20/04/2024

Θεωρία του Κατευνασμού:Μια παρεξηγημένη πολιτική ή μια αποτυχία; (Β΄Μέρος)

Γράφει ο Νικόλαος – Γεώργιος Ιωαννίδης*

 

Μπορείτε να διαβάσετε το Α’ Μέρος ΕΔΩ

Συμφωνία του Μονάχου

   Η μεσοπολεμική διεθνής πολιτική μετέβαλε πλήρως τα δεδομένα και όταν εν τέλει φτάνουμε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 οι ιθύνοντες της βρεττανικής πολιτικής σκηνής βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα εγχείρημα τετραγωνισμού του κύκλου. Η κυβέρνηση Chamberlain έπρεπε ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τη ραγδαία αποδόμηση της πολιτικής του ιδεαλισμού και τις ουτοπικές θεωρίες των δεκαετιών του Μεσοπολέμου ενώ έπρεπε ταυτοχρόνως να προστατεύσει το Βρεττανικό Commonwealth, δηλαδή το Μητροπολιτικό έδαφος (Βρεττανικοί νήσοι), τα νεοαποκτηθέντα εδάφη της Μεσοποταμίας (συμφωνία Sykes-Picot-1915) και την Αίγυπτο, τις κτήσεις της στην Άπω Ασία και τον Ειρηνικό και γενικώς όλες τις κτήσεις του στέμματος και τις αυτοδιοικούμενες χώρες που υπόκειντο στην Κοινοπολιτεία.

    Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1938 κατόπιν προσκλήσεως της ναζιστικής κυβερνήσεως ο πρωθυπουργός Chamberlain καταφθάνει στο Bad Godesberg, για να συνομιλήσει με τον Καγκελάριο Αδόλφο Χίτλερ. Κατά τη συνάντηση αυτή έγιναν φανερές οι προθέσεις της ναζιστικής Γερμανίας για τη πλήρη κατοχή της Τσεχοσλοβακίας με αφορμή τη περιοχή της Σουδητίας. Αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι η αρχική στάση του Άγγλου πρωθυπουργού ήταν άκρως αρνητική στις γερμανικές απατήσεις. Στις 28 Σεπτεμβρίου η βρεττανική ναυαρχία στις 11.20 ώρα Λονδίνου κλήθηκε να κινητοποιηθεί για την υπεράσπιση της Τσεχοσλοβακίας.[1] Από τη πλευρά της Γαλλίας παρά τη κινητοποίηση κάποιον τμημάτων του γαλλικού στρατού, το τμήμα πληροφοριών του γαλλικού γενικού επιτελείου (Deuxième (2e) bureau) είχε ήδη φτάσει στο συμπέρασμα ότι το γαλλικό στράτευμα θα ήταν ανίκανο να αποτρέψει μία επίθεση στα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας, ένα γεγονός το οποίο δυσαρέστησε εντόνως πολλά υψηλόβαθμα στελέχη του γαλλικού στρατού. Ένας εξ αυτών ήταν ο στρατηγός Luis Eugène Faucher, κατά τον οποίο οι τσεχοσλοβακικές δυνάμεις θα ήταν άξιος αντίπαλος της Βέρμαχτ και αναφέρει ότι η Γαλλία τον Σεπτέμβριο του 1938 έχασε έναν ισχυρό σύμμαχο.[2] Σημαντικό είναι να αναφερθεί και η στάση της Σοβιετικής Ενώσεως στη κρίση αυτή καθότι δε πρέπει να λησμονούμε ότι η Σοβιετική Ένωση την περίοδο εκείνη διατηρούσε συμμαχικές σχέσεις και με τη Τσεχοσλοβακία και με τη Γαλλία ήδη από το 1935. Ο στρατάρχης Ματβέϊ Ζαχάρωφ στο βιβλίο του, εκδοθέν το 1989, υποστηρίζει ότι ήδη από τη προσάρτηση της Αυστρίας το Μάρτιο του 1938 (το πασίγνωστο Anschluß), η σοβιετική κυβέρνηση ουκ ολίγες φορές δήλωσε την πρόθεση της υπέρ της Τσεχοσλοβακίας σε περίπτωση επιθέσεως. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται ότι στις 20 Σεπτεμβρίου κατόπιν συνεννοήσεως με τον τσεχοσλοβάκο πρωθυπουργό η ΕΣΣΔ μετακίνησε έναν μεγάλο όγκο στρατευμάτων κοντά στα σύνορα σε περίπτωση γερμανικής επιθέσεως. Όπως επίσης αναφέρει ο Ζαχάρωφ στις 25 Σεπτεμβρίου του 1938 στάλθηκε μήνυμα στην σοβιετική πρεσβεία στο Παρίσι, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1958, για να ενημερώσει τις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις για τις σοβιετικές κινήσεις. Το μήνυμα αναφέρει τα εξής:

