28/03/2024

Το παρόν και το μέλλον της Ινδίας υπό το πρίσμα της περίπλοκης σχέσης της με την Ρωσία

epa09625575 Indian Prime Minister Narendra Modi (R) and Russian President Vladimir Putin pose for a photo prior to a meeting in New Delhi, India 06 December 2021. Putin arrived in India to attend the 21st India-Russia annual summit 2021. EPA-EFE/HARISH TYAGI

Γράφει ο  Ιωάννης Κουτζούμης*

 

 

Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 δεν αποτελεί σημείο αναφοράς μόνο για τους άμεσους εμπλεκόμενους στο θέατρο των επιχειρήσεων. Είναι ορόσημο για το ευρύτερο διεθνές σύστημα επειδή μετά την όποια κατάληξη της σύγκρουσης, η ισχύς της Ρωσίας θα μεταβληθεί. Εφόσον η Ρωσία αποτελεί τον έναν από τους δύο παίκτες με παγκόσμια στρατιωτική παρουσία, η αυξομείωση της ρωσικής ισχύος μέσω της επιτυχίας ή αποτυχίας επίτευξης πολιτικών στόχων από την πολεμική εκστρατεία στην Ουκρανία, θα οδηγήσει στην ριζική ανακατανομή του παγκόσμιου συσχετισμού ισχύος. Έχοντας ως μέτρο σύγκρισης την ισχύ της Ρωσίας κατά το status quo ante (κατάσταση πριν από την ρωσική εισβολή), εάν η τελευταία εξέλθει των επιχειρήσεων ως νικήτρια (ή κατ’ ελάχιστον αλώβητη), τότε ο δυτικός συνασπισμός θα κινητοποιηθεί προκειμένου να ανασχέσει (ή να αποτρέψει) την ρωσική αύξηση ισχύος. Αυτό σημαίνει ότι θα αυξηθεί η στρατιωτική, ενεργειακή και εμπορική σημασία κάποιων κρατών των οποίων η γεωπολιτική αξία πριν τον πόλεμο να ήταν ενδεχομένως και «αδιάφορη». Εάν η Ρωσία αποχωρήσει αποδυναμωμένη από την Ουκρανία, τότε οι περιφερειακές δυνάμεις θα σπεύσουν να καλύψουν το κενό ισχύος που αναπάντεχα θα προκληθεί.

Αναμφίβολα, το δίλημμα ασφάλειας καθώς και τα εκατέρωθεν αισθήματα φόβου και καχυποψίας, διατηρούνται και εκτυλίσσονται σε ένα περιορισμένο γεωγραφικό εύρος. Επομένως, η έκβαση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου θα επηρεάσει πρωτίστως τα υποσυστήματα των οποίων η γεωγραφική εμβέλεια βρίσκεται κοντά στο επίκεντρο της σύγκρουσης (Ευρώπη, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία) και μάλιστα, οι λήπτες αποφάσεων στις συγκεκριμένες περιφέρειες θα κληθούν να πάρουν δύσκολες και ενδεχομένως επίπονες αποφάσεις. Το εύρος αυτών θα συμπεριλαμβάνει από θέματα που αφορούν την επιλογή ενεργειακού προμηθευτή μέχρι και ζητήματα επιβίωσης, αφού δίχως αμφιβολία, η νέα πραγματικότητα θα διεισδύσει στην σφαίρα των εθνικών συμφερόντων και της ασφάλειας των κρατών. Στην Ευρώπη είναι ήδη πασιφανής η δομική επαναχάραξη των ενεργειακών οδών στο πλαίσιο της ενεργειακής παράκαμψης της Ρωσίας. Ωστόσο, η ενεργειακή διάσταση αποτελεί ίσως το σημαντικότερο διακύβευμα με το οποίο έχει να αναμετρηθεί η Δυτική Ευρώπη, διότι από το τέλος κιόλας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ήδη αποφασίσει τον συνασπισμό που θα τις πρόσφερε στρατιωτική και οικονομική ασφάλεια.

