25/04/2024

Οι εκτιμήσεις και συστάσεις γεωστρατηγικής για το 2022

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

 

 

Η εθνική ασφάλεια, αναφέρεται στην ικανότητα ενός έθνους να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις απειλές για την επιβίωσή του και τα συμφέροντά του υπό όλες τις πιθανές συνθήκες. Επιπλέον, περιλαμβάνει τη συνολική εθνική προσπάθεια που η κυβέρνηση επιχειρεί για να δημιουργήσει μια ικανοποιητική κατάσταση προς αυτή την κατεύθυνση. Η επίτευξη της εθνικής ασφάλειας εξαρτάται από την ύπαρξη εθνικής στρατηγικής η οποία, ενσωματώνει πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές και άλλες στρατηγικές, όπως εκείνες που σχετίζονται με κοινωνικά, δημογραφικά και διάφορα άλλα εθνικά και διεθνή θέματα. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει μια σειρά διακριτών πιθανών απειλών, καθορίζοντας στόχους για συγκεκριμένες συγκρούσεις και κατευθυντήριες γραμμές, με σκοπό, την προσαρμογή αυτών των στόχων σε μια δεδομένη αντιπαράθεση.

Τα θέματα ασφαλείας στην Ελλάδα πηγάζουν από:

  1. την επικρατούσα γεωστρατηγική κατάσταση,
  2. την ελευθερία λήψης αποφάσεων και δράσης με βάση την ασφάλεια και τις στρατιωτικές θεωρήσεις σχετικά με κάθε απειλή ή κινδύνους, είτε υπάρχοντες ή δυνητικούς,
  3. τους διατιθέμενους εθνικούς πόρους για να στήριξη της ασφάλειας και των στρατιωτικών δυνατοτήτων,
  4. και την κοινωνικοοικονομική αντοχή και συνοχή για την υποστήριξη των αναγκών ασφάλειας

Ως εκ τούτου, η εθνική στρατηγική ασφαλείας της Ελλάδας πρέπει να επικεντρωθεί στους ακόλουθους τομείς:

  1. να καθορίσουμε τα εθνικά συμφέροντα και την ασφάλεια, των οποίων η διατήρηση είναι κρίσιμη για την επιβίωση, το χαρακτήρα και τις αξίες του κράτους μας,
  2. να καθορίσουμε τις μακροπρόθεσμες ανάγκες εθνικής ασφάλειας,
  3. να καθορίσουμε τους στόχους εθνικής ασφάλειας ως παράγωγο των καθορισμένων συμφερόντων μας,
  4. να αποφασίσουμε και να διατηρήσουμε την εθνική ισχύ που επιτρέπει στην Ελλάδα να αντιμετωπίσει, ανεξάρτητα, τους κινδύνους εθνικής ασφάλειας οποιουδήποτε τύπου ή πεδίου (πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά, δημογραφικά, κοινωνικά)
  5. να αποφασίσουμε και να διατηρήσουμε μια δομή στρατιωτικών δυνάμεων, παρέχοντας έτσι την ικανότητα να υπερασπίσουμε την επιβίωση του κράτους και την εδαφική μας ακεραιότητα,
  6. να παρέχουμε ασφάλεια στους κατοίκους του έθνους, και
  7. να αποτρέψουμε τους στρατιωτικούς κινδύνους για τον Ελληνισμό και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Με αυτό το σκεπτικό στον πυρήνα της στρατηγικής μας για το 2022 βρίσκεται η ένταση μεταξύ της προφανούς πρόκλησης της Τουρκίας, την προσέγγιση της με τη Ρωσία, του εκβιασμού που απευθύνει, εκμεταλλευόμενη τις ροές των μεταναστών και προσφύγων προς τα νησιά του Αιγαίου και τις μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας στην Κύπρο.

Αποφεύγοντας να λάβει μέτρα κατά της Τουρκίας, η ΕΕ δίνει την εντύπωση ότι «νικητής» είναι ο Τούρκος πρόεδρος, γιατί μπορεί τώρα να ισχυριστεί ενώπιον της βάσης του και άλλων στο εσωτερικό της χώρας του ότι χρειαζόταν μια σειρά δυναμικών ενεργειών για να σπάσει ένα δυσμενές status quo σε σχέση με τους μεγάλους παίκτες -την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, Ρωσία και ΗΠΑ- που τώρα πρέπει να αποδεχθούν ότι πρέπει να μιλήσουν με την Τουρκία και να τη σεβαστούν ως περιφερειακή δύναμη με λόγο στα παγκόσμια ζητήματα. Ο τυχοδιωκτισμός και η ριψοκίνδυνη διπλωματία ανταμείβονται: ίσως αυτή να ήταν η πρόθεση από παλιά. Αυτή όμως η θετική κατάσταση, στην οποία υποθέτουν οι αξιωματούχοι της Άγκυρας ότι έχουν περιέλθει, πρέπει με κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς να αποδειχθεί προσωρινή και εύθραυστη. Ωστόσο, αυτή η ένταση προέρχεται από μια σειρά παραγόντων που κατά το τρέχον έτος θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια μεγάλης κλίμακας σύγκρουση, ακόμη και στον πόλεμο.

