεία της Ιαπωνίας στην επικράτεια της Αμερικής και επέβαλλαν εμπάργκο στις πρώτες ύλες που ήταν απαραίτητες για την πολεμική μηχανή της Ιαπωνίας. Συγκεκριμένα με την πολιτική του εμπάργκο, οι Αμερικανοί στέρησαν από την Ιαπωνία το 80% των εισαγόμενων καυσίμων της, πάνω από το 90% της βενζίνης της, το 75% του σιδήρου της και κάτι παραπάνω από το 60% των μηχανικών εργαλείων της.

Ο στόχος του αμερικανικού εμπάργκο ήταν ουσιαστικά να περιορίσει το εύρος επιλογών της Ιαπωνίας σε μονάχα δύο βιώσιμες λύσεις. «Ή αποσύρεστε από την Γαλλική Ινδοκίνα, την Ανατολική Κίνα και ενδεχομένως από την Μαντζουρία και άρουμε το εμπάργκο, ή αυτό θα συνεχιστεί μέχρις ότου να κονιορτοποιήσει την εθνική σας οικονομία». Έτσι λοιπόν η εξάρτηση της ιαπωνικής οικονομίας σε εισαγόμενα προϊόντα και πόρους, μαζί με την εξαναγκαστική οικονομική πίεση των ΗΠΑ, έφεραν τους Ιάπωνες μπροστά σε ένα τρομερό δίλλημα: να υποκύψουν στην αμερικανική πίεση και να αποδεχτούν μία σημαντική μείωση της ισχύος τους ή να πάνε σε πόλεμο εναντίων των ΗΠΑ ακόμη και αν γνώριζαν ότι η τελευταία επιλογή πιθανότατα θα οδηγούσε σε νίκη των Αμερικάνων. Με αυτόν τον τρόπο, τα εκατέρωθεν αιτήματα εκκίνησαν ένα μπαράζ αμερικανοϊαπωνικών διαπραγματεύσεων κατά το φθινόπωρο του 1941, ελάχιστους μήνες πριν από το Περλ Χάρμπορ. Η Ιαπωνία παζάρευε μία ενδιάμεση λύση που βρισκόταν ανάμεσα στην ολική υποχώρηση και τον πόλεμο με τις ΗΠΑ, προτείνοντας σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων της από την Ινδοκίνα και την ανατολική Κίνα σε βάθος τριών δεκαετιών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες από την άλλη, που μεταξύ άλλων φοβούνταν ότι η υπερεξάπλωση της Ιαπωνίας στα ανατολικά σύνορα της ΕΣΣΔ ενδεχομένως να απειλούσε την τότε σύμμαχο τους, ήταν ανυποχώρητες από τις αρχικές θέσεις τους, δηλαδή την άμεση ιαπωνική αποχώρηση από την ηπειρωτική Κίνα, την Μαντζουρία και την Ινδοκίνα. Οι συνομιλίες πάγωσαν και τελικά έπεσαν στο κενό. Η Ιαπωνία δεν αποκόμισε την σολομώντεια λύση που απεγνωσμένα επιδίωκε και αντ’ αυτού συνέχισε να βιώνει τον οικονομικό της στραγγαλισμό. Με αυτόν τον τρόπο, η απελπισία μετέτρεψε την έσχατη επιλογή του πολέμου εναντίον της Αμερικής σε λύση επιβίωσης.  

