29/03/2024

«Διαμορφούμενοι κίνδυνοι του Ελληνισμού λόγω της ρωσικής εισβολής»

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*


Για δεκαετίες, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν χρειάστηκε να σκεφτούν τη δυναμική του πολέμου. Ωστόσο, η απρόκλητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει συντρίψει αυτό το αίσθημα ασφάλειας. Επιπλέον, η εισβολή στην Ουκρανία και η ρητορική που την περιβάλλει, αποκάλυψε το εύρος των φιλοδοξιών του αναθεωρητισμού, αυταρχικών ηγετών, όπως ο Πούτιν ο οποίος επιθυμεί να ανασυνθέσει όσο περισσότερο μπορεί τη παλιά Ρωσική αυτοκρατορία στην Ανατολική Ευρώπη. Όμως δεν είναι ο μόνος, διότι μια παρόμοια ρητορική παρουσιάζει και ο τούρκος πρόεδρος Ερντογάν, με την επιθυμία του να ανασυνθέσει την παλιά Οθωμανική αυτοκρατορία.

Αμφότεροι θεωρούν την κατάρρευση των παλαιών αυτοκρατοριών, των οποίων πιστεύουν ότι είναι κληρονόμοι και συνεχιστές, ως γεωπολιτική καταστροφή, και εκτιμούν ότι για να είναι ασφαλείς, πρέπει να αναθεωρήσουν την τρέχουσα ισορροπία δυνάμεων με τις χώρες των περιφερειών τους. Αυτή η φιλοδοξία είναι συνεπής μόνο με τις δικές τους σκέψεις και έτσι εξηγούν την εξωτερική πολιτική ως προϊόν της ανελεύθερης, συντηρητικής φιλοσοφίας τους και της επιθυμίας τους να αναπτύξουν σφαίρες επιρροής στην περιφέρειά τους.

Πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια και εκτιμάται ως μια κατάλληλη στιγμή για όλες τις δημοκρατικές ευρωπαϊκές χώρες να αντιληφθούνε ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν επιβιώνει έως ότου σταματήσουμε να ζητάμε την άδεια είτε της Ρωσίας ή της Τουρκίας για τη διατήρησή της. Όταν θα γίνει κατανοητό αυτό, η διπλωματία τότε θα μπορεί να εκτελέσει τον κλασικό της ρόλο. Δηλαδή να διευκρινίσει, να προειδοποιήσει, να βρει κοινό έδαφος εάν υπάρχει ή να αποδείξει ότι δεν υπάρχει.

Παραδοσιακά, οι χώρες θεωρούσαν τον πόλεμο ως μια πράξη εναλλακτική της διπλωματίας και τη στρατιωτική στρατηγική ως την επιστήμη της νίκης. Σήμερα, ωστόσο, στον κόσμο όπου τα όπλα εξελίσσονται σε φονικότητα, η στρατιωτική ισχύς δεν ασκείται τόσο πολύ όσο απειλείται όταν έχει απέναντι της μια αξιόπιστη αποτροπή. Είναι, η διαπραγματευτική δύναμη και η εκμετάλλευση αυτής της δύναμης, για καλό ή κακό, για τη διατήρηση της ειρήνης ή για την απειλή πολέμου, είναι η διπλωματία της βίας. Επικεντρωνόμαστε στον τρόπο με τον οποίο οι στρατιωτικές δυνατότητες χρησιμοποιούνται, επιδέξια ή αδέξια, ως διαπραγματευτική δύναμη.

Σήμερα, υποβαλλόμαστε στη βάσανο των ρωσικών ή τουρκικών τελεσιγράφων. Δεν είναι πλέον δυνατό να προσποιούμαστε ότι αυτά τα αυταρχικά κράτη επιδιώκουν κάτι λιγότερο από μια χονδρική αναδιατύπωση των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων ασφάλειας, που να υποστηρίζονται από νέες «εγγυήσεις» που θα αντικαθιστούσαν εκείνες στις οποίες βασιζόμαστε. Με άλλα λόγια, η διπλωματία είναι απαραίτητη, όχι επαρκής, προϋπόθεση ασφάλειας. Γνωρίζουμε ότι για τους Ευρωπαίους σε οποιαδήποτε πολυμερή μορφή (ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΟΑΣΕ) η διπλωματία είναι αποτελεσματική μόνο με σαφείς στόχους, εμφανή πολιτική βούληση και την αποτρεπτική σκληρή ισχύ, που μπορεί να αλλάξει τον στρατηγικό λογισμό των άλλων παραγόντων.

