18/04/2024

H μελαγχολία των ολιγαρχών της Ρωσίας

Max Seddon & Polina Ivanova
FT

Καθώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εξαπλωνόταν την άνοιξη, ο δισεκατομμυριούχος ολιγάρχης Μιχαήλ Φρίντμαν τηλεφώνησε στην Κριστίνα Κβίεν, τότε πρέσβη των ΗΠΑ στο Κίεβο, κάνοντας μια πρόταση.

Ο Φρίντμαν —που μεγάλωσε στο Λβιβ της δυτικής Ουκρανίας αλλά έχει ρωσικό και ισραηλινό διαβατήριο και έκανε στη Ρωσία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, που υπολογίζεται σε 13 δισ. δολάρια— θα δώριζε μέρος του πλούτου του υπέρ της αποκατάστασης των ζημιών από τον πόλεμο. Σε αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ θα τον βοηθούσαν να αποφύγει τις κυρώσεις που επιβάλλονταν στους ολιγάρχες, με τις οποίες ήλπιζαν οι δυτικοί πολιτικοί ότι θα τους ανάγκαζαν να έρθουν σε ρήξη με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν

Αφού η Κβίεν έθεσε ερωτήματα για την πρόταση του Φρίντμαν, γρήγορα η συζήτηση άναψε, σύμφωνα με τρία άτομα που γνωρίζουν το θέμα. Ο Φρίντμαν άρχισε να φωνάζει στην Κβίεν και να βωμολοχεί, επιμένοντας ότι δεν είχε καμία δύναμη να επηρεάσει τον Πούτιν. «Μίλησε για την αγάπη του για την πατρίδα του, την Ουκρανία», λέει ένας από τους ανθρώπους. «Αλλά μετά έγινε πιο ευέξαπτος. “Θέλεις να μου πάρεις όλα τα λεφτά!”»
Businessmen meet Vladimir Putin at the Kremlin on February 24, after he ordered troops to enter Ukraine © EPN/Newscom/Avalon

Η Κβίεν είπε στον Φρίντμαν ότι η συνομιλία τους έληξε και του έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Φρίντμαν έστειλε γραπτό μήνυμα στην Κβίεν ζητώντας συγγνώμη, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Το State Department είπε ότι δεν θα σχολιάσει «διπλωματικές συζητήσεις». Ο Φρίντμαν αρνήθηκε ότι μίλησε με την Κβίεν, ότι άσκησε πίεση στις ΗΠΑ για να τον βοηθήσουν να αποφύγει τις κυρώσεις ή ότι προσφέρθηκε να βοηθήσει τις προσπάθειες ανοικοδόμησης της Ουκρανίας.

Από τότε που ο Πούτιν ξεκίνησε την εισβολή στην Ουκρανία, έχουν παγώσει οι τραπεζικοί λογαριασμοί δεκάδων Ρώσων μεγιστάνων στη Δύση και ορισμένοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα μερίδιά τους σε δυτικές εταιρείες και έχασαν τις επαύλεις τους στη Μεσόγειο. Ωστόσο, έξι μήνες αργότερα, ελάχιστα σημάδια δείχνουν ότι οι κυρώσεις έχουν πιέσει τους ολιγάρχες να ξεκινήσουν ένα «πραξικόπημα του παλατιού» εναντίον του Πούτιν.

Αντίθετα, είχαν πολύ διαφορετικό αντίκτυπο. Όλο και πιο θυμωμένοι με τις δυτικές κυβερνήσεις, οι ολιγάρχες της Ρωσίας ψάχνουν τρόπους να προσκολληθούν σε ό,τι έχει απομείνει από τον πλούτο τους – μεταξύ άλλων, μέσω προτάσεων εξαγοράς σαν αυτή που παρουσίασε ο Φρίντμαν.

Πολλοί ολιγάρχες που κάποτε απολάμβαναν να περνούν χρόνο στη Δύση τώρα συμφιλιώνονται με την ιδέα επιστροφής στη Ρωσία. Όσοι βρίσκονται στη Μόσχα έχουν αποδεχτεί σιωπηρά το εξασθενημένο κύρος τους σε μια χώρα σε πόλεμο.