  1. 30 μεραρχίες πυροβολικού έχουν μετακινηθεί προς τις περιοχές που εφάπτονται στα δυτικά σύνορα. Το ίδιο έχει γίνει και με τις έφιππες μεραρχίες
  2. Οι μονάδες έχουν ανεφοδιαστεί με εφέδρους
  3. Όσον αφορά τις τεχνικές μας δυνάμεις –αεροπορία και τεθωρακισμένα- βρίσκονται σε πλήρη ετοιμότητα.[3]

Τα λεγόμενα του Ζαχάρωφ παρότι κατέχουν μεγάλο αριθμό πληροφοριών, έχουν αμφισβητηθεί από κάποιους μελετητές εξαιτίας της ελλείψεως πηγών και τη καθυστέρηση της δημοσιεύσεως του βιβλίου.[4] Από την άλλη πλευρά σε ετοιμότητα ευρισκόταν και η ναζιστική πολεμική μηχανή, η οποία σε περίπτωση που δεν πετύχαιναν οι διαπραγματεύσεις, ήταν έτοιμη να εξαπολύσει την επιχείρηση Fall Grün. Αναλυτικότερα ο γερμανικός στρατός ξηράς αριθμούσε σε:

  1. 34 Μεραρχίες Πεζικού
  2. 4 Τεθωρακισμένες Μεραρχίες
  • 4 Μηχανοκίνητες Μεραρχίες
  1. 2 Ορεινές Μεραρχίες
  2. 1 Ορεινή Ταξιαρχία
  3. 1 Ελαφρά Μεραρχία
  • 1 Ελαφρά Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία
  • 1 Ταξιαρχία Ιππικού

Σε περίπτωση πολέμου το στράτευμα αυτό θα ενισχύοντο από 21 Μεραρχίες Εθνοφυλακής και 8 Μεραρχίες Εφεδρικές Μεραρχίες, και επιπροσθέτως στο εσωτερικό της Τσεχοσλοβακίας ανέμεναν τα γερμανικά Sudetendeutsches Freikorps, τα οποία ήταν μία στρατιωτική ομάδα ομοϊδεατών του Γ’ Ράιχ και με τη καθοδήγηση του NSDAP[5] δημιουργούσαν πολλαπλά προβλήματα στα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας και της Γερμανίας.[6] [7]  

 

Από αριστερά προς δεξιά: Τσάμπερλεν, Νταλαντιέ, Χίτλερ, Μουσολίνι και Τσιάνο φωτογραφίζονται πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου, η οποία απέδωσε την Σουδητία στην Γερμανία

 

