25/04/2024

Γιατί είναι απαραίτητη η δημιουργία του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας;

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς * 

 

 

“Η κακή στρατηγική είναι ακριβή, η κακή στρατηγική μπορεί να είναι καταστροφική, όταν όμως το διακύβευμα περιλαμβάνει την επιβίωση, η κακή στρατηγική είναι πάντα θανατηφόρος.” Colin S. Gray

 

Ο σύγχρονος και ανανεωμένος ανταγωνισμός ισχύος στη θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου και της Μεσογείου, μπορεί να αντικαθιστά ταχέως την όποια συνεργασία που επιτεύχθηκε ως το κυρίαρχο πλαίσιο στις διεθνείς υποθέσεις ασφαλείας. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε κλειδωμένοι σε έναν συστηματικό ανταγωνισμό μεταξύ των ισχυρών παικτών της γεωπολιτικής στα ελληνοτουρκικά. Ωστόσο, αφενός η προοπτική της σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων για την επιρροή και αφετέρου η σύγκρουση της Τουρκίας με την Ελλάδα για το θαλάσσιο έλεγχο, είναι παρακινούμενη από μια επικίνδυνη νέα δυναμική κλιμάκωσης. Η εμπιστοσύνη στη διπλωματία συνεχώς διαβρώνεται, με τον τουρκικό αυταρχισμό να αυξάνει τις εντάσεις. Ακόμη και χωρίς άμεσες συγκρούσεις, οι εμπλεκόμενοι απασχολούν όλο το διπλωματικό δυναμικό τους για την επιδίωξη των δικών τους στρατηγικών σκοπών.

Βρισκόμαστε στη μέση μιας εποχής αλλαγών η οποία διακρίνεται από μια φάση γεωπολιτικής δημιουργικής καταστροφής, που επηρεάζει σχεδόν κάθε πτυχή των εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεων όλων των εμπλεκομένων εθνών. Ο όγκος και η ταχύτητα της αλλαγής θα συνεχίσουν να αυξάνονται και συνεπώς να επιδεινώνουν την ήδη σημαντική πίεση στους ηγέτες και τους θεσμούς εντός των εθνών καθώς και σε αυτούς που συνδέονται με το παγκόσμιο περιβάλλον ασφάλειας. Η πιθανότητα σύγκρουσης ακόμη και γενικευμένου πολέμου σε όλες του τις μορφές, αυξάνονται. Αντίστοιχα, πρέπει να αυξάνεται και η σημασία της σκέψης και της δράσης σε στρατηγικό επίπεδο.

Ωστόσο κανένας πολιτικός οργανισμός στο μηχανισμό Εθνικής Ασφάλειας του Ελληνισμού δεν είναι επιφορτισμένος με την παρακολούθηση των διδαγμάτων στρατηγικού επιπέδου που θα έπρεπε να αποκαταστήσουν τα λάθη του παρελθόντος, με σκοπό να υποστηρίζει σύγχρονες Πολιτικές Εθνικής Ασφαλείας στην κυβέρνηση. Με αυτό το έργο θα μπορούσε να είναι επιφορτισμένο το συμβούλιο εθνικής ασφαλείας. Η μελέτη των σύγχρονων τακτικών και των στρατιωτικών επιχειρήσεων με δυνάμεις, όπλα και εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται για τη μάχη και πώς οι μάχες συνδυάζονται στις επιχειρήσεις, είναι όλα απαραίτητα και σημαντικά στοιχεία σχετικά με το μέλλον του πολέμου. Βέβαια τα Γενικά Επιτελεία των Ενόπλων Δυνάμεων εργάζονται σκληρά προσπαθώντας να συμβαδίσουν με τις μελλοντικές απαιτήσεις πολεμικής μάχης: όπως νέα όπλα και εξοπλισμοί, νέες μέθοδοι μάχης, απαιτήσεις ανάπτυξης και εκπαίδευσης νέων, και νέες δυνατότητες. Τα αποτελέσματα αυτών των διεργασιών στο τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο του πολέμου θα επηρεάσουν την επιτυχία στο θέατρο των επιχειρήσεων.

Το δίλημμα, όμως, δεν είναι πόλεμος ή ειρήνη αλλά η σαφήνεια στη πρόκληση της αποτροπής που πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένες αποφάσεις πολιτικής. Σε αυτό συνδράμει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Μήπως η Ελλάδα διατύπωσε με σαφήνεια τι επιθυμούμε να κάνει η Τουρκία σχετικά με το Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο; Η αποτροπή είναι επιτυχημένη όταν οι αντίπαλοι, υπολογίζουν πάντα κινδύνους και αντίποινα, απώλεια ευκαιριών και περιορισμούς. Όταν μια αποτρεπτική απειλή είναι ασαφής, οι αντίπαλοι αφήνονται στις δικές τους στρατηγικές και προκαταλήψεις για να καθορίσουν το εύρος, την πρόθεση και την αξιοπιστία της. Σε αυτήν την περίπτωση, τα ελληνικά μηνύματα και οι ενέργειες δεν αφήνουν στη Τουρκία σαφή κατανόηση του πότε η Ελλάδα θα χρησιμοποιήσει βία για να αντιμετωπίσει τις απειλές.

