24/04/2024

Τί θα επακολουθήσει μετά την πτώση Πούτιν;

Γράφει ο Anatol Lieven*
Guardian 

Η κήρυξη της μερικής επιστράτευσης από τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, αποτελεί ένδειξη της πλήρους αποτυχίας της στρατηγικής της Μόσχας για την Ουκρανία, μετά την εισβολή του Φεβρουαρίου. Το γεγονός ότι ο Πούτιν περίμενε τόσο πολύ προτού κηρύξει την επιστράτευση, οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι αναγνωρίζει σιωπηρά αυτή την αποτυχία και συνεπάγεται, επίσης, ότι η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» είναι στην πραγματικότητα ένας πόλεμος πλήρους κλίμακας, τον οποίο η Ρωσία φαίνεται να χάνει. Επίσης επειδή φοβόταν – δικαίως – μια αντίδραση από το ρωσικό κοινό. Το καθεστώς του βρίσκεται πλέον σε σοβαρό κίνδυνο. Μια άλλη μεγάλη ήττα πιθανότατα θα τον κατέστρεφε.

Αυτό που θα μπορούσε να είναι πολύ πιο επικίνδυνο από την ίδια την επιστράτευση είναι ο συνδυασμός αυτής της ανακοίνωσης, με την απόφαση να διεξαχθούν δημοψηφίσματα στο ανατολικό Ντονμπάς (που αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο από την Ρωσία τον Φεβρουάριο) και στα άλλα εδάφη που κατέλαβαν οι ρωσικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της εισβολής.

Το βασικό ερώτημα δεν είναι τα αποτελέσματα των «ψηφοφοριών» για την ένταξη στη Ρωσία, αλλά αν η ρωσική κυβέρνηση και το κοινοβούλιο θα προχωρήσουν άμεσα στην προσάρτηση των εδαφών αυτών. Εάν το κάνουν, θα είναι ένα σημάδι ότι η Μόσχα έχει εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για ειρήνη και είναι έτοιμη να πολεμήσει επ’ αόριστον – διότι αυτή η προσάρτηση δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αποδεκτή από την Ουκρανία ή τη Δύση και να αποτελέσει μέρος οποιασδήποτε συμφωνημένης διευθέτησης. Σ΄αυτή τη περίπτωση, το καλύτερο που θα μπορούσε να ελπίζει κανείς για την Ουκρανία θα είναι μια σειρά από ασταθείς εκεχειρίες, που θα διακόπτονται από πόλεμο, όπως συμβαίνει στο Κασμίρ τα τελευταία 75 χρόνια.

Θα φανεί αν αυτή είναι πράγματι η πρόθεση της Μόσχας. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι αυτονομιστικές δημοκρατίες του Ντονμπάς ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από την Ουκρανία το 2014, αλλά μόλις οκτώ χρόνια αργότερα, στις παραμονές του πολέμου αυτό τον Φεβρουάριο, η Μόσχα αναγνώρισε επίσημα την ανεξαρτησία τους. Εν τω μεταξύ, η Μόσχα διαπραγματεύτηκε με την Ουκρανία και τη Δύση την επιστροφή των εδαφών αυτών στην Ουκρανία με εγγυήσεις πλήρους αυτονομίας, στο πλαίσιο της συμφωνίας Μινσκ ΙΙ του 2015.

Και αυτή τη φορά, τα δημοψηφίσματα μπορεί να είναι μια απειλή προσάρτησης, αν η Δύση δεν επιδιώξει συμβιβασμό, και όχι ένα προοίμιο άμεσης προσάρτησης. Κάποια ελπίδα ότι αυτό μπορεί να συμβεί έδωσε η επιδοκιμαστική αναφορά του Πούτιν, στην ομιλία του την περασμένη εβδομάδα, στην ειρηνευτική προσφορά της Ουκρανίας το Μάρτιο, η οποία περιελάμβανε συνθήκη ουδετερότητας και αναβολή των εδαφικών διαφορών για μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Οι λόγοι της κατάρρευσης αυτών των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων είναι εξαιρετικά αμφισβητούμενοι, αλλά κατά τη ρωσική εκδοχή των γεγονότων ήταν η Δύση που τις μπλόκαρε και η Ουκρανία που τις εγκατέλειψε.

Οι λόγοι για τους οποίους η Μόσχα μπορεί να επιθυμεί μια κατάπαυση του πυρός είναι προφανείς. Το αρχικό σχέδιο του Πούτιν, να καταλάβει το Κίεβο και να μετατρέψει την Ουκρανία σε πελατειακό κράτος, απέτυχε πλήρως. Το εφεδρικό σχέδιο, για την κατάληψη των ρωσόφωνων περιοχών στα ανατολικά και τα νότια, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, πολύ μακριά από πολλούς από τους βασικούς στόχους του Πούτιν, και τώρα κινδυνεύει σοβαρά να ανατραπεί από τις ουκρανικές αντεπιθέσεις. Το καθεστώς Πούτιν έχει κλονιστεί σοβαρά από την ήττα του στην επαρχία του Χάρκοβο. Εάν η Ουκρανία καταφέρει να εκδιώξει τη Ρωσία από τη Χερσώνα ή μεγάλα τμήματα του Ντονμπάς, η επιβίωση του Πούτιν στην εξουσία θα τεθεί υπό αμφισβήτηση.

