Η νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας της Δύσης, έφεραν τη συνάντηση του Τούρκου Προέδρου με τον Έλληνα Πρωθυπουργό
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Παρά τις όποιες συγκρούσεις του παρελθόντος μεταξύ της Άγκυρας με τη Μόσχα, η προσέγγιση του Ερντογάν με τη Ρωσία τον έφερε πολύ πιο κοντά στον στόχο του για στρατηγική αυτονομία της χώρας του από τη Δύση. Η Τουρκία εκτελούσε πολιτικούς ελιγμούς ανάμεσα στα μέτωπα του παγκόσμιου ανταγωνισμού, αξιοποιώντας τη γεωπολιτική δυναμική της, και έτσι μπόρεσε να επεκτείνει σημαντικά το εύρος και την επιρροή της μέσα σε λίγα χρόνια. Σε αυτή την πολιτική της ισορροπίας “πατώντας σε δύο βάρκες”, η Τουρκία συμπεριφερόταν πολύ πιο συγκρουσιακά προς τα δυτικά κράτη παρά προς τη Ρωσία. Για χρόνια, η πολιτική ελίτ της Άγκυρας δημιουργούσε μια θετική εικόνα για τη Ρωσία και μια αρνητική για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Δημιουργώντας συνειδητά ασάφεια, η Τουρκία κρατά ισορροπία μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.
Ωστόσο, μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, εκτιμάται ότι υπάρχει ανατροπή της μέχρι τώρα συμπεριφοράς της Τουρκίας και υπάρχουν τέσσερις λόγοι για αυτό. Πρώτον, η Δύση δείχνει ενότητα και αποφασιστικότητα, κάτι που είχε καιρό να επιδείξει καθώς οι κυρώσεις της, υπονομεύουν τη θέση της Ρωσίας στον κόσμο. Δεύτερον, ο Πούτιν χάνει το ρόλο του ως επιτυχημένος πολιτικός και αξιόπιστος εταίρος. Τρίτον, η Άγκυρα συνειδητοποιεί ότι το όραμα του Πούτιν για μια μεγάλη ρωσική αυτοκρατορία θα μπορούσε να προκαλέσει περισσότερους πολέμους, και απειλή για την ίδια. Και τέταρτον, οι τάξεις των αντιπάλων κλείνουν, οπότε, γίνεται πιο δύσκολο για την Τουρκία να συνεχίσει την πολιτική της ισορροπίας “πατώντας σε δύο βάρκες”.
Η κρίση στην Ουκρανία θέτει δύο ιδιαίτερα δυσάρεστα ερωτήματα για την Τουρκία:
- Πώς να διατηρήσει μια ισορροπία ισχύος στον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα);
- Πώς να διαχειριστεί τις τριγωνικές σχέσεις της μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας και Δύσης;
Μέχρι στιγμής, η πολιτική της Άγκυρας απέναντι στη Μόσχα συνίσταται τόσο στην αποτροπή όσο και στο διάλογο. Σε ό,τι αφορά την αποτροπή, η Τουρκία βρίσκεται πιο κοντά στα μέλη του ΝΑΤΟ εκτός ΕΕ, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εν τω μεταξύ, η πολιτική διαλόγου της Τουρκίας είναι παρόμοια με εκείνη των μελών της ΕΕ, κυρίως της Γερμανίας. Ωστόσο, ενώ υπάρχει ένας ορισμένος βαθμός ομοιότητας μεταξύ των θέσεων της Τουρκίας και ορισμένων δυτικών χωρών στην τρέχουσα κρίση, η σύγκλιση των συμφερόντων τους δεν έχει ακόμη οδηγήσει σε κάποια ουσιαστική συνεργασία. Βραχυπρόθεσμα, η παράλληλη τροχιά αποτροπής και διαλόγου εξακολουθεί να δίνει στην Τουρκία κάποια περιθώρια για να συνεχίσει τους πολυδιανυσματικούς ελιγμούς της.
Στην πραγματικότητα, η πολιτική της Τουρκίας απέναντι στην κρίση της Ουκρανίας είναι σύμφωνη με τη γενική προσέγγιση του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας, δηλαδή την αποτροπή και το διάλογο. Ενισχύοντας τις αμυντικές δυνατότητες της Ουκρανίας, παρέχει στο Κίεβο τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAV) “ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡ”, οπότε η Τουρκία ακολουθεί μια πολιτική αποτροπής έναντι της Ρωσίας. Ρητορικά, ωστόσο, η Άγκυρα ευνοεί τη διπλωματία έναντι της κλιμάκωσης. Η Τουρκία, επομένως, φαίνεται πρόθυμη να απόσχει να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε προσπάθεια που επιδιώκει να πλήξει τη Ρωσία με βαριές κυρώσεις ή να την αντιμετωπίσει στρατιωτικά. Το διακύβευμα είναι μεγάλο για την Τουρκία στην τρέχουσα κρίση. Περιλαμβάνει την ασφάλεια του βόρειου γείτονά της, της Ουκρανίας, την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου (Μαύρη Θάλασσα), τις περίπλοκες σχέσεις της με τη Ρωσία, καθώς και το μέλλον της δυτικής τάξης ασφάλειας.