Μέσα από συνεντεύξεις με επτά Ρώσους μεγιστάνες που έχουν υποστεί κυρώσεις —καθώς και ανώτερους τραπεζίτες, νυν και πρώην ανώτερα στελέχη μεγάλων εταιρειών, πρώην αξιωματούχους και φίλους και συγγενείς— προκύπτει μια εικόνα ολιγαρχών που αντιτίθενται στον πόλεμο του Πούτιν και είναι αγανακτισμένοι που κατέστρεψε τις τύχες τους. Ωστόσο, είναι ταυτόχρονα πικραμένοι με τη Δύση, θεωρώντας ότι τους έχει καταστήσει αποδιοπομπαίο τράγο για γεγονότα που δεν μπορούν να ελέγξουν.

 

«Για να κάνεις πραξικόπημα στο παλάτι και να ανατρέψεις τον Τσάρο, πρέπει αρχικά να είσαι στο παλάτι. Κανείς απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι εκεί», λέει ένας Ρώσος επιχειρηματίας που έχει υποστεί κυρώσεις. «Πώς υποτίθεται ότι επηρεάζει τις αποφάσεις του προέδρου ο Φρίντμαν από την Αγγλία; Κι αν ο Φρίντμαν ήταν στο σπίτι του στη Μόσχα, πάλι δεν θα είχε καμία επαφή με τον πρόεδρο. Πώς θα μπορούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις του;»

Τουλάχιστον 21 Ρώσοι επιχειρηματίες μηνύουν σήμερα την ΕΕ, σε μια προσπάθεια να ακυρωθούν οι κυρώσεις εναντίον τους, σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο Λουξεμβούργο και άτομα που γνωρίζουν το θέμα. Ιδιωτικά, ορισμένοι παραδέχονται ότι αυτές οι νομικές ενέργειες μπορεί να μην είναι αρκετές για να  ανακτήσουν τα περιουσιακά στοιχεία τους στη Δύση. Ωστόσο, πολλοί είναι έτοιμοι να κοντραριστούν με τις κυρώσεις μέχρι τέλους — κυρίως ο Φρίντμαν και ο συνεργάτης του Πιοτρ Άβεν, αμφότεροι διάσημοι για τις σκληρές μάχες τους σε δικαστικές αίθουσες, από το Σίτι του Λονδίνου μέχρι τις πετρελαιοπηγές της Σιβηρίας.

«Τα παιδιά είναι βαθιά απογοητευμένα και τσαντισμένα», λέει ένας ανώτερος τραπεζίτης που γνωρίζει καλά και τους δύο ολιγάρχες. «Είναι δραστήριοι άνθρωποι, μαχητές, αλλά ο αγώνας είναι πολύ δύσκολος».

Ξεφεύγοντας από το μάτι του Κρεμλίνου

Κάποιους μήνες αφού ανέλαβε για πρώτη φορά τα καθήκοντά του το 2000, ο Πούτιν συγκέντρωσε τους πιο επιφανείς ολιγάρχες της χώρας στην περίτεχνη Αίθουσα του Τάγματος της Αγίας Αικατερίνης του Κρεμλίνου για να εξηγήσει τους νέους κανόνες υπό τους οποίους θα λειτουργούσαν οι επιχειρήσεις στη δική του Ρωσία. Θα μπορούσαν να κρατήσουν τις περιουσίες που έφτιαξαν με συχνά ομιχλώδεις ιδιωτικοποιήσεις, τους είπε, αρκεί να μείνουν σε απόσταση ασφαλείας από την πολιτική.

Όταν κάλεσε μια ομάδα κορυφαίων ολιγαρχών στην ίδια αίθουσα την ημέρα της εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο, ο Άβεν ήταν ένα από τα μόλις δύο μέλη της Semibankirschina —των επτά τραπεζιτών που χρηματοδότησαν την επανεκλογή του Μπόρις Γέλτσιν στην προεδρία το 1996— που παραμένουν στη χώρα. Άλλοι, που είχαν αμφισβητήσει τον Πούτιν, είχαν φύγει από καιρό: κάποιοι εξόριστοι, όπως ο πρώην βαρόνος του πετρελαίου Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ή νεκροί, όπως ο Μπόρις Μπερεζόφσκι.

