29/03/2024

Γερμανοτουρκικές σχέσεις κατά τον Μεσοπόλεμο και τον Β΄ΠΠ

German-Turkish Treaty of Friendship and Non-Aggression ( 18 June 1941) From Wikimedia Commons

Γράφει ο Νικόλαος – Γεώργιος Ιωαννίδης*

 

 

Εισαγωγή

  Βρισκόμαστε στα τέλη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και στο μεταίχμιο δύο εποχών για την Τουρκία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία φυλλοροεί και πολλά από τα εδάφη της είναι λεία για τις δυνάμεις της Αντάντ, είτε για τα εθνικά κινήματα που δημιουργούνται στην περιοχή των Βαλκανίων αλλά ακόμα και στο εσωτερικό της Τουρκίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαμελίσεως της εδαφικής ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι η συνθήκη των Σεβρών υπογραφείσα 28 Ιουλίου με 10 Αυγούστου 1920 κατά την οποία η Οθ. Αυτοκρατορία ήταν υποχρεωμένη να παραδώσει την κυριαρχία της επί των περιοχών του Ιράκ, της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στην Μεγάλη Βρεττανία, του Λιβάνου και της Συρίας στην Γαλλία, την ανατολική Θράκη και των νήσων της Ίμβρου και Τενέδου στην Ελλάδα, ενώ τα στενά των Δαρδανελίων και θάλασσα του Μαρμαρά αποστρατιοτικοποίθηκαν και τέθηκαν υπό τον διεθνή έλεγχο της Κοινωνίας των Εθνών και η περιοχή της Σμύρνης παρότι παρέμενε υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου θα διοικούνταν από έλληνα ύπατο αρμοστή.[1] Ταυτοχρόνως στο εσωτερικό της χώρας κυριαρχούσε ένα κλίμα αβεβαιότητος το οποίο έπαψε να υφίσταται με τον λεγόμενο αγώνα της ανεξαρτησίας, ο οποίος υπό της ηγεσίας Μουσταφά Κεμάλ μετέβαλλε όλες της δομές του Οθωμανικού κράτους από το πολίτευμα (κατάργηση της  Χαλιφείας το 1924) μέχρι και την γλώσσα (γλωσσική μεταρρύθμιση) δημιουργώντας έτσι το σύγχρονο Τουρκικό κράτος. Αυτό ωστόσο δεν καθιστούσε την Τουρκία σε καμία περίπτωση ως έναν ισχυρό δρών στα διεθνή δρώμενα διότι ας μην λησμονούμε ότι μιλούμε για ένα προσφάτως συγκροτούμενο κράτος του οποίου κύριο μέλημα όπως θα δούμε καθ’ όλη την διάρκεια του Μεσοπολέμου αλλά και του Β παγκόσμιου είναι η επιβίωση και η ουδετερότητα, και όχι η προβολή ισχύος.

    Από την άλλη πλευρά παρατηρούμε μία σχετικώς παρόμοια κατάσταση στην περίπτωση της Γερμανίας. Η Γερμανία την εν λόγω περίοδο βρισκόταν και αυτή στην πλευρά των ηττημένων με τα εδάφη της να αποτελούν βορά στις νικητήριες χώρες. Πιο συγκεκριμένα η συνθήκη που τερματίζει τον Ά παγκόσμιο πόλεμο επιτάσσει στην Γερμανία περιορισμό της εδαφικής της κυριαρχίας με τις περιοχές της Αλσατίας και της Λωρραίνης να περνούν στην κυριαρχία της Γαλλίας και την περιοχή του Σαάρλαντ να μετατρέπεται σε γαλλικό προτεκτοράτο, την περιοχή του Memelland να περνά στην κυριαρχία της Λιθουανίας, το βόρειο Σλέσβιγκ να περνά στην κυριαρχία της Δανίας, η περιοχή του Malmedy να περνά στην κυριαρχία του Βελγίου, η περιοχή του Πόζναν μαζί με μέρη της δυτικής Πρωσίας και της άνω Σιλεσίας να περνούν στην κυριαρχία της Πολωνίας, και η περιοχή του Cieszyn να περνά στην κυριαρχία της Τσεχοσλοβακίας. Επίσης η ίδια συνθήκη επέβαλλε στο Γερμανικό κράτος οικονομικούς και στρατιωτικούς περιορισμούς, όπως η εξόφληση εξωφρενικών πολεμικών αποζημιώσεων, και στρατιωτικού τύπου εμπόδια όπως η αποστρατικοποίηση της Ρηνανίας και άλλα μέτρα τα οποία θα απέτρεπαν στην Γερμανία να αναπτύξει μεγάλο στράτευμα. Τέλος οι γερμανικές αποικίες στην νότιο και Κεντρική Αφρική αλλά και την Ασία περνούσαν στην κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, και της Ιαπωνίας αντιστοίχως.[2]

    Όπως φαίνεται, και οι δύο χώρες μετά το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου διέρχονται μίας δύσκολης περιόδου εξαιτίας της ήττας που υπέστησαν και εξαιτίας των αποπνικτικών συνθηκών που τους επιβλήθηκαν συμμαχικές δυνάμεις. Οι περιπτώσεις αυτές όμως όπως θα δούμε δεν είναι αποξενωμένες η μία από την άλλη διότι η Γερμανία και η Τουρκία θα αναπτύξουν σημαντικότατες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις  μέσα σε ένα άστατο και συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα όπως ήταν αυτό του μεσοπολέμου με σημαντικά γεγονότα όπως την διεθνή οικονομική κρίση του 1929 και την άνοδο πολλαπλών φονταμενταλιστικών κυβερνήσεων σε όλη την Ευρώπη.

Περίοδος 1925-1939

  Την περίοδο μεταξύ  του 1925-1939 η Τουρκία προσπάθησε να παγιώσει την ανεξαρτησία αποβάλλοντας την παρέμβαση τρίτων χωρών από τις εσωτερικές της υποθέσεις, ενώ ταυτοχρόνως προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις χώρες αυτές. Το 1925 επί παραδείγματι υπογράφεται η συνθήκη ουδετερότητας μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Τουρκίας, η οποία ρητώς προέβλεπε την διατήρηση της ουδετερότητας μεταξύ των δύο υπογραφέντων αλλά και την απαγόρευση συμμετοχής σε οιαδήποτε άλλη συμμαχική συνθήκη ή συμφωνία συμπεριλαμβάνουσα τρίτο κράτος, η οποία δύναται να απειλήσει είτε την ναυτική είτε την στρατιωτική ασφάλεια ενός εκ των δύο συμβαλλόμενων μερών[3]. Η συμφωνία αυτή ωστόσο παρότι αποτελεί μία ρηξικέλευθη κίνηση μεταξύ δύο γεωπολιτικώς ασπόνδων εχθρών, ήταν αποκλειστικά και μόνον ευκαιριακή καθότι από τουρκικής πλευράς με βάσει τα λεγόμενα του Πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ισμέτ Ινονού, η εν λόγω συμφωνία παρείχε ηθική υποστήριξη στην τουρκική πλευρά μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα της Μοσούλης, ενώ από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης η συμφωνία είχε χαρακτήρα κατευναστικό προς την Τουρκία. Να μη ξεχνάμε ότι και η ΕΣΣΔ την περίοδο εκείνη ήταν ευάλωτη ειδικά από άποψης ναυτικού στην Μαύρη Θάλασσα, αλλά και το ότι θεωρούσε μεγαλύτερο γεωπολιτικό κίνδυνο την Δύση παρά την Τουρκία. Παράδειγμα αυτού είναι η συνθήκη του Λοκάρνο (1925), η οποία εμπεριείχε αμοιβαίες εγγυήσεις συνοδευόμενες από συνθήκες διαιτησίας ανάμεσα στην Γερμανία και στην Γαλλία καθώς και στην Γερμανία και το Βέλγιο, κάτι το οποίο ερμηνεύθηκε από την Σοβιετική Ένωση ως εχθρική συμμαχία.[4] Από την πλευρά της Μεσογείου, η Τουρκία υπογράφει συνθήκη ουδετερότητας με την Ιταλία τον Μάιο του 1928, κάνοντας την, την πρώτη συμφωνία που συμμετείχε διμερώς η Τουρκία με μία άλλη ισχυρή δυτική χώρα, ενώ στις 30 Οκτωβρίου του 1930 υπογράφεται το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας.[5] Αντίστοιχα η Τουρκία συμμετείχε σε μία πληθώρα αμυντικών συμφωνιών, όπως ήταν αυτό του Σαανταμπάντ, το Βαλκανικό σύμφωνο και η τριμερής συμφωνία μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Τουρκίας λίγο πριν την αρχή του Β’ παγκοσμίου πολέμου, η οποία θα αναλυθεί περαιτέρω στην επόμενη ενότητα.