Αντιθέτως, το σύμπλεγμα της Νοτιοανατολικής Ασίας είναι πολύ πιο περίπλοκο σε σχέση με το αντίστοιχο της Ευρώπης. Μόνο και μόνο η παρουσία της Κίνας και μαζί της όλα τα ζητήματα που συνεπάγονται από αυτήν, αρκούν ώστε να υποδείξουν την ρευστότητα της εν λόγω περιφέρειας. Δίπλα όμως με τον αναδυόμενο περιφερειακό και ενδεχομένως πλανητικό ηγεμόνα δηλαδή την Κίνα, συνορεύει η «πολυπληθέστερη δημοκρατία του κόσμου» η οποία σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, ενδέχεται να διεκδικεί στάτους υπερδύναμης μέχρι το 2050. Η Ινδία που εδώ και δεκαετίες είναι εκτεθειμένη στην επιρροή της Ρωσίας, είναι αντίστοιχα ευάλωτη στην διακύμανση της ρωσικής ισχύος. Εφόσον η τελευταία θα διαμορφωθεί από την εξέλιξη και την κατάληξη της πορείας του ρωσο-ουκρανικου πολέμου, αυτό σημαίνει ότι η περιφερειακή δυναμική της Ινδίας θα σφυρηλατηθεί -όλος παραδόξως- στην Ουκρανία. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η Ινδία βρίσκεται σε ένα περιβάλλον το οποίο βρίθει από μακροχρόνιες και ανεπίλυτες προκλήσεις και με την ίδια να βασίζεται παραδοσιακά στην πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική στήριξη της Ρωσίας προκειμένου να τις αντιμετωπίσει, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το νέο status quo του μετα-ρωσοουκρανικού πόλέμου, στην ουσία θα προσδιορίσει το παρόν και μέλλον της Ινδίας.

Η Ινδία διατηρεί θερμές σχέσεις με την Ρωσία από την περίοδο κιόλας της Σοβιετικής Ένωσης. Η «υψηλού βαθμού πολιτική και στρατηγική εμπιστοσύνη» ανάμεσα στις δύο χώρες, εξηγεί εν μέρει την πρόσφατη στάση της Ινδίας στα επίσημα διεθνή φόρα αποφεύγοντας να καταδικάσει την ρωσική επίθεση. Πιο συγκεκριμένα, το Νέο Δελχί απείχε από τις σχετικές ψηφοφορίες στο Συμβούλιο Ασφάλειας, την Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών. Επίσης, δεν χρησιμοποίησε τον όρο «εισβολή» στα όργανα των ΗΕ, μολαταύτα, οι παγιωμένες ρωσο-ινδικές σχέσεις δεν μπορούν από μόνες τους να εξηγήσουν την απροθυμία στηλίτευσης. Προφανώς και η Ινδία δεν επικροτεί την ρωσική επίθεση, αλλά στην προκειμένη περίπτωση απλά υπερασπίστηκε τα εθνικά της συμφέροντα. Τα τελευταία είναι θεμελιωμένα στην εξάρτηση της Ινδίας από το στρατιωτικό υλικό της Μόσχας καθώς και από την περικύκλωση της πρώτης από παραδοσιακούς εχθρούς.

Για την περίοδο 2017-2021, η Ινδία απορρόφησε το 28% των εξαγωγών της Ρωσίας στα οπλικά συστήματα ούσα με απόσταση στην κορυφή της σχετικής κατάταξης από την δεύτερη Κίνα. Επίσης, σύμφωνα με την Rosoboronexport, τον μοναδικό κρατικό οργανισμό της Ρωσίας που είναι υπεύθυνος για τις εισαγωγές και εξαγωγές της χώρας σε στρατιωτικό υλικό, τεχνολογία και αμυντικές υπηρεσίες, η Ινδία αποτέλεσε τον νούμερο ένα εταίρο στα θέματα στρατιωτικής και τεχνικής συνεργασίας για το διάστημα μεταξύ 2000-2015. Και παρ’ όλο που αυτά τα νούμερα είναι ήδη πειστικά, μια έκθεση του Stimson Centre υποστηρίζει ότι η ανάγκη για επιμέρους εξαρτήματα και υλικά, καθώς και τα εναπομείναντα σοβιετικά όπλα που έχουν ξεμείνει στις ινδικές αποθήκες, ανεβάζουν την εκ πρώτης όψεως εξάρτηση του 60-70% ακόμη και στο 85%. Με λίγα λόγια, η εξάρτηση της ινδικής άμυνας από την αντίστοιχη της Ρωσίας είναι πολυεπίπεδη και τυχών προσπάθεια διαφοροποίησης, πολλώ δε μάλλον χειραφέτησης, θα χρειαζόταν χρόνια. Συνεπώς, το σενάριο κατά το οποίο η Ινδία θα αναζητούσε άμεσα εναλλακτικούς προμηθευτές για την εθνική της άμυνα είναι επιεικώς αυτοκτονικό. Και αυτό γιατί η Ινδία κυριολεκτικά βάλλεται από ορκισμένους αντιπάλους στα δυτικά και βόρεια σύνορά της, δηλαδή το Πακιστάν και την Κίνα αντίστοιχα.