 Λαμβάνοντας λοιπόν τη γενική εικόνα βλέπουμε ότι πόλεμος για τη Τσεχοσλοβακία ήταν μία πολύ πιθανή επιλογή, ωστόσο ιδιαίτερα δύσκολή επιλογή για τις γαλλό-βρεττανικές ιθύνουσες πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ διότι πλέον δεν ευρίσκονται αντιμέτωποι με την στρατιωτικά κατώτερη Γερμανία του 1919 ή του ακόμα και του 1936 αλλά ευρίσκονται αντιμέτωποι με μία ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Στις 29 Σεπτεμβρίου ωστόσο οι αρχηγοί της αγγλικής, ιταλικής, και γαλλικής κυβερνήσεως εν τέλει συμφώνησαν στις αιτιάσεις της ναζιστικής Γερμανίας με το σύμφωνο του Μονάχου όσον αφορά τη προσάρτηση της Σουδητίας, και εν τέλει όπως γνωρίζουμε από τις ιστορικές μας γνώσεις ολόκληρης της Τσεχοσλοβακίας. Η πολιτική αυτή παρότι μπορεί να φαίνεται παράλογη αρχικά αν ενώσουμε όλα τα ιστορικά και γεωπολιτικά δεδομένα θα δούμε το αντίθετο. Η χρόνια αποδόμηση του βρεττανικού στρατεύματος, η προσκόλληση στην οικονομία της ειρήνης, η θέση της βρεττανικής  αυτοκρατορίας στο διεθνές σύστημα ως κατεξοχήν Status quo state, ήταν κάποιους από τους στρατηγικούς και διπλωματικούς λόγους που ώθησαν τη κυβέρνηση στην απόφαση αυτή. Ακόμα και σε εσωτερικό επίπεδο, υπήρχε έντονη απροθυμία για συμμετοχή σε έναν νέο πόλεμο από τον βρεττανικό λαό. Σημαντικότατη είναι η διακήρυξη εξέχοντος μέλους του βρεττανικού εργατικού κόμματος «We definitely prefer butter to guns»[8]. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η συμφωνία του Μονάχου δεν είναι η μόνη περίσταση όπου οι δυνάμεις που επιθυμούσαν τη διατήρηση του κατεστημένου υπέκυψαν σε αιτιάσεις άλλων κρατών. Ήδη από το 1935 με την ιταλική επέμβαση στην Αβησσυνία ακόμα και η ίδια η Κοινωνία των Εθνών, δίνει επί της ουσίας ένα διπλωματικό «carte blanche» στην φασιστική ιταλική κυβέρνηση. 

   Η υπογραφή της συνθήκης αυτής παρότι όπως είδαμε ήταν η πιο πιθανή επιλογή, αποτέλεσε τη δαμόκλειο σπάθη της κυβερνήσεως Chamberlain, και κατά πολλούς μελετητές αποτέλεσε μία αδύναμη κίνηση για μία δύναμη τέτοιου βεληνεκούς. Η παραδοχή των ναζιστικών αιτιάσεων όχι μόνο δε κατάφεραν να κατευνάσουν τη ναζιστική χίμαιρα, αλλά την βοήθησαν να κάνει ένα βήμα πιο γρήγορα ως προς την εκπλήρωση των σχεδίων της. Έτσι λοιπόν την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 η Γερμανία εισβάλει στη Πολωνία και δύο μέρες μετά η Μεγάλη Βρεττανία κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία, και τον Μάϊο του 1940 ο πρωθυπουργός Chamberlain παραιτείται από τον προεδρικό θώκο, και το αξίωμα λαμβάνει ο «bully» της αγγλικής πολιτικής ιστορίας Ουίνστων Τσώρτσιλ, ο οποίος ακολουθεί μία πολιτική πλήρης αρνήσεως όσον αφορά το συμβιβασμό με τη Γερμανία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική αυτή που ακολούθησε ο οξύνους βρεττανός πρωθυπουργός στηρίχθηκε και εν μέρει στο γεγονός ότι, γνώριζε λίαν καλώς τις προθέσεις της λεγόμενης Νέας Αγγλίας, και τη προθυμία που είχε ο  και ο ίδιος ο πρόεδρος Ρούσβελτ να βοηθήσει τη παντοτινή σύμμαχο Αγγλία, παρά τις δηλώσεις του περί ουδετερότητας στον αμερικανικό λαό.[9]  

 

 

30 Σεπτεμβρίου 1938: Επιστρέφοντας στο Λονδίνο ο Νέβιλ Τσάμπερλεν επιδεικνύει την υπογραμμένη δεύτερη Συνθήκη με τον Χίτλερ, της “έντιμης ειρήνης”