  Αυτό συμβαίνει επειδή βασικό μέλημα της Τουρκικής Δημοκρατίας ήταν η επιδίωξη καλών διπλωματικών σχέσεων με την Μεγάλη Βρεττανία, τις οποίες δημιουργεί με τις επιμέρους συνθήκες, αλλά ο βασικός της οικονομικός εταίρος ήταν η Γερμανία, της οποίας η επιρροή δεν φαίνεται τόσο έντονα στα κείμενα της διεθνούς πρακτικής. Για να κατανοήσουμε την τάση αυτή θα πρέπει να αναλύσουμε την εσωτερική πολιτική της Γερμανίας και να δούμε ποιες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές της. Ήδη από την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η γερμανική ελίτ ακλούθησε το σχήμα πού είχε προτείνει ο Friedrich Naumann το οποίο περιληπτικώς αναφέρει ότι, οι γερμανικές κινήσεις στον Νότιο-Ανατολικό χώρο (Südost-Raum) πρέπει να τονίζεται συνεχώς ότι έχουν καθαρά και μόνο οικονομικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση πολιτικό για να μην κινηθεί η καχυποψία των χωρών της περιοχής.[6] Πέραν αυτού του τρόπου σκέψης η γερμανική παρουσία ήταν ευπρόσδεκτη σε όλη την Βαλκανική χερσόνησο, εκτός της Αλβανίας η οποία ήταν οικονομικώς εξαρτώμενη από την Ιταλία. Αυτό συνέβη για πολλούς λόγους, όπως την οικονομική απουσία άλλων Δυτικών μεγάλων κρατών όπως της Γαλλίας και της Αγγλίας στην περιοχή, την προθυμία της γερμανικής κυβέρνησης να αγοράσει τα  εξαγόμενα προϊόντα των κρατών της Νότιο-Ανατολικής Μεσογείου εν αντιθέσει με την Ρώμη, η οποία εξέφραζε έντονες επεκτατικές βλέψεις ή άλλες ηγεμονικές αξιώσεις επί της περιοχής[7] κ.α.

  Το 1929 λοιπόν ξεσπά η μεγάλη οικονομική ύφεση, η οποία πλήττει όλες της χώρες της Ευρώπης η οποίες είχαν υιοθετήσει το φιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα. Η μόνες χώρες που κατάφεραν εν μέρει να μειώσουν τις αρνητικές συνέπειες της κρίσεως ήταν η Αγγλία και η Δανία,[8] χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η οικονομία των χωρών αυτών ευρισκόταν σε άρτια κατάσταση. Η Τουρκία αντιστοίχως ήταν μία από της χώρες που βίωσαν την οικονομική κρίση σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της αμιγώς αγροτικής οικονομίας της χώρας, με την τιμή του σταριού να μειώνεται εντός ολίγων ετών κατά τα 2/3 ενώ οι όροι εμπορίου για τους σιτοπαραγωγούς (σε σχέση με τους παραγωγούς βιομηχανικών ειδών) «έπεσαν» από έναν δείκτη ίσο προς το 100 το 1929 στο 30 το 1933.[9] Από το 1929 και μετά λοιπόν μπορούμε να παρατηρήσουμε μία τεράστια αύξηση μεταξύ των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας. Πιο συγκεκριμένα το 1936 οι τουρκικές εξαγωγές προς την Γερμανία ανέρχονταν στο 51 τοις εκατό των συνολικών εξαγωγών έναντι 19 τοις εκατό το 1933, ενώ οι εισαγωγές από την Γερμανία προς την Τουρκία είχαν αυξηθεί από 25,6 τοις εκατό το 1933 σε 45,1 τοις εκατό των συνολικών εισαγωγών.[10] Πιο συγκεκριμένα στην βελτίωση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας ήταν η εκκίνηση από το 1936 και έπειτα, του Δευτέρου Τετραετούς Προγράμματος ( II. Vierjahresplan),το οποίο ήταν απαραίτητο για την βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη πολεμική οικονομία του Γ’ Ράϊχ.[11] Επίσης στις 10 Αυγούστου του 1933 επεγράφη στο Βερολίνο διμερές σύμφωνο μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας ενώ την ίδια στιγμή υπεγράφη μία συμφωνία τύπου κλήριγκ μεταξύ της τουρκικής κεντρικής τράπεζας και της Ράϊχσμπανκ (Reichsbank), κατά την οποία τα εισαγόμενα εκ Τουρκίας προϊόντα απολαμβάνουν χαμηλότερους τελωνειακούς δασμούς και σε αντάλλαγμα η Γερμανία θα απολάμβανε το δικαίωμα να εξάγει στην Τουρκία 121 προϊόντα αδασμολόγητα. Επιπροσθέτως τον επόμενο χρόνο χορηγήθηκε δάνειο ύψους 20.000.000 τουρκικών λιρών προς την Τουρκία, με το οποίο θα μπορούσε να αναπτύξει τον βιομηχανικό της τομέα, απασχολώντας έτσι το γερμανικό τεχνοκρατικό προσωπικό που μετέβαινε στην Τουρκία την περίοδο εκείνη.[12] Η οικονομική αυτή εξάρτηση ήταν εν μέρει δίκοπο μαχαίρι για την τουρκική κυβέρνηση καθώς από την μία η οικονομία της χώρας ήταν δέσμια της κυβερνήσεως του Γ’ Ράϊχ αλλά από την άλλη μέσω αυτών των εμπορικών συναλλαγών η Τουρκία μπορούσε να αναπτύξει τον βιομηχανικό της τομέα ενώ ταυτοχρόνως η πολεμική μηχανή του Γ’ Ράϊχ εφοδιαζόταν με μεγάλα ποσοστά χρωμίου τα οποία ήταν απαραίτητα για την επιβίωση και την ανάπτυξη της. Όσον αφορά τον πολεμικό εξοπλισμό η Τουρκία αποφάσισε να αναπτύξει σχετικές συμφωνίες και με τους δύο βασικούς της εταίρους, δηλαδή την Μεγάλη Βρεττανία και την Γερμανία. Όσον αφορά την περίπτωση της Μεγάλης Βρεττανίας, οι συναλλαγές είχαν κυρίως ως βασικό χαρακτηριστικό την παράδοση πολεμικού εξοπλισμού στην Τουρκία, όπως για παράδειγμα το 1937 έντεκα στρατιωτικά αεροσκάφη κατέφθασαν στην Τουρκία μαζί με έναν Βρεττανό εκπαιδευτή και μία πίστωση ύψους δέκα εκατομμυρίων στρελίνων, ενώ το 1938 πλην των λοιπών οικονομικών συμφωνιών μία παραγγελία για 26 πολεμικά πλοία δόθηκε στην Μεγάλη Βρεττανία από την κυβέρνηση της Τουρκίας.[13] Από την άλλη πλευρά οι αμυντικές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας δεν είχαν χαρακτήρα εξοπλιστικό αλλά κατά κύριο λόγο τεχνικό. Με αυτό τον τρόπο η Γερμανία ήλπιζε να προσεταιρίσει την Τουρκία στην σφαίρα επιρροής της και παραδείγματα αυτού είναι η επίσκεψη γερμανικής στρατιωτικής αντιπροσωπείας κατόπιν προσκλήσεως της τουρκικής κυβέρνησης, και επίσης η επιθυμία της Τουρκίας να αποστείλει στρατιώτες της να εκπαιδευτούν στην Γερμανία[14]   

 

The German-Turkish Treaty of Friendship of 1941

 