 

Το Πακιστάν για την Ινδία είναι κάτι σαν κληρονομική ασθένεια αφού η μεταξύ τους έχθρα συνυπάρχει από την ταυτόχρονη ανεξαρτησία και των δύο το 1947. Η αποδέσμευση της μέχρι τότε ινδικής υποηπείρου από την βρετανική κυριαρχία απελευθέρωσε φυγόκεντρες δυνάμεις σε πολιτιστικό και θρησκευτικό επίπεδο, τις οποίες οι Βρετανικές Ινδίες κατάφερναν να συγκρατούν για περίπου έναν αιώνα. Έτσι η ινδο-πακιστανική αντιπαλότητα που διαμορφώθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή της ανεξαρτησίας του Πακιστάν και της Ινδίας, στηρίχθηκε στην ασύμβατη πολιτισμική παρακαταθήκη τους με την τελευταία να αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη ώστε να συντηρεί το αμοιβαίο μίσος μέχρι και σήμερα. Αυτά τα στοιχεία τους οδήγησαν σε πολέμους, σε εκ διαμέτρου αντίθετες επιλογές στα θέματα ασφαλείας κατά τον Ψυχρό Πόλεμο (η Ινδία επέλεξε την ΕΣΣΔ ενώ το Πακιστάν τις ΗΠΑ) και κατά την δεκαετία του ’90 σε απόκτηση πυρηνικών. Ωστόσο, η κυριότερη τροχοπέδη στις ασυμβίβαστες σχέσεις Ινδίας-Πακιστάν θα είναι το ζήτημα του Κασμίρ. Το τελευταίο εκτός από θέμα εθνικής περηφάνιας είναι και στρατηγική υπόθεση. Εάν η Ινδία έλεγχε ολόκληρο το Κασμίρ τότε θα αποκτούσε παρουσία στην Κεντρική Ασία, θα είχε κοινά σύνορα με το μονίμως ασταθές Αφγανιστάν, θα στερούσε τα κοινά σύνορα Πακιστάν-Κίνας αποκόπτοντας έτσι έναν σημαντικό πνεύμονα από τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού και το κυριότερο, θα κλόνιζε την ασφάλεια των υδάτων του Πακιστάν αφού ο Ινδός ποταμός που συντελεί στο 65% του συνολικού νερού για το τελευταίο, περνάει από το (ελεγχόμενο από την Ινδία) τμήμα του Κασμίρ πριν τελικά φτάσει στο Πακιστάν. Άρα όποιος ελέγχει το Κασμίρ, ελέγχει και την διανομή των υδάτων. Αυτό εξηγεί τον λόγο για τον οποίο Ινδία και Πακιστάν θα συνεχίσουν να διαιωνίζουν τα αντίρροπα στρατηγικά τους συμφέροντά στο Κασμίρ και το τελευταίο ως επισφαλές πεδίο ανάφλεξης, θα εξακολουθεί να έλκει συμβατικές συγκρούσεις και να διασπείρει τρομοκρατικές ενέργειες. Οι ένοπλες δυνάμεις της Ινδίας θα πρέπει να είναι μονίμως σε επιφυλακή. Σε αυτό, πέραν του Πακιστάν, συμβάλλει και η Κίνα.