Το εκτεταμένο πλέγμα περιορισμών που δέσμευε τις δυνατότητες των ιαπωνικών ελιγμών, οδήγησε τον εγκέφαλο του Περλ Χάρμπορ, Ναύαρχο Isoroku Yamamoto να καταλήξει σε μία αντισυμβατική επίθεση αιφνιδιασμού. Σύμφωνα με αυτήν, μια ενδεχόμενη αστραπιαία επίδειξη ιαπωνικής ισχύος στην βαρύνουσας σημασίας βάση του άμεσου αντιπάλου στην Χαβάη, θα κατέστρεφε τον αγκυροβολημένο αμερικανικό στόλο και ως εκ τούτου θα καθυστερούσε ή και θα περιόριζε την ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος των ΗΠΑ, η οποία βάσιμα θεωρούταν ως η νούμερο ένα απειλή για την Ιαπωνική Αυτοκρατορία. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες να βρίσκονται σε καθεστώς εσωστρέφειας εξαιτίας των υλικών και ανθρώπινων απωλειών, η Ιαπωνία θα είχε τον απαραίτητο χρόνο προκειμένου να κατακτήσει τα νησιά του Ειρηνικού και να οχυρωθεί πίσω από αυτά, ανασυντάσσοντας παράλληλα τις γραμμές ανεφοδιασμού της. Αυτό θα της έδινε το πάνω χέρι στην σχεδόν βέβαιη στρατιωτική αντεπίθεση των ΗΠΑ. Και αυτό γιατί η ιαπωνική στρατηγική υπέθετε ότι η οχύρωση της στην Νοτιοανατολική Ασία θα ήταν τόσο βαθιά που ενδεχόμενη αμερικανική απάντηση θα οδηγούσε σε έναν παρατεταμένο αμερικανοϊαπωνικό πόλεμο φθοράς που οι ΗΠΑ θα αδυνατούσαν να αντέξουν επί μακρόν. Ο πόλεμος θα ολοκληρωνόταν αργά ή γρήγορα με μία ανακωχή ΗΠΑ-Ιαπωνίας, επιτρέποντας στην τελευταία να διατηρήσει τις ηπειρωτικές και νησιωτικές κτήσεις που απέσπασε έπειτα από τις αλλεπάλληλες εκστρατείες των δεκαετιών 1930 και 1940.           

Εν κατακλείδι, το γεγονός ότι η προληπτική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ αποτέλεσε τον πυρήνα της υψηλής στρατηγικής της Ιαπωνίας για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακό. Ο Yamamoto πίστευε ότι η πρώτη κίνηση μέσω ενός ανεπανόρθωτου πλήγματος θα «αγόραζε χρόνο» για την χώρα του, καθώς επίσης θα της διέθετε την πρωτοβουλία των κινήσεων στο επιχειρησιακό θέατρο του Ειρηνικού. Υπέθεσε ότι η επιδρομή της 7ης Δεκεμβρίου 1941 και η συνεπακόλουθη καταστροφή στρατιωτικών-ναυτικών-αεροπορικών περιουσιακών στοιχείων των Ηνωμένων Πολιτειών μέσα στην ίδια τους την βάση, θα χάριζε στην Ιαπωνία στρατηγικό και ψυχολογικό πλεονέκτημα απέναντι στον κυριότερο αντίπαλο. Από το Περλ Χάρμπορ και μετά, το μυαλό του συνέλαβε μία υποθετική αλληλουχία δράσεων-αντιδράσεων σχετικά με το πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα, μέχρι την πολυπόθητη αμερικανοϊαπωνική ανακωχή που θα αναγνώριζε επισήμως την γέννηση της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας. Δυστυχώς όμως για τον Ιάπωνα Ναύαρχο, τα στρατηγικά του πλάνα έπεσαν στο κενό επειδή υποτίμησε το αποφασιστικό πνεύμα και τις πολεμικές δυνατότητες των ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη υποτίμηση δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι ιαπωνικές εκτιμήσεις παράχθηκαν με ορθολογικά κριτήρια, έστω και αν το ρίσκο της απόφασης ήταν τεράστιο. Φυσικά όμως, δεν νοείται στρατιωτικός συλλογισμός δίχως τα στοιχεία του κινδύνου και του ρίσκου. Έτσι λοιπόν το Περλ Χάρμπορ δεν ήταν επίθεση αυτοκτονίας, και σε περίπτωση που το ασιατικό παρακλάδι του Β’ Π.Π τερματιζόταν με μία «δίκαιη ειρήνη» μεταξύ ΗΠΑ-Ιαπωνίας, ο Ναύαρχος Yamamoto μπορεί και να είχε μείνει στην ιστορία ως στρατηγική ιδιοφυΐα.   

 

 

*Τελειόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας  

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024