25/04/2024

Η Απειλή της Οικονομικής Κατάρρευσης της Αιγύπτου

Γράφει ο Κουνάδης Νικόλαος*

 

Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος και οι συνεχείς ανατιμήσεις στις τιμές των ειδών διατροφής και της στέγασης εν μέσω έντονων πληθωριστικών πιέσεων προκαλούν αναταράξεις τόσο στις προηγμένες, όσο και στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες του πλανήτη. Ωστόσο, όπως είναι φυσικό η πολύπλευρη αυτή κρίση οξύνει τα προβλήματα των φτωχότερων κυρίως κρατών, καθιστώντας το ενδεχόμενο ξεσπάσματος κοινωνικής αναταραχής και πολιτικής αστάθειας μια πραγματική απειλή.

 Ιδίως σε μία από τις πιο υπερχρεωμένες και πολυπληθής χώρες του υποσυστήματος της Μέσης Ανατολής, όπως είναι η Αίγυπτος, οι «ανεπιθύμητες συνέπειες» της ρωσικής εισβολής έχουν ήδη επηρεάσει αρνητικά τις προσπάθειες της οικονομικής της ανασύνταξης από τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού. Η σύγκρουση έχει εντείνει την επισιτιστική ανασφάλεια στην περιοχή, καθώς το ρωσικό και το ουκρανικό σιτάρι καλύπτουν περί το 80% των συνολικών της εισαγωγών σε σιτηρά. Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον έρχεται να προστεθεί το αυξανόμενο κόστος των εισαγωγών, η πτώση των τουριστικών εσόδων, τα μειωμένα συναλλαγματικά αποθέματα και ο υψηλός πληθωρισμός (8,8%), συνδυασμός όπου φαίνεται να ωθεί με μαθηματική ακρίβεια την αιγυπτιακή οικονομία προς την κατάρρευση.

Ωστόσο, τα εν λόγω προβλήματα δεν είναι αποκλειστικά απόρροια εξωγενών παραγόντων, αφού από το 2014 έως σήμερα οι αποτυχημένες πολιτικές επιλογές του  στρατηγού Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι έχουν οδηγήσει την χώρα σε οικονομική ασφυξία. Ο Αιγύπτιος Πρόεδρος επιλέγει συνεχώς να ξοδεύει τεράστια κεφάλαια σε μεγάλα και πολυτελή έργα, που έχουν ως αποκλειστικό στόχο να δημιουργήσουν την εικόνα ενός ευημερεύοντος κράτους, να ευνοήσουν την εγχώρια καθεστηκυία τάξη και να ενισχύσουν την ηγετική του εικόνα. Έτσι, ο εξωτερικός δανεισμός καθίσταται το κυρίαρχο εργαλείο για την εξυπηρέτηση των πολιτικών στόχων του καθεστώτος, γεγονός το οποίο όχι μόνο έχει οδηγήσει την χώρα σε ένα δυσθεώρητο εξωτερικό χρέος ύψους 158 δις δολαρίων, αλλά συγχρόνως έχει επιφέρει την ραγδαία περιστολή άλλων κοινωνικών δαπανών λόγω της ανάγκης εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων[1].

 Παράλληλα, ο επεκτατικός ρόλος του αιγυπτιακού στρατού στην οικονομία δεν αφήνει περιθώρια ούτε για την περαιτέρω ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, αλλά ούτε και για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ενώ αν σε αυτά προστεθούν οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες και τα δομικά προβλήματα του αιγυπτιακού κράτους τότε γίνεται άμεσα κατανοητό το γιατί η κοινωνικο-πολιτική σταθερότητα στην περιοχή τίθεται υπό αμφισβήτηση.