Η πολιτική του κατευνασμού τα μεταπολεμικά έτη

   Μετά το πέρας του δευτέρου μεγάλου πολέμου, η πολιτική του κατευνασμού συνδέθηκε άμεσα με τις έννοιες ως επί το πλείστων αρνητικές, και εγκαταλείφθηκε με αποτέλεσμα σήμερα στον κόσμο των διεθνών σχέσεων να θεωρείται ως μία πολιτική ξεπερασμένη. Μπορεί μεν η πολιτική αυτή να μη αναφέρεται επίσημα ωστόσο όπως θα δούμε χρησιμοποιείται ακόμη. Η πρώτη περίπτωση που θα αναλύσουμε είναι η περίπτωση της εγκατάλειψης των κουρδικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η δεύτερη περίπτωση που θα αναλύσουμε θα είναι η περίπτωση των ελληνό-τουρκικών σχέσεων και τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο.

   Οι Ηνωμένες πολιτείες Αμερικής ευρίσκονται αυτή τη στιγμή σε μία αντίστοιχη θέση που ευρισκόταν και η Αγγλία πριν το Μεσοπόλεμο. Οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα παίγνιο ισορροπίας μεταξύ της εσωτερικής τους πολιτικής αστάθειας, και διατηρήσεως της ισχυρής διεθνούς παρουσίας που έχουν εδραιώσει κυρίως μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου που το τότε διπολικό διεθνές σύστημα μετατράπηκε επί της ουσίας σε μία πανίσχυρη αμερικανική ηγεμονία, της οποίας εξωτερική πολιτική ήταν η πολιτική του προληπτικού χτυπήματος, η οποία δικαιολόγησε τη άρδην εισβολή αμερικανικών δυνάμεων σε χώρες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες αποτελούσαν κίνδυνο την αμερικανική γεωπολιτική υπεροχή. Παραδείγματα αυτής της πολιτικής ήταν η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ η οποία ήταν ίσως το μεγαλύτερο λάθος της αμερικανικής πολιτικής, και η εισβολή στη Λιβύη, η οποία ήταν αποτέλεσμα ολόκληρου του νατοϊκού σχεδιασμού. Ένας σημαντικότατος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών ήδη από τη τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν οι Κούρδοι. Ήδη από την προεδρία του προέδρου Eisenhower και του Kennedy, η αμερικανική ηγεσία έβλεπε τον κουρδικό παράγοντα, ως ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο και στην συγκεκριμένη περίπτωση οι Κούρδοι χρησιμοποιήθηκαν ως αποσταθεροποιητικός παράγων εναντίον της κυβερνήσεως του ιρακινού στρατηγού Αμπντέλ Καρίμ Κασσίμ.[10] Τα τελευταία έτη ωστόσο επί προεδρίας Trump, φαίνεται πως η κραταιά ιμπεριαλιστική ναυτική δύναμις αναδιπλώνεται σε μία νέα εποχή διεθνούς απομονωτισμού, όπως το 1820. Το 2019 με τη πενθήμερη παύση πυρός, η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας, παρατηρούμε για πρώτη φορά τις Ηνωμένες Πολιτείες να υποκύπτουν σε αιτιάσεις άλλου κράτους και, ενώ ταυτοχρόνως εγκαταλείπουν τους συμμάχους τους. Αυτό συνέβη επειδή πλέον το διεθνές σύστημα δεν είναι μονοπολικό και το imperium americanum πλέον απειλείται από σημαίνουσες αναθεωρητικές δυνάμεις όπως τη Ρωσσία, το Ιράν και τη Τουρκία, δύο εκ διαμέτρων αντίθετων περιφερειακών δυνάμεων στο σύμπλοκο της Μέσης Ανατολής, και φυσικά την Κίνα. Η πολιτική λοιπόν κατευνασμού που ακολούθησε η αμερικανική πολιτική ελίτ στη περίπτωση των Κούρδων, ήταν μία σκληρή και ρεαλιστική προσέγγιση στο ζήτημα αυτό. Το δίλλημα που αντιμετώπισε η αμερικανική ηγεσία ήταν το εξής. Είτε θα απέρριπταν τις τουρκικές αιτιάσεις ακολουθώντας τη χρόνια πολιτική τους διακινδυνεύοντάς έτσι ένα σοβαρότατο πλήγμα στον αναχωματικό δακτύλιο (το προαναφερθέν Rimland), είτε να υποκύψουν, προσωρινώς ή μη, στις αιτιάσεις της Τουρκίας. Για το πώς θα εξελιχθεί η αμερικανική εξωτερική πολιτική μετά από αυτό το διπλωματικό πλήγμα είναι όντως ένα ζήτημα άξιο συζητήσεως.