Η τηλεοπτική παρωδία των επιχειρηματιών που είχαν παραταχθεί υπάκουα με αλφαβητική σειρά ήταν ένα σημάδι του πόσο υποτελείς έχουν γίνει κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών του Πούτιν στο Κρεμλίνο.

Απ’ όλους τους ολιγάρχες, ο Φρίντμαν και ο Άβεν είχαν κάνει τα περισσότερα για να εδραιωθούν στη Δύση. Με περιουσίες που προέρχονται από το ρωσικό πετρέλαιο, τις τράπεζες, το λιανεμπόριο και τις τηλεπικοινωνίες, ίδρυσαν την εταιρεία private equity LetterOne στο Λονδίνο το 2013, δημιουργώντας μια νέα αυτοκρατορία στην Ευρώπη που περιλαμβάνει τη βρετανική αλυσίδα υγιεινής διατροφής Holland & Barrett, τον γερμανικό ενεργειακό όμιλο Wintershall Dea και τα ισπανικά σούπερ μάρκετ Dia.

 

Ο Φρίντμαν αγόρασε ακίνητα 65 εκατομμυρίων λιρών στο βόρειο Λονδίνο και είχε λάβει άδεια παραμονής αορίστου χρόνου στη Βρετανία, πριν χάσει το εν λόγω καθεστώς εξαιτίας των κυρώσεων. Επίσης, πριν από τον πόλεμο είχε την πρόθεση να υποβάλει αίτηση για βρετανική υπηκοότητα. Ο Άβεν, από την άλλη πλευρά, στεγάζει τη συλλογή μοντέρνας τέχνης του, αξίας 300 εκατομμυρίων λιρών, στo αρχοντικό του στο Surrey και στο εξοχικό του στο St-James.

Για τον Φρίντμαν, το να εγκατασταθεί στο Λονδίνο σήμαινε ότι είχε ανέβει επιτέλους στην παγκόσμια σκηνή, λέει ένας πρώην συνεργάτης του. «Ο Φρίντμαν πάντα μισούσε τη Ρωσία. Δεν άντεχε να μένει εκεί. Ήθελε να φύγει και με την πρώτη ευκαιρία να μετακομίσει στη Δύση για να κάνει επιχειρήσεις εκεί», λέει. «Θέλει να είναι άνθρωπος του κόσμου».

Ωστόσο, οι κυρώσεις Βρετανίας και ΕΕ έχουν παγώσει τα μερίδια των Φρίντμαν και Άβεν στις επιχειρήσεις τους και έχουν περιορίσει την πρόσβασή τους σε κεφάλαια — αν και δεν τους έχουν επιβληθεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ. Οι ολιγάρχες έχουν παραιτηθεί από το διοικητικό συμβούλιο της LetterOne και έχουν παραδώσει τον έλεγχο σε μια ομάδα που σπεύδει να περισώσει τα περιουσιακά στοιχεία. «Όλα όσα χτίζαμε για 30 χρόνια είναι πλέον ερείπια. Και πρέπει με κάποιο τρόπο να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή», δήλωσε ο Άβεν στους Financial Times τον Μάρτιο.

Ο Αλεξέι Κουζμίτσεφ, συνεταίρος τους στη LetterOne, έκανε διακοπές για σκι στην Ελβετία τον Μάρτιο όταν η ΕΕ του επέβαλε κυρώσεις. Τον άφησε αποκλεισμένο στη χώρα, να μην μπορεί να ξαναβρεθεί με την οικογένειά του στη Γαλλία, αλλά και απρόθυμο να επιστρέψει στη Ρωσία, σύμφωνα με δύο άτομα που γνωρίζουν το θέμα.

 

 

Η βρετανική Εθνική Υπηρεσία Αντιμετώπισης του Εγκλήματος (NCA) έκανε έφοδο στο σπίτι του Άβεν τον Μάιο, στο πλαίσιο έρευνας για πιθανές παραβιάσεις των κυρώσεων που αφορούσαν μεταφορά κεφαλαίων άνω των 3 εκατ. λιρών από την Αυστρία σε λογαριασμούς στη Βρετανία, ώρες πριν τεθούν σε ισχύ οι κυρώσεις. Ο Άβεν αρνήθηκε να σχολιάσει τον ισχυρισμό.

Τη στιγμή που έχει στραφεί κατά των κυρώσεων που του επιβλήθηκαν, ο Άβεν έχει περιορίσει τα έξοδα διαβίωσής του στις 2.500 λίρες τον μήνα, αν και τον Ιούλιο ένας δικαστής χαλάρωσε την εντολή παγώματος ορισμένων από τις καταθέσεις του που χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή λογαριασμών. Η τακτική μηνιαία δαπάνη του Άβεν είναι 140.000 λίρες, οι περισσότερες από τις οποίες δαπανώνται για τη συντήρηση και ασφάλεια της συλλογής έργων τέχνης του.

Ακόμη και ολιγάρχες που δραστηριοποιούνται κατά κόρον στη Δύση είναι αδύνατο να ξεφύγουν από το μάτι του Κρεμλίνου αν εξακολουθούν να έχουν μια μεγάλη επιχείρηση στη Ρωσία. Σύμφωνα με έκθεση του ειδικού συμβούλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ρόμπερτ Μίλερ το 2019 σχετικά με τη ρωσική παρέμβαση στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, ο Άβεν είπε ότι ήταν ένας από τους περίπου 50 ολιγάρχες που έλαβαν «εμμέσως οδηγίες» από τον Πούτιν σε τριμηνιαίες συναντήσεις όπου συνήθως συζητούσαν για την οικονομία — συμπεριλαμβανομένων των τρόπων να διατηρηθεί ασφαλής από κυρώσεις η τράπεζα Alfa-Bank, στην οποία είναι συνιδιοκτήτης. 

Ο Άβεν αρνείται ότι του έδωσε ποτέ «έμμεσες οδηγίες» ο Πούτιν και ισχυρίζεται ότι το FBI παραποίησε όσα τους είπε.

Οι υπό κυρώσεις ολιγάρχες που παραμένουν εκτός χώρας δέχονται τακτικά κλήσεις από το Κρεμλίνο με την ενθάρρυνση να επιστρέψουν στην πατρίδα τους λόγω της εισβολής, σύμφωνα με δύο άτομα που έχουν λάβει τέτοιες κλήσεις και αρκετούς άλλους που γνωρίζουν αυτή την προσέγγιση.

Πολλοί έχουν επίσης υποστηρίξει ότι οι κυρώσεις τούς ωθούν πίσω στη Ρωσία. «Μερικοί αποφαίνονται: «Τι τα θέλω όλα αυτά; Θα επιστρέψω στη Μόσχα, όπου μπορώ μια χαρά να πηγαίνω στα εστιατόρια και να περνάω καλά», λέει ένας επιχειρηματίας. Οι κυρώσεις, υποστηρίζει, αναγκάζουν τις ελίτ να βρεθούν ακόμη πιο κοντά στο Κρεμλίνο, ακόμη κι αν θα προτιμούσαν να κρατηθούν μακριά.

Στους πολιτικούς κύκλους της Δύσης ορισμένοι συμμερίζονται τον σκεπτικισμό σχετικά με τις κυρώσεις. «Υπάρχουν δύο είδη ολιγαρχών στη Ρωσία», λέει ο Μάικλ Μακ Φολ, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα. «Υπάρχουν οι ολιγάρχες της δεκαετίας του 1990 και είμαστε όλοι πολύ περήφανοι όταν τους επιβάλλουμε κυρώσεις και όταν κατάσχονται τα γιοτ τους. Αλλά ας είμαστε ξεκάθαροι: αυτοί έχουν μηδενική επιρροή στον Βλαντιμίρ Πούτιν».

