20/04/2024

Αρκεί η στάση της Γερμανίδας ΥπΕξ απέναντι στη Τουρκία;

της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου*
Ιστορικός- Διεθνολόγος

Η συνάντηση της Γερμανίδας ΥπΕξ με τον Τούρκο ομόλογό της δεν εξελίχθηκε στα πλαίσια της συνηθισμένης διπλωματικής αβρότητας που υφίσταται σε τέτοιου είδους συναντήσεις. Εκ των πραγμάτων, η επιλογή της κας Μπέρμπογκ να επισκεφθεί πρώτα μία χώρα εταίρο και σύμμαχο της Γερμανίας, συνακόλουθα με το γεγονός ότι στις συνεντεύξεις τύπου που ακολούθησαν των συναντήσεών της με τον Έλληνα Πρωθυπουργό και τον Έλληνα ομόλογό της, ούσα ιδιαίτερα σαφής όσον αφορά τον τουρκικό αναθεωρητισμό, αποτελούν συνθήκες που θα δυσκόλευαν την επικοινωνία της με τον κ.Τσαβούσογλου.

Όμως η στάση της κυρίας Μπέρμπογκ αρκεί; Όχι, δεν αρκεί, γιατί πολύ απλά ήταν -ή θα έπρεπε να αποτελεί- εδώ και αρκετές δεκαετίες την αυτονόητη στάση της Γερμανίας απέναντι στα ελληνικά δίκαια, απέναντι στην Ελλάδα. Μάλιστα δε, όπως σημειώνουν αρκετές γερμανικές εφημερίδες, η Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας ολόκληρη την πολιτική των Πρασίνων για την εκλογή τους στη Γερμανική Εθνοσυνέλευση την είχε στηρίξει σε μία αντιτουρκική στάση (για τη μη πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού) που ωστόσο, όταν η ίδια ανέλαβε τη Διπλωματία του γερμανικού Κράτους συνέπλευσε με τη μερκελική πολιτική που συνέχιζε ο Σολτς ως προς το θέμα Τουρκία, καθώς με το ζήτημα Ρωσία (ακόμα και πριν τον ουκρανικό πόλεμο) η κυρία Μπέρμπογκ συνέχιζε να είναι άτεγκτη, εφαρμόζοντας πλήρως τις προεκλογικές θέσεις των Πρασίνων….

Φυσικά, κάθε άλλο παρά πρέπει να πανηγυρίζουμε για την στάση της Γερμανίας (γιατί η κυρία Μπέρμπογκ και στη βάση των ανωτέρω λειτουργεί αφενός ως η επικεφαλής της Γερμανικής Διπλωματίας, αφετέρου ως μέλος της γερμανικής Κυβέρνησης και πολύ δευτερεύοντος ως αποδεικνύεται η πρόεδρος του Κόμματος των Πρασίνων), και ίσως μοναδικά να αισθανόμαστε ως χώρα ικανοποιημένη, ότι η εταίρος μας μετά τη ρωσική εισβολή άρχισε να επαναπροσδιορίζει ορισμένες εκ των θέσεών της που αφορούν την Τουρκία.

Άλλωστε, πώς το γερμανικό Κράτος έχει αντιληφθεί την Τουρκία της επόμενης ημέρας μετά το Ουκρανικό θα φανεί μετά και από την παρότρυνση του κ. Δένδια να μην παραδώσει στη γειτονική μας χώρα τα υποβρύχια που κατασκευάζονται για λογαριασμό της. Πολλοί θα πούνε, ότι αυτό που ζήτησε ο Έλληνας Υπεξ είναι κάτι ουτοπικό μια και οι συμβάσεις που έχει υπογράψει το γερμανικό κράτος με το τουρκικό δεσμεύουν εκατέρωθεν τις πλευρών με ρήτρες που δεν μπορούν να παραβιαστούν στα πλαίσια του οικονομικού δικαίου.

Ωστόσο πρέπει να πούμε αυτό: Φυσικά και ο επικεφαλής της Ελληνικής Διπλωματίας δεν θα έλεγε δημοσίως μία ανεφάρμοστη «συνθήκη» για εσωτερική κατανάλωση. Αυτό είναι το ένα.Το δεύτερο είναι, ότι μπορεί τα όπλα (να αναφέρουμε γενικά τον όρο) να είναι εμπορικό προϊόν, όπως το οποιοδήποτε προϊόν, και στη βάση αυτού να δεσμεύεται από εμπορικό -οικονομικούς κανόνες δικαίου, όμως εν προκειμένω αποτελούν και προϊόν ιδιαίτερης «φύσης». Για το λόγο αυτό υφίστανται ρήτρες ήδη στο ενωσιακό περιβάλλον και ιδιαίτερα δε μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία.

Τι γίνεται ειδικά με το θέμα όπλα; Φυσικά έχουμε τις λεγόμενες Συμφωνίες αμυντικού χαρακτήρα που συνάπτουν είτε μεταξύ τους οι χώρες- εταίροι της ΕΕ (πχ ελληνογαλλική συμφωνία) είτε έχουμε αυτές που συνάπτει ένα ευρωπαϊκό κράτος με ένα τρίτο ή διασυνδεδεμένο τρίτο κράτος (όπως πχ η ιταλοτουρκική συμφωνία).

