Οι Υβριδικές Απειλές Της Τουρκίας Κατά Της Εθνικής και Ευρωπαϊκής Ασφάλειας Απαιτούν Συντονισμό
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Η Τουρκία δεν αποτελεί πλέον απειλή, αλλά ενεργό μαχητή σε έναν πόλεμο σκιάς όχι μόνο με τον Ελληνισμό, αλλά με τη Δύση γενικότερα. Μέρος του προβλήματος είναι ότι η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να υποτιμούν την κατάσταση. Δεν αντιλαμβάνονται ότι βρισκόμαστε πλέον σε γκρίζα ζώνη πολέμου. Ο υβριδικός πόλεμος που δεχόμαστε είναι ένας πόλεμος με άλλα μέσα και έχει στόχο να εξαναγκαστεί είτε η Δύση ή ο Ελληνισμός να παραδοθούν χωρίς να προχωρήσουν σε άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση. Η εθνική κατάσταση ασφάλειας χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από τις λεγόμενες υβριδικές απειλές που στοχεύουν στη διατάραξη της δημόσιας τάξης κυρίως του Ελληνισμού. Οι φορείς από τους οποίους προέρχονται δεν είναι πάντα κρατικοί, αλλά (κυρίως) αυτοί που υποστηρίζονται μόνο έμμεσα ή κρυφά από την κρατική μηχανή. Αυτές περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, ομάδες χάκερ ή τρολ που ενθαρρύνονται ή απλώς γίνονται ανεκτές από τις κρατικές τουρκικές αρχές και που διαταράσσουν κρίσιμες υποδομές ή προσπαθούν να χειραγωγήσουν τις εθνικές διαδικασίες.
Ο διττός στόχος μιας υβριδικής απειλής, είναι η φθορά (αποφεύγοντας μάλιστα τις νομικές συνέπειες που θα είχε μια παραδοσιακή-πολεμική πράξη) και ο αιφνιδιασμός (σοκ) του αντιπάλου έτσι ώστε το πλήγμα που προκαλεί ο υβριδικός πόλεμος, να καταστήσει αδρανή τον αντίπαλο και να αυξήσει το κόστος επαναφοράς του σε θέση ισορροπίας-ισχύος (προ της υβριδικής φθοράς που υπέστη).
Πριν από μερικά χρόνια, οι υβριδικές απειλές χαρακτηρίζονταν από την ταυτόχρονη χρήση ένοπλων συγκρούσεων και τη χρήση μη βίαιων, κρυφών οργάνων επιρροής, όπως στα Ίμια. Ωστόσο, σήμερα, η εστίαση είναι στην ποικιλομορφία των εμπλεκόμενων παραγόντων, καθώς και στη διαπλεκόμενη χρήση πολλών μη στρατιωτικών αλλά παράνομων προσεγγίσεων για την αποσταθεροποίηση της εθνικής συνοχής, όπως η στοχευμένη κυβερνοεπίθεση σε οικονομικούς τομείς, η συστηματική χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης, η μέσω δολιοφθοράς πρόκληση πυρκαγιών, ή και η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού προβλήματος. Όσον αφορά την Τουρκία, εκτιμάται ότι όλα τα διαθέσιμα μέσα θα συνδυαστούν μεταξύ τους, κάτω από το κατώφλι της ένοπλης σύγκρουσης. Η «εργαλειοθήκη» για τις υβριδικές απειλές έχει γίνει αντιστοίχως ολοένα πιο ποικιλόμορφη και εκτεταμένη, ακόμη και αν είναι κυρίως μη στρατιωτικού χαρακτήρα. Η παραδοσιακή πολιτική ασφάλειας, που νοείται ως διασφάλιση των συνόρων ή εδαφική άμυνα, υπολείπεται συστηματικά εδώ, διότι οι υβριδικές απειλές θέτουν σε κίνδυνο την εσωτερική συνοχή της δημοκρατικής κοινωνίας μας και συνεπώς τον πυρήνα της καθημερινότητας.
Μια σύγχρονη απάντηση πολιτικής ασφάλειας πρέπει να περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό τομέων και παραγόντων, αντικατοπτρίζοντας την ποικιλομορφία των υβριδικών απειλών. Δεδομένου ότι οι περισσότερες απόπειρες διατάραξης της δημόσιας τάξης είναι συγκαλυμμένες, η πρώτη προτεραιότητα είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας της δημοκρατικής κοινωνίας σε όλους τους τομείς. Η Ελληνική Κυβέρνηση, έχει δεσμευτεί στην προσέγγιση της ανθεκτικότητας τον τελευταίο καιρό και προσπαθεί να καλύψει όλο και περισσότερους τομείς της σύγχρονης κοινωνίας διασυνοριακού κινδύνου, με την ενίσχυση υποδομών τόσο στον Έβρο όσο και στα νησιά. Επίσης έχει καταβληθεί προσπάθεια για την προστασία των επενδύσεων, της βιομηχανίας ενέργειας, των εθνικών δικτύων μεταφορών, των επικοινωνιών και των υποδομών και της ολοκληρωμένης (ψηφιακής) εσωτερικής αγοράς συμβάλλοντας στην οικοδόμηση ανθεκτικότητας.
