Μια πρώτη αποτίμηση της συνάντησης Μπάιντεν Μητσοτάκη
της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου*
Ιστορικός- Διεθνολόγος
Μια πρώτη αποτίμηση από τη χθεσινή συνάντηση των κκ. Μητσοτάκη με Μπάιντεν είναι ότι υπήρξε ιδιαίτερα θερμό κλίμα ανάμεσα στους δύο ηγέτες. Μία συνισταμένη που φυσικά έχει να κάνει με δύο κυριότατους παράγοντες, αφενός το ισχυρό ελληνοαμερικανικό λόμπι που ιδίως τα τελευταία χρόνια και μετά την επιθετικότητα της Τουρκίας λειτουργεί ως προστατευτικός μανδύας απέναντι στο κράτος καταγωγής του, συγχρόνως δε, ότι αναλογικά διαθέτει περισσότερους Γερουσιαστές στο Δημοκρατικό Κόμμα, αφετέρου δεν μπορούμε να μην βάλουμε την επικοινωνιακή συνιστώσα από μέρους του Μπάιντεν και του επιτελείου του, δίνοντας μηνύματα πίεσης στην Τουρκία για επαναφορά στην «νομιμότητα», αυτής που πρεσβεύει η αμερικανική πλευρά.
Η γραβάτα τού Μπάιντεν που είχε αποτυπωμένη την ελληνική σημαία, η συνάντηση των δύο ηγετών σε αίθουσα του Λευκού Οίκου που ανοίγει σε πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις αποτελούν φυσικά τα στοιχεία εκείνα που υποδηλώνουν την ιδιαίτερη βαρύτητα που έδωσε το αμερικανικό επιτελείο προκειμένου να περάσει τα μηνύματα που επιδίωκε να περάσει σε μία Τουρκία που πατάει σε δύο βάρκες, ιδιαίτερα δε μετά τον ουκρανικό Πόλεμο και τον τελευταίο εκβιασμό της απέναντι στο ΝΑΤΟ.
Φυσικά, όλο αυτό το επικοινωνιακό παιχνίδι η ελληνική πλευρά οφείλει να το εκμεταλλευτεί στο μέγιστο βαθμό. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός έκανε λόγο στην κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο για την τουρκική προκλητικότητα και την επιθυμία της χώρας μας να μπει στο πρόγραμμα των F35.
Συγχρόνως ήταν μία ιδιαίτερη έξυπνη κίνηση η ελληνική αντιπροσωπεία να απαρτίζεται από Υπουργούς της Κυβέρνησης που εκτός του χαρτοφυλακίου τους, έχουν σπουδές στο αμερικανικό κράτος, υποδηλώνοντας φυσικά το πολιτιστικό-κοινωνικό, και αρκετά δευτερευόντως το πολιτικό, δέσιμο των δύο χωρών.
Όμως άραγε η για μια ακόμη φορά τοποθέτηση του Έλληνα πρωθυπουργού εναντίον της προκλητικότητας της Τουρκίας αρκεί; Η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως, ωστόσο στη Διπλωματία που τα συμφέροντα κινούν τις διαδικασίες, είναι τελείως φενάκη να πιστεύεται αυτό. Εννοείται ότι η Ελλάδα οφείλει να έχει ψηλά στην ατζέντα της τη συνεχόμενη και διαρκή καταγγελία της επιθετικής συμπεριφοράς της γειτονικής χώρας, όμως η ίδια οφείλει να πράξει και πιο συντονισμένα βήματα, αποδεικνύοντας ότι δεν της αρκούν ως κράτος μόνο τα λόγια από τις συμμαχικές χώρες.