Ευρωπαϊκή Ένωση και Ατλαντική Συμμαχία

Το 2022 θα φέρει δύο μεγάλα διπλωματικά γεγονότα για τη γεωστρατηγική κοινότητα. Πρώτον, το Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα υιοθετήσει τη Στρατηγική Πυξίδα της. Ένας κατάλογος με ενέργειες που θα αποσκοπούν στη δημιουργία μιας κοινής άποψης για την ασφάλεια και την άμυνα της ΕΕ με σκοπό, να ορίσει την έννοια της «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρώπης. Στη συνέχεια, στη Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης τον Ιούνιο, το ΝΑΤΟ θα υιοθετήσει τη νέα του Στρατηγική Αντίληψη, η οποία θα καθορίζει τη στρατηγική της συμμαχίας, περιγράφοντας τον σκοπό της και τα θεμελιώδη καθήκοντά της σε θέματα ασφάλειας προσδιορίζοντας τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που αντιμετωπίζει στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον ασφαλείας.

Και όπως συμβαίνει με όλα αυτά τα έγγραφα, θα εξυπηρετούν επίσης έναν πολιτικό σκοπό, καθώς σηματοδοτούν στον κόσμο πώς βλέπουν την άμυνα, την ασφάλεια και τους διατλαντικούς δεσμούς η ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Έτσι το διεθνές σύστημα, αντιμετωπίζει τις λειτουργικές δυσκολίες στο πλαίσιο του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων και των αντίστοιχων εσωτερικών προκλήσεων. Από την πλευρά μας χρειάζεται να πείσουμε τους δυτικούς ηγέτες να είναι πρόθυμοι να δώσουν προτεραιότητα στη Μέση Ανατολή, και λόγω της αυξανόμενης σημασίας της Μεσογείου, του φόβου της στρατιωτικής εμπλοκής και των αλλαγών στην αγορά ενέργειας.

Επίσης, ο μεγάλος ανταγωνισμός ισχύος δημιουργεί διαφορετικές απειλές. Ορισμένες από αυτές τις απειλές έχουν υποστεί την αδυναμία και την αβεβαιότητα της παγκόσμιας οικονομίας κατά την περίοδο της οικονομικής υφέσεως, αλλά κάποιες άλλες όχι. Ορισμένες μετριάζονται καταλληλότερα από ένα διεθνή οργανισμό παρά από ένα άλλο. Για παράδειγμα, η φύση των απειλών κατά της Ανατολικής Ευρώπης, και κατ’ επέκταση κατά των ΗΠΑ, περιλαμβάνει αυξανόμενη ρωσική επιρροή, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής συσσώρευσης, στα ανατολικά. Η λύση για μια τέτοια απειλή σχετίζεται με την άμυνα και την αποτροπή και επομένως εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ΝΑΤΟ και όχι στην ΕΕ. Τα δυτικά Βαλκάνια και οι Νότιοι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν ζητήματα κοινωνικοοικονομικής ασφάλειας, κάτι που εμπίπτει στην ομπρέλα της ΕΕ και καλεί τις Βρυξέλλες να δώσουν τη λύση.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η συζήτηση για τη Στρατηγική Αντίληψη και την έννοια της στρατηγικής αυτονομίας θα είναι συνάρτηση των διαφορετικών συμφερόντων των μελών. Και η ανάλυση είναι ακόμη πιο περίπλοκη από ό,τι φαίνεται αρχικά. Πρώτον, το περιβάλλον ασφαλείας της Ευρώπης επιδεινώνεται εν μέρει χάρη στα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της μετανάστευσης, και της περιπέτειας που προκάλεσε η πανδημία του COVID-19. Αυτά τα προβλήματα θα επηρεάσουν διαφορετικά τις διάφορες χώρες της ΕΕ – πράγμα που σημαίνει ότι η διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής και του Βορρά και του Νότου πρέπει να διασφαλίσει μια ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων όλων των κρατών μελών.

