29/03/2024

Μεταξύ «Αετού» και «Δράκου»: Μπορεί η Νότια Κορέα να διαμορφώσει εξελίξεις στην Ανατολική Ασία και ενδεχομένως στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο;

Γράφει ο  Ιωάννης Κουτζούμης*  

 

 

Ένα παλιό ρητό της Κορέας παρομοίαζε την γεωγραφική θέση της χώρας με γαρίδα που είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα σε φάλαινες. Tο απόφθεγμα αυτό περιέγραφε αρκετά εύληπτα τα γεωγραφικά δεσμά για τη Νότια Κορέα, αφού στο παρελθόν περιβαλλόταν από κράτη τεράστιας έκτασης καθώς και από στρατιωτικές υπερδυνάμεις (Κίνα και Ιαπωνία σε πρώτο γεωγραφικό βαθμό, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ-Ρωσία σε δεύτερο). Εντούτοις, στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, η γεωγραφία δεν είναι πια μοιραία ή απροσπέλαστη, διότι οι περιορισμοί της τελευταίας μπορούν να υπερφαλαγγιστούν ως ένα βαθμό από τα σύγχρονα διαθέσιμα μέσα (τεχνολογία, μέσα επικοινωνίας). Συνυπολογίζοντας επίσης τα δεδομένα της στρατιωτικής φθοράς των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, την μεταπολεμική εκρίζωση των ιαπωνικών ενόπλων δυνάμεων των οποίων η τρέχουσα παρουσία θεωρείται τυπική και υποστηρικτική στις επιχειρήσεις peacemaking-peacebuilding των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και την απουσία άμεσης απειλής από την Ρωσία προς την Δημοκρατία της Κορέας, την ώρα που η πολεμική μηχανή της πρώτης δείχνει να εκτίθεται από τα επιχειρησιακά της επιτεύγματα στην Ουκρανία, διαπιστώνεται ότι η παραπάνω παροιμία είναι μάλλον παρωχημένη. Και αυτό όχι επειδή η ισχύς για τις φάλαινες που περιστοιχίζουν την «γαρίδα» είναι μειούμενη, αλλά επειδή η τελευταία, δηλαδή η Νότια Κορέα, ανήκει στις δέκα πιο ισχυρές οικονομίες του κόσμου και επενδύει όλο και περισσότερους πόρους για την εθνική της άμυνα. Συνεπώς, η τρέχουσα εικόνα της Νότιας Κορέας παραπέμπει περισσότερο σε ασιατικό τίγρη ο οποίος θα αποτελέσει διαμορφωτή εξελίξεων στην Ανατολική Ασία, επηρεάζοντας ακόμη και την λεπτή ισορροπία ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.       

Η Νότια Κορέα συγκαταλέγεται στο γκρουπ των μεσαίων ή περιφερειακών δυνάμεων. Εφόσον όμως δεν υπάρχει ταύτιση για τον επακριβή ορισμό των κρατών που ανήκουν σε αυτήν την ομάδα, πρέπει να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις που καθιστούν μια δύναμη περιφερειακή-μεσαία. Έτσι λοιπόν ο συνδυασμός από την έρευνα της διεθνούς βιβλιογραφίας καταλήγει ότι τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για την ένταξη των κρατών στην εν λόγω κατηγορία είναι:  

  • Οριοθέτηση (συμμετοχή και αλληλεπίδραση μέσα σε μία εδαφικά, πολιτικά και οικονομικά καθορισμένη περιφέρεια)
  • Αξιώσεις (προβολή ηγετικής ικανότητας και αποφασιστικότητας ως προς την διαμόρφωση της περιφερειακής ατζέντας θεμάτων)
  • Δυνατότητες (στρατιωτική και οικονομική ισχύς, κατοχή πλουτοπαραγωγικών πόρων, γεωγραφία, δημογραφία)
  • Επιρροή και αναγνώριση (βαθμός επίδρασης του δρώντα στα περιφερειακά-διεθνή ζητήματα και η αναγνώριση της συνεισφοράς του από τα υπόλοιπα κράτη)

Το ερώτημα που θα μας απασχολήσει στην συνέχεια είναι εάν η Νότια Κορέα πληροί τα παραπάνω κριτήρια. Αν ναι, τότε είναι μια μεσαία δύναμη στην καρδιά της περιφέρειας όπου διαδραματίζεται το μέλλον της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος.