Το τυπικό μέλος της νεότερης σειράς «είναι ένας πολύ πλούσιος τύπος που είναι κοντά στον Πούτιν, και είναι πολύ πλούσιος ακριβώς επειδή είναι κοντά στον Πούτιν», προσθέτει ο Μακ Φολ. «Οπότε [επίσης] δεν έχει καμία επιρροή για να τον πιέσει να σταματήσει τον πόλεμο».

Μιλώντας ανοιχτά

Με περιορισμένες επιλογές εξαιτίας των κυρώσεων, οι ολιγάρχες αισθάνονται παγιδευμένοι ανάμεσα στο να αποδεχτούν τη μοίρα τους στη Ρωσία ή να αντιμετωπίσουν αντίποινα επειδή μιλούν ανοιχτά κατά του πολέμου. «Λένε ότι φοβούνται μήπως δηλητηριαστούν, αλλά στην πραγματικότητα ανησυχούν μήπως χάσουν τα χρήματά τους και τη φήμη» που κόπιασαν τόσο πολύ να καλλιεργήσουν, λέει κορυφαίος Ρώσος επιχειρηματίας. Τώρα, «όπως έχουν τα πράγματα, δεν ξέρουν τι να κάνουν», προσθέτει. «Είναι εντελώς αποπροσανατολισμένοι». 

Όταν ρωτήθηκαν γιατί δεν είχαν κάνει περισσότερα για να καταδικάσουν τον πόλεμο, αρκετοί ολιγάρχες επισήμαναν την περίπτωση του τραπεζίτη Ολέγκ Τινκόφ. Ο μεγιστάνας, εκτός γραμμής, είπε ότι υποχρεώθηκε να πουλήσει το μερίδιό του στην τράπεζά του Tinkoff, σ’ ένα «ξεπούλημα» τον Μάιο, αφού κατήγγειλε τον Πούτιν και τον «τρελό πόλεμο» στο Instagram. 

Ο Τινκόφ είπε στον δημοσιογράφο Γιούρι Νταντ ότι ο Φρίντμαν του τηλεφώνησε και του είπε: «Έχεις τρελαθεί τελείως. Έπρεπε πρώτα να πουλήσεις και μετά να μιλήσεις».

Για ορισμένους ολιγάρχες, ήταν ένα περιστατικό-προειδοποίηση του πώς η καταγγελία του πολέμου θα μπορούσε να τους κοστίσει την περιουσία τους. Αλλά για τον Τινκόφ, το να πει ελεύθερα τη γνώμη του ήταν πιο σημαντικό. «Του είπα, “Μίσα, δεν με νοιάζει. Ετσι νιώθω. Δεν μπορώ να μείνω σιωπηλός”».

Ο Φρίντμαν, ο οποίος αρνήθηκε να σχολιάσει την κλήση, έχει περιγράψει τον πόλεμο ως «τραγωδία», λέγοντας ωστόσο ότι μια πιο έντονη κριτική θα έθετε σε κίνδυνο τους υπαλλήλους του στη Ρωσία.

Οι περισσότεροι ολιγάρχες έχουν περιορίσει τις δημόσιες δηλώσεις τους στο Ανώτατο Δικαστήριο της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, όπου συνεχίζουν να συσσωρεύονται οι αγωγές τους. «Θα μπορούσα να κάνω κάτι χρήσιμο και να αντισταθώ στην κατάληψη της οικονομίας από το κράτος. Αλλά δεν έχω κανένα περιουσιακό στοιχείο πια», λέει κάποιος άλλος που παρευρέθηκε στη συνάντηση με τον Πούτιν. «Τώρα περνάω όλο μου τον καιρό μηνύοντας την ΕΕ».

Στους ολιγάρχες που μήνυσαν την ΕΕ συμπεριλαμβάνεται ο πρώην ιδιοκτήτης της Τσέλσι Ρομάν Αμπράμοβιτς και ο πρώην συνιδιοκτήτης της Άρσεναλ Αλισέρ Ουσμάνοφ, καθώς και άτομα με μακροχρόνιους δεσμούς με τον Πούτιν όπως ο Γκενάντι Τιμτσένκο, ο δισεκατομμυριούχος πρώην συναθλητής του στο τζούντο, και ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ιγκόρ Σουβάλοφ.