Οι Ευρωπαίοι επιθυμούν τη διαβεβαίωση ότι οι ΗΠΑ μπορούν να διατηρήσουν την εγγύηση ασφάλειας προς την Ευρώπη πέρα από την ανατολική πλευρά, όπου η Ουάσιγκτον έχει στρατηγικό συμφέρον να περιορίσει τη ρωσική επιρροή. Η υπόσχεση αύξησης των αμυντικών δαπανών, είναι ένας καλός τρόπος για να κρατηθούν οι ΗΠΑ δεσμευμένες, αλλά αυτό δεν λειτουργεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Συνεπώς, η Ευρώπη βρίσκεται υπό πίεση να δαπανήσει περισσότερα χρήματα για πραγματικά αμυντικά μέτρα σε μια δύσκολη οικονομικά περίοδο.

Στην Ευρώπη η σταθερότητα υπονομεύεται από την επέκταση των οικονομικών προβλημάτων, των προκλήσεων των προσφύγων και της μετανάστευσης, την ενίσχυση των λαϊκίστικων πολιτικών και την εντατικοποίηση των συζητήσεων μεταξύ των υποστηρικτών της Ένωσης και εκείνων που υποστηρίζουν τον εθνικισμό. Επιπλέον, υπάρχουν αλλαγές στην εσωτερική ισορροπία ισχύος και η αυξανόμενη κατανόηση της ανάγκης μείωσης της στρατιωτικής και οικονομικής εξάρτησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η συζήτηση αυτή εγείρει ένα βασικό ερώτημα: Μιλάμε για την ίδια την ΕΕ ή για την ευρωπαϊκή στρατηγική ευθύνη; Ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) της ΕΕ επιτρέπει στην ΕΕ να αναλαμβάνει μετριοπαθώς επιχειρήσεις αντιμετώπισης κρίσεων, όπως η επιχείρηση «Ειρήνη» Τα δύσκολα σενάρια εμπλοκής και αποτροπής χρειάζονται την υποστήριξη του ΝΑΤΟ, καθώς και των ΗΠΑ. Επομένως, εάν πρόκειται να οικοδομηθεί στρατηγική αυτονομία στα θεμέλια της ΚΠΑΑ, θα χρειαστεί να ενισχυθούν οι πρακτικές σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ των χωρών. Αυτό θα δημιουργήσει το μηχανισμό πρόσβασης της ΕΕ σε πόρους και δομές του ΝΑΤΟ. Αλλά τέτοιες συζητήσεις είναι πιθανό να είναι περίπλοκες, καθώς θα αναφέρονται σε πρακτικούς τρόπους που θα καθιστούσαν λειτουργική τη συνεργασία ΝΑΤΟ-ΕΕ.

Η στοχευμένες δηλώσεις κρατών της ΕΕ και των ΗΠΑ, σχετικά με τη νομιμότητα των τουρκικών διεκδικήσεων προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αξιολόγηση πλεονεκτημάτων σχετικά με τις δυνατότητες κλιμάκωσης. Επίσης η εκδήλωση ενδιαφέροντος για επίδειξη ψυχραιμίας από όλες τις πλευρές, δημιουργεί ένα πλαίσιο και μπορεί να αποτελέσει μια στρατηγική καμπή, τη στιγμή που αυτές και άλλες προκλήσεις εκτυλίσσονται στο πλαίσιο ενός στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων, ο οποίος με τη σειρά του δημιουργεί λειτουργικές δυσκολίες στο διεθνές σύστημα. Το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα από αυτές τις εξελίξεις είναι η ανάγκη για την Ελλάδα να διατυπώσει μια νέα υψηλή στρατηγική, αποφασίζοντας ποιοι είναι οι εταίροι και ποιες συμμαχίες θα ενισχύσουν την αποτρεπτική μας ικανότητα με αξιοπιστία ως πολλαπλασιαστές ισχύος μας.

Το περιφερειακό σύστημα για τα ελληνοτουρκικά

Το περιφερειακό σύστημα, συνεχίζει να αντιμετωπίζει έναν ταραχώδη αγώνα για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών της Μεσογείου. Ιδιαίτερα η Τουρκία ζητάει την ανατροπή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου με σκοπό να επωφεληθεί του ελέγχου των θαλασσών και των ενεργειακών πόρων οι οποίοι δεν της ανήκουν. Αυτές οι διεκδικήσεις σηματοδότησαν την έναρξη της περιφερειακής αναταραχής που εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε μια δραματική σειρά γεγονότων τα επόμενα χρόνια. Επίσης, οι περιφερειακές αναταραχές συνεχίζονται και η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σημαντική αστάθεια και αβεβαιότητα. Η περιοχή βρίσκεται στη μέση μιας βαθιάς κρίσης, η οποία αντικατοπτρίζεται σε διαδικασίες ιστορικής σημασίας.