Αν το εσωτερικά κατακερματισμένο Πακιστάν συνιστά απειλή κατά της Ινδίας τότε η Κίνα αποτελεί δομικό κίνδυνο για αυτήν. Αν και οι σινο-ινδικές σχέσεις εκκίνησαν υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τις αντίστοιχες Ινδίας-Πακιστάν (η λεγόμενη «περίοδος του μήνα του μέλιτος» για τις σχέσεις Ινδίας-Κίνας, 1954-61), αυτές δεν φάνηκαν ικανές ώστε να αποτρέψουν τον σινο-ινδικό πόλεμο του 1962. Το έπαθλο του πολέμου ήταν η περιοχή του Νότιου Θιβέτ όταν η Κίνα, 12 χρόνια μετά την επανάκτηση του Θιβέτ, εφόρμησε νοτιότερα της γραμμής Μακμάχον (το θεσπισμένο από τους Βρετανούς σύνορο ανάμεσα σε Ινδία και Θιβέτ που μέχρι το 1950 ήταν αυτόνομο) και κατά συνέπεια αναθεώρησε τα σύνορα Κίνας/Θιβέτ-Ινδίας μέσω της σκληρής ισχύος. Έκτοτε η Ινδία θεωρεί ότι η Κίνα κατέχει 40.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ινδικής επικράτειας με τον πόλεμο του 1962 να υπαγορεύει τις συγκρουσιακές σχέσεις των μελλοντικών υπερδυνάμεων (;) παρά την σημαντική βελτίωση στις εμπορικές τους σχέσεις. Παρ’ όλα αυτά, η συνοριακή αντιπαράθεση Ινδίας-Κίνας που το καλοκαίρι του 2020 κλιμακώθηκε σε μεθοριακή σύγκρουση με τουλάχιστον 20 νεκρούς Ινδούς στρατιώτες, δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα της Ινδίας σε σχέση με την Κίνα. Οι ηγεμονικές βλέψεις και η ιλιγγιώδης στρατιωτική και οικονομική μεγέθυνση της τελευταίας, σε συνδυασμό με την πολιτικοστρατιωτική σύμπραξή Κίνας-Πακιστάν, απειλεί την Ινδία με μία απεχθή για αυτήν περιφερειακή ισορροπία ισχύος. Επιπροσθέτως, η Δαμόκλειος σπάθη της δυσμενούς περιφερειακής ισορροπίας ισχύος υψώνεται ακόμη και πάνω από το νότιο μέτωπο της Ινδίας, δεδομένου ότι η Κίνα έχει συμφωνήσει να εκμισθώσει ορισμένα λιμάνια της Σρι Λάνκα για τα επόμενα 99 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι η Ινδία θα πρέπει να ανησυχεί για ακόμη έναν θύλακα απειλής ο οποίος θα επιτρέπει στην Κίνα να προβάλει εκεί την ναυτική ισχύ της. Η ανάγκη της Ινδίας να εξισορροπήσει την Κίνα δικαιολογεί τόσο την παρουσία της πρώτης στο περιφερειακό φόρουμ Quad για την ασφάλεια του Ινδοειρηνικού Ωκεανού, όσο και την δυσανασχέτηση της που δεν έλαβε πυρηνική τεχνογνωσία όπως η Αυστραλία στα πλαίσια της AUKUS.

O κοινός παρονομαστής που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ότι η Ινδία βρίσκεται σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον όπου η σύγκρουση είναι πιθανότερη από την σταθερότητα. Η Ινδία χρειάζεται τον ρωσικό οπλισμό στον οποίο είναι επί μακρόν εκτεθειμένη ώστε να υπερασπιστεί την επιβίωσή της. Πέρα από αυτές τις συνθήκες υπάρχει και ένα επιπλέον χαρακτηριστικό, ο ρυθμιστικός παράγοντας της Ρωσίας στην περιφερειακή αρχιτεκτονική. Η Ρωσία εμπλέκεται άμεσα με την Ινδία, την Κίνα και το Πακιστάν και στην περίπτωση που ένας τόσο μεγάλος παίκτης απουσιάσει από την περιφερειακή ισορροπία, το μεταβατικό υποσύστημα Κεντρικής-Νότιας Ασίας θα χαρακτηριστεί από ενδημική αστάθεια. Πρώτον, η Ινδία χρειάζεται την Ρωσία ώστε να εξισορροπεί την Κίνα και κατά συνέπεια την συμμαχία Κίνας-Πακιστάν. Δεύτερον, ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν έχει ευθυγραμμιστεί με το πολιτικό modus operandi της Ρωσίας και της Κίνας στην Ευρασία. Το κενό ισχύος που αφέθηκε από την αμερικανική αποχώρηση στην Κεντρική Ασία, αναπληρώθηκε εν μέρει από τον ρωσικό συντελεστή. Τόσο η Ρωσία όσο και το Πακιστάν έχουν κοινό συμφέρον την εξομάλυνση του Αφγανιστάν. Ωστόσο, μόνο η Ρωσία μπορεί να μεσολαβήσει και τελικά να πείσει τα κράτη της Κεντρικής Ασίας (ειδικότερα το Ιράν) να σταματήσουν την υποστήριξή τους στις αποσταθεροποιητικές δυνάμεις στην αφγανική επικράτεια οι οποίες πιθανότατα μπορούν να οδηγήσουν το Αφγανιστάν σε έναν νέο γύρο εμφυλίου. Εάν το Αφγανιστάν βυθιστεί πάλι στην αναρχία τότε θα μετατραπεί εκ νέου σε άσυλο της διεθνούς τρομοκρατίας. Το ίδιο θα συμβεί προφανώς και στο Πακιστάν, σενάριο που η Ινδία πρέπει να αποτρέψει με κάθε τίμημα. Επίσης, λόγω της ρωσικής διαιτησίας στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ όπως και της ρωσικής επέμβασης στο Καζακστάν υπό το πλαίσιο της CSTO (Collective Security Treaty Organization), το Πακιστάν διαπίστωσε ότι η Ρωσία είναι ο αποφασιστικότερος παίκτης στα θέματα περιφερειακής ασφάλειας. Η ίδια διαπίστωση ισχύει και για την Ινδία, συνειδητοποιώντας ότι η απομόνωση της Ρωσίας θα έκανε το Πακιστάν ανεξέλεγκτο και ουσιαστικά θα το μετέτρεπε σε στρατιωτικό δορυφόρο της Κίνας.