Ωστόσο περισσότερο από ποτέ η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των τουρκικών υβριδικών απειλών επιτάσσει την εγρήγορση για την αντιμετώπιση της εκστρατείας παραπληροφόρησης. Γενικά, η επέκταση μιας διαλειτουργικής ασφάλειας και άμυνας θα έπρεπε να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση ενός ευρέος φάσματος υβριδικών απειλών όσον αφορά την παθητική ή την πολιτική άμυνα μέσω υψηλότερων προτύπων ασφαλείας και βελτιωμένων μηχανισμών συντονισμού της Κυβερνήσεως.
Μια βασική αδυναμία παραμένει η έλλειψη εστιασμένης χαρτογράφησης, κοινής αξιολόγησης και προληπτικής, στραμμένης εξωτερικής πολιτικής απάντησης στις υβριδικές απειλές. Πρέπει να γίνει κατανοητό στους εταίρους ότι η Τουρκία υπονομεύει ενεργά τη φιλελεύθερη διεθνή τάξη μέσω της διαφθοράς, των εγκλημάτων και των θανατηφόρων «ψεύτικων ειδήσεων», κάνοντας ευρεία χρήση της «Sharp Power» και όλοι όσοι έπρεπε να αντιδράσουν παραμένουν αδιάφοροι. Από τη στιγμή που ο ορθολογισμός δεν αποτελεί προνόμιο για την Τουρκία έτσι ώστε από μόνος του να εξασφαλίζει κέρδη, τότε το πλεονέκτημα-κέρδος θα επέλθει πράττοντας κάτι που η Ελλάδα, δεν θα το έχει προβλέψει. Το απρόβλεπτο, στηρίζεται εν πολλοίς στην τακτική του αιφνιδιασμού και αυτός με τη σειρά του, στην εξαπάτηση του αντιπάλου. Η Τουρκία, εφαρμόζει σε τακτικό επίπεδο πολλά από τα τεχνάσματα που παραδοσιακά εφάρμοζαν οι λήπτες αποφάσεων κατά την εποχή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο). Έτσι ο εκβιασμός και η απειλή, βρίσκονται στον πυρήνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Ωστόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ παραμένουν αδιάφοροι. Ίσως ο πιο σημαντικός λόγος για αυτήν την αποτυχία είναι ότι οι αναλύσεις απειλών των εταίρων και συμμάχων είναι ότι οι εικόνες για την κατάσταση της πολιτικής ασφάλειας διαφέρουν σημαντικά. Συχνά δεν επιτρέπουν μια κοινή ερμηνεία της κατάστασης και επομένως δεν επιτρέπουν ομοιόμορφη διατύπωση μέτρων πολιτικής ασφάλειας. Είναι κατανοητό ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στην αντίληψη των απειλών για την πολιτική ασφάλειας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας ή Γερμανίας και Γαλλίας. Εάν κάθε κράτος της ΕΕ κατανοεί την κατάσταση απειλής μόνο στο δικό του εθνικό υπόβαθρο, το σύνολο των κρατών μελών μπορεί μόνο να συμφωνήσει σε μια μινιμαλιστική ΚΕΠΠΑ και δεν μπορεί να αναπτύξει μια συντονισμένη προσέγγιση στις συγκρούσεις.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό στην Ευρώπη είναι η φύση της απειλής, ή ακόμα και για το πότε μια επίθεση απαιτεί μια απάντηση. Το οπλοστάσιο πρέπει να περιλαμβάνει μια ισχυρή αντιπολεμική εκστρατεία τώρα, με δυνάμεις πολιτικής άμυνας σε θέση να καταστείλουν πιθανές συγκρούσεις μέσα σε ένα νομικό πλαίσιο και να είναι σε θέση να διακρίνουν ποιος υποκινεί τέτοια γεγονότα, μια ισχυρή ικανότητα σε κυβερνοπόλεμο, και ενισχυμένη συνεργασία για την καταπολέμηση όλων των μορφών υβριδικών απειλών.
Τελικά, με μια ισχυρότερη δέσμευση στην περιοχή, επίσης με έμφαση στην πολιτική ασφάλειας, θα είναι απαραίτητο να γίνει αντιληπτό σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο ποια πιθανά σενάρια κρίσεων και συγκρούσεων με την Τουρκία θα μπορούσαν να είναι και ποιες απαντήσεις θα απαιτηθούν σε κάθε περίπτωση. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αντιδράσουμε έγκαιρα και συντονισμένα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS). Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.
Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη free press της Θεσσαλονίκης Καρφίτσα (7/5/22)