Ερντογάν: Δηµιουργώντας ένα τουρκικό χαλιφάτο στα σύνορα της Ευρώπης
Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα*
Ηταν 9 Ιουλίου του 2018 όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανέλαβε πρόεδρος της Τουρκίας, εγκαινιάζοντας ένα νέο συνταγματικό σύστημα με ενισχυμένες εξουσίες.
Ενώπιον της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης την οποία ίδρυσε ο πρώτος πρόεδρος της σύγχρονης Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ, ο Ερντογάν τραγούδησε συγκινημένος τον εθνικό ύμνο της χώρας του και ορκίστηκε να οδηγήσει την Τουρκία σε μια νέα εποχή. Στην εποχή όπου το ισλάμ ξεπηδάει από τις στάχτες του οθωμανικού παρελθόντος και, συνδυασμένο με τον τουρκικό εθνικισμό και τη λεγόμενη «Εθνική Άποψη» (Millî Görüş) του 1969, ένα μείγμα αντιδυτικής, εθνικιστικής και ισλαμικής ιδεολογίας του Ερμπακάν, έρχεται να «αντικαταστήσει» ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, να επαναρρυθμίσει το πολιτικό κατεστημένο που δημιούργησε ο Μουσταφά Κεμάλ.
Σ’ αυτό το διάστημα, η Τουρκία, από ένα κοσμικό κράτος, προπύργιο των Δυτικών απέναντι στην ταραχώδη Μέση Ανατολή και αφοσιωμένο σύμμαχο του ΝΑΤΟ, μεταμορφώθηκε σε μια «νέα Τουρκία» η οποία φιλοδοξεί να αναβιώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όχι όμως πλέον ως τον Μεγάλο Ασθενή, αλλά ως έναν στρατηγικής σημασίας συνεταίρο που θα ελέγχει τον μουσουλμανικό/αραβικό κόσμο.
Με άλλα λόγια, από την κρατική οντότητα που είχε υποσχεθεί ο Κεμάλ στους Δυτικούς σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει ένα κράτος χωρίς εθνικά στοιχεία στα νοτιοανατολικά σύνορα της Ευρώπης, ο Ερντογάν επιδιώκει ένα τουρκικό χαλιφάτο με γνώμονα τη θρησκεία και αναφορές στο αυτοκρατορικό παρελθόν των Οθωμανών.
«Ο Ερντογάν πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό. Ανέβασε εκατομμύρια φτωχών Τούρκων στη μεσαία τάξη και τους έδωσε μια θέση στα μεσαία στρώματα της κοινωνίας, ειδικά τις γυναίκες που φορούν μαντίλα. Εκατομμύρια γυναίκες στην Τουρκία θα είναι αιώνια ευγνώμονες σ’ αυτόν, για το ότι δεν ντρέπονται να φορούν μαντίλα και μπορούν να σπουδάζουν στα τουρκικά πανεπιστήμια με τα καλυμμένα μαλλιά», έγραφε την ίδια περίοδο η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt.
Εξάλλου το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ΑΚP, που ο ίδιος ίδρυσε το 2001 και παραμένει προσωπαγές και προσηλωμένο στον Ερντογάν, στόχευσε εξαρχής στην αποκαλούμενη λαϊκή δεξιά της Τουρκίας. Δηλαδή σε ανθρώπους των λαϊκών στρωμάτων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μη προνομιούχοι, με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης και άκρως συντηρητικές θρησκευτικές απόψεις. Ανθρώπους που προσπαθούν να βρουν τον δικό τους χώρο ανάμεσα στην τουρκική αριστερά και την κεμαλική ελίτ.
Στην ικανοποίηση του συγκεκριμένου κοινού, που αποτελεί και τον βασικό πυλώνα της εξουσίας του, στοχεύει ο Τούρκος πρόεδρος σε κάθε δημόσια τοποθέτησή του. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως σ’ αυτούς ακριβώς χρωστάει εν μέρει και την επιβίωση από τη νύχτα της 15ης Ιουλίου. Η πολιτική ειρωνεία της βραδιάς του πραξικοπήματος είναι, πως τη στιγμή που οι στρατιωτικοί είχαν υπό τον έλεγχό τους τα κρατικά ΜΜΕ, ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε το Face Time προκειμένου, μέσω των ιδιωτικών ΜΜΕ και του τουίτερ, να δηλώσει παρών και να καλέσει τους οπαδούς του σε αντίσταση! Τότε, οι οπαδοί του κινητοποιήθηκαν, βγήκαν στους δρόμους, κατέλαβαν πλατείες και το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, όπως ζήτησε ο Ερντογάν (αλλά, μην ξεχνάμε, και όπως τους καλούσαν οι ιμάμηδες από τους μιναρέδες).