Η διπλωματία, είτε πολιτική ή στρατιωτική, είναι μια αλληλουχία αιτιών και αποτελεσμάτων, η πορεία των οποίων μπορεί να αναλυθεί και να γίνει κατανοητή από μια πνευματική προσπάθεια, αλλά όχι κατευθυνόμενη από τη φαντασία. Για παράδειγμα, η αλαζονική συμπεριφορά της Τουρκίας φαίνεται να αποτελεί ανυπέρβλητη πρόκληση για όλα τα κράτη της Μεσογείου. Εξάλλου, δεν είναι μόνο μια μαζική, πολυδιάστατη κρίση που απαιτεί συλλογική δράση. Είναι επίσης ένα γεγονός που μεγεθύνει πολλές προϋπάρχουσες δυνάμεις που ωθούν τη γεωπολιτική σε μια περισσότερο συνεργατική και πιο συγκρουσιακή κατεύθυνση. Ωστόσο, ας είμαστε προσεκτικοί ενάντια στον «ακραίο ρεαλισμό» επειδή παρέχει τους λόγους για σκόπιμη ή ουσιαστική δράση και επειδή προσφέρει ένα συνεχή αγώνα για ισχύ που καθιστά αδύνατη κάθε είδους διεθνούς κοινωνίας.

Στις περισσότερες περιπτώσεις όταν επιδεικνύουμε αποφασιστικότητα στη περιοχή των συγκρουσιακών καταστάσεων, αναμένεται η επόμενη στρατηγική κίνηση. Ο πόλεμος κατά του τουρκικού εξαναγκασμού είναι μέρος της στρατηγικής της αντίθεσης σε τέτοιες κινήσεις ισχύος (ή της ικανότητας, ή της ίδιας της απόφασης, να κινηθούν), μαζί με μια προσπάθεια να αδειάσουμε τον αντίπαλο από τη μελλοντική παρουσία και να μειωθεί η συνολική επιθυμία για περιφερειακή επιρροή του.

Είναι σημαντικό για τους επαγγελματίες της εθνικής ασφάλειας να αναλύσουν και να κατανοήσουν τον πόλεμο κατά της ασφάλειας ως στοιχείο της ειρήνης καθώς και της στρατηγικής εν καιρώ πολέμου, αν θέλουμε να τους αντιμετωπίσουμε όταν απαιτείται. Εάν επιθυμούμε ο Ελληνισμός να αναπτύξει και να διατηρήσει την ικανότητα να νικήσει -και έτσι να έχουμε την ικανότητα να αποτρέψουμε- εξελιγμένες στρατηγικές κατά της διακυβέρνησης μας που απειλούν να μειώσουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, να επηρεάσουν ή να έχουν πρόσβαση σε αμφισβητούμενες περιοχές, απαιτείται μια συντονισμένη, αρθρωτή και επίμονη ενδοκυβερνητική προσέγγιση, και όχι μόνο με το σχεδιασμό των Υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας.

Τα λογικά πρώτα βήματα προς τη δημιουργία μιας τέτοιας διυπηρεσιακής προσέγγισης περιλαμβάνουν την αναγνώριση και την ανάλυση του προβλήματος, την εξέταση των συνεπειών του, τον εντοπισμό αμοιβαίων υποστηρικτικών ενεργειών και την περιγραφή διαδικασιών με τις οποίες μπορεί να συντονιστεί μια προσέγγιση. Φαίνεται τελικά, ότι βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή όσον αφορά την ευρωπαϊκή ασφάλεια η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με την εθνική μας ασφάλεια. Δυστυχώς ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η ΕΕ παρουσιάζονται προετοιμασμένοι για το νέο σύστημα ασφαλείας. Όσο η Ευρώπη υποχωρεί, η πραγματικότητα και η θρασύτητα των απαιτήσεων θα αυξάνονται. Το «Ευρωπαϊκό δόγμα» δεν είναι ούτε αποτρεπτικό ούτε αμυντικό. Οι προειδοποιήσεις για περισσότερες κυρώσεις είναι απίθανο να κρυώσουν το αίμα είτε του Κρεμλίνου ή της Άγκυρας. Για να αποτρέψουμε τις αναθεωρητικές χώρες, πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε με αυτό που φοβούνται. Είμαστε ικανοί για αυτό; Εάν ναι, τα περιθώρια για διπλωματία θα αυξηθούν. Αν όχι, τότε οι κίνδυνοι πολέμου θα αυξηθούν.

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS). Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.

 

Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη free press της Θεσσαλονίκης Καρφίτσα (29/4/2022) 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024