Κατ’ αρχάς, η Νότια Κορέα ανήκει στην περιφέρεια της Ανατολικής Ασίας. Οι κυριότεροι παίκτες σε αυτήν την περιοχή πέραν της Νότιας Κορέας είναι η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ρωσία, η Βόρεια Κορέα και προφανώς οι ΗΠΑ που αποτελούν δύναμη (και) του Ειρηνικού Ωκεανού εξαιτίας των στρατιωτικών βάσεων και των θεμελιωμένων συμμαχικών δεσμών που διατηρούν με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Έπειτα, οι αξιώσεις και η ηγετικές της ικανότητες έχουν διευρυνθεί κατά την τελευταία δεκαετία, πιστοποιώντας την ενεργητικότερη ενασχόλησή της με τα περιφερειακά και διεθνή ζητήματα. Πράγματι, η «πρωτοβουλία της Νέας Ασίας» (New Asia Initiative) που πρωτοπαρουσιάστηκε ως μέρος της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας του 2009, αποτελεί το θεμέλιο της συντονισμένης προσπάθειας της Κορέας να αποκτήσει αυξανόμενη επιρροή στην περιοχή και τελικά να αποτελέσει γέφυρα μεταξύ των αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων χωρών. Πιο συγκεκριμένα, η στρατηγική αποβλέπει στην εμβάθυνση των σχέσεων με τα κράτη της Κεντρικής-Νότιας Ασίας και της Ωκεανίας, δίνοντας έμφαση στους τομείς του εμπορίου, της ενέργειας και του πολιτισμού. Ειδικότερα στον τελευταίο κλάδο, οι κυβερνήσεις της Νότιας Κορέας ήδη από τις αρχές του 2000 έχουν αξιοποιήσει την ήπια ισχύ της εγχώριας βιομηχανίας ταινιών, μουσικής και φαγητού ώστε να προωθήσουν την χώρα ως τον «πολιτιστικό ηγέτη» της περιφέρειας. Έτσι λοιπόν η Νότια Κορέα διατηρεί βλέψεις για περιφερειακή παρουσία υποδεικνύοντας τον εαυτό της ως την «φωνή της Ασίας» στην διεθνή κοινότητα και περεταίρω ως κράτος-πρότυπο για τους υπόλοιπους, αφού ο θεμελιωμένος εκδημοκρατισμός, η εθνική ανάπτυξη και οι πρωτοβουλίες της σε διάφορα θέματα «χαμηλής πολιτικής» όπως είναι τα περιβαλλοντικά (Low Carbon, Green growth strategy), μπορούν να αποτελέσουν φωτεινό παράδειγμα για την μελλοντική ευημερία των έτερων δυνάμεων.

Σε ότι αφορά την ζωτική παράμετρο των δυνατοτήτων, η Νότια Κορέα είναι η 10η ισχυρότερη οικονομία του κόσμου σε όρους ονομαστικού ΑΕΠ, ούσα μόλις η 9η χώρα που ξεπέρασε το φράγμα του $1 τρις στον αντίστοιχο δείκτη τον Δεκέμβριο του 2011. Στην Ανατολική Ασία μάλιστα συνυπάρχουν οι τρεις από τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες διεθνώς (Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα) με την Δημοκρατία της Κορέας να διατηρεί σαφώς μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Κίνα ($31,631.5 έναντι $10,434.8) και ελαφρώς μικρότερο από την Ιαπωνία ($40,193.3). Αναμφίβολα, η ευημερούσα εθνική οικονομία με προσανατολισμό στις εξαγωγές και η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την ύπαρξη ισχυρής τεχνολογικής βάσης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Νότια Κορέα είναι το δεύτερο κράτος στον κόσμο με τις μεγαλύτερες επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη (R&D) ως ποσοστό του ΑΕΠ (4,8%) αφήνοντας πίσω της όλα τα κράτη-μέλη της G-7. Επιπλέον, η βαριά βιομηχανία στους τομείς των αυτοκινήτων, των πλοίων και του χάλυβα, η βιομηχανία ηλεκτρονικών ειδών και η δραστηριοποίηση διεθνών κολοσσών (Samsung, LG, Hyundai, Posco) συμβάλουν αφενός στην συσσώρευση σκληρού νομίσματος και αφετέρου στην προώθηση του national brand σε διεθνή κλίμακα.