Να κάνουμε μία παρένθεση και να πούμε ότι νομικά άλλα αποτελέσματα παράγονται ή υπό άλλες συνθήκες συνομολογούνται συμφωνίες ανάμεσα σε ένα ευρωπαϊκό κράτος και ένα τρίτο μη διασυνδεδεμενο κράτος (όπως είναι λχ μια συμφωνία ανάμεσα σε Γαλλία και Αίγυπτο) και τελείως διαφορετικά ανάμεσα σε ένα ευρωπαϊκό και ένα διασυνδεδεμένο κράτος, όπως είναι η Τουρκία και η διαφορά ανάμεσα στις δύο νομικές οντότητες έχει να κάνει με μία σειρά πλεονεκτημάτων που η δεύτερη κατηγορία απολαμβάνει στους τομείς ελεύθερης διακίνησης προσώπων και αγαθών (να το πούμε τελείως απλοϊκά και παρουσιάζοντας την πιο γνωστή πτυχή).

Όταν συνάπτονται αμυντικές συμφωνίες (και εννοούμε ενωσιακων χωρών είτε μεταξύ τους είτε με τρίτο κράτος) το Κράτος, εκτός από την προμηθεύτρια εταιρεία που έχει έδρα εργασιών σε αυτό ή είναι εργολάβος ή υπερεργολάβος σε αυτό (οπότε καταλαβαίνουμε ότι το διεθνές εμπορικό και οικονομικό δίκαιο δεν είναι κάτι απλό, καθώς συμπλέκονται πολλές νομικές προσωπικότητες σε μία ενέργεια) και μπορεί να συνάπτει συμβόλαια πώλησης και χωρίς να δεσμεύεται από τις αμυντικές συμφωνίες (που το πλεονέκτημα μιας τέτοιας συμφωνίας είναι ότι ενισχύεται η διπλωματική και στρατιωτική συνεργασία ανάμεσα στους δύο ή περισσότερους εταίρους, ανάλογα με τα μέλη που την υπογράφουν) είναι ότι οφείλει να τηρήσει μία σειρά δεσμεύσεων στη βάση για την Ασφάλεια του Ενωσιακού χώρου (το ίδιο ισχύει και πόσω δε μάλλον για τις ευρωπαϊκές εταιρείες προμήθειας αμυντικού εξοπλισμού).

Εννοείται πως η Τουρκία, ανέκαθεν φυσικά, αλλά κυριότατα την τελευταία δεκαετία και περισσότερο σήμερα, σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με μία χώρα που αν και τρίτη, ωστόσο διασυνδεδεμενη νομικά με το ενωσιακό περιβάλλον, δεσμεύεται από τις αρχές που οφείλει νομικά να τηρήσει, παράλληλα δε και ούσα μέλος του ΝΑΤΟ να εμπνέεται από τις αρχές του. Συγχρόνως δε, οφείλουμε να πούμε και αυτό.Το 2003- 2004- και φυσικά η πλειονότητα του σχεδιασμού αυτού για την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανίας αποτυπώθηκε ενεργά στη Συνθήκη της Λισαβόνας- καθώς επεξεργάζονταν τα κράτη – μέλη κείμενα για ένα ενιαίο Ευρωσύνταγμα, προκειμένου οι βιομηχανίες αμυντικού εξοπλισμού των ευρωπαϊκών χωρών να είναι άκρως ανταγωνίσιμες απέναντι στην αμερικανική, αμυντική βιομηχανία, οι εταίροι έβαλαν αρκετό νερό στο κρασί τους ως προς την κατασκευή, διάθεση και παροχή τεχνογνωσίας σε τρίτες χώρες, μία κατάσταση που πρέπει να την βλέπουμε και σε σχέση με το πώς ενεργεί το γερμανικό κράτος απέναντι στην Τουρκία.

Αυτό που πρέπει να πούμε και είναι κάτι καινούριο και στη βάση αυτή στηρίζεται και αυτό που είπε ο κ.Δένδιας στην ομόλογό του χθες, και αποτελεί το νέο «Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση πράξης για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής, αμυντικής βιομηχανίας μέσω κοινών προμηθειών» (Βρυξέλλες 19.7.2022, COM 2022 349 final 2022/0219 (COD), όπου εκτός όλων των άλλων επανακαθορίζεται ο τρόπος πώλησης αμυντικού εξοπλισμού σε τρίτα κράτη που διακυβεύουν την ασφάλεια του ευρωπαϊκού χώρου. Και αφού είναι Κανονισμός και όχι απλά Οδηγία, αντιλαμβανόμαστε ότι έχει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα, οπότε τα κράτη -μέλη θα πρέπει αυτήν την «επιταγή» να την συμπεριλάβουν με εθνικό τους νόμο.

Η Γερμανία μετά και τις τελευταίες εξελίξεις τόσο στο θεσμικό ενωσιακό περιβάλλον, όσο και με το γεγονός στην Ουκρανία οφείλει και εκ των πραγμάτων είναι υποχρεωμένη να συμβαδίσει με τις εξελίξεις. Φυσικά αρκεί και όλα τα παραπάνω θα έχουν ουσία, αν δεν παραδώσει τα υποβρύχια στο τουρκικό κράτος πριν ο Κανονισμός της ΕΕ ενταχθεί στο εσωτερικό δίκαιο της Γερμανίας ως Νόμος. Αν παραδώσει τα υποβρύχια η Γερμανία τώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα, τότε η χθεσινή στάση της Μπέρμπογκ τόσο στην Αθήνα όσο και την Άγκυρα θα είναι απλά άνευ ουσίας.

*Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Μέλος και Εξωτερική Συνεργάτιδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ), Εξωτερική Συνεργάτιδα Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και Σχολής Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ)

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024