   Ας δούμε τώρα μία δεύτερη περίπτωση σχετική με τον κατευνασμό όσον αφορά τις ελληνό-τουρκικές σχέσεις. Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος, ήδη από το 1923 και με αποκορύφωμα το 1974 με τη απόβαση των τουρκικών εκστρατευτικών δυνάμεων στο Βόρειο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, διακατέχεται από μία κατευναστική φρενίτιδα όσων αφορά τις σχέσεις με τους γείτονες της. Η πολιτική αυτή όμως εν αντιθέσει με το άλλο παράδειγμα που δώσαμε δεν είναι προϊόν ορθολογισμού και διαχειρίσεως κρίσεων, αλλά αποτελεί ένα προϊόν φόβου. Εντύπωση κάνει ήδη από το 1998 με τη κρίση των S-300, η στιχομυθία μεταξύ πρωθυπουργού Σημίτη και προέδρου Κληρίδη.

-Πρωθυπουργός Σημίτης: Τι θα συμβεί αν οι Τούρκοι στείλουν αεροπλάνα για υπερπτήσεις πάνω από τη Λευκωσία;

 -Πρόεδρος Κληρίδης: Θα τους καταγγείλουμε στο συμβούλιο ασφαλείας.

-Πρωθυπουργός Σημίτης: Δεν θα επηρεαστεί ο τουρισμός σας;

-Πρόεδρος Κληρίδης: Θα το αντέξουμε. Η οικονομία μας είναι ισχυρή.

Πρωθυπουργός Σημίτης: Και αν οι Τούρκοι προχωρήσουν σε κάποιας μορφής χερσαία επιχείρηση, για να καταλάβουν εδάφη; Τι θα γίνει;

Πρόεδρος Κληρίδης: Θα γίνει πόλεμος! [11]  

Από το σημείο αυτό και μετά ο πρωθυπουργός Σημίτης με ταραχή στην αναφορά του Κληρίδη για πόλεμο απλά εις διπλούν αναφώνησε  το ερώτημα «πόλεμος;» [12] Άλλη μία περίπτωση όπου η διπλωματία της Ελλάδος απέτυχε στο μέγιστο βαθμό φοβούμενη το πολιτικό κόστος και μία εν δυνάμει σύρραξη ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών, στην οποία η ελληνική πλευρά υποκύπτει πλήρως στις αιτιάσεις της Βορείου γείτονος και επιπροσθέτως δίνει περισσότερα πράγματα από τα προαπαιτούμενα (επί παραδείγματι το ζήτημα της μακεδονικής γλώσσης). Όπως είναι προφανές η πολιτική αυτή εγκυμονεί μία πληθώρα κινδύνων. Πρωτίστως η πολιτική αυτή όπως και στη περίπτωση του Ανδρονίκου του Β’ αλλά και του Chamberlain δεν κατευνάζει τον αντίπαλο αλλά αντιθέτως ενισχύει τις προθέσεις του, με χαρακτηριστικότατο παράδειγμα τη περίπτωση των Ιμίων, και το ζήτημα στρατιωτικοποίησης των Νήσων του Αιγαίου, ενώ ταυτόχρονα στο διεθνές επίπεδο εξαιτίας της αδυναμίας κατανοήσεως της στρατηγικής της θέσεως, η Ελλάδα κινδυνεύει να τεθεί υπό περιφερειακή περιθωριοποίηση, από τις υπόλοιπες δυνάμεις του συστήματος του Ανατολικού Αιγαίου. [13] Είναι έκδηλο λοιπόν σε όποιον ασχολείται έστω και λίγο με τη θεωρία των διεθνών σχέσεων, ότι η Ελλάδα έχει μία ανθυγιεινή προσκόλληση προς το διεθνές δίκαιο, ενώ έχει παραμελήσει να δημιουργήσει τα απαραίτητα πολιτικά και στρατηγικά προπύργια για να υποστηρίξει έναν αντίλογο μέσω του διεθνούς δικαίου.[14]