Η Ελλάδα είναι ένας κορυφαίος σύμμαχος των ΗΠΑ, που εργάζεται για τον περιορισμό της αστάθειας. Η περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου με την Τουρκία παραμένει ένα ευαίσθητο θέμα μεταξύ των περιφερειακών παικτών, ενώ αποτελεί κεντρικό ζήτημα που απασχολεί την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Είναι συνηθισμένο να υποθέτουμε ότι η αποτροπή της Ελλάδος από μια μεγάλης κλίμακας σύγκρουση ή πόλεμο παραμένει σταθερή. Πράγματι, όλα τα κράτη γύρω από την Ελλάδα γνωρίζουν καλά τη ζημία που θα υποστούν σε περίπτωση τέτοιας σύγκρουσης. Έτσι, προτιμούν να απέχουν από τις μεγάλες συγκρούσεις με την Ελλάδα και ασφαλώς από τον πόλεμο.

Εντούτοις, ορισμένοι παράγοντες υποδηλώνουν ότι μια τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να συμβεί το 2022. Με αυτές τις απειλές, ο Ελληνισμός πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ξένης επιρροής στις πολιτικές διαδικασίες. Η δυσκολία στην αποσαφήνιση της πραγματικότητας και η λήψη αποφάσεων στην εποχή  του κυβερνοπολέμου και του υβριδικού πολέμου απαιτεί ισχυρή προστασία από τις όποιες επιθέσεις.

Κατά συνέπεια, η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολλές δραστήριες αρένες και μια σειρά προκλητικών στρατηγικών και επιχειρησιακών ζητημάτων. Μια στρατηγική εκτίμηση καταδεικνύει την επείγουσα ανάγκη για μια επικαιροποιημένη και περιεκτική ελληνική υψηλή στρατηγική που θα επέτρεπε την παρεμπόδιση των υφιστάμενων και αναδυόμενων απειλών από την κλιμάκωση σε μια μεγάλης κλίμακας σύγκρουση και πόλεμο. 

Συμπεράσματα

Υπάρχουν δύο πιθανές προσεγγίσεις για τη στρατηγική του Ελληνισμού. Η μία είναι επιφυλακτική και σταθεροποιητική, δίνοντας έμφαση στο διάλογο, στις ρυθμίσεις και στην αντιμετώπιση των υφιστάμενων και εξελισσόμενων απειλών, προκειμένου να εξουδετερωθούν ώστε να μην υλοποιηθούν. Η δεύτερη είναι προληπτική και αποτρεπτική και αντιμετωπίζει τις απειλές με το πνεύμα της ανάσχεσης, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο.

Προϋπόθεση για την επιλογή της σωστής προσέγγισης είναι μια συνεκτική εσωτερική βάση εντός της Ελλάδας, με έμφαση στην κοινωνική και εθνική αλληλεγγύη και ανθεκτικότητα. Αντιλαμβανόμενοι το τέλος της ειρηνικής ρητορικής, της αφελούς υποκίνησης για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και της αυξανόμενης απόστασης μεταξύ των ιδεολογικών ρευμάτων της ελληνικής κοινωνίας, ήρθε η ώρα για μια διαφορετική πολιτική. Απαιτείται να δοθεί έμφαση στη δράση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τους διεθνείς οργανισμούς, για την επούλωση των ρωγμών, για τη συγκέντρωση διαφορετικών προσεγγίσεων στο στρατόπεδο της συναίνεσης, για την ενίσχυση της αλληλεγγύης και της συνοχής για την έναρξη μιας οργανωμένης προσπάθειας για την ανάταξη των υφιστάμενων μηχανισμών κοινωνικής αντοχής και την οικοδόμηση νέων μηχανισμών.

Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που να αντιμετωπίζει την εμφάνιση των σημαντικών απειλών, ενώ ταυτόχρονα θα ξεκινήσει πολιτικές διαδικασίες και να καταλήξει σε ρυθμίσεις για τη μείωση των εντάσεων. Αυτό θα επιτρέψει την προετοιμασία για τις σημαντικές προκλήσεις που απειλούν τη μελλοντική ασφάλεια και ευημερία της Ελλάδας.

Οι συμπεριφορές του πολέμου και της πολιτικής είναι συνυφασμένες. Δεν μπορούν να χωριστούν με απλοϊκό τρόπο. Για να ξεχωρίσουν, είναι απαραίτητο να καθοριστούν οι αρχές που ρυθμίζουν τις λειτουργίες, την ισχύ και τους λειτουργικούς μηχανισμούς όλων των παραγόντων, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις διασυνδέσεις και τις διεπαφές τους.

 

*Ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Τσαϊλάς ΠΝ δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ανώτερος ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024