Ενδεχομένως ο ιστορικός τού μέλλοντος να χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ως το σημείο μετάβασης της Τουρκίας από ένα κράτος που είχαν δημιουργήσει οι Μεγάλες Δυνάμεις ως λύση ανάγκης του Ανατολικού Ζητήματος, στο τουρκικό χαλιφάτο που έχει ως γνώμονα τη θρησκεία.
Ταυτόχρονα με την προβολή του θρησκευτικού φρονήματος, το οποίο ικανοποιεί με κινήσεις όπως η μετατροπή της Αγίας του Θεού Σοφίας σε τζαμί, εκδηλώσεις εορτασμού της Άλωσης και αλλαγή του ονόματος από το αγγλικό Turkey στο τουρκικό Türkiye, ο Ερντογάν καλλιεργεί συστηματικά την πεποίθηση ότι η Τουρκία βάλλεται από εχθρούς τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της. Εχθρούς που επιβουλεύονται την κυριαρχία της χώρας, ακόμη και την εδαφική της ακεραιότητα.
Αντιμετωπίζοντας τους οπαδούς του ως έναν πιστό όχλο θρησκευόμενων μουσουλμάνων δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τις κατάλληλες τακτικές προπαγάνδας μέσα από βίντεο που αποπνέουν έναν αέρα χολυγουντιανής παραγωγής, προκειμένου να συνδέσει τον εαυτό του με τον Μωάμεθ τον Πορθητή, αλλά τον τελευταίο σουλτάνο της Αυτοκρατορίας, Αβδούλ Χαμίτ- το όνομα του οποίου φέρει και το τουρκικό γεωτρύπανο.
Tον ίδιο ακριβώς στόχο είχε και η ταινία «Reis» (Αρχηγός), μια πολιτική αγιογραφία του Τούρκου προέδρου, η οποία κυκλοφόρησε το 2017. Η ταινία βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες λίγο πριν το κρίσιμο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017 για την ενίσχυση των προεδρικών αρμοδιοτήτων και το κεντρικό της μήνυμα ήταν σαφές: Ο καλός, θρησκευόμενος, λαός της Ανατολίας, νίκησε το βάναυσο, φαύλο, κοσμικό κατεστημένο της Τουρκίας, χάρη στον τολμηρό, γενναίο, ανυπότακτο «Αρχηγό» («Reis») Ερντογάν. Αν και ο σκηνοθέτης και οι λοιποί συντελεστές ορκίζονται πως ο Τούρκος πρόεδρος δεν γνώριζε τίποτε για την ταινία, προβληματισμό δημιούργησε το γεγονός πως η εταιρεία παραγωγής Kafkasor Film Academy, μια νέα εταιρεία που δεν είχε μέχρι στιγμής ούτε ένα φιλμ στο ενεργητικό της, ξόδεψε 8 εκατ. δολάρια, ποσό μάλλον αστρονομικό για τα δεδομένα παραγωγής ταινιών στην Τουρκία.
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του, Η νέα Τουρκία του Ερντογάν, ο Ινσέλ Αχμέτ, ο Ερντογάν, «έχει κυβερνήσει την Τουρκία περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, ακόμα και από τον Μουσταφά Κεμάλ. Με έναν νεοεθνικιστικό λόγο που τροφοδοτείται από τις αναμνήσεις του οθωμανικού μεγαλείου και την εικόνα του καταπιεσμένου και περιφρονημένου από τη χριστιανική Δύση μουσουλμάνου, επιβάλλει μεθοδικά τα σύμβολα του ισλάμ στον δημόσιο βίο και μετασχηματίζει τα πολιτισμικά ορόσημα που κληρονόμησε από τον κεμαλικό μοντερνισμό. Με τον τρόπο αυτό ικανοποιεί τις βαθιές επιθυμίες τής αποκλεισμένης από την κεμαλική τάξη κοινωνίας και κατοχυρώνει τη δημοτικότητά του».
Όλα αυτά τα στοιχεία που ευαγγελίζεται ο Ερντογάν έχουν το στοιχείο της διαχρονικότητας. Ακόμα και αν η παρούσα τουρκική κυβέρνηση χάσει τις επερχόμενες εκλογές, τα αισθήματα που καλλιεργήθηκαν από την προπαγάνδα θα μείνουν στον λαό. Θα μείνουν και μάλιστα θα είναι αυτά που θα καθορίζουν τις ενέργειές τους στο μέλλον.
*Δημοσιογράφος, Διεύθυνση Σύνταξης Geopolitics & Daily News