Μπορεί η πολιτική αστάθεια στο Ισραήλ να ευνοήσει την Ελλάδα;
της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου*
Ιστορικός- Διεθνολόγος
Η ενδεχόμενη αναβολή του ταξιδιού του Αμερικανού Προέδρου στη Μέση Ανατολή τον Ιούλιο με πρώτη επίσκεψη το Ισραήλ είναι μία πιθανότητα, καθώς ο Μπάιντεν θέλει να δει αν η Κυβέρνηση Μπένετ- Λάπιντ πάει σε εκλογές.
Ερώτηση: Γνωρίζοντας τις κοινωνιολογικές και πολιτικές διαστάσεις ενός Κράτους με τα χαρακτηριστικά του Ισραήλ, ήταν δυνατόν να επιβιώσει ένα τέτοιο κυβερνητικό σχήμα; Άλλωστε από την αρχή του σχηματισμού της, η συγκεκριμένη Κυβέρνηση συνεργασίας κρινόταν ιδιαίτερα βραχύβια. Και μάλιστα αντέχοντας δύο σχεδόν χρόνια είναι κατόρθωμα (είναι το όριο αλλαγής της σκυτάλης ανάμεσα σε Μπένετ και Λάπιντ), καθώς δεν υφίσταται μία συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα, βασικό στοιχείο μίας Πολιτείας με τα στοιχεία εθνοκεντρισμού που έχει αναπτύξει το Κράτος του Ισραήλ.
Ο Λάπιντ είναι αρκετά έως πολύ μετριοπαθής σε σημείο μάλιστα, που οι ίδιοι οι ορθόδοξοι Εβραίοι δεν τρέφουν και τα καλύτερα αισθήματα για την πολιτική του. Φυσικά, ο Αμερικανός πρόεδρος επενδύει στον Λάπιντ, ώστε με έρεισμα τις Συμφωνίες του Αβραάμ, όμως εμπλέκοντας σε αυτές και την Τουρκία, να αναδιαμορφώσει ένα νέο status quo στην περιοχή ανάμεσα στα μουσουλμανικά, αραβικά κράτη και το Ισραήλ, μία συνθήκη που για την Ελλάδα θα είναι ιδιαίτερα δυσμενής.
Για την Ελλάδα, μέχρι τουλάχιστον να αναδιαμορφωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως την ευαγγελίζεται ο Μακρόν, πρέπει ο χρόνος να κυλάει υπέρ της κι αυτό θα γίνει μόνο αν το Ισραήλ (γιατί δεν είναι ένα οποιοδήποτε κράτος) πάει σε εκλογές. Αυτή η πρόσκαιρη πολιτική «αστάθεια» στο ισραηλινό κράτος διασφαλίζει το γεγονός, ότι δεν θα αναπτυχθεί μία νέα σχέση όχι μόνο ανάμεσα σε Ισραήλ και Τουρκία, αλλά και ανάμεσα σε Τουρκία και τα αραβικά κράτη. Αυτήν την στιγμή, αν και το έχουμε ξαναπεί, το Ισραήλ κινείται ιδιαίτερα χαμαιλεοντικά, καθώς λόγω της κυβέρνησης συνεργασίας είναι ευπροσάρμοστο σε οποιαδήποτε συνθήκη συζητήσει με τις ΗΠΑ.
Η Ελλάδα, εκτός από τις ενέργειες που κάνει εντός ενωσιακού περιβάλλοντος, οφείλει τις συνεργασίες που έχει συνάψει με τα αραβικά κράτη να τοποθετήσει κάποιες από αυτές σε στρατηγικό επίπεδο. Κι επίσης οφείλει να «υιοθετήσει» χώρες αραβόφωνες και μουσουλμανικές και με χαμηλό βιοτικό επίπεδο.
