Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία: Σημείο καμπής;
Gwendolyn Sasse
Carnegie Europe
Είναι πολύ νωρίς για να πούμε εάν η πρόσφατη ουκρανική αντεπίθεση στην περιοχή του Χαρκόβου σηματοδοτεί μια καμπή στον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας.
Η επίθεση ήρθε ως έκπληξη για τις ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας. Τα ρωσικά στρατεύματα που βρισκόταν στην περιοχή που είχε καταληφθεί λίγο μετά την έναρξη της εισβολής στα τέλη του Φεβρουαρίου 2022, φαίνεται ότι υποχώρησαν γρήγορα και με άτακτο τρόπο. Η φύση της υποχώρησης δίνει μια εικόνα των αδύναμων δομών ηγεσίας εντός του ρωσικού στρατού, και δεινότερα το χαμηλό ηθικό του.
Αντιθέτως, η αποκατάσταση του ελέγχου σε τμήματα των κατεχόμενων εδαφών, ενισχύει περαιτέρω τη Βουλή του ουκρανικού στρατού και της κοινωνίας να πολεμήσουν, σε ένα κρίσιμο στάδιο του πολέμου. Η ανάκτηση ενός τόσο μεγάλου τμήματος εδάφους σηματοδοτεί μια απομάκρυνση από τη δυναμική του πολέμου στην ευρύτερη περιοχή του Ντονμπάς στη διάρκεια του καλοκαιριού, η οποία χαρακτηρίστηκε από μικρές μετακινήσεις στρατευμάτων και αργή προέλαση της Ρωσίας στα διοικητικά κέντρα της περιοχής.
Η από καιρό ανακοινωθείσα αντεπίθεση των Ουκρανών στην Χερσώνα στον νότο της Ουκρανίας, έχει προοδεύσει πολύ πιο αργά από εκείνη κοντά στο Χάρκοβο. Και οι δύο αποδεικνύουν τη συνεχιζόμενη βούληση και ικανότητα του ουκρανικού στρατού να υπερασπιστεί τη χώρα. Επιπλέον, και οι δύο πρόοδοι δείχνουν ότι τα δυτικά όπλα και η εκπαίδευση, κάνουν τη διαφορά και πρέπει να συνεχίσουν και να επικαιροποιηθούν με βάση τις ουκρανικές ανάγκες.
Η επίθεση κοντά στο Χάρκοβο, την οποία η Ρωσία αντισταθμίζει με επιθέσεις σε τοπικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής σε μια προσπάθεια να αποθαρρύνει και να σταματήσει την κινητοποίηση του ουκρανικού πληθυσμού, επιτρέπει επίσης μια ρεαλιστική αξιολόγηση των προοπτικών μιας κατάπαυσης του πυρός ή ακόμη και των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Ειδικά στη Γερμανία, οι φωνές για διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός και για πάγωμα του πολέμου έχουν κερδίσει έδαφος και έχουν μεγαλύτερη απήχηση, ιδίως εν όψει του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους και της πληθωριστικής πίεσης που αναμένεται να προκαλέσουν εσωτερικές πολιτικές αντιδράσεις κατά των κυρώσεων και της υποστήριξης στην Ουκρανία το φθινόπωρο.
Είναι αλήθεια ότι οι πόλεμοι τελειώνουν με τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο η επαναδιατύπωση αυτού δεν αλλάζει τη συνολική δυναμική του πολέμου. Η ουκρανική επίθεση υπογραμμίζει ότι το Κιέβο χρειάζεται να βρεθεί σε πολύ πιο ισχυρή θέση προτού μπορέσουν να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις. Διαφορετικά, ισοδυναμούν απλώς με ένα διάστημα κατά το οποίο οι ρωσικές δυνάμεις μπορούν να ανασυνταχθούν και να περιμένουν την επόμενη κατάλληλη στιγμή για επίθεση.