Περίοδος 1939-1945       

  Φθάνουμε λοιπόν στις αρχές του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Η Γερμανία βρίσκεται στο ζενίθ της όσον αφορά την εδαφική της έκταση λόγω της ενσωματώσεως της Αυστρίας και συνοριακών περιοχών της Τσεχοσλοβακίας με την συνθήκη του Μονάχου η οποία λειτουργούσε εντός των πλαισίων της πολιτικής του κατευνασμού. Η Τουρκία την περίοδο εκείνη, όπως και κάθε άλλο κράτος της Ευρώπης, μπορούσε να διακρίνει την επερχόμενη πολεμική σύρραξη και προσπάθησε να προετοιμαστεί καταλλήλως. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 η γαλλική και η αγγλική κυβέρνηση συνάπτουν ένα προσχέδιο μίας αμυντικής συνθήκης, η οποία εν τέλει υπεγράφη τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, με την τουρκική κυβέρνηση, το οποίο αναφέρει ότι από πλευράς της η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να βοηθήσει την Αγγλία και την Γαλλία σε περίπτωση που μία ευρωπαϊκή δύναμη ωθήσει την Μεσόγειο σε πόλεμο είτε αν η Γαλλία και η Αγγλία εμπλέκονται ευθέως είτε αν η σύρραξη αυτή ενεργοποιήσει τις εγγυήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Ελλάδα και την Ρουμανία αντίστοιχα. Από την άλλη πλευρά η Αγγλία και η Γαλλία ήταν υποχρεωμένες να βοηθήσουν την Τουρκία εάν αυτή εμπλεκόταν σε οιαδήποτε πολεμική σύρραξη με κάποιο άλλο ευρωπαϊκό κράτος, η οποία προήλθε ως αποτέλεσμα επιθέσεως του κράτους αυτού, ή σε περίπτωση που επίθεση ευρωπαϊκής δύναμης οδηγήσει την Μεσόγειο σε πόλεμο και η Τουρκία είναι αναγκασμένη να συμμετάσχει. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι το πρωτόκολλο 2 της εν λόγω συνθήκης απαλλάσσει την Τουρκία από τις υποχρεώσεις της σε περίπτωση που η Τουρκία κινδυνεύσει να οδηγηθεί σε ένοπλο σύρραξη με την Σοβιετική Ένωση παρότι η Αγγλία και η Γαλλία ήταν υποχρεωμένες να βοηθήσουν την Τουρκία σε μία τέτοιου είδους σύρραξη.[15][16] Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σύμφωνο αυτό και το Βαλκανικό σύμφωνο του 1934 και τις ιταλικές και γερμανικές επιθέσεις στην Μεσόγειο το 1941 θα φτάσουμε στο ασφαλές αποτέλεσμα ότι η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να συνεισφέρει στην επίθεση στην πλευρά των συμμάχων. Αυτό όμως, όπως θα διαπιστώσουμε δεν έγινε ποτέ και αυτό συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον η εν λόγω συμφωνία για την τουρκική πλευρά αποτελούσε μία διασφάλιση των συνόρων της κυρίως εναντίον της Ιταλίας και της Σοβιετικής Ένωσης, που αποτελούσαν την μεγαλύτερη απειλή για την Τουρκία. Τον Αύγουστο, λοιπόν,  του 1939 υπογράφεται το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, ένα σύμφωνο μη επιθέσεως μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ενώσεως κάτι το οποίο συντάραξε την τουρκική κυβέρνηση διότι σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να αναστατώσει την Σοβιετική Ένωση. Όπως είχε δηλώσει και ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού στον Βρεττανό πρέσβη στην Άγκυρα sir Hughe Knatchbull-Hugessen

«δεν θα ήτο καλόν να προκαλέσωμεν τους Σοβιετικούς τώρα, καθώς ούτοι θα ημπορούσαν, προϊόντος του χρόνου, να έλθουν πλησιέστερον προς την συμμαχικήν πλευράν».[17]

Δεύτερος λόγος είναι το ότι η τουρκική κυβέρνηση γνώριζε πως η συμμετοχή της σε έναν τέτοιο ολοκληρωτικό πόλεμο, θα ήταν καταστροφική για την ίδια ενώ είχε ακόμα να αντιμετωπίσει προβλήματα στο εσωτερικό της.

  Από το 1940 και μετά και η αγγλική κυβέρνηση αλλά και η γερμανική κυβέρνηση θα προσπαθήσουν πολλές φορές να προσελκύσουν την Τουρκία προς το στρατόπεδο τους χωρίς φυσικά κάποιο αποτέλεσμα. Από βρεττανικής πλευράς έγιναν τρεις προσπάθειες προσαρτήσεως της Τουρκίας. Η πρώτη ήταν αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία τον Ιούνιο του 1940, όπου προσπάθησε να την αναγκάσει να συμμετάσχει με το επιχείρημα της τηρήσεως της τριμερούς συμφωνίας, η δεύτερη έγινε στα τέλη του 1940 όπου η βρεττανικές διπλωματικές αρχές προσεπάθησαν να δελεάσουν την Τουρκία με την πρόταση ότι αν η Τουρκία εισέρθει στον πόλεμο στην πλευρά της Αγγλίας θα της δοθούν τα Δωδεκάνησα και η τελευταία έγινε στις αρχές του 1941 με την ίδια προοπτική.[18][19] Η γερμανική προσέγγιση ήταν πολύ πιο ήπια από αυτή των βρεττανών, όπως ακριβώς και την προηγούμενη δεκαετία. Η γερμανική πλευρά ήθελε να προσελκύσει την Τουρκία με το μέρος της δίχως όμως να της υποσχεθεί κάποιο σίγουρο αντάλλαγμα. Αυτό φαίνεται από τις επιστολές μεταξύ του γερμανού πρέσβεως στην Άγκυρα Φραντς Φον Πάπεν και του Ιωακείμ Φον Ρίμπεντροπ. Πιο συγκεκριμένα σε επιστολή του Ρίμπεντροπ προς τον Πάπεν στις 16 Μαΐου του 1941 αναφέρεται