Οι Ρώσοι που έχουν καταθέσει προσφυγές υποστηρίζουν ότι είναι αβάσιμες ή διάτρητες οι νομικές δικαιολογίες που χρησιμοποιούνται για την επιβολή ταξιδιωτικών απαγορεύσεων και το πάγωμα των περιουσιακών τους στοιχείων εντός ΕΕ.

 

Πολλοί από τους φακέλους που δικαιολογούν τις κυρώσεις που προβλέπονται από την ΕΕ, σύμφωνα με έγγραφα που είδαν οι Financial Times και άτομα που γνωρίζουν το θέμα, φαίνεται να συναρμολογούνται στα γρήγορα από ειδησεογραφικά άρθρα, εταιρικούς ιστότοπους και αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η έντονη πίεση στην ΕΕ και σε συμμάχους όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία να προχωρήσουν γρήγορα σε κυρώσεις μετά την εισβολή σήμαινε ότι οι αξιωματούχοι έπρεπε να συντάξουν όπως όπως τους καταλόγους με τα άτομα που στοχοποιούνταν, είπαν στους Financial Times άτομα που συμμετείχαν στη διαδικασία.

Τώρα, σε πολλές περιπτώσεις, η ΕΕ προσθέτει στους φακέλους περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία κατά ατόμων που έχουν υποστεί κυρώσεις, σύμφωνα με ολιγάρχη που έχει επίσης υποστεί κυρώσεις.

Σε αρκετές περιπτώσεις, η ΕΕ ανέφερε τους φόρους που κατέβαλαν οι ρωσικές εταιρείες ως δικαιολογία για την επιβολή κυρώσεων στους ιδιοκτήτες τους, με το σκεπτικό ότι βοήθησαν στη χρηματοδότηση της πολεμικής μηχανής του Πούτιν. Αυτό έχει εξοργίσει ορισμένους ολιγάρχες, οι οποίοι πιστεύουν ότι καταβάλλουν ένα μόλις ελάχιστο κλάσμα σε σχέση με όσα έχουν ξοδέψει οι ευρωπαϊκές χώρες για ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο από την έναρξη του πολέμου.

«Η ΕΕ βοηθά τον Πούτιν περισσότερο απ’ ό,τι εμείς», λέει ένας απ’ αυτούς που αμφισβητούν τη συμπερίληψή τους στη λίστα κυρώσεων. «Θα πρέπει να επιβάλουν κυρώσεις στον εαυτό τους».

Ο Πέτερ Στάνο, εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, επιμένει ότι οι κυρώσεις έχουν «βασιστεί στα κριτήρια που ορίζονται στο σχετικό καθεστώς κυρώσεων, στα διαθέσιμα στοιχεία και στη συμφωνία όλων των κρατών μελών».

«Μια διέξοδος χωρίς τη φυλακή»

Καθώς όμως οι δικαστικές υποθέσεις στην ΕΕ είναι πιθανό να διαρκέσουν χρόνια, ορισμένοι ολιγάρχες έχουν ασπαστεί την ιδέα ενός μηχανισμού εξαγοράς – οι μεγιστάνες θα μπορούσαν να παραχωρήσουν μέρος του πλούτου τους για να στηρίξουν την Ουκρανία, με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων.

Εκτός από τον Φρίντμαν, αρκετοί άλλοι Ρώσοι επιχειρηματίες έχουν επίσης προσεγγίσει το Κίεβο προσφέροντας ένα παρεμφερές δούναι και λαβείν, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν το θέμα.

«Αν είχατε έναν κανόνα ότι δίνουν το 50 τοις εκατό [του πλούτου τους] για να στηρίξουν την Ουκρανία και κρατούν το άλλο 50 τοις εκατό, θα έρχονταν ένας ένας τρέχοντας», λέει ο κορυφαίος Ρώσος επιχειρηματίας. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν διέξοδο. Πρέπει να τους δώσετε μια κατεύθυνση για να προσπαθήσουν να κάνουν κάτι».