Από την άλλη, η οικονομική ισχύς και η τεχνογνωσία δεν γίνεται να μην διαχυθούν στην στρατιωτική σφαίρα. Σε συνδυασμό με το μόνιμο πρόβλημα της πυρηνικοποιημένης Βόρειας Κορέας και της όλο και πιο διεκδικητικής Κίνας, η Νότια Κορέα δεν είχε άλλη επιλογή από το να ξοδέψει περισσότερα χρήματα για τις στρατιωτικές της δυνατότητες. Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με τα δεδομένα του Ινστιτούτου για την έρευνα της Διεθνούς Ειρήνης της Στοκχόλμης (SIPRI), η Νότια Κορέα διαθέτει σταθερά το 2,8% του ετήσιου ΑΕΠ της για τις ανάγκες της εθνικής άμυνας κατά την τελευταία τριετία (δεν έχει πέσει ποτέ κάτω από το 2,4% έπειτα από την ανακωχή που τερμάτισε τον πόλεμο της Κορέας το 1953), ενώ ο αυξανόμενος ρυθμός στις εξαγωγές οπλικών συστημάτων από το 2015 (94 εκατομμύρια δολάρια το 2015 έναντι 827 εκατομμυρίων δολαρίων το 2020) μαρτυρά την ύπαρξη μιας ακμάζουσας πολεμικής βιομηχανίας. Το πιο πρόσφατο τέκνο από την ώσμωση οικονομίας, τεχνολογίας και έμφασης στην στρατιωτική ισχύ ήταν η επιτυχημένη δοκιμή εκτόξευσης βαλλιστικού πυραύλου από υποβρύχιο (SLBM) τον Σεπτέμβριο του 2021 (μόλις η 8η χώρα διεθνώς με ανάλογη ικανότητα), επιτυχία που επανέλαβε ξανά τον Απρίλιο του 2022 όταν εκτόξευσε δύο βαλλιστικούς με εμβέλεια τα 500 χιλιόμετρα.

Βεβαίως πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Νότια Κορέα διαθέτει και αδυναμίες όπως είναι ο γερασμένος πληθυσμός της, η εξάρτηση από την εισαγωγή πρώτων υλών, η κυριαρχία των βιομηχανικών ομίλων (chaebols) επί του οικονομικού ανταγωνισμού και ενδεχομένως η γεωγραφία με την έννοια της συσσώρευσης εμπορικών και στρατιωτικών ανταγωνιστών σε μία σχετικά μικρή περιοχή. Αν όμως απουσίαζαν τα μειονεκτήματα, η Νότια Κορέα θα ήταν υπερδύναμη και όχι περιφερειακός παίκτης. Εντούτοις, αυτό δεν αποτελεί τροχοπέδη για την άσκηση επιρροής στα υπόλοιπα κράτη της Ανατολικής Ασίας. Η πιο πομπώδης πιστοποίηση για το διπλωματικό εκτόπισμα της Νότιας Κορέας ήταν η λεγόμενη «sunshine policy» όταν η τελευταία στα τέλη της δεκαετίας του ’90, διεμβόλισε τις ψυχροπολεμικές συνθήκες που επικρατούσαν στην χερσόνησο της Κορέας, οικοδομώντας ένα περιφερειακό consensus μέσα στο οποίο θα εντασσόταν η Βόρεια Κορέα. Με αυτόν τον τρόπο η Σεούλ αναδείχθηκε σε υπερασπιστή της περιφερειακής ατζέντας ασφαλείας, αποτελώντας μέχρι σήμερα το υπόδειγμα για την ειρηνική επίλυση των μακροχρόνιων διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη της περιοχής.

(Πηγή: The World Bank: https://databank.worldbank.org/source/world-development-indicators)

 

 

Μικρή σημασία έχουν μολαταύτα οι παραπάνω εσωτερικές δυνατότητες εάν δεν εξεταστεί η ανταπόκριση της Νότιας Κορέας στους δομικούς περιορισμούς και τις ευκαιρίες που προκύπτουν από τον σινοαμερικανικό ανταγωνισμό. «Εμπορικές δουλειές με το Πεκίνο και ασφάλεια από τις ΗΠΑ», είναι το αξίωμα που περιγράφει τον πυρήνα της γεωστρατηγικής σκέψης της Σεούλ. Προφανώς, η παραπάνω πολιτική δεν είναι μονολιθική ώστε να παραμένει αμετακίνητη ανεξαρτήτως των συνθηκών. Ως εκ τούτου, η εκάστοτε κυβέρνηση που βρίσκεται στον Κυανό Οίκο αλληλεπιδρά με τις περιφερειακές-διεθνείς συνθήκες που επικρατούν (προκλήσεις από την Βόρεια Κορέα, πόλεμος στην Ουκρανία, μελλοντική επίθεση της Κίνας στην Ταιβάν;) και τελικά παράγουν δυνάμεις οι οποίες ανάλογα με την περίσταση, έλκουν την Νότια Κορέα πιο κοντά στην Κίνα, πιο κοντά στο κέντρο («ουδετερότητα») ή πιο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα σημερινά δεδομένα, ειδικά η εκλογή του Yoon Suk-yeol στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου, επιβεβαιώνουν το τελευταίο σενάριο δηλαδή την αναθέρμανση των σχέσεων Σεούλ-Ουάσιγκτον. Η τελευταία σχέση είναι από τις πιο παγιωμένες στην Ανατολική Ασία καθώς έχει λάβει την μορφή στρατιωτικής συμμαχίας ήδη από το 1953. Οι όποιες διακυμάνσεις που προκύπτουν από τυχών προστριβές, όπως για παράδειγμα οι απαιτήσεις από την προεδρία Τραμπ σχετικά με την αύξηση του οικονομικού βάρους που αναλογεί στην Σεούλ για την συντήρηση της διμερούς συμμαχίας τους (5 δις δολάρια), δεν φάνηκαν ικανές να περιορίσουν τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και την από κοινού συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών για το πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγιάνγκ. Επίσης, η στρατιωτική αυτοπεποίθηση της Νότιας Κορέας αποτυπώνεται από την αυξανόμενη επανάκτηση του επιχειρησιακού ελέγχου (OPCON) των ενόπλων δυνάμεών της κατά την τελευταία δεκαετία, προσφέροντας στην ίδια όλο και μεγαλύτερη στρατιωτική αυτονομία. Η OPCON που πρακτικά σημαίνει ότι σε περίπτωση πολέμου ο κορεατικός στρατός θα διοικηθεί από Αμερικανό Στρατηγό, αν και τυπικά λήγει μέσα στο 2022, λογικά δεν θα οδηγήσει στην ολοκληρωτική αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από την χερσόνησο της Κορέας. Και αυτό επειδή η αμερικανική στρατιωτική δύναμη των 28.500 ανθρώπων που βρίσκονται αγκυροβολημένοι στην Νότια Κορέα, είναι ο ελάχιστος παράγοντας συμβατικής αποτροπής έναντι της Βόρειας Κορέας, καθώς επίσης και ένα μέρος από την εκτεταμένη αποτροπή των ΗΠΑ (πυρηνική ομπρέλα) που καλύπτει το συμμαχικό τους δίκτυο στον Ειρηνικό-Ινδικό Ωκεανό. Με άλλα λόγια η Σεούλ θωρακίζει την εθνική της ασφάλεια εξυπηρετώντας τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή, και το αντίστροφο. Το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η win-win κατάσταση που προκύπτει για τους δύο εταίρους, δεν μετατρέπει την μεταξύ τους σχέση σε μια αντίστοιχη πάτρωνα-δορυφόρου. Τουναντίον, ο στρατός της Νότιας Κορέας φαίνεται να επανακτά την ανεξαρτησία του και ο χρόνος που θα χρειαστεί μέχρι την καθολική αποδέσμευση του αμερικανικού ελέγχου επί της κορεατικής διοίκησης, θα εξαρτηθεί τόσο από την μεταξύ τους διαβούλευση, όσο και από το μέγεθος των απειλών που προέρχονται από την Κίνα και την Βόρεια Κορέα.      