 

 

Επίλογος

   Όπως μπορούμε να δούμε από τα παραδείγματα που αναφέραμε η πολιτική του κατευνασμού είναι μία πολιτική, η οποία έχει βάσεις σε όλη τη περίοδο της ιστορίας και σαφώς επειδή η ορολογία του κατευνασμού δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου δε σημαίνει ότι είναι προϊόν της εποχής αυτής και μόνο. Η πολιτική αυτή παρόλο που έλαβε μία αρνητική χροιά μπορούμε να δούμε πως ακόμη χρησιμοποιείται όταν το απαιτούν οι περιστάσεις. Το ζήτημα της πολιτικής του κατευνασμού, όπως και οποιασδήποτε άλλης πολιτικής είναι η δυνατότητα αξιοποιήσεως των ιστορικών, γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών πληροφοριών από τα κέντρα λήψεως αποφάσεων για τη λήψη εν τέλει μίας παραγωγικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία θα ανταποκρίνεται στην οποιαδήποτε φάση του άναρχου διεθνούς συστήματος. Εάν το διεθνές σύστημα σε συνδυασμό με τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων απαιτούν μία κατευναστική πολιτική, τότε οποιοδήποτε κράτος το οποίο γνωρίζει να ερμηνεύει, θα ακολουθήσει την πολιτική αυτή. Ανεξαρτήτως εάν  ομιλούμε για την Κέρκυρα των αρχαίων χρόνων, είτε για τις διάφορες περιόδους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ή για τα ζητήματα της διπλωματίας κατά το Μεσοπόλεμο και έπειτα, η εξωτερική πολιτική είναι ένας από τους πολλούς καθρέπτες που αντικατοπτρίζουν τη γεωπολιτική πραγματικότητα της εποχής.                        

 

*Ο  Ιωαννίδης Νικόλαος-Γεώργιος είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών με ειδίκευση στις στρατιωτικές σπουδές, την ιστορία και την πολιτική της Μέσης Ανατολής

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

Πρωτογενείς Πηγές

  • Θουκιδίδης, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», βιβλίο Α’, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2005
  • British National Archives, Σύσκεψις του βρεττανικού Cabinet 45 (27), κεφάλαιο «The Basis Of Army Estimates», 27 Ιουλίου 1927, ευρίσκεται στην ιστοσελίδα:https://bit.ly/2A74jVV
  • The National Archives, «REDUCTION IN THE INFANTRY OF THE TERRITORIAL FORCE», 16 Αυγούστου 1921, ευρίσκεται στην ιστοσελίδα: https://bit.ly/2A74jVV

Βιβλία

  1. Ηλιόπουλου Ι, Ηλία «Γεωπολιτική των Θαλασσίων Δυνάμεων Η Γεωγραφία της Βρεττανικής Ισχύος 1815-1956 με Συνεκτίμησή του Ανατολικού Ζητήματος και των Ανταγωνισμών Ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο», εκδόσεις Λειμών, Αθήναι, 2017
  2. Ηλιόπουλου Ι, Ηλία, «Διεθνείς Σχέσεις της Τουρκίας 1935-1945 Η Ημισέληνος Μεταξύ Βρεττανικού Λέοντος, Γερμανικής Σβάστικας και Ρωσσικής Άρκτου», εκδόσεις Λειμών, Αθήναι, 2017
  3. Ηρακλείδης, Αλέξης, «Διεθνείς Σχέσεις και Διεθνείς Πολιτική», Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2005 ,Αθήναι
  4. Καρδαράς, Γεώργιος, διδακτορική διατριβή, «Το Βυζάντιο και οι Άβαροι, ΣΤ΄-Θ’ αι.», Ιωάννινα, 2007
  5. Νικολάου, Αικατερίνη, «Βυζαντινολογικά δημοσιεύματα σε ελληνική γλώσσα 1988-1990», Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη, 1990
  6. Bellof, Max, «The Dream of a Commonwealth, 1921-1942», τόμος 2ος , Palgrave Macmillan, Λονδίνο ,21 Αυγούστου 1989
  7. Bond, Brian, «British Military Policy between the Two World Wars», Οξφόρδη (Clarendon Press), 1980
  8. Cohen, Saul Bernard , «Geopolitics of the World System», Rowman and Littlefield Publishers, Βοστώνη, 2003
  9. Curnui Xiong, Victor, «Historical Dictionary of Medieval China», έκδοση 2η, Rowman and Littlefield, Λονδίνο, 2017
  10. Davidson W, Jason, «The Origins of Revisionist and Status-Quo States», Palgrave Macmillan, Νέα Υόρκη, 2006
  11. Kennedy M, Paul, «The Rise and Fall of British Naval Mastery», Εκδόσεις Penguin, Λονδίνο,2004
  12. Kennedy M, Paul, «The tradition of appeasement in British Foreign Policy», τόμος 2ος , Cambridge University Press, Νέα Υόρκη, 1976
  13. Mackinder J, Halford, «Democratic Ideals and Reality» Constable Publishers, Λονδίνο, 1942
  14. Mcglincey, Stephen, Walters, Rosie, Scheinpflug Christian, «International Relations Theory», E- International Relations Publishing, Μπρίστολ, 2017
  15. Medlicott, William Norton, «British Foreign Policy Since Versailles», Methuen and company Limited, Βόρειο Γιόρκσαϊρ, 1940
  16. Nicol M, Donald, «The Last Centuries of Byzantium 1261-1453», 2η έκδοση, Cambridge University Press, Αγγλία, 1993
  17. Sheehan, Michael, «The Balance of Power History and Theory», Routledge, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, 1996
  18. Wills B, Matthew, «The Highest Tradition of the Royal Navy The Life of Captain John Leach MVO DSO» , The History Press, Ηνωμένο Βασίλειο, 1η Σεπτεμβρίου 2011

Επιστημονικά Περιοδικά

  1. Ιωάννης Θ, Μάζης, «Μία ἐφαρμογὴ γεωπολιτικῆς ἀναλύσεως: ἡ περίπτωσις τῆς 28ης Οκτωβρίου 1940», Ετήσιο περιοδικό της εταιρίας ιστορικών σπουδών επί του νεωτέρου ελληνισμού, Αθήναι, 2010-2012
  2. Λαμπρόπουλος Θ, Κωνσταντίνου, «Κατευνασμός και Τουρκική απειλή: Η επικίνδυνη επιλογή!», Περιοδική Έκδοση του Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, 92ον τεύχος, Απρίλιος-Μάϊος-Ιούνιος 2018
  3. Biddiscombe, Perry, «The End of the Freebooter Tradition: The Forgotten Freikorps Movement of 1944/45», Cambridge University Press, Central European History, τόμος 1ος, υπ’ αριθ. 1, 1999
  4. Hasret, Çomak, Burak Şakir, Şeker, Ιωαννίδης Δημήτριος, Ιωάννης Θ, Μάζης, Τρούλης, Μάρκος, «Ege jeopolitiği», «Greeces Aegean Policy in the PostCold War Period», τεύχος 1ο, Φεβρουάριος 2020
  5. Jackson, Peter, «French Military Intelligence and Czechoslovakia, 1938», Diplomacy and statecraft, τόμος 8ος, υπ’ αριθ. 2, 19 Οκτωβρίου 2007
  6. Jukes G, «The Red Army and the Munich Crisis», Journal of Contemporary History, τόμος 26ος, υπ’ αριθ. 2ος, Απρίλιος 1991
  7. [1] Little, Douglas «The United States and the Kurds a Cold War Story», Journal of Cold War Studies, The MIT Press journals, τόμος 12ος, υπ’ αριθ. 4, Φθινόπωρο 2010