 Εξαιτίας της δυσμενής αυτής πραγματικότητας έχει καταστεί αναγκαία η εκ νέου προσφυγή της χώρας σε διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο θεωρώντας την Αίγυπτο πολύ σημαντική για να καταρρεύσει πιθανώς θα δεχθεί το αίτημά της με τους συνήθης επαχθείς για την πλειονότητα του πληθυσμού όρους. Έτσι, νομοτελειακά η πολιτική ανάγκη του αιγυπτιακού καθεστώτος να παρουσιάσει την χώρα ως πυλώνα σταθερότητας και ευημερίας σύντομα θα έρθει αντιμέτωπη με την υπάρχουσα πραγματικότητα.

 Αν και το αυταρχικό καθεστώς του Προέδρου Σίσι έχει φροντίσει τα τελευταία χρόνια να φιμώσει κάθε αντιπολιτευτική φωνή με την ευρεία χρήση των εγχώριων ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών ασφαλείας, εντούτοις οι μνήμες από τα γεγονότα των αραβικών εξεγέρσεων του 2011 παραμένουν ανεξίτηλες όχι μόνο ανάμεσα στα κυβερνητικά στελέχη, αλλά και μεταξύ των οικονομικά εύρωστων περιφερειακών συμμάχων της Αιγύπτου στο γειτονικό υποσύστημα του Κόλπου. Ιδιαίτερα, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στηρίζουν τον Αιγύπτιο ηγέτη καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο Προεδρικό αξίωμα προκειμένου να εξυπηρετούν τα δικά τους περιφερειακά πολιτικά συμφέροντα.

Η αμοιβαία εναντίωση απέναντι στο κίνημα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, οι προσπάθειες αποτροπής κάθε δημοκρατικής μεταρρύθμισης και η ανάσχεση της επέκτασης της ιρανικής ισχύος στην περιοχή έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός κοινού περιφερειακού άξονα, οπού μέχρι και σήμερα ωθεί το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι στη δαπάνη τεράστιων κεφαλαίων ούτος ώστε να διατηρείται η πολιτική και οικονομική σταθερότητα της Αιγύπτου. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ότι θα υπάρξει ένα όριο στο μέγεθος της βοήθειας που θα μπορούν να παρέχουν οι πλούσιες πετρομοναρχίες, καθώς καθημερινά αναδύονται νέες και πολύπλοκες προκλήσεις.

Ο Πρόεδρος Σίσι αντιλαμβανόμενος τη δυσμενή θέση, στην οποία έχουν φέρει οι πολιτικές του επιλογές την χώρα, αλλά και την στρατηγική σημασία της Αιγύπτου για την περιοχή προσπαθεί να συσφίξει τις σχέσεις του και με άλλους χρηματοδότες, όπως το μέχρι πρότινος εχθρικό Κατάρ. Στην πραγματικότητα όμως παραμένει αδιευκρίνιστο το αν τελικά η αρωγή των σουνιτικών πετρελαιοπαραγωγών κρατών του Κόλπου προσφέρει κάποια πραγματική προοπτική στην οικονομία του αραβικού αυτού κράτους.

Ωστόσο, με τα σημερινά δεδομένα η κατάρρευση της αιγυπτιακής οικονομίας μοιάζει αναπόφευκτη. Συνεπώς, η Αίγυπτος χρήζει άμεσα τη δημιουργία ενός σχεδίου διάσωσης, το οποίο να απομακρύνεται ριζικά από τις ιδιοτελείς και καταστροφικές στρατηγικές του παρελθόντος, διότι οι αρνητικές επιπτώσεις μια τέτοιας εξέλιξης θα πλήξουν όχι μόνο την Μέση Ανατολή, αλλά και την ίδια την Γηραιά Ήπειρο.

 

[1] Η αιγυπτιακή κυβέρνηση έχει δεσμευτεί από τον Μάρτιο του 2022 έως τον Μάρτιο του 2023 να αποπληρώσει εξωτερικό χρέος ύψους 33 δισ. δολαρίων, το οποίο ισούται σχεδόν με το σύνολο των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας, τα οποία σήμερα υπολογίζονται σε 33,3 δις δολάρια.

*Δύτης ΔΕΗ Α.Ε.- MA Διακυβέρνηση, Ανάπτυξη και Ασφάλεια στην Μεσόγειο, Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024