Τέλος, η ρυθμιστική παρουσία της Ρωσίας είναι καταλυτικής σημασίας στο τρίγωνο Νέο Δελχί-Πεκίνο-Μόσχα. Τα τρία αυτά κράτη συμμετέχουν από κοινού στο φόρουμ των BRICS και χάρη στην επιμονή της Ρωσίας, η Ινδία εντάχθηκε στον ευρύτερο πολιτικοοικονομικό και στρατιωτικό Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization). Στο πλαίσιο του SCO θεσπίστηκε το σώμα RATS (Regional Antiterrorist Structure) το οποίο είναι υπεύθυνο για την από κοινού διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων με στόχο την πάταξη των τρομοκρατικών, αποσχιστικών και εξτρεμιστικών στοιχείων. Με άλλα λόγια, η Ρωσία κατάφερε να αμβλύνει έστω και λίγο το στρατηγικό χάσμα Ινδίας-Κίνας, υπενθυμίζοντας στις δύο τελευταίες ότι εκτός από αντιτιθέμενες, διατηρούν και κοινές επιδιώξεις, δηλαδή την καταστολή των τριών προαναφερόμενων απειλών. Εάν η Ρωσία αποδυναμωθεί και δεθεί στο άρμα της Κίνας ως junior partner η Ινδία θα αντιμετωπίσει υπαρξιακή απειλή. Από την πλευρά της Κίνας, εάν η Ρωσία γίνει τόσο αδύναμη ώστε να μην μπορεί να συμμετάσχει στο παίγνιο, η Ινδία αυτομάτως θα αναδιπλωθεί ζητώντας άμεση ενίσχυση από τις ΗΠΑ. Αυτό δεν συμφέρει την Κίνα όταν το βάρος των στρατηγικών της επιδιώξεων έχει συγκεντρωθεί στη Νότια Σινική θάλασσα. Εν κατακλείδι, μια πιθανή αδρανοποίηση της Ρωσίας θα ήταν γεωπολιτικά άβολη για την Ινδία και την Κίνα εφόσον γνωρίζουν αμφότερες ότι αποτελεί συντελεστή εξομάλυνσης που μπορεί να συγκρατήσει τις υποβόσκουσες τάσεις για έναν καινούργιο γύρο μεθοριακών συγκρούσεων.

«Όταν ξυπνήσει η Κίνα θα σειστεί ο κόσμος», προέβλεπε ο Ναπολέων Βοναπάρτης πριν από δύο αιώνες. Η γενιά μας μπορεί να πει το ίδιο για την Ινδία αφού όντως υπάρχουν σημάδια αφύπνισης. Πράγματι, η Ινδία κατέχει τεράστια δυναμική σε δημογραφικό, πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτισμικό επίπεδο για να μην διεκδικήσει το διεθνές status που της αναλογεί. Όμως για να το καταφέρει αυτό χρειάζεται πρώτα να υπερβεί το περίπλοκο περιβάλλον, το οποίο την έχει εξοικειώσει στην συμβίωση με αναδυόμενους ηγεμόνες, ορκισμένους εχθρούς, πυρηνικούς αντιπάλους και υβριδικές απειλές. Μέχρι και σήμερα, η υπέρβαση αυτών των εμποδίων από την πλευρά της Ινδίας έχει εν πολλοίς βασιστεί στις εγκάρδιες σχέσεις που διατηρεί με την Μόσχα. Κατά συνέπεια, τόσο το άμεσο μέλλον όσο και η ηγεμονική προοπτική της Ινδίας, θα καθοριστούν από τον τρόπο με τον οποίον ο σημαντικότερος εταίρος της εξέλθει από τον πόλεμο της Ουκρανίας.        

 

*Τελειόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας  

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024