Παρά την απειλή αντιποίνων, υποστηρίζει ο επιχειρηματίας, οι περισσότεροι ολιγάρχες θα άδραχναν την ευκαιρία να ανακτήσουν τα κεφάλαιά τους επειδή «ο Πούτιν μπορεί να τους προσφέρει μόνο κάτι στο μέλλον. Το μόνο που θέλουν είναι να πάρουν πίσω τα χρήματα που είχαν και τώρα έχασαν».

Στην Ουκρανία, ωστόσο, αντιμετωπίζουν δύσπιστο κοινό. Ο Φρίντμαν είναι συνιδιοκτήτης ευρύτατης περιουσίας στη χώρα, που περιλαμβάνει την εταιρείας κινητής τηλεφωνίας Kyivstar, μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, που τώρα ονομάζεται Sense Bank, και μια επιχείρηση εμφιαλωμένου νερού.

Ακόμη και αφού η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία από την Ουκρανία το 2014, συνέχισε τακτικά να επισκέπτεται τη χώρα, διοργανώνοντας ένα φεστιβάλ τζαζ στη γενέτειρά του Λβιβ και χρηματοδοτώντας ένα μνημείο για τη σφαγή των Εβραίων από τη ναζιστική Γερμανία στο Μπάμπι Γιαρ το 1941.

 

Αλλά αυτές οι συνεισφορές δεν ήταν αρκετές για να κερδίσουν την κυβέρνηση του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Η Ουκρανία ήταν θετική σε σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης της τράπεζας, αλλά αρνήθηκε να προχωρήσει σε άρση κυρώσεων στους ιδιοκτήτες της βάσει ανταλλαγμάτων, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν το θέμα.

«Η Ουκρανία δεν χρησιμοποιεί τις κυρώσεις ως διαπραγματευτικό εργαλείο. Είναι θέμα αρχής», λέει ο Ροστισλάβ Σούρμα, αναπληρωτής επικεφαλής του γραφείου του Ζελένσκι. «Ο κύριος στόχος των κυρώσεων είναι να σταματήσει ο πόλεμος, όχι να βρεθούν κάποιες προϋποθέσεις για να συμφωνήσουμε να τις άρουμε».

Ο Ζελένσκι είπε ότι θα συμφωνήσει μόνο εάν ο Φρίντμαν καταγγείλει τον Πούτιν, καταδικάσει πιο εμφατικά τον πόλεμο και σκίσει το ρωσικό διαβατήριο, σύμφωνα με ένα πρόσωπο του στενού του περιβάλλοντος. Ο Φρίντμαν αρνείται ότι συζήτησε ποτέ με την κυβέρνηση την απόκτηση ουκρανικής υπηκοότητας.

Ορισμένοι αξιωματούχοι πρότειναν απλώς τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων Ρώσων ολιγαρχών στην Ουκρανία, βάσει νόμου που ψηφίστηκε τον Μάιο. Η Ουκρανία μέχρι στιγμής έχει κατασχέσει τουλάχιστον 1,1 δισ. δολάρια από Ρώσους ολιγάρχες, ανέφεραν εισαγγελείς τον Ιούλιο.

Αλλά υπάρχει μικρή συμπάθεια στο Κίεβο για τα βάσανα των ολιγαρχών. «Στις 24, 25, 26, 28 Φεβρουαρίου — τότε ήταν απαραίτητο να αποφασίσεις πού βρίσκεσαι», λέει ο Ολέξιι Ντανίλοφ, επικεφαλής του συμβουλίου ασφαλείας της Ουκρανίας, αναφερόμενος στις πολύ πρώτες μέρες του πολέμου.

«Στην πλευρά του φωτός; Ή στην πλευρά του σκότους;»

Σημείωση: Πρόσθετες αναφορές από τους Roman Olearchyk και Mehul Srivastava στο Κίεβο, τον Henry Foy στις Βρυξέλλες και τον Ben Hall στο Λονδίνο

 

Πηγή: Financial Times 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024