29/03/2024

Stratfor: Η Ουκρανία και οι διαφορές στα συμφέροντα Ρωσίας με Κίνα

Rodger Baker
Stratfor

Η Κίνα συνεχίζει να υποστηρίζει δημοσίως τη Ρωσία, παρά την εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου. Αλλά η σύγκρουση αναδεικνύει τα ανταγωνιστικά οράματα Πεκίνου και Μόσχας για το μέλλον της Ευρασίας, τα οποία θα συνεχίσουν να πιέζουν τη σχέση των δύο χωρών.

Η Κίνα βλέπει την ηπειρωτική περιοχή ως ένα ευρύ πεδίο εμπορικών οδών που συνδέουν τον Ειρηνικό με τον Ατλαντικό. Ομως, η ρωσική διεκδίκηση εδραίωσης σφαίρας επιρροής κατά μήκος των δυτικών συνόρων της αμφισβητεί αυτή την άποψη, υπό τον κίνδυνο μιας πιο μόνιμης ρήξης μεταξύ Μόσχας και Ευρώπης. Η συζήτηση για τη νέα δυναμική του Ψυχρού Πολέμου υπονομεύει την ικανότητα της Κίνας να δημιουργεί οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς σε ολόκληρη την Ευρασία μέσω των επενδύσεών της σε υποδομές για το πρόγραμμα «Μια Ζώνη και Ενας Δρόμος».

Ρωγμές στα θεμέλια

Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών έχει αποφύγει να επικρίνει ευθέως τη Ρωσία για εισβολή στην Ουκρανία. Στην κάλυψη των γεγονότων από τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμη και ορισμένα από τα επιχειρήματα της ίδιας της Ρωσίας προκειμένου να υποβαθμιστεί η στρατιωτική επέμβαση.

Το Πεκίνο προσφέρει επίσης στη Μόσχα κάποιο «μαξιλάρι» έναντι των κυρώσεων, μέσω νέων συμφωνιών για αυξημένο εμπόριο ενέργειας και διευρυμένο αγροτικό εμπόριο. Όμως, αν και δεν είναι ανοιχτά επικριτική, η Κίνα απέφυγε να παράσχει ενεργή διπλωματική υποστήριξη στις στρατιωτικές ενέργειες της Ρωσίας και στην αναγνώριση των αποσχισθεισών δημοκρατιών στην ανατολική Ουκρανία.

Το Πεκίνο διατηρεί μακροχρόνιους δεσμούς με το Κίεβο (συμπεριλαμβανομένου του αμυντικού τομέα). Και οι Κινέζοι ηγέτες ανησυχούν για το προηγούμενο που δημιούργησε η Ρωσία με την παροχή ξένης υποστήριξης σε αποσχισθείσες επαρχίες (που, στην περίπτωση της Κίνας, θα μπορούσε να περιλαμβάνει μέρη όπως το Σιντζιάνγκ, το Θιβέτ ή ακόμα και η Ταϊβάν).

Η ανάμεικτη αντίδραση του Πεκίνου αντανακλά μια βαθύτερη ανησυχία ως προς τη ευρύτερη σχέση του με τη Μόσχα. Ενώ υπάρχουν αρκετοί τομείς στρατηγικής ευθυγράμμισης μεταξύ των δύο γειτόνων, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβαίας ανησυχίας τους για τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξακολουθεί να υπάρχει και μια υποκείμενη δυσπιστία μεταξύ τους.

Η Κίνα είναι μια ανερχόμενη ευρασιατική δύναμη, η Ρωσία παρακμάζει. Αυτό από μόνο του προκαλεί ανομοιομορφία στη σχέση τους – μια σχέση για την οποία η Μόσχα δυσανασχετεί, ενώ το Πεκίνο τη βλέπει με επιφύλαξη. Στο παρελθόν, η οικονομική δύναμη της Κίνας συμπλήρωνε τη στρατιωτική και ιστορική δύναμη της Ρωσίας σε ολόκληρη την Κεντρική Ασία, αφήνοντας περισσότερο χώρο για συνεργασία παρά για ανταγωνισμό. Αλλά η αυξανόμενη στρατιωτική ικανότητα και πολιτική επιρροή της Κίνας θέτουν υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή επιρροή της Ρωσίας στο εγγύς εξωτερικό.

Η Μόσχα μπορεί να μην είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο οικονομικό μεγαλείο της Κίνας, αλλά συνεχίζει να χρησιμοποιεί ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς, την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση και τις σχέσεις ασφαλείας της για να προσπαθήσει να μετριάσει την κινεζική επιρροή. Ενώ το Πεκίνο το ανέχεται αυτό, διαιωνίζεται ένα αίσθημα δυσπιστίας.

Η εστίαση της Κίνας στην οικονομική δύναμη

Στον πυρήνα της, η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων γειτόνων είναι τα διαφορετικά οράματά τους για το μέλλον της Ευρασίας. Η Ρωσία συνεχίζει να βλέπει τον εαυτό της υπό το πρίσμα μιας μαχόμενης δύναμης της ευρασιατικής ενδοχώρας, μιας δύναμης που πρέπει να χτίσει ένα κέλυφος γύρω της για να διασφαλίσει τη στρατηγική της ασφάλεια. Αυτό έχει να κάνει με τις διακριτές σφαίρες επιρροής και τη διαίρεση μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης.

Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, βλέπει το μέλλον της Ευρασίας ως έναν τεράστιο διάδρομο εμπορίου – ένα σταυροδρόμι χερσαίων οδών που διευκολύνουν το σημερινό ευάλωτο σημείο του Πεκίνου στη θάλασσα, αναπροσανατολίζουν τις υπανάπτυκτες εσωτερικές επαρχίες μακριά από τους πλουσιότερους παράκτιους γείτονές τους και επιτρέπουν στη χώρα να χρησιμοποιήσει την οικονομική της βαρύτητα ως εργαλείο επιρροής και ασφάλειας σε όλη την Ασία, την Ευρώπη και ακόμη και στην Αφρική.

Από πολλές απόψεις, το όραμα της Κίνας προσομοιάζει καλύτερα στην ανησυχία του Βρετανού γεωγράφου Sir Halford J. Mackinder για τη δυνητική δύναμη αυτού που ονόμασε Παγκόσμιο Νησί. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Mackinder είδε τη δυνατότητα της σύγχρονης τεχνολογίας (σιδηρόδρομος) να διασταυρωθεί και να συνδέσει την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική σε μια τεράστια υπερήπειρο.

Μια ενιαία ευρασιατική δύναμη θα μπορούσε στη συνέχεια να αξιοποιήσει τους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό των τριών ηπείρων και να μεταφέρει και στις θάλασσες αυτή τη συνδυασμένη δύναμη. Ούτε η Ρωσία ούτε η Γερμανία ούτε η Σοβιετική Ένωση –όλες οι υποψήφιες δυνάμεις της ενδοχώρας– συνέδεσαν ποτέ την Ευρασία, πόσο μάλλον το Παγκόσμιο Νησί. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο κόστος. Αλλά κυρίως συνέβη επειδή, στον 19ο και σε μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα, η επέκταση της πολιτικής εξουσίας συχνά συνδέθηκε με εδαφική διεύρυνση και καμία χώρα ή συνασπισμός δεν ήταν σε θέση να κατακτήσει και να ελέγξει την Ευρώπη και την Ασία.

Στον 21ο αιώνα, η Κίνα αναζητά την πολιτική εξουσία μέσω οικονομικών και όχι στρατιωτικών εργαλείων. Το Πεκίνο δεν χρειάζεται να κατακτήσει τους γείτονές του ή τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Ευρασίας. Αντίθετα, μπορεί να επεκτείνει την επιρροή του μέσω του εμπορίου, της τεχνολογίας, των επενδύσεων και της ανάπτυξης υποδομών. Η Κίνα, λοιπόν, είναι μια σύγχρονη αυτοκρατορική δύναμη – μια δύναμη που αυξάνει την εμβέλειά της χωρίς να χρειάζεται να αυξήσει τη φυσική της επικράτεια.

Στη Νότια Σινική Θάλασσα το Πεκίνο έχει χρησιμοποιήσει τον στρατό του ως εργαλείο καταναγκασμού για να υποστηρίξει τις τεράστιες εδαφικές του διεκδικήσεις και να καταλάβει αρκετές μη κατεχόμενες νησίδες. Αλλά η Κίνα έχει αποφύγει τις άμεσες στρατιωτικές αντιπαραθέσεις ή τη χρήση στρατιωτικής δύναμης για να αρπάξει εδάφη από άλλους στη στρατηγική πλωτή οδό.

Μόνο τα τελευταία 20 χρόνια περίπου το Πεκίνο άρχισε μια αναθεώρηση περί τα στρατιωτικά, ενόψει πιθανών μελλοντικών αναγκών για επιχειρήσεις στο εξωτερικό. Ακόμη και έτσι, η Κίνα παραμένει μάλλον συντηρητική στη χρήση της στρατιωτικής της δύναμης ως εργαλείου εξωτερικής πολιτικής — ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ή ακόμη και με χώρες της Δυτικής Ευρώπης όπως η Γαλλία. Το Πεκίνο έχει ένα μεγάλο όραμα δύναμης και επιρροής, αλλά επιδιώκει να το επιτύχει με μέσα που θα απέχουν από τον πόλεμο για όσο το δυνατόν περισσότερο.

Η εστίαση της Ρωσίας στη στρατιωτική ισχύ

Συγκριτικά, η Ρωσία είναι ένα καταφύγιο του παρελθόντος, μια χώρα που χρησιμοποιεί τακτικά τον στρατό της ως εργαλείο καταναγκασμού και άσκησης επιρροής στο κοντινό της εξωτερικό. Η εισβολή της στη Γεωργία το 2008 για την υποστήριξη των εμπνευσμένων από τη Μόσχα αποσχιστικών κινημάτων επαναλήφθηκε και επεκτάθηκε στην επέμβαση στην Ουκρανία το 2014, με την προσάρτηση της Κριμαίας. Και έχει φτάσει στα άκρα με την τρέχουσα εισβολή στην Ουκρανία, μια εισβολή που δεν περιορίζεται στους ελάχιστους στόχους της δημιουργίας φραγμών κατά μήκος του ρωσικού νότιου μετώπου, αλλά στοχεύει είτε στη «φινλανδοποίηση» της Ουκρανίας είτε στην επαναβεβαίωση της ρωσικής επιρροής και του ελέγχου στη χώρα.

Η χρήση του στρατού από τη σύγχρονη Ρωσία για να αναδιαμορφώσει το κοντινό της εξωτερικό αντικατοπτρίζει τις ενέργειες της Σοβιετικής Ένωσης. Η Ρωσία χρησιμοποιεί τον στρατό ως εργαλείο καταναγκασμού για να δημιουργήσει τετελεσμένα (όπως με την προσάρτηση της Κριμαίας), και ως εργαλείο ωμής βίας (όπως με την τρέχουσα εισβολή στην Ουκρανία) για να αλλάξει ενεργά καθεστώτα στην περιφέρειά της.

Ενώ η Κίνα μπορεί να εκτιμά τις ρωσικές ενέργειες που κρατούν τις Ηνωμένες Πολιτείες εστιασμένες στην Ευρώπη αντί στον Ινδο-Ειρηνικό, το Πεκίνο ανησυχεί ότι οι ενέργειες της Μόσχας μπορεί να ενισχύσουν εκ νέου τους ευρωατλαντικούς δεσμούς και να σπάσουν την ικανότητα της Κίνας να διατηρεί το εμπόριο στην Ευρώπη μέσω πρώην σοβιετικών εδαφών. Τα οικονομικά συμφέροντα της Κίνας σε όλη την Ευρασία θα τίθενται όλο και περισσότερο σε κίνδυνο από τις στρατιωτικές και πολιτικές ενέργειες της Ρωσίας, που κατακερματίζουν αντί να ενώνουν την υπερήπειρο.

Μια κλειστή εναντίον μιας ανοιχτής Ευρασίας

Οι κινεζικές σιδηροδρομικές και οδικές συνδέσεις με την Ευρώπη βασίζονται στη διέλευση μέσω της Ρωσίας ή των χωρών στο κοντινό εξωτερικό της Ρωσίας. Εάν οι ρωσικές ενέργειες, οι δυτικές κυρώσεις και η δυναμική ασφαλείας οδηγήσουν σε μια ελαφρά εκδοχή του παλιού Σιδηρού Παραπετάσματος, το οικονομικό και πολιτικό πλεονέκτημα της Κίνας θα αρχίσει να παραπαίει και το Πεκίνο θα εξαρτηθεί και πάλι από τις θαλάσσιες οδούς, οι οποίες παραμένουν ευάλωτες στη ναυτιλιακή δύναμη των ΗΠΑ.

Η Ρωσία μπορεί να είναι ικανοποιημένη ως ηπειρωτική δύναμη, αλλά η Κίνα βλέπει τις ηπειρωτικές της συνδέσεις ως μια πορεία προς την απόκτηση παγκόσμιας ισχύος. που πρέπει πρώτα να είναι ασφαλείς στη στεριά και στη συνέχεια να επεκταθούν στις θάλασσες. Η ένταση μεταξύ αυτών των δύο οραμάτων θα πιέσει τις σχέσεις του Πεκίνου με τη Μόσχα, καθώς οι ενέργειές τους έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντά τους.

Η Κίνα θέλει να ανοίξει τον χώρο, η Ρωσία θέλει να τον κλείσει. Εν ολίγοις, η προσπάθεια της Κίνας να γεφυρώσει την Ευρασία μπορεί να υπονομευθεί από την προσπάθεια της Ρωσίας να σκάψει μια τάφρο. Και σε κάποιο σημείο, αυτή η πρόκληση μπορεί να ωθήσει το Πεκίνο να θεωρήσει ότι το κόστος της συνεχιζόμενης στενής συνεργασίας του με τη Μόσχα υπερβαίνει τα οφέλη.

 

πηγή: Euro2day.gr 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024