Μα θα πει κάποιος, ότι εδώ οι Έλληνες αντιμετωπίζουν ζητήματα σε οικονομικό επίπεδο και θα «υιοθετήσει» κράτη που αντιμετωπίζουν ζητήματα επιβίωσης;
Έχουμε ξαναπεί για το δίκτυο Diyanet του τουρκικού κράτους. Ιδρύθηκε ήδη επί Κεμάλ και στόχο είχε τη διείσδυση σε φτωχά περιβάλλοντα μέσω της μορφωτικής, θρησκευτικής και λιγότερο της οικονομικής διπλωματίας. Αυτήν την στιγμή, είναι ένα από τα διεθνώς μεγαλύτερα δίκτυα με παρακλάδια κυριότατα στην Αφρική.
Η χώρα μας οφείλει να οργανώσει ένα τέτοιο δίκτυο, όχι μόνο για τις υποσιτιζόμενες περιοχές, αλλά να απευθύνεται σε κράτη της μεσανατολικής περιοχής με υψηλό οικονομικό επίπεδο. Θα το ξαναπούμε και θα λέμε συνεχώς. Ιδιαίτερα οι χώρες αυτές, οι χώρες του Κόλπου θέλουν και επιδιώκουν την στρατιωτική εκπαίδευση από μία νατοϊκή χώρα, πόσω δε μάλλον από μία χώρα, με την επιχειρησιακή ικανότητα των ελληνικών ΕΔ και δεν είναι εκπαίδευση αυτό που συμβαίνει τώρα, κάποιες χώρες να στέλνουν ενιαυσια κάποια άτομα σε ΑΔΙΣΠΟ και ΣΕΘΑ, ούτε να κάνουν κάποιες κοινές ασκήσεις με εμάς (αυτό είναι επιμόρφωση).
Οφείλουμε ως Κράτος να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο στρατιωτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής που θα απευθύνεται στα Κράτη της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής και θα προσελκύει σε πολύ διαφορετικό επίπεδο από τις ήδη εκπαιδευτικές ή στρατιωτικές συμφωνίες που τώρα υφίστανται, πολίτες και αξιωματικούς, οργανώνοντας εμείς την επιστημονική τους κοινότητα και τους στρατούς τους.
Η χώρα μας είναι μια άκρως ανταγωνιστική χώρα σε σχέση με τα υπόλοιπα δυτικά κράτη, καθώς μπορούμε να διαθέσουμε φθηνά πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών, έχουμε ερευνητές που μπορούμε να διαθέσουμε, ώστε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να τους στείλουμε να οργανώσουν κρατικά πανεπιστήμια (καθώς τα περισσότερα είναι ιδιωτικά, βρετανικά και αμερικανικά), και κυρίως να οργανώσουμε την εκπαίδευση στην υποσαχάρια περιοχή, έχουμε συγχρόνως τις υποδομές να τους εκπαιδεύσουμε σε στρατιωτικό επίπεδο και το μεγαλύτερο πλεονέκτημά μας είναι, ότι όλα ανεξαιρέτως τα κράτη αυτά δεν μας βλέπουν διστακτικά, γιατί ιστορικά η Ελλάδα έχει ιδιαίτερο αποτύπωμα στις χώρες αυτές.
Η Ελλάδα οφείλει να δημιουργήσει ένα δίκτυο εκπαίδευσης και επιμόρφωσης σε ακαδημαϊκό και στρατιωτικό επίπεδο που θα απευθύνεται σε όλες τις αραβικές και τις αφρικανικές κοινωνίες. Και αναφέρομαι σε δίκτυο και όχι απλά σε προγράμματα, ώστε να υφίσταται η θεσμική οργάνωση ενός τέτοιου εγχειρήματος (πχ. υπηρεσίες, οργανόγραμμα κτλ κτλ).
*Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Μέλος και Εξωτερική Συνεργάτιδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ), Εξωτερική Συνεργάτιδα Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και Σχολής Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ)
ΠΗΓΗ κεντρικής εικόνας: https://www.timesofisrael.com/lapid-and-bennett-have-a-coalition-on-paper-but-netanyahu-will-fight-to-the-end/