Η Ουκρανία είναι επίσης απαραίτητος εταίρος για την Τουρκία στον Εύξεινο Πόντο. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με Τούρκους αξιωματούχους, «η Ουκρανία είναι ένα κράτος μαξιλάρι που σταματά την περαιτέρω ρωσική επιρροή και πίεση στην περιοχή». Μεταξύ όλων των κοινών γειτόνων στον Εύξεινο Πόντο, η Κριμαία υπήρξε η πιο ευαίσθητη περιοχή στην ιστορία των σχέσεων Τουρκίας-Ρωσίας. Η χερσόνησος της Κριμαίας ήταν το κύριο αίτιο της έκρηξης του οθωμανορωσικού πολέμου για κυριαρχία στην περιοχή, με τους Οθωμανούς να χάνουν από τη Ρωσική Αυτοκρατορία το 1774. Αργότερα, οι Σοβιετικοί δεν ένιωσαν ποτέ άνετα με τον έλεγχο της Άγκυρας στα τουρκικά στενά που συνδέουν τον Εύξεινο Πόντο με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Ωστόσο, στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, παρά τα προβλήματα του παρελθόντος, η Τουρκία και η Ρωσία βρήκαν έναν τρόπο να συνεργαστούν, στον Εύξεινο Πόντο, με την Άγκυρα να προσπαθεί να διατηρήσει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της Ρωσίας και των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ.
Το 2014, η Τουρκία αποκήρυξε την κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία, ισχυριζόμενη ότι επρόκειτο για παράνομη προσάρτηση, ωστόσο δεν τάχθηκε με τους δυτικούς εταίρους της στο καθεστώς κυρώσεων κατά της Μόσχας. Η οικονομική εξάρτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία σε τομείς όπως η ενέργεια, ο τουρισμός και το εμπόριο έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή την απόφαση. Από τότε, η σχέση Τουρκίας-Ρωσίας είχε ισχυροποιηθεί και γινόταν πιο αλληλοεξαρτώμενη για να καλύπτει τη διαχείριση περιφερειακών συγκρούσεων, την πυρηνική τεχνολογία και τα εξελιγμένα οπλικά συστήματα. Εάν διαταραχθεί η ισορροπία σε μια περιοχή, μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί και σε άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών συγκρούσεων, ειδικά στη Μέση Ανατολή και στο Νότιο Καύκασο. Έτσι σε περίπτωση ρωσοτουρκικής αντιπαράθεσης, η Συρία είναι πιθανότατα το πιο προφανές πεδίο για τα αντίποινα της Μόσχας, καθώς μένει να είναι η αχίλλειος πτέρνα της Άγκυρας στις σχέσεις της με τη Μόσχα.
Συμπεράσματα
Εκτιμάται, ότι η βασική ανησυχία της Μόσχας είναι για το πώς η Δύση σχεδιάζει τη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας, η οποία φαίνεται να είναι εναντίον και σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Κατά συνέπεια, η Μόσχα ανησυχεί πρωτίστως για την παρουσία της στρατιωτικής υποδομής του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη και μια πιθανή στρατιωτική σύγκρουση για την Κριμαία. Αμφότερες οι ανησυχίες αιχμαλωτίζουν κάθε τουρκική συνεργασία με το ΝΑΤΟ.
Έτσι, τις τελευταίες μέρες βγαίνουν έντονα φιλοδυτικοί τόνοι από την Άγκυρα. Φαίνεται ότι ο Πούτιν όχι μόνο έφερε τη χαμένη ενότητα στην ΕΕ, αλλά υπενθύμισε στην Άγκυρα τα οφέλη των δυτικών δεσμών της. Τα δυτικά κράτη θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι μόνο με περισσότερη ενότητα μεταξύ τους και περισσότερη αποφασιστικότητα θα κάνει την Άγκυρα να ξαναπροσανατολισθεί με τη Δύση. Βέβαια, τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα μπορεί να εξυπηρετούνται καλύτερα από μια συναλλακτική προσέγγιση, η μακροπρόθεσμη σταθερότητα στις σχέσεις Τουρκίας-Δύσης απαιτεί ένα εύρυθμο πλαίσιο που να βασίζεται σε κοινές αρχές.
Σε αυτό το πλαίσιο έγινε η συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο, η οποία είναι ταυτόχρονα τόσο περίπλοκη και ευαίσθητη όσο οποιαδήποτε άλλη, διπλωματική ενέργεια. Όμως μια καλά ενορχηστρωμένη συνάντηση μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τη συμπλήρωση διπλωματικών ενεργειών για την επίτευξη των πολιτικών στόχων. Εφαρμοζόμενη επιδέξια αλλά σταθερά, ακριβώς με την κατάλληλη δυναμική, μπορεί να είναι πειστικός αποτρεπτικός παράγοντας ακόμη και για τις τουρκικές διεκδικήσεις.
*Ο Υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.