Άρθρα

  • Ομήρου, Γιαννάκης, «Ο καυγάς δύο ¨φίλων¨ για τους S-300: Όταν ο Κληρίδης άφησε υπόνοιες για ¨προδοσία¨ Σημίτη», Hellas Journal, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://bit.ly/2zyL7QK

 

[1] Wills B, Matthew, «The Highest Tradition of the Royal Navy The Life of Captain John Leach MVO DSO» , The History Press, Ηνωμένο Βασίλειο, 1η Σεπτεμβρίου 2011, σελ. 49

[2] Jackson, Peter, «French Military Intelligence and Czechoslovakia, 1938», Diplomacy and statecraft, τόμος 8ος, υπ’ αριθ. 2, 19 Οκτωβρίου 2007, σελ 81-106

[3] Jukes G, «The Red Army and the Munich Crisis», Journal of Contemporary History, τόμος 26ος, υπ’ αριθ. 2, Απρίλιος 1991, σελ 196-198

 

[4] idib

[5] Εθνοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP): Κυβερνόν κόμμα από το 30 Ιανουαρίου του 1933 μέχρι και τις 10 Μαΐου του 1945 του λεγόμενου Γ’ Ράιχ, υπό την ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ.  

[6] Ηλιόπουλου Ι, Ηλία «Γεωπολιτική των Θαλασσίων Δυνάμεων Η Γεωγραφία της Βρεττανικής Ισχύος 1815-1956 με Συνεκτίμησή του Ανατολικού Ζητήματος και των Ανταγωνισμών Ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο», εκδόσεις Λειμών, Αθήναι, 2017, σελ. 207

[7] Biddiscombe, Perry, «The End of the Freebooter Tradition: The Forgotten Freikorps Movement of 1944/45», Cambridge University Press, Central European History, τόμος 1ος, υπ’ αριθ. 1, 1999, σελ. 59-60

 

[9] Ηλιόπουλου Ι, Ηλία, «Διεθνείς Σχέσεις της Τουρκίας 1935-1945 Η Ημισέληνος Μεταξύ Βρεττανικού Λέοντος, Γερμανικής Σβάστικας και Ρωσσικής Άρκτου», εκδόσεις Λειμών, Αθήναι, 2017, σελ 114-115  

[10] Little, Douglas «The United States and the Kurds a Cold War Story», Journal of Cold War Studies, The MIT Press journals, τόμος 12ος, υπ’ αριθ. 4, Φθινόπωρο 2010, σελ. 64

[11] Ομήρου, Γιαννάκης, «Ο καυγάς δύο ¨φίλων¨ για τους S-300: Όταν ο Κληρίδης άφησε υπόνοιες για ¨προδοσία¨ Σημίτη», Hellas Journal, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://bit.ly/2zyL7QK,

[12] ibid

[13] Λαμπρόπουλος Θ, Κωνσταντίνου, «Κατευνασμός και Τουρκική απειλή: Η επικίνδυνη επιλογή!», Περιοδική Έκδοση του Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, 92ον τεύχος, Απρίλιος-Μάϊος-Ιούνιος 2018, σελ 17-19 

[14] Hasret, Çomak, Burak Şakir, Şeker, Ιωαννίδης Δημήτριος, Ιωάννης Θ, Μάζης, Τρούλης, Μάρκος, «Ege jeopolitiği», «Greeces Aegean Policy in the PostCold War Period», τεύχος 1ο, Φεβρουάριος 2020, σελ 857

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024