Εξετάζοντας τις δηλώσεις του Πούτιν, του εκπροσώπου του Κρεμλίνου Πεσκόφ και του ΥΠΕΞ Λαβρόφ, είναι φανερό ότι το Κρεμλίνο δεν βλέπει ανάγκη να διαπραγματευτεί, ακόμη και μετά την τελευταία επίθεση. Ο Λαβρόφ χρησιμοποίησε την εσκεμμένα ασαφή διατύπωση ότι οι διαπραγματεύσεις είναι πάντα δυνατό να συμβούν, αλλά η αντίδραση του Πούτιν κατέστησε σαφές ότι οι στόχοι του διευρύνθηκαν μετά την έναρξη του πολέμου και ότι η καταστροφή της Ουκρανίας ως ένα ανεξάρτητο κράτος και έθνος, παραμένει ο κύριος στόχος.
Μέχρι στιγμής, η Ρωσία ρητά κατονομάζει τη Δύση ως στόχο σε αυτόν τον πόλεμο πέραν της Ουκρανίας και απειλεί να κόψει εντελώς τον ενεργειακό εφοδιασμό στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Ο Πούτιν ακολουθεί τη γνωστή του στρατηγική, όπου προσπαθεί να διασπάσει την ΕΕ ή το ΝΑΤΟ, εστιάζοντας σε διαφορετικά συμφέροντα εντός των θεσμών.
Μικρά ρήγματα έχουν κάνει την εμφάνιση τους στο ρωσικό πολιτικό σύστημα. Δεν επαρκούν για να αλλάξουν τους πολιτικούς υπολογισμούς που συνδέονται με τον πόλεμο. Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο απολυταρχικός μπορεί να μείνει σταθερός για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι ξαφνικά -για παράδειγμα στο πλαίσιο μιας κρίσης διαδοχής ή ως απάντηση σε μια μεγάλη εσωτερική ή διεθνή κρίση- να συμβεί μια αλλαγή.
Αυτή η αλλαγή ωστόσο, δεν έρχεται μόνο με τη μορφή του εκδημοκρατισμού. Βασισμένο στην καταστολή, στην διάχυτη κρατική προπαγάνδα και τις σχέσεις πίστης μεταξύ των πολιτικών, οικονομικών ελίτ και της ασφάλειας, το ρωσικό πολιτικό σύστημα έχει γίνει όλο και πιο απολυταρχικό τους τελευταίους μήνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι ντόπιοι πολιτικοί στην Αγία Πετρούπολη και στη Μόσχα, ζητούν αυτή τη στιγμή τη δίκη του Πούτιν για εσχάτη προδοσία ή ζητούν την παραίτηση του. Προς το παρόν, αυτές οι προσπάθειες να τεθεί ο Πούτιν πολιτικά υπεύθυνος είναι βέβαιο ότι θα αποτύχουν στο άκρως ελεγχόμενο πολιτικό περιβάλλον που επικράτησε κατά τις περιφερειακές και τοπικές εκλογές το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Παρόλα αυτά, είναι αξιοσημείωτο ότι αυτές οι πρωτοβουλίες και μόνο υπάρχουν.
Τα πιο πρόσφατα γεγονότα δείχνουν ποσό δυναμικός και ως τούτου τελικά απρόβλεπτος είναι ακόμη αυτός ο πόλεμος. Με τα πολλαπλά μέτωπα του να αναπτύσσονται διαφορετικά και με διάφορες ταχύτητες, είναι επί του παρόντος δύσκολο για οποιονδήποτε εμπλέκεται ή παρατηρεί από έξω, να σκιαγραφήσει μια γενική εικόνα. Οι ταυτόχρονες μάχες σε πολλά μέτωπα καθιστούν πιο πιθανές τόσο τις ξαφνικές προόδους όσο και τα αδιέξοδα και τα υλικοτεχνικά προβλήματα.
Ο πόλεμος φαίνεται ότι θα διαρκέσει πολύ. Η κύρια πρόκληση για τις μεμονωμένες δυτικές κυβερνήσεις, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ στο σύνολο της, είναι να δράσουν από κοινού, παραμένοντας παράλληλα ευέλικτες για να προσαρμοστούν στην εξελισσόμενη πολεμική δυναμική. Αυτό απαιτεί μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό και μια πιο σαφή δέσμευση για υποστήριξη της Ουκρανίας.
*Η Gwendolyn Sasse είναι ανώτερη συνεργάτιδα στο Carnegie Europe και διευθύντρια του Κέντρου Ανατολικής Ευρώπης και Διεθνών Σπουδών (ZOiS) στο Βερολίνο.