Πώς ο Χώρος δημιουργεί Μνήμη: η περίπτωση του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου

Γράφει ο ιστορικός Παναγιώτης Γέροντας
Το Εβραϊκό Μουσείο Βερολίνου, το οποίο άνοιξε τις πύλες του το 2001, φιλοδοξεί πρώτον να δώσει την ιστορία των Εβραίων σε σχέση με την ιστορία της Γερμανίας διαχρονικά, δεύτερον να τονίσει την πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική προσφορά τους στην Γερμανία και τρίτον, να προκαλέσει την φυσική και πνευματική πορεία του επισκέπτη στην εμπειρία του Ολοκαυτώματος. O Daniel Libeskind, ο αρχιτέκτονας που ανέλαβε την ανέγερση του κτηρίου του μουσείου, ονόμασε ο ίδιος το κτήριο «Μεταξύ των Γραμμών». Αποτελείται από τρεις άξονες: της εξορίας, του Ολοκαυτώματος και της συνέχειας. Στις διασταυρώσεις τους αναπτύσσονται τα λεγόμενα κενά, ενώ στις απολήξεις τους υπάρχει ένας κήπος λαβύρινθος, ένας σκοτεινός πύργος και μια σκάλα, η οποία οδηγεί στο χώρο που αναπτύσσονται οι μόνιμες εκθέσεις του μουσείου. Ο κήπος λαβύρινθος αποτελεί μεταφορά της δαιδαλώδους εμπειρίας της εξορίας των Εβραίων, ενώ ο σκοτεινός πύργος απηχεί τα συναισθήματα εγκλεισμού των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα :
«.. η νέα προσθήκη έχει συλληφθεί σαν ένα έμβλημα το οποίο χωρίς να είναι ορατό, έχει βιωθεί ως κενό, ένα αόρατο […], η ιδέα είναι πολύ απλή: το να χτιστεί ένα μουσείο γύρω από ένα κενό, το οποίο όμως το διατρέχει. Ένα κενό το οποίο το κοινό να το βιώσει».
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν ακόμα το μουσείο ανοίξει και αποκτήσει εκθέματα, προσέλκυσε χιλιάδες κόσμου θέλοντας να ζήσουν την εμπειρία του άδειου χώρου . Παράλληλα, η ανταπόκριση του κόσμου δείχνει και το πόσο η κοινωνία ήταν έτοιμη για το άνοιγμα ενός μουσείου αφιερωμένου στην μνήμη του Ολοκαυτώματος. Το κτήριο αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ένα μουσείο με την αρχιτεκτονική του δομή και μόνο αποκτά την ικανότητα να προκαλεί μια πραγματική εμπειρία της ιστορίας στους επισκέπτες χωρίς να χρειάζεται εκθέματα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το ίδιο το κτήριο αποτελεί το έκθεμα συμβολίζοντας την συλλογική μνήμη απέναντι στους Εβραίους.
Τα μουσεία λόγω του γεγονότος ότι αποτελούν αξιόπιστοι θεσμοί προώθησης της μνήμης έχουν την δυνατότητα να προωθήσουν αλήθειες, να αποτελούν την εμπροσθοφυλακή στην αντιμετώπιση της αδικίας, στην πρόκληση δημόσιων συζητήσεων επί θεμάτων περιθωριοποίησης και ρατσισμού και τέλος στο να αποτελούν φάρο στην προβολή αληθειών που θεωρούνται αμφιλεγόμενες από το κοινωνικό σύνολο. Ο ίδιος ο αρχιτέκτονας, Πολωνοεβραϊκής καταγωγής, από οικογένεια επιζώντων του Ολοκαυτώματος, υπήρξε μαθητής του Peter Eisenman και του John Hejduk, ιδρυτές του μεταδομισμού (decostructivism) στην Αρχιτεκτονική .
Το κτήριο του Εβραϊκού Μουσείου στο Βερολίνο μας οδηγεί στο θέμα μορφής και εικόνας στην Αρχιτεκτονική. Ο θεωρητικός Alan Colquhun αντελήφθη από νωρίς την αλλαγή της σημασίας του κτηρίου στην μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Κατακρίνοντας την διάκριση της τότε ισχύουσας αρχιτεκτονικής κριτικής μεταξύ των χρηστικών και ηθικών κριτηρίων και των αισθητικών κριτηρίων με την αισθητική να αφορά στη μορφή (form), ενώ τα λογικά, τεχνικά και κοινωνιολογικά προβλήματα της κατασκευής στην εμπειρική δράση, υποστήριξε ότι ο παραπάνω διαχωρισμός «αγνοεί το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική ανήκει σε έναν κόσμο συμβολικών μορφών, στο οποίο κάθε τμήμα του κτηρίου παρουσιάζεται μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά ».
Ο Colquhun δημιουργεί έναν διαχωρισμό μορφής (form) και φιγούρας (figure) . Για τον θεωρητικό η μορφή ενός αρχιτεκτονικού έργου περιλαμβάνει τα γεωμετρικά και φυσικά χαρακτηριστικά του χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη τα νοήματα. «Η μορφή είναι ένας σχηματισμός που έχει είτε μία ουδέτερη είτε καμία απολύτως σημασία. Με τον όρο φιγούρα εννοώ έναν σχηματισμό του οποίου η σημασία δίνεται από πολιτισμικά στοιχεία […]». Η φιγούρα είναι συνδυασμένη με τον κόσμο των ιδεών και των συμβόλων περιγράφοντας νοήματα. Η φιγούρα είναι «μια συμπύκνωση, το άμεσο αποτέλεσμα της οποίας, είναι να υπονοήσει τον πλούτο και την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Με αυτόν τον τρόπο ο θεατής ή ο ακροατής, γίνεται ικανός να εγκαταστήσει μια σχέση ανάμεσα σε αυτό που βλέπει ή ακούει και στην προσωπική του εμπειρία ».
Για να κατανοηθεί όμως πλήρως ο τρόπος λειτουργίας του κτηρίου του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου πρέπει να αναλυθεί η «αποδόμηση» στην φιλοσοφία και κατόπιν στην Αρχιτεκτονική. Η αποδόμηση είναι όρος της φιλοσοφίας, της λογοτεχνικής κριτικής και των κοινωνικών επιστημών, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από τον φιλόσοφο Jacque Derrida . Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, ο σκοπός της αποδόμησης είναι η αποσταθεροποίηση του νοήματος ενός κειμένου καθώς αυτό από μόνο του περιέχει πολλές αντιφάσεις.
Στην Αρχιτεκτονική η αποδόμηση εμφανίζεται αργότερα στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Κύριο γνώρισμα του κινήματος είναι ο κατακερματισμός με στόχο την αποσταθεροποίηση, την αποσυναρμολόγηση και την αποσύνθεση με απώτερο σκοπό την ελευθέρωση από τα υπάρχοντα νοήματα και συμβολισμούς. Η αποδομιστική αρχιτεκτονική επιχειρεί να σοκάρει αντιδρώντας στα κατεστημένα νοήματα και παράλληλα να διαδώσει νέα μηνύματα. Απορριπτέο είναι κάθε στοιχείο που δημιουργεί μια σταθερή και αδιαπραγμάτευτη λογική. Στοιχεία της είναι αμφισημία, η αβεβαιότητα και η αστάθεια με σκοπό να κηρύξει την επανάσταση καταλύοντας τις επικρατούσες αφηγηματικές λογικές .

Ο σκοπός του αρχιτεκτονήματος διαφαίνεται από τα ίδια τα λόγια του αρχιτέκτονα :
«Το ονομάζω [«Ανάμεσα στις Γραμμές»] γιατί είναι ένα έργο για δύο γραμμές σκέψης, οργάνωσης και σχέσης. Η μια είναι η ευθεία γραμμή, αλλά σπασμένη σε πολλά θραύσματα· η άλλη είναι γεμάτη στροφές η οποία όμως δεν έχει όριο. Αυτές οι δυο γραμμές αναπτύσσονται αρχιτεκτονικά και προγραμματικά μέσα από έναν περιορισμένο αλλά ξεκάθαρο διάλογο. Αυτές (οι δυο γραμμές) επίσης καταρρέουν, αποσυνδέονται και γίνονται αντιληπτές ως ξεχωριστές. Με αυτόν τον τρόπο, προβάλλουν ένα κενό που διατρέχει το μουσείο και την αρχιτεκτονική. Ένα μη συνεχές κενό».
Το αρχιτεκτονικό σχέδιο θέλει να δείξει την διαχρονική σχέση των Γερμανών Εβραίων με τους υπόλοιπους Γερμανούς. Οι Εβραίοι της Γερμανίας νιώθουν ξεχωρισμένοι αλλά όχι αποκομμένοι από τους Γερμανούς συμπολίτες τους. «Οι γραμμές μπορεί να χωρίζονται αλλά συνδέονται επίσης »(Arnold-de Simine, S. (2012), “Memory Museum and Museum Text: Intermediality in Daniel Libeskind’s Jewish Museum and W. G. Sebald’s Austerlitz’. Theory, Culture& Society 29 (1): 22). Τα ηθελημένα κενά τα οποία υπάρχουν, θέλουν να δείξουν την διακοπτόμενη ιστορία των Εβραίων αλλά και την απώλεια των τόσο πολλών ομοεθνών τους κατά την διάρκεια του Ολοκαυτώματος .
Όπως έχει ήδη αναφερθεί σκοπός του μουσείου είναι η παρουσίαση της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ιστορίας των Εβραίων στην Γερμανία δείχνοντας το πόσο είναι άρρηκτα δεμένη με την ιστορία της χώρας. Η μόνιμη έκθεση Two Millennia of German Jewish History δίνει την ευκαιρία στον επισκέπτη να δει την ιστορία της Γερμανίας μέχρι το σήμερα μέσα από τα μάτια της εβραϊκής κοινότητας. Η μόνιμη ιστορική έκθεση έχει έκταση 3.000 τετραγωνικών μέτρων και χωρίζεται σε 14 περιόδους, από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, όπου και καταγράφεται η καθημερινότητα των Εβραίων μέσα από προσωπικά αντικείμενα, κειμήλια, φωτογραφίες, έγγραφα κ.α . . Εκτός από την μόνιμη έκθεση που αναβιώνει την ζωή των Εβραίων σε όλα τα επίπεδα, το μουσείο φιλοξενεί κατά διαστήματα μη μόνιμες εκθέσεις οι οποίες δρουν συμπληρωματικά στην μόνιμη έκθεση του μουσείου .
Σημείωση: το κείμενο αποτελεί μέρος ευρύτερης εργασίας του κυρίου Γέροντα σχετικά με τα μουσεία
About Post Author