Εάν δεν υπάρξει κατάπαυση του πυρός ή ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, η Ρωσία διαθέτει μέσα σοβαρής κλιμάκωσης. Θα μπορούσε να υπερασπιστεί τα εναπομείναντα κατεχόμενα εδάφη, ενώ θα μπορούσε να εντείνει σημαντικά τις επιθέσεις στις ουκρανικές υποδομές, που έχουν ήδη αρχίσει. Εάν η Ρωσία προσαρτήσει τα κατεχόμενα εδάφη, τότε είναι πιθανό ο Πούτιν να απειλήσει με πυρηνικά πλήγματα για να υπερασπιστεί αυτό που η Μόσχα θα ορίσει τότε ως ρωσικό κυρίαρχο έδαφος.Καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν κάνει όλο και πιο φανερό ότι αλλάζει την πολιτική «Μία Κίνα» των ΗΠΑ, η Ρωσία μπορεί επίσης να ελπίζει ότι, σε απάντηση, η Κίνα θα αυξήσει σημαντικά τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς τη Μόσχα.

Εν τω μεταξύ, όπως ήδη βλέπουμε, η αναταραχή στη ρωσική κοινωνία είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί. Η δυσαρέσκεια αυτή επιτείνεται από ένα μίγμα -που συχνά υπάρχει ταυτόχρονα στο μυαλό των Ρώσων- της αντίθεσης στον ίδιο τον πόλεμο και της οργής για την ανικανότητα της διεξαγωγής του από τον Πούτιν και το περιβάλλον του.

Αν αυτό συνεχιστεί, τότε ένα πραξικόπημα κατά του Πούτιν θα γίνει μια πραγματική πιθανότητα. Αυτό δεν θα είναι απαραίτητα βίαιο, και ίσως μάλιστα να μην γίνει γνωστό καν δημοσίως. Αντ’ αυτού, μια αντιπροσωπεία στελεχών του κατεστημένου θα πήγαινε στον Πούτιν και θα του έλεγε ότι, για να διατηρηθεί το ίδιο καθεστώς, είναι απαραίτητο ο ίδιος, καθώς και μερικά άλλα κορυφαία στελέχη που εμπλέκονται σε στρατιωτική αποτυχία, όπως ο υπουργός Άμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού, να παραιτηθούν, με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασυλίας από διώξεις και ασφάλειας της περιουσίας τους. Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν ο Γέλτσιν παρέδωσε την εξουσία στον Πούτιν το 1999.

Τα μέλη του ρωσικού κατεστημένου που θα έκαναν ένα τέτοιο βήμα θα διέτρεχαν σοβαρούς κινδύνους: για τους ίδιους προσωπικά, αν η κίνηση αποτύγχανε, αλλά και για το ρωσικό κατεστημένο και την ίδια την Ρωσία, αν η αλλαγή ηγεσίας οδηγούσε σε διάσπαση της ελίτ, πολιτικό χάος και ριζική αποδυνάμωση του κεντρικού κράτους.

Επομένως, πιθανότατα θα χρειάζονταν κάποια διαβεβαίωση ότι, αν ο Πούτιν μπορούσε να απομακρυνθεί, η Δύση θα ήταν έτοιμη να προσφέρει στον διάδοχό του μια συμφωνία, που θα επέτρεπε στη νέα κυβέρνηση να διεκδικήσει κάποιο μέτρο της ρωσικής επιτυχίας. Διαφορετικά, κυβερνώντας πάνω σε ένα αποδυναμωμένο κράτος και στρατό και αντιμετωπίζοντας αυτό που οι Ρώσοι θα θεωρούσαν ως δυτικές απαιτήσεις για παράδοση άνευ όρων, η νέα κυβέρνηση θα αναλάμβανε το καταστροφικό βάρος της γερμανικής δημοκρατίας της Βαϊμάρης μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στιγματισμένη μόνιμα ως το καθεστώς της παράδοσης και της εθνικής ταπείνωσης.

Εξετάζοντας αυτή την προοπτική, ένας διάδοχος του Πούτιν πολύ πιθανόν να τον κατηγορούσε προσωπικά για όλα όσα έχουν πάει στραβά στην Ουκρανία, ενώ θα απαντούσε στις αυξανόμενες εκκλήσεις των Ρώσων σκληροπυρηνικών να κηρύξουν πλήρη εθνική επιστράτευση και να εντείνουν σημαντικά τον πόλεμο. Αυτό θα μπορούσε να εξαπλώσει τον πόλεμο πέρα από τα σύνορα της Ουκρανίας. Αν θέλουμε να αποφύγουμε αυτή την προοπτική, υπάρχει ακόμα χρόνος για τη Δύση να δεχτεί την έμμεση προσφορά του Πούτιν για συνομιλίες – αλλά όχι πολύς…

*διευθυντής του προγράμματος για την Ευρασία στο Ινστιτούτο Quincy

 

Σημείωση: Το αρθρο δημοσιεύθηκε στον Guardian πριν την τελετή που διοργάνωσε ο Πούτιν όπου υπέγραψε την προσάρτηση των περιοχών που έγιναν τα δημοψηφίσματα. Επίσης, να πούμε πώς το  Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσίας έκρινε νόμιμες τις συνθήκες προσάρτησης

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024