24/04/2024

Οι κινήσεις της Αγκυρας εξαντλούν την υπομονή του Κρεμλίνου

Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στο προσκήνιο των πρόσφατων συζητήσεων στα μέσα ενημέρωσης. Συνεργατικός ανταγωνισμός, «frenemies», διαχειρίσιμη αντιπαλότητα, «συν-ανταγωνισμός» και άλλοι πιασάρικοι όροι χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις διμερείς σχέσεις μεταξύ της Μόσχας και της Άγκυρας. Όμως, η πραγματικότητα είναι πως οι δύο χώρες έχουν και αλληλοεπικαλυπτόμενα αλλά και αντικρουόμενα συμφέροντα σε πολλά σημεία του κόσμου. Από αυτά, το πιο κρίσιμης σημασίας για τη Ρωσία είναι ο μετασοβιετικός χώρος, και ιδιαίτερα ο Καύκασος, όπως γράφουν σε άρθρο τους στο Συμβούλιο Ρωσικών Σχέσεων (RIAC) οι Pietro Shakarian και Benyamin Poghosyan.

Η διαχείριση του ανταγωνισμού στην «πίσω αυλή» της Μόσχας

Από τότε που διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση το 1991, η Ρωσική Ομοσπονδία θεωρεί ολόκληρο τον μετασοβιετικό χώρο ως ζώνη κρίσιμης σημασίας για την εθνική της ασφάλεια. Έτσι, η Μόσχα επιδιώκει να περιορίσει την επιρροή άλλων περιφερειακών και παγκόσμιων παραγόντων -ιδιαίτερα αυτήν των ΗΠΑ και της στρατιωτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ.

Το Κρεμλίνο βλέπει με ανησυχία την προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ, εκλαμβάνοντάς την ως παραβίαση της εμπιστοσύνης στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της «ανακωχής» Gorbachev-Reagan στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στο πλαίσιο αυτό, η Μόσχα βλέπει με μεγάλη καχυποψία τις δραστηριότητες οποιουδήποτε κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ που βρίσκεται στη γειτονιά της. Και από αυτή την άποψη, η Τουρκία δεν αποτελεί εξαίρεση.

Η Άγκυρα έκανε την πρώτη της επέλαση στον Καύκασο μετά το 1991, με ιδιαίτερη προσοχή στην ανάπτυξη των σχέσεων με το Αζερμπαϊτζάν. Οι εθνοτικοί και γλωσσικοί δεσμοί με το Μπακού λειτούργησαν ως ιδανική βάση για την πολιτική αυτή. Με την ενεργό στήριξη των «γερακιών» της Ουάσιγκτον, κατασκευάστηκε ένα δίκτυο αγωγών αερίου και πετρελαίου προκειμένου να φτάσουν στη Δύση ενεργειακοί πόροι του Αζερμπαϊτζάν, μέσω της Τουρκίας και της Γεωργίας, ως επίδοξου μέλους του ΝΑΤΟ.

Ο στόχος, λένε οι αναλυτές, ήταν ουσιαστικά να υπονομευτεί η φυσική θέση της Ρωσίας ως κυρίαρχου παρόχου ενέργειας της Ευρώπης και, κατ’ επέκταση, να αποδυναμωθεί η θέση της Ρωσίας σε άλλα μετασοβιετικά κράτη, πρωτίστως στην Ουκρανία και τη Λευκορωσία. Από την άποψη των «γερακιών» της Ουάσιγκτον, που ήθελαν να «περιορίσουν τη Ρωσία», αυτός ο ενεργειακός διάδρομος Ανατολής-Δύσης θα επεκτεινόταν ιδανικά περαιτέρω προς τα ανατολικά. Δηλαδή θα επεκτεινόταν δια μέσου της Κασπίας στην ενεργειακά πλούσια μετασοβιετική Κεντρική Ασία και ιδιαίτερα στο Τουρκμενιστάν, που έχει τα πέμπτα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο. Ο απώτατος στόχος θα ήταν το ΝΑΤΟ να περικυκλώσει τη Ρωσία στα σύνορά της.

