Ο ελληνικός στόχος δεν είναι να πολεμήσουμε με την Τουρκία αλλά να αμφισβητήσουμε την επίπλαστη ειρήνη

https://www.hellenicnavy.gr/el/polymesa/fotografies/voles.html
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Πριν από περισσότερα από 2.400 χρόνια, ο Θουκυδίδης μας πρόσφερε μια ισχυρή εξήγηση: «Ήταν η άνοδος της Αθήνας και ο φόβος ότι αυτό ενέπνευσε στη Σπάρτη, που έκανε τον πόλεμο αναπόφευκτο». Έτσι ο Θουκυδίδης πήγε κατευθείαν στην καρδιά του θέματος, εστιάζοντας στην αδυσώπητη, δομική πίεση που προκαλείται από μια ταχεία αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ δύο αντιπάλων. Σημειώστε ότι ο Θουκυδίδης εντόπισε δύο βασικούς μοχλούς αυτής της δυναμικής: το αυξανόμενο δικαίωμα της ανερχόμενης δύναμης, η αίσθηση της σημασίας της και η απαίτηση για μεγαλύτερο λόγο και επιρροή, από τη μία πλευρά, και τον φόβο, την ανασφάλεια και την αποφασιστικότητα να υπερασπιστεί το status quo αυτό δημιουργεί στην κατεστημένη εξουσία, από την άλλη.
Η αυξανόμενη εχθρότητα μεταξύ Ελληνισμού και Τουρκίας προέρχεται περισσότερο από τις τουρκικές δυνατότητες ή τη τουρκική συμπεριφορά; Να το θέσουμε λίγο διαφορετικά. Η επιδίωξη της Τουρκίας για γεωπολιτική ηγεμονία και θαλάσσια επικράτηση αποτελεί υπαρξιακή απειλή για την ανεξαρτησία των γειτόνων της και τελικά την ύπαρξη του Ελληνισμού. Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα είναι η ικανότητα το κλειδί. Καθώς η Τουρκία προσπάθησε να διαταράξει την ισορροπία ισχύος υπέρ της φάνηκε ότι σύντομα θα έχτιζε μια τόσο ισχυρή αεροναυτική ισχύ όσο μπορούσε να αντέξει οικονομικά. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που η Τουρκία πετύχαινε την αεροναυτική υπεροχή αυτό από μόνο του—ανεξάρτητα από τις τουρκικές προθέσεις—θα ήταν αντικειμενική απειλή για τον Ελληνισμό και ασύμβατο με την επιβίωσή μας. Αφού απέτυχε στις επιδιώξεις τις τώρα προσπαθεί με διάφορα νομικίστικα εφευρήματα να επιτύχει την αποστρατικοποίηση των νήσων.
Η απόφαση αντίστασης ή αποτελεσματικής αντιμετώπισης της έμμεσης στρατηγικής της Τουρκίας με σκοπό την ανάδειξής της ως θαλάσσιας δύναμης πρέπει να αντιμετωπιστεί στο ευρύτερο πλαίσιο των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων. Είναι δυνατόν να διαμορφωθεί μια βιώσιμη και επιτυχημένη ελληνική εξωτερική πολιτική που θα επιδιώκει να διατηρήσει την εθνική ισχύ του Ελληνισμού—ιδιαίτερα στον θαλάσσιο τομέα— χωρίς να πέσουμε θύματα των μυριάδων παγίδων που προβάλλουν οι μελετητές (παγίδα του Θουκυδίδη, διλήμματα ασφαλείας, κλιμάκωση κρίσεων, περιφερειακή πόλωση, και τεχνολογικά μη επικερδής βαθιά εμπλοκή).
Έτσι, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις με ακάματο ρυθμό προχώρησαν σε εκσυγχρονισμό και ενίσχυση, για να βρεθούμε στην ισχυρότερη μαχητική ισχύ των τελευταίων είκοσι χρόνων ενώ ταυτόχρονα εκσυγχρονίζονται τα οπλικά συστήματα και συνεχίζεται η παραλαβή νέων ισχυρών μονάδων με σύγχρονη τεχνολογία. Επίσης έγινε προσπάθεια για μια διπλωματική αναβάθμιση μας με την υπογραφή αμυντικών συμφωνιών και συμμαχικών πρωτοκόλλων συνεργασίας. Επίσης η ελληνική πολιτική ηγεσία με αποφασιστικότητα έχει ανακοινώσει προς όλους ότι δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει βία όταν χρειαστεί για να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα της πατρίδας μας. Αλλά θα το πράξουμε ως έσχατη λύση και μόνο όταν οι στόχοι και η αποστολή είναι σαφείς και επιτεύξιμοι, συνεπείς με τις δημοκρατικές αξίες και το Διεθνές Δίκαιο, παράλληλα με τα εργαλεία ήπιας ισχύος, και με τη συναίνεση του ελληνικού λαού.