Η διεξαγωγή πολέμου απαιτεί διαφορετικές δεξιότητες και ικανότητες από την πολιτική ηγεσία, που θα υποβοηθηθεί από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Τρεις βασικές στρατηγικές δεξιότητες είναι ιδιαίτερα σημαντικές: 

  1. Προσδιορισμός συνεκτικών στόχων ή σκοπών για οποιαδήποτε χρήση βίας, και στη συνέχεια ευθυγράμμιση στρατιωτικών και πολιτικών πόρων που θα αυξάνουν την πιθανότητα επίτευξης αυτών των στόχων.
  2. Δημιουργία της οργανωτικής ικανότητας για τη μετατροπή αρχικών αποφάσεων σχετικά με στρατηγικές, πολιτικές και επιχειρησιακή δράση, προσαρμογή αυτών καθώς εξελίσσονται οι επιχειρήσεις για την επίτευξη στόχων και την επιτυχή κατάληξη της χρήσης βίας.
  3. Οικοδόμηση και διατήρηση της νομιμότητας χρήσης βίας, τήρηση του διεθνούς δικαίου κατά την εκτέλεση, διασφάλιση της σωστής ολοκλήρωσης της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας και διατήρηση της δημόσιας υποστήριξης σε όλη την έκταση των επιχειρήσεων.

Είναι αντιληπτό πώς η επάρκεια σε αυτές τις στρατηγικές δεξιότητες αυξάνει ή μειώνει την πιθανότητα επιτυχίας στο θέατρο επιχειρήσεων. Οποιαδήποτε μελέτη για το μέλλον του πολέμου που επικεντρώνεται απλώς στον πόλεμο θα είναι αναγκαστικά μυωπική και ανεπαρκής. Μια επαρκής μελέτη πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει τον πόλεμο. Επομένως, θέτει το ακόλουθο ερώτημα: τι πρέπει να μάθουν οι ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες του Ελληνισμού και οι θεσμοί που διεξάγουν πόλεμο εν αναμονή ενός μέλλοντος που ήδη εκτυλίσσεται; 

Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση ξεκινά με την εξήγηση ότι η έννοια του πολέμου έχει υποστεί μια αλλαγή από μια δυαδική σε μια ενιαία κατανόηση του πολέμου. Το παλιό, δυαδικό παράδειγμα που χώριζε τον «πόλεμο» και τις «επιχειρήσεις στη γκρίζα ζώνη του πολέμου στην ειρήνη» δεν έχει νόημα πλέον. Οι ηγεσίες του Ελληνισμού πρέπει να κατανοήσουν τον πόλεμο σε όλες του τις μορφές ως ένα ενιαίο φαινόμενο. Αυτή η εννοιολογική αλλαγή χρειάζεται να λάβει χώρα μέσα σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο. Το περιβάλλον στο οποίο λαμβάνουν χώρα όλες οι χρήσεις βίας και οι μορφές πολέμου αλλάζει γρήγορα και γίνεται όλο και πιο περίπλοκο κάθε μέρα, και αυτός ο ρυθμός αλλαγής και πολυπλοκότητας υπόσχεται μόνο επιτάχυνση στο μέλλον.

Οι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες του Ελληνισμού αντιμετωπίζουν έναν ολοένα αυξανόμενο όγκο και ταχύτητα προκλήσεων. Κοινωνικοπολιτικών, οικονομικών, διπλωματικών, οικονομικών, κυβερνοεπιθέσεων και εθνικών προκλήσεων, που προκύπτουν από την αναδυόμενη εποχή της πληροφορίας, την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση και την τουρκική αδιαλλαξία. Μία από τις επιπτώσεις αυτών των προκλήσεων είναι η όξυνση της ανισότητας εντός των εθνών και μεταξύ αυτών, μια ανισότητα που προκαλεί φόβο, άγχος και διχασμό που, με τη σειρά της, αυξάνει την πιθανότητα διαμάχης, σύγκρουσης και χρήσης βίας. Η αυξημένη πιθανότητα χρήσης βίας με τη μία ή την άλλη μορφή προέρχεται επίσης από το σημαντικό έλλειμα Εθνικής Στρατηγικής.

Να γίνει κατανοητό, ότι η στρατηγική αναπτύσσεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του χρόνου, του τόπου εφαρμογής της, αλλά και των προσωπικοτήτων που εμπλέκονται στο σχεδιασμό ασφαλείας. Για να αντιμετωπίσουμε την πολυπλοκότητα για τη χάραξη της στρατηγικής, χρειάζεται επαναλαμβανόμενη προσπάθεια για να επιτευχθεί η συνοχή, η συνέχεια, και η συναίνεση που πιστεύω ότι επιδιώκουν όλοι οι φορείς χάραξης πολιτικής στο σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την εκτέλεση της πολιτικής εθνικής ασφάλειας.

Οφείλουμε να αποκτήσουμε, πέραν του συμβούλου εθνικής ασφαλείας  και το ομώνυμο συμβούλιο με έναν προσανατολισμό ξεκάθαρων εθνικών συμφερόντων για να εξελιχθούμε σε καταλυτική ειρηνική δύναμη της Μεσογείου και του Βαλκανικού χώρου. Ο βασικός προσανατολισμός, είναι η πολιτική εθνικής ασφαλείας να παράσχει ένα αποτρεπτικό δόγμα με σύγχρονες αμυντικές υποδομές με σωστή τεχνογνωσία για τα θέματα αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής.

 

 

*Ο Υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024