Αυτό το όραμα έρχεται σε άμεση αντίθεση με την άποψη που επικρατεί στη Μόσχα, που εκλαμβάνει τον Καύκασο ως ζωτικής σημασίας κομμάτι του ευρασιατικού υπογαστρίου της. Ιδιαίτερης σημασίας για το Κρεμλίνο είναι η ευμετάβλητη περιοχή του Βόρειου Καυκάσου. Έτσι, επιδιώκει να αναπτύξει ισχυρές, και ιδανικά συμμαχικές, σχέσεις με τους τρεις γείτονες στα νότια -τις μετασοβιετικές δημοκρατίες της Γεωργίας, του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας.

Από αυτές, η πιο κρίσιμης σημασίας για τη Μόσχα είναι η Γεωργία. Ωστόσο, δεδομένων των τεταμένων σχέσεων του Κρεμλίνου με την Τιφλίδα λόγω των ευρωατλαντικών της φιλοδοξών και των συγκρούσεων για την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία, είναι απίθανο να υπάρξει πλήρης αποκατάσταση των σχέσεων στο κοντινό μέλλον. Η Μόσχα μπόρεσε να διατηρήσει καλύτερες σχέσεις με το Μπακού. Ωστόσο, και εδώ, οι σχέσεις με το «Κουβέιτ της Κασπίας» δεν ήταν πάντα αξιόπιστες. Οι στενές σχέσεις του με την Τουρκία, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ο ηγετικός του ρόλος στα ενεργειακά projects που στηρίζονται από τη Δύση και το αντιρωσικό ρεύμα στις εθνικιστικές συζητήσεις του Αζερμπαϊτζάν, έχουν αποτρέψει την εξέλιξη των σχέσεων σε βέλτιστο επίπεδο.

Αντιθέτως, η Μόσχα διατηρεί την ισχυρότερη σχέση στην περιοχή με την Αρμενία, που εξαρτάται από τη ρωσική ασφάλεια ως «ασπίδα» έναντι της Τουρκίας. Από τη δεκαετία του 1990, η Ερεβάν έχει αναπτύξει μια στρατηγική συμμαχία με τη Μόσχα, φιλοξενώντας ρωσική στρατιωτική βάση στη βόρεια πόλη Γκιουμρί και έχοντας ενταχθεί στη CSTO και την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση. 

Δεδομένων των βαθιά ριζωμένων εντάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν, η Τεχεράνη στηρίζει τη ρωσική πολιτική στην περιοχή, περιλαμβανομένης της συμμαχίας της με την Αρμενία. Η στήριξη προς τη θέση αυτή ενισχύει την ασφάλεια του Ιράν έναντι των πιθανών προσπαθειών από την πλευρά των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν τον Καύκασο ως «εξέδρα εκτόξευσης» ενάντια σε ιρανικά εδάφη.

Συνεπώς, η γεωπολιτική της περιοχής έχει εξελιχθεί σε μια σιωπηλή αντιπαράθεση δύο αντιμαχόμενων μπλοκ: του στηριζόμενου από τις ΗΠΑ Ανατολικού-Δυτικού μπλοκ Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν-Γεωργίας, έναντι του στηριζόμενου από τη Μόσχα Βόρειου-Νότιου μπλοκ Ρωσίας-Αρμενίας-Ιράν. Αυτή η ισορροπία έχει επίσης παίξει αποφασιστικό ρόλο στον διακανονισμό περιφερειακών συγκρούσεων. Μετά τον πόλεμο του 2008 στη Γεωργία, η Μόσχα αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας.

Εν τω μεταξύ, η κοινή λογική έλεγε στο Κρεμλίνο πως θα έπρεπε να αποτρέψει οποιαδήποτε δραστική αλλαγή του status quo στο Ναγκόρνο Καραμπάχ υπέρ του Αζερμπαϊτζάν, προκειμένου να αποτρέψει την αύξηση της τουρκικής επιρροής. Επιπλέον, αν και ο πρόεδρος της Γεωργίας Mikheil Saakashvili επιδίωξε να παγιώσει τη Γεωργία ως μέρος του Ανατολικού-Δυτικού μπλοκ, η κυβέρνηση του Γεωργιανού Ονείρου έχει προσπαθήσει να βελτιώσει τις σχέσεις με τη Μόσχα, μια διαδικασία που έδειξε και επιτυχίες αλλά και όρια.

Στα τέλη του 2015 και στις αρχές του 2016, ο τότε υπουργός Ενέργειας της Γεωργίας (και νυν δήμαρχος της Τιφλίδας) Kakha Kaladze διερεύνησε ακόμα και την πιθανότητα συμμετοχής στο μπλοκ Βορρά-Νότου με τη δημιουργία ισχυρότερων ενεργειακών δεσμών με τη Μόσχα και την Τεχεράνη. Τον Απρίλιο του 2016, η Ρωσία, η Γεωργία, η Αρμενία και το Ιράν υπέγραψαν συμφωνία στην Ερεβάν να δημιουργήσουν έναν ενεργειακό διάδρομο μέχρι το 2016, που θα αύξανε σημαντικά τις προμήθειες ρεύματος μεταξύ των χωρών αυτών. Όμως, οι εσωτερικές πιέσεις στη Γεωργία, ιδιαίτερα από το κόμμα του Saakashvili, έχουν αποτρέψει μια σημαντική στροφή προς μια πιο ανεξάρτητη και με πολλούς άξονες πολιτική στην Τιφλίδα.

«Λουκουμάκια» ή εφιάλτης;

Η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα έφερε νέες προκλήσεις για τη Μόσχα στην περιοχή. Οι βασικοί παράγοντες της αλλαγής ήταν η σημαντική επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας-Δύσης εν μέσω της ουκρανικής κρίσης το 2014 και η πολιτική του Τούρκου προέδρου Recep Tayyip Erdogan να μετατρέψει την Τουρκία σε ανεξάρτητο περιφερειακό παίκτη.

Αν και η Άγκυρα προσπάθησε να διεκδικήσει μια ξεχωριστή θέση από τις ΗΠΑ, ωστόσο παρέμεινε στην ίδια πλευρά της αμερικανικής πολιτικής στον Εμφύλιο Πόλεμο της Συρίας, αν και με διαφορετικούς στόχους από αυτούς της Ουάσινγκτον. Ο τουρκορωσικός ανταγωνισμός στη Συρία ήταν ιδιαίτερα έντονος, με αποκορύφωμα την κατάρριψη από την Τουρκία του ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους Sukhoi Su-24 στον εναέριο χώρο της Συρίας στις 24 Νοεμβρίου του 2015.

Το περιστατικό της κατάρριψης του Sukhoi σηματοδότησε το χαμηλότερο σημείο των ρωσοτουρκικών σχέσεων από το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Έδειξε πόσο εύκολα μια περίπλοκη σύγκρουση όπως ο πόλεμος της Συρίας μπορεί να εξελιχθεί σε έναν «πυρηνικό πόλεμο από ατύχημα».

Για αρκετούς μήνες μετά, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις συνέχισαν να είναι συγκρουσιακές. Τα ανοίγματα της Ρωσίας προς τους Κούρδους της Τουρκίας και της Συρίας «απαντήθηκαν» με τουρκικά ανοίγματα προς τους Τατάρους της Κριμαίας και στήριξη του Αζερμπαϊτζάν στον τετραήμερο πόλεμο για το Ναγκόρνο Καραμπάχ.

Ωστόσο, η Μόσχα και η Άγκυρα κατάφεραν να ξεπεράσουν την εχθρότητα και να επιχειρήσουν την επαναπροσέγγιση, μια διαδικασία που εντάθηκε μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2016. Η εκκίνηση της διαδικασίας της Αστάνα για τη Συρία, η αγορά των συστημάτων S-400, ο αγωγός αερίου Turkish Stream και η μονάδα πυρηνικής ενέργειας στο Akkuyu ήταν τα βασικά παραδείγματα μιας «αναδυόμενης κατανόησης» μεταξύ της Μόσχας και της Άγκυρας.

Ωστόσο, σε πολλές, αν όχι τις περισσότερες περιοχές, τα συμφέροντα των δύο χωρών συνέχισαν να είναι αντικρουόμενα και συγκρουόμενα, κυρίως σε ό,τι αφορά την τύχη της Idlib και της βορειοανατολικής Συρίας και την κατάσταση στη Λιβύη. Αυτός ο περίπλοκος λαβύρινθος συγκλινόντων και αντικρουόμενων συμφερόντων διέπονταν από άγραφους κανόνες μεταξύ των δύο πλευρών, προκειμένου να αποφευχθεί μια ακόμα εμπλοκή της κλίμακας του περιστατικού της κατάρρευσης του Sukhoi. Ένας από αυτούς τους κανόνες ήταν η άνευ όρων αποδοχή από την Άγκυρα της κυρίαρχης θέσης της Μόσχας στον μετασοβιετικό χώρο.

Όμως, η δυσφορία του Erdogan για τη Μόσχα στα θέατρα της Συρίας και της Λιβύης τον οδήγησε να κάνει το αδιανόητο: να παραβιάσει τον κανόνα αυτόν στη σύγκρουση μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και των Αρμένιων του Καραμπάχ για το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Η απροκάλυπτη παρέμβασή του στον μετασοβιετικό χώρο εν μέσω της πανδημίας Covid έφερε σημαντικά πολιτικά κέρδη.

Ο «γρήγορος πόλεμος» του Erdogan στον Καύκασο ενίσχυσε τη θέση του στο εσωτερικό, ενώ αποδυνάμωσε σε κρίσιμο σημείο τον βασικό στρατηγικό σύμμαχο της Ρωσίας στην περιοχή (την Αρμενία) και συνεπώς τη θέση της Μόσχας στην περιοχή γενικότερα. Γενικά, ένας συνδυασμός νατοϊκών στρατιωτικών τακτικών, τουρκικών drones Bayraktar και η ανικανότητα της Αρμενίας αποδείχθηκαν θανάσιμα αποφασιστικοί παράγοντες στο Καραμπάχ.

Εντούτοις, η Ρωσία κατάφερε να αποτρέψει την πλήρη κατάληψη του Ναγκόρνο Καραμπάχ από το Αζερμπαϊτζάν μέσω της τριμερούς δήλωσης της 10ης Νοεμβρίου του 2020, στο πλαίσιο της οποίας αναπτύχθηκαν ειρηνευτικές δυνάμεις σε ό,τι είχε απομείνει από το αρμενικό Καραμπάχ. Όμως αυτό το αποτέλεσμα είναι ασταθές.

Οι ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν πολλαπλές προκλήσεις, περιλαμβανομένου του συνεχούς έργου της εκτόνωσης επαναλαμβανόμενων συγκρούσεων μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων. Ο αριθμός των Αρμενίων προσφύγων του Καραμπάχ που επέστρεψαν στα σπίτια τους είναι περιορισμένος. Επιπλέον, με την εκχώρηση των ζωτικής σημασίας περιοχών Καλμπατζάρ και Λατσίν στο Αζερμπαϊτζάν, υπάρχει μόνον ένας στενός δρόμος (ο διάδρομος Λατσίν) που συνδέει τις ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις με τις ρωσικές δυνάμεις στην Αρμενία, βάζοντάς τους έτσι στο ίδιο δίλημμα ασφάλειας που αντιμετώπισαν οι Αρμένιοι του Καραμπάχ τη δεκαετία του 1990.

Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος έχει ενθαρρύνει την Άγκυρα. Στη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας, ο Erdogan έβαλε στην άκρη τις συγκρούσεις του με την Ουάσιγκτον για να βοηθήσει την Ουκρανία στη νατοϊκή προσπάθεια να αυξηθούν οι πιέσεις κατά της Ρωσίας στην Ντονμπάς. Στην άλλη πλευρά της Μαύρης Θάλασσας, ενώ η Γεωργία είναι απασχολημένη με τα τελευταία τερτίπια του Saakashvili, το στηριζόμενο από την Άγκυρα Αζερμπαϊτζάν συνεχίζει τις προκλήσεις κατά της Αρμενίας και του Καραμπάχ, εκμεταλλευόμενο έναν πολιτικά αποδυναμωμένο πρωθυπουργό.

Απαιτώντας από την Ερεβάν μη ελεγχόμενη πρόσβαση στην Τουρκία μέσω της νότιας επαρχίας Syunik (τον λεγόμενο «διάδρομο Ζανγκεζούρ»), το Μπακού έχει εφαρμόσει μια στρατηγική στρατιωτικού εξαναγκασμού και εκβιασμού, διεισδύοντας λίγο λίγο σε αρμενικά εδάφη. Αν και ορισμένοι Ρώσοι σχολιαστές έχουν ρίξει την ιδέα για έναν «διάδρομο Ζανγκεζούρ» που θα φυλάσσεται από Ρώσους στρατιώτες, αντικαθιστώντας τους διακανονισμούς του διαδρόμου Λατσίν, μια τέτοια προσέγγιση απλώς θα εξυπηρετούσε ως εφαλτήριο για επέκταση της τουρκικής επιρροής στον μετασοβιετικό χώρο.

Εν τω μεταξύ, το Μπακού, και πάλι με τη στήριξη της Τουρκίας, εργάζεται για να ενισχύσει τις σχέσεις με το Τουρκμενιστάν και να επεκτείνει τον ενεργειακό διάδρομο Ανατολής-Δύσης στην Κεντρική Ασία. Πράγματι, παρά την όλο και πιο αδύναμη οικονομία της, η Άγκυρα φαίνεται να παίζει ηγετικό ρόλο στις προσπάθειες του ΝΑΤΟ να περικυκλώσει τη Ρωσία.

Αν και η θέση της Μόσχας στην περιοχή παραμένει σταθερή, η ελίτ του Κρεμλίνου γίνεται όλο και πιο επιφυλακτική ως προς τις προσπάθειες της Άγκυρας να προβάλει την επιρροή της στα ρωσικά σύνορα. Ο εκπρόσωπος της ρωσικής προεδρίας Dmitry Peskov απέρριψε αστειευόμενος τον χάρτη του παντουρκικού κόσμου που παρουσίασε ο Erdogan σε εθνικιστή πολιτικό του σύμμαχο. Όμως, κάτω από αυτή την επίδειξη ψύχραιμης αυτοπεποίθησης, πολλοί στο Κρεμλίνο αρχίζουν να αγανακτούν όλο και περισσότερο με τη συμπεριφορά της Άγκυρας.

Πράγματι, οι απειλές είναι σημαντικές. Μεταξύ των ενεργειών της Άγκυρας και της αυξανόμενης νατοϊκής παρουσίας στην Ουκρανία, η Μόσχα αντιμετωπίζει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ασφάλειας από το 1991.

Το πώς θα την αντιμετωπίσουν ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin και η κυβέρνησή του μένει να φανεί. Το μόνο σίγουρο είναι πως η υπομονή του Κρεμλίνου δεν είναι άπειρη.

Πηγή: Euro2day.gr 

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024