Το ιδανικό σενάριο για τη Νότια Κορέα θα ήταν να ενισχύσει την ασφάλεια και τις αποτρεπτικές της ικανότητες χωρίς να προκαλεί την Κίνα και δίχως να οξύνει την επιθετική στάση της Βόρειας Κορέας. Από την πλευρά των ΗΠΑ αντίστοιχα, μια ενδεχόμενη στρατιωτική σύμπλευση Ιαπωνίας-Νότιας Κορέας, θα ήταν η ιδεατή λύση αφού θα πρόσθετε επιπλέον ισχύ στην ανασχετική αρχιτεκτονική κατά της Κίνας, γεγονός που θα τις επέτρεπε να αποδεσμεύσουν συμβατικές δυνάμεις από την περιοχή. Ωστόσο, η ιστορική πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις Ν. Κορέας-Ιαπωνίας, καθιστούν την συμμαχική τους ευθυγράμμιση μακρινό ενδεχόμενο. Αυτό βέβαια δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Από την στιγμή που καμία απόφαση δεν είναι άμοιρη από τις συνέπειές της στην διεθνή πολιτική και πολλώ δε μάλλον όταν ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός έχει εξελιχθεί σε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, η συστράτευση κάποιου τρίτου κράτους με το ένα στρατόπεδο, προσθέτει ισοδύναμη ανασφάλεια στο άλλο. Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο η Σεούλ θα στρέφεται προς την Ουάσιγκτον, τόσο περισσότερο θα απομακρύνεται από το Πεκίνο και θα οξύνει την οργή του. Κάτι ανάλογο συνέβη το 2017 μετά την εγκατάσταση του αμερικανικού αντιβαλλιστικού πυραυλικού συστήματος ΤΗΑΑD στην νοτιοκορεατική επικράτεια. Τα ραντάρ της αεράμυνας THAAD καλύπτουν και μέρος της επικράτειας της Κίνας, οπότε η δικαιολογία ότι ο προορισμός του συστήματος ήταν μόνο για τους βαλλιστικούς πυραύλους της Βόρειας Κορέας, όχι μόνο δεν έπεισε την Κίνα αλλά υπήρξε και αφορμή για την εκκίνηση ενός μαζικού μποϊκοτάζ κατά της τουριστικής και όχι μόνο βιομηχανίας της Νότιας Κορέας. Αν και η τελευταία εισάγει το 24% των προϊόντων της από την Κίνα και οι εξαγωγές της Νότιας Κορέας προς την κινεζική αγορά αυξήθηκαν κατά 22% μέσα στο 2021 σημειώνοντας ιστορικό υψηλό ($163 δις), αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομία θα προδικάσει τον στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Για την ώρα, η ιεραρχία των προτεραιοτήτων της Νότιας Κορέας τοποθετεί την αμερικανική ασφάλεια πιο ψηλά από τις συναλλαγές με την Κίνα. Το τελευταίο συμπέρασμα με την σειρά του, δεν συνεπάγεται με κάποιου είδους κορεατικού decoupling από την κινεζική οικονομία στο άμεσο μέλλον και ούτε προφανώς την λήψη αποφάσεων που θα προκαλούσαν την μετωπική σύγκρουση με το Πεκίνο. Συνεπώς, από την στιγμή πού η Νότια Κορέα είναι αρκετά ισχυρή για να «φινλανδοποιηθεί», η στρατηγική τής επιδίωξη θα είναι να βρει εκείνο το ασύμμετρο σημείο ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ (πιο «κοντά» είτε στον έναν είτε στον άλλον), το οποίο θα τις διαθέσει το μεγαλύτερο περιθώριο για κέρδη και ευκαιρίες.