«Πριν υλοποιήσουμε την ιδέα μιας συνθήκης με την Τουρκία, η οποία θα αποδεσμεύσει την χώρα από τον ήδη υπάρχον δεσμό της με την Βρεττανία και θα την οδηγήσει αργά ή γρήγορα στην πλευρά μας πρέπει να αναλυθεί η ερώτηση αν με αυτό τον τρόπο διακινδυνεύουμε ένα πολιτικό πραξικόπημα στην Τουρκία, παρόμοιο με αυτό που προσφάτως είδαμε στην Γιουγκοσλαβία όταν η χώρα προσχώρησε στην τριμερή συνθήκη. Δεν γινόμαστε ευάλωτοι σε ξαφνικές εκπλήξεις όπως την απομάκρυνση του προέδρου και των υπουργών σε ένα πραξικόπημα, ή κάτι παρόμοιο; Αιτούμαι να μου εκφράσετε επί μακρόν την έποψη σας επί του θέματος τηλεγραφικώς, διατυπώνοντας την οπτική σας όσον αφορά την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία, όσον και την σταθερότητα της τωρινής κυβερνήσεως, επίσης και στην περίπτωση αναπροσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής την οποία μοχθούμε[20]

Επίσης άλλο ένα αντίστοιχο τηλεγράφημα τον ίδιο μήνα επιβεβαιώνει περεταίρω την γερμανική προσέγγιση. Το τηλεγράφημα προέρχεται και πάλι από τον υπουργό εξωτερικών του Γ’ Ράϊχ προς τον γερμανό πρέσβη στην Άγκυρα και αναφέρει:

 «Μελέτησα μετά προσοχής και ενδιαφέροντος τν αναφορά σας για την πρώτη συζήτηση με τον Σαράτσογλου σχετικά με την συζητηθείσα συνθήκη. Αναφορικά με το σημείο 2 του τηλεγραφήματος, θα έκανα την παρατήρηση ότι η υπόσχεση ‘της ικανοποιήσεως των ευχών της Τουρκίας (interessenwahrung türkisher wünshe) στις Νότιες και Ανατολικές γειτονικές ζώνες’ απαιτεί πολύ προσεκτικό χειρισμό. Αιτούμαι από εσάς να περιοριστείτε σε ιδιωματισμούς οι οποίοι να μην εκδηλώνουν σταθερότητα. Οτιδήποτε ειπώθηκε αναφορικά με αυτό το πρόχειρο προσχέδιο της συνθήκης το οποίο ετοιμάστηκε εδώ για το οποίο έχετε επίγνωση, ήταν ότι «Η Γερμανία θα υποστηρίξει πολιτικώς και διπλωματικώς τις βλέψεις της Τουρκίας για να εξασφαλίσει τα υπάρχοντα της και για εξασφαλίσει μια αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης βολική με τα ζωτικά της συμφέροντα.» Πρέπει να αποφύγουμε οιοδήποτε συγκεκριμένο γεωγραφικό προσδιορισμό συνυφασμένο με τις βλέψεις της Τουρκίας. Πιο συγκεκριμένα, η τωρινή μας σχέση με την Γαλλία και η συνεργασία μας με αυτή την χώρα στην Συρία δεν μας επιτρέπουν να ενθαρρύνουμε την Τουρκία ως προς τις βλέψεις της σε αυτή την κατεύθυνση. Επίσης όσων αφορά την προοπτική κατοχής ενός νησιού στο Αιγαίο, όπως επίσης όσων αφορά την κατάσταση των Στενών, ενδείκνυται πολύ έντονη προσοχή στην επιλογή των συνθέσεων που βρίσκονται σε εκκρεμότητα για την συγκεκριμενοποίηση του προσχεδίου της συνθήκης. Αναμένω την αναφορά σας όσων αφορά την πρόοδο των διαπραγματεύσεων».[21]

Αξίζει να σημειωθεί ότι τους μήνες αυτούς εξαιτίας της εντόνου παρουσίας γερμανικών στρατευμάτων στην Βαλκανική χερσόνησο και της πιέσεως που ασκούσε η γερμανική πλευρά, η Τουρκία συμφώνησε να υπογράψει μία συνθήκη εδαφικής ακεραιότητας και φιλίας με την Γερμανία στις 18 Ιουνίου του 1941, ένα μήνα μετά την ανταλλαγή των τηλεγραφημάτων που παρατέθηκαν, με την οποία κατάφερε και πάλι να παραμείνει ουδέτερη, εξάγοντας άλλους 45.000 χιλ. τόνους χρωμίου στην γερμανική πολεμική βιομηχανία. Αυτός ο φυσικός πόρος ήταν τόσο σημαντικός για την γερμανική παραγωγή (ιδιαίτερα για τα τεθωρακισμένα) όπου και η ίδιοι οι Γερμανοί βοήθησαν στην μεταφορά του με 117 ατμομηχανές που μετέφεραν συνολικά 1.250 βαγόνια χρωμίου.[22] Εν τέλει η Τουρκία αποφάσισε να εισέλθει στον πόλεμο κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Γερμανία και την Ιαπωνία στις 23 Φεβρουαρίου 1945, δηλαδή 3 μήνες πριν την λήξη του πολέμου στην Ευρώπη, αφού η έκβαση του πολέμου ήταν πια πασίδηλη. Με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία κατάφερε να εξασφαλίσει την αποδοχή της από τα ιδρυτικά μέλη των Ηνωμένων Εθνών.[23]

Επίλογος

  Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε, οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου ήταν σε πολύ καλό επίπεδο, ωστόσο βλέποντας με μεγαλύτερη προσοχή μπορούμε να δούμε τους πραγματικούς λόγους των σχέσεων αυτών. Η Τουρκία από την μία πλευρά επιδίωκε καλές οικονομικές σχέσεις με την Γερμανία χωρίς όμως να διαταράσσει τις καλές διπλωματικές τις σχέσεις με την Αγγλία και ας μην λησμονούμε ότι η Τουρκία την περίοδο εκείνη δεχόταν βοήθεια από οπουδήποτε μπορούσε να την δεχτεί, επί παραδείγματι δέχθηκε την βοήθεια των πενταετών πλάνων οικονομικής αναπτύξεως της Σοβιετικής Ένωσης,  η οποία αποτελούσε τον μεγαλύτερο γεωπολιτικό της εχθρό. Η Γερμανία από την άλλη προσπάθησε να αυξήσει την επιρροή της στην Νότιο-Ανατολική Μεσόγειο μέσω των οικονομικών συναλλαγών, κάτι το οποίο είχε αποτέλεσμα μέχρι μία περίοδο. Φθάνοντας όμως στο τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου φτάνουμε στο τέλος μίας ολόκληρης εποχής, με σημαντικές αλλαγές στην παγκόσμια διπλωματία, την πολιτική και την οικονομία. Η Γερμανία μετά το τέλος του πολέμου αποτελούσε λεία για τις συμμαχικές δυνάμεις με αποτέλεσμα την διχοτόμηση της με το τοίχος του Βερολίνου. Η Τουρκία από την άλλη παρότι δεν κατάφερε να κερδίσει κάτι από τις διαπραγματεύσεις στο τέλος του πολέμου εξαιτίας της ουδετερότητος της κατάφερε να διατηρήσει την πολιτική της μέχρι τέλους, και εν τέλει παρότι η σχέση της με την Μεγάλη Βρεττανία είχε πληγεί μία νέα δύναμη έρχεται να παγιώσει πλέον την παρουσία της στην Νότιο-Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Η δύναμη αυτή είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.   

 

*Ο  Ιωαννίδης Νικόλαος-Γεώργιος είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών με ειδίκευση στις στρατιωτικές σπουδές, την ιστορία και την πολιτική της Μέσης Ανατολής

 

 

Πηγές

Κείμενα Διεθνούς Πρακτικής

  • Συνθήκη των Σεβρών , 10 Αυγούστου 1920
  • Συνθήκη των Βερσαλλιών, 28 Ιουνίου 1919

Βιβλιογραφία

  • Αθανασοπούλου, Εκάβη, Τουρκία αναζήτηση ασφάλειας αμερικανό-βρετανικά συμφέροντα, εκδόσεις παπαζήση/ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 1999
  • Ηλιοπούλου, Ιωάννου Ηλίου, Διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας 1935-1945 η ημισέληνος μεταξύ βρεττανικού λέοντος, γερμανικής σβάστικας και ρωσσικής άρκτου, εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017
  • Maddison, Angus, The World Economy a Millennial Perspective, Development Centre seminars/Development Centre of the organization of economic co-operation and development, Παρίσι 2001
  • Ministry of foreign affairs of the U.S.S.R. archives division, German foreign office documents German policy in Turkey (1941-1943), Foreign languages publishing house, Μόσχα 1948
  • Zürcher, J. Eric, Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, Μτφς. Κεχριώτης Βαγγέλης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004

Διαδικτυακές πηγές

  • «The Forgotten Treaty That Allowed Nazi Germany To Invade The Soviet UnionThe document that opened up the Eastern front», διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://bit.ly/3u2kjmd

[1] Συνθήκη των Σεβρών, 10 Αυγούστου 1920, Μέρος Γ’ τμήμα Β’, Δ’, Ζ’, ΙΑ’

[2] Συνθήκη των Βερσαλλιών, 28 Ιουνίου 1919, Μέρος Α’ άρθρο 22, Μέρος Β’, Μέρος Δ’ άρθρο 119, Μέρος Ε’ 

[3] Ηλιοπούλου, Ιωάννου Ηλίου, Διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας 1935-1945 η ημισέληνος μεταξύ βρεττανικού λέοντος, γερμανικής σβάστικας και ρωσσικής άρκτου, εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 171   

[4] Αθανασοπούλου, Εκάβη, Τουρκία αναζήτηση ασφάλειας αμερικανό-βρετανικά συμφέροντα, εκδόσεις παπαζήση/ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 1999, σελ.24                           

[5] Ibid. σελ. 27

[6] Ηλιοπούλου, Ιωάννου Ηλίου, Διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας 1935-1945 η ημισέληνος μεταξύ βρεττανικού λέοντος, γερμανικής σβάστικας και ρωσσικής άρκτου, εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 86

[7] Ibid. σελ. 87-89

[8] Maddison, Angus, The World Economy a Millennial Perspective, Development Centre seminars/Development Centre of the organization of economic co-operation and development, Παρίσι 2001, σελ. 101

[9] Zürcher,  J. Eric, Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, Μτφς. Κεχριώτης Βαγγέλης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004, σελ. 264

[10] Αθανασοπούλου, Εκάβη, Τουρκία αναζήτηση ασφάλειας αμερικανό-βρετανικά συμφέροντα, εκδόσεις παπαζήση/ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 1999, σελ. 44

[11] Ηλιοπούλου, Ιωάννου Ηλίου, Διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας 1935-1945 η ημισέληνος μεταξύ βρεττανικού λέοντος, γερμανικής σβάστικας και ρωσσικής άρκτου, εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 92

[12] ibid. 96-98

[13] Αθανασοπούλου, Εκάβη, Τουρκία αναζήτηση ασφάλειας αμερικανό-βρετανικά συμφέροντα, εκδόσεις παπαζήση/ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 1999, σελ. 45

[14] Ηλιοπούλου, Ιωάννου Ηλίου, Διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας 1935-1945 η ημισέληνος μεταξύ βρεττανικού λέοντος, γερμανικής σβάστικας και ρωσσικής άρκτου, εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 107-108

[15] Αθανασοπούλου, Εκάβη, Τουρκία αναζήτηση ασφάλειας αμερικανό-βρετανικά συμφέροντα, εκδόσεις παπαζήση/ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 1999, σελ. 55-56

[16] Ηλιοπούλου, Ιωάννου Ηλίου, Διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας 1935-1945 η ημισέληνος μεταξύ βρεττανικού λέοντος, γερμανικής σβάστικας και ρωσσικής άρκτου, εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 119-120

[17] ibid, σελ. 120

[18] ibid, σελ. 118-119

[19] Αθανασοπούλου, Εκάβη, Τουρκία αναζήτηση ασφάλειας αμερικανό-βρετανικά συμφέροντα, εκδόσεις παπαζήση/ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 1999, σελ. 76

[20] Ministry of foreign affairs of the U.S.S.R. archives division, German foreign office documents German policy in Turkey (1941-1943),  Foreign languages publishing house, Μόσχα 1948, σελ. 9 

[21] ibid, σελ. 18-23

[22] «The Forgotten Treaty That Allowed Nazi Germany To Invade The Soviet UnionThe document that opened up the Eastern front», διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://bit.ly/3u2kjmd, πρόσβαση στις 27/01/2022

[23] Αθανασοπούλου, Εκάβη, Τουρκία αναζήτηση ασφάλειας αμερικανό-βρετανικά συμφέροντα, εκδόσεις παπαζήση/ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 1999, σελ. 79

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024