Ο σκοπός μας είναι ευδιάκριτος. Οι ΕΕΔ συμβάλλουν στην προώθηση και τη διασφάλιση των ζωτικών εθνικών συμφερόντων του Ελληνισμού, όταν ανασταλεί η διπλωματία, αντιμετωπίζοντας την επιθετικότητα, αποτρέποντας τις συγκρούσεις, προβάλλοντας ισχύ και προστατεύοντας τον ελληνικό λαό και τα οικονομικά του συμφέροντα. Εν μέσω εντεινόμενων προκλήσεων και απειλών, ο ρόλος των ΕΕΔ είναι να διατηρούν την αυτοπεποίθηση τους και να αποκτούν πλεονεκτήματα μαχητικής ικανότητας περιορίζοντας τα πλεονεκτήματα των αντιπάλων μας. Οι ΕΕΔ ενεργούν άμεσα για να διατηρήσουν και να ενισχύσουν την αποτροπή, με την Τουρκία ως πρόκληση και απειλή.
Υπ΄ αυτή τη θεώρηση κάνουμε πειθαρχημένες επιλογές σχετικά με την εθνική μας άμυνα και εστιάζουμε την προσοχή μας στις πρωταρχικές ευθύνες των ΕΕΔ: να υπερασπιστούμε την πατρίδα και να αποτρέψουμε επιθέσεις και επιθετικές ενέργειες κατά της Ελλάδος, των συμμάχων και των εταίρων μας, ενώ διαθέτουμε ετοιμότητα να πολεμήσουμε και να κερδίσουμε τους πολέμους του Έθνους, όταν η διπλωματία και η αποτροπή αποτύχουν. Για να το κάνουμε αυτό, χρειάζεται να οικοδομήσουμε μια ανθεκτική δύναμη παράλληλα με την αμυντική ισχυροποίηση για να διασφαλίσουμε ότι μπορούμε να εκτελούμε αυτές τις επιχειρήσεις για τις επόμενες δεκαετίες.
Η βασική σκέψη κάθε μαχητή είναι κατά την εκτέλεση της αποστολής που του έχει ανατεθεί να διέπεται από την αρχή του υπολογισμένου κινδύνου (ρίσκο), το οποίο θα ερμηνεύεται ότι σημαίνει την αποφυγή έκθεσης των δυνάμεών χωρίς καλή προοπτική να προκληθεί, ως αποτέλεσμα τέτοιας έκθεσης, μεγαλύτερη ζημιά στον εχθρό. Έτσι αντιλαμβανόμαστε ότι η Τουρκία αποφεύγει κάθε στρατιωτική ενέργεια επί του πεδίου, ενώ απειλεί και θα συνεχίσουν οι αξιωματούχοι να απειλούν μόνο για εκφοβισμό, εκτελώντας όλες αυτές τις πανηγυρικές δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων.
Εμείς παραμένουμε αξιόπιστοι εταίροι και σύμμαχοι που είναι το θεμέλιο της αποτροπής και της ικανότητας της Ελλάδας να επικρατεί σε όποια σύγκρουση. Θα συνεχίσουμε να εκσυγχρονίζουμε την κοινή δύναμη ώστε να είναι θανατηφόρα, ανθεκτική, βιώσιμη, ευέλικτη και ανταποκρινόμενη, δίνοντας προτεραιότητα στις επιχειρησιακές έννοιες και στις ενημερωμένες ικανότητες μάχης.
Ωστόσο να υπογραμμίσουμε την κρισιμότητα μιας ζωντανής αμυντικής βιομηχανικής βάσης στην πατρίδα μας. Δεν πρέπει μόνο να είμαστε σε θέση να διαθέτουμε αποδεδειγμένες ικανότητες που απαιτούνται για την άμυνα έναντι της αντίπαλης επιθετικότητας, αλλά και να έχουμε τη δυνατότητα να καινοτομούμε και να σχεδιάζουμε δημιουργικές λύσεις καθώς εξελίσσονται οι συνθήκες σύγκρουσης.
Επίσης, να έχουμε κατά νου ότι οι αναδυόμενες τεχνολογίες μεταμορφώνουν τον πόλεμο και θέτουν νέες απειλές. Ως εκ τούτου χρειάζεται να επενδύουμε σε μια σειρά προηγμένων τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένων εφαρμογών στον κυβερνοχώρο και τον διαστημικό τομέα, με δυνατότητες απόκρουσης πυραύλων, και αξιόπιστη τεχνητή νοημοσύνη.
Η ενσωμάτωση συμμάχων και εταίρων σε κάθε στάδιο του αμυντικού σχεδιασμού είναι ζωτικής σημασίας για μια ουσιαστική συνεργασία.
Να επιδιώκουμε τέλος να άρουμε τα εμπόδια στη συνεργασία με συμμάχους και εταίρους, να συμπεριλάβουμε ζητήματα που σχετίζονται με την κοινή ανάπτυξη και παραγωγή ικανοτήτων για να προστατεύσουμε την κοινή στρατιωτικό-τεχνολογική ικανότητά μας.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS) και του Think Tank, Strategy International. Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.
About Post Author