Κλείνοντας, μερικές σκέψεις που συνδέουν το σημερινό θέμα με την πατρίδα μας. Οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας-Νότιας Κορέας συμπλήρωσαν τα 61 τους χρόνια κατά την τρέχουσα χρονιά, και οι εκδηλώσεις που αφιερώνονται για να τιμήσουν τους 10.500 ανθρώπους του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος στην Κορέα, αναβαθμίζονται ποιοτικά και ποσοτικά. Σε συνδυασμό με την εντεινόμενη αναβάθμιση των διμερών σχέσεων Αθήνας-Σεούλ σε επίπεδο διπλωματίας και κοινωνίας πολιτών, η στιγμή είναι πιο ώριμη από ποτέ προκειμένου να τελεσφορηθεί ένα σχήμα στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ των δύο. Εφόσον η σημειολογία αποτελεί κεντρικό σημείο στην διαμόρφωση της σύγχρονης υψηλής στρατηγικής, η παραπάνω σύμπραξη θα μπορούσε να εκκινήσει μέσω κοινών ασκήσεων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο στις συμβολικές ημερομηνίες που διεξήχθησαν οι καθοριστικότερες μάχες από τους Έλληνες στρατιώτες στο κορεατικό μέτωπο. Και αν η σημειολογία δεν ήταν πειστικό επιχείρημα για την αφορμή της στρατιωτικής τους σύζευξης, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που είναι κοινά για τους δύο:

  • Η Ελλάδα και η Νότια Κορέα είναι ναυτικές δυνάμεις
  • Έχουν επιλέξει τον ίδιο πολιτικό και στρατιωτικό πάροχο ασφάλειας (ΗΠΑ)
  • Βρίσκονται σε περιφέρειες που εγκυμονούν απειλές και κινδύνους τόσο για τους ίδιους, όσο και για την περιφερειακή-διεθνή ασφάλεια
  • Ως μεσαίες δυνάμεις διαθέτουν βούληση και δύναμη πυρός για να υπερασπιστούν την σταθερότητα και να αποτρέψουν την διάχυση αστάθειας από τα περιφερειακά κράτη-ταραξίες

Το ιδανικό σενάριο για την Ελλάδα θα ήταν να διαμορφώσει μια στρατιωτική συνεργασία με την Νότια Κορέα η οποία στην αρχή θα αναπτυσσόταν ως παρακλάδι του ΝΑΤΟ και στην συνέχεια θα εξελισσόταν σε διάδρομο για την διεύρυνση της νατοϊκής εμβέλειας στον ασιατικό χώρο. Αυτό το ενδεχόμενο θα ενίσχυε το αναγεννημένο συμμαχικό δίκτυο της Ελλάδας, για πολλοστή φορά θα πιστοποιούσε το ποιος είναι υπέρμαχος της τάξης και ποιος όχι, και το σημαντικότερο, θα εξέθετε ολοκληρωτικά την γνωστή γεωστρατηγική διπροσωπία των υποτιθέμενων «συμμάχων» οι οποίοι εν καιρώ κρίσιμων αποφάσεων, μπλοκάρουν την σουηδική και φινλανδική ένταξη στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο χρησιμοποιώντας ευτελείς δικαιολογίες.

 

 

Πηγή Κεντρικής Εικόνας από: https://annenberg.usc.edu/news/us-problem-north-korea

 

 

*Τελειόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας  

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024