Εκ των πραγμάτων είναι γνωστό ότι οι συναντήσεις μεταξύ ηγετών έχουν το παρασκήνιο που συνήθως δεν βγαίνει προς τα έξω για το τι έχει ειπωθεί στα «ενδότερα». Ωστόσο υπάρχουν κάποιες πτυχές που η χώρα μας όφειλε να κάνει λόγο σε αυτές (αν φυσικά δεν τις έκανε στα «ενδότερα»). Αρχικά ,η απόφαση της Κυβέρνησης Μπάιντεν να ξαναβάλει την Τουρκία σε πρόγραμμα αγοράς πολεμικών αεροσκαφών. Παράλληλα και με αφορμή τον τελευταίο εκβιασμό της Τουρκίας να ζητήσει δεσμεύσεις από αμερικανικής πλευράς όσον αφορά την εγκατάσταση νέων στρατιωτικών βάσεων (που υπάρχουν στην ελληνοαμερικανική συμφωνία ως μελλοντική συνθήκη) σε νευραλγικής σημασίας νησιά του Αιγαίου. Και εννοείται να ζητηθούν δεσμεύσεις ότι η Σούδα να φέρει πιο αναβαθμισμένης διάστασης στρατιωτικά χαρακτηριστικά από την αμερικανική βάση του Ιντζιρλικ (που λειτουργεί μόνο ως αεροπορική βάση), αν και φυσικά η κάθε βάση έχει άλλους ρόλους για τα αμερικανικά συμφέροντα, παρόλα αυτά η αναβάθμιση αυτή που οι αξιωματικοί γνωρίζουν κατω από ποιο πλαίσιο μπορεί να επιτευχθεί αυτό, ουσιαστικά θα δημιουργεί μια περιοχή ασπίδας των ελληνοκυπριακών συμφερόντων. Συγχρόνως δε, καθώς η Κύπρος είναι ο πνεύμονας του Ελληνισμού, ανεξάρτητα που αποτελεί διαφορετική πολιτειακή οντότητα, η ελληνική πλευρά οφείλει εκτός από το θέμα της τουρκικής προκλητικοτητας να συζητήσει το ζήτημα προενταξιακής διαδικασίας στο ΝΑΤΟ, ανεξάρτητα του γεγονότος ότι το αγκάθι ονομάζεται Τουρκία. Όμως η περίπτωση άρσης από τις ΗΠΑ του εμπάργκο πώλησης βαρέως εξοπλισμού στο κυπριακό Κράτος είναι μια συνθήκη που φυσικά θα τρανταξει συθέμελα τη γειτονική μας χώρα.
Θα πούμε κάτι τελειώνοντας: Κανένα κράτος δεν αναβαθμίζει το ρόλο του με το να δίνει τα διαπιστευτήριά του σε μια υποτιθέμενη υπερδύναμη. Γιατί ως γνωστόν οι υπερδυνάμεις βασικό στοιχείο διαμόρφωσης της ισχύος τους έχουν και τον τρόπο που θα κινηθούν με τους λεγόμενους «μικρούς» και «μεσαίους» σε ισχύ. Εννοείται ότι το καλό κλίμα στη Διπλωματία αποτελεί κινητήριο μοχλό. Όμως ένα κράτος αναβαθμίζει το ρόλο και τη θέση του όταν τα ανέφικτα προσπαθεί να τα κάνει εφικτά… Ακόμα κι όταν θα δεχτεί την άρνηση, ο τρόπος που θα επικοινωνήσει τις επιδιώξεις του αυτομάτως αναμορφώνει το ρόλο του… Δεν πας σαν φτωχός συγγενής που ψάχνεις το ψιχουλο επιβίωσης, αλλά πας ως ο συγγενής που απαιτεί όχι μόνο τη νόμιμη περιουσία, αλλά και το επιπλέον μερίδιο της προσφοράς σου στην οικογένεια. Και ο νοών νοείτω.
Και σήμερα στην παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού στο αμερικανικό Κογκρέσο δεν αναμένω απλά τη δημόσια δήλωση για την τουρκική προκλητικότητα, αυτήν την γνωρίζουν και οι πέτρες, αναμένω ο λόγος του κ.Μητσοτάκη να δημιουργεί δεσμεύσεις του Αμερικανικού Κογκρέσου προς τα ελληνικά συμφέροντα.
*Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Μέλος και Εξωτερική Συνεργάτιδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ), Εξωτερική Συνεργάτιδα Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και Σχολής Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ)