Η σημασία του θαλασσίου ελέγχου στο υπέρτερο εθνικό συμφέρον επιβίωσης
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Η θαλάσσια στρατηγική είναι η εφαρμογή της θαλάσσιας ισχύος ενός έθνους για την επίτευξη των πολιτικών του σκοπών. Αυτή μπορεί να είναι μια περίπλοκη, πολυεπίπεδη υπόθεση, ειδικά για ένα ναυτογενές έθνος όπως η Ελλάδα. Η περίπλοκη, και ειλικρινά εσωτερική, φύση της ελληνικής θαλάσσιας στρατηγικής επιδεινώνεται από τις κατακερματισμένες, στρατιωτικές και άλλες δομές διακυβέρνησης της χώρας. Δεν υφίσταται ένας καθορισμένος οργανισμός που να έχει την απόλυτη ευθύνη, την εξουσία και την προοπτική τόσο να αναπτύξει όσο και να εκτελέσει τη θαλάσσια στρατηγική της χώρας. Έτσι, παρατηρούμε τις συγκρούσεις μεταξύ του Πολεμικού Ναυτικού και των πολλών εθνικών οργανισμών, οι οποίοι παρακάμπτουν τόσο το Ναυτικό όσο και τον Υπουργό Άμυνας, παίρνοντας τον έλεγχο των ναυτικών σχεδίων ναυπήγησης, ακόμη και τοποθέτησης νέων ναυστάθμων σε περιοχές που επιθυμούν τοπικοί άρχοντες.
Πρόσφατα, παρά την αποδοχή της απαίτησης για πρόσκτηση νέων κορβετών, για την ενίσχυση του στόλου, διαπιστώνεται μια κωλυσιεργία όπως αυτή που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1980. Επίσης έχει ξεκινήσει μια παραφιλολογία για τοποθέτηση των αρματαγωγών σε περιοχή του Βόλου. Όλα αυτά αντικατοπτρίζουν τη σύγχυση σχετικά με το ποια είναι η θαλάσσια ισχύς του έθνους για το πώς πρέπει να δομηθεί και να εφαρμοστεί. Εν μέρει, το πρόβλημα είναι δογματικό και θεσμικό. Το Πολεμικό Ναυτικό απαιτείται να επικεντρωθεί στον εκσυγχρονισμό, τη συντήρηση, την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό δυνάμεων. Αυτή η απαίτηση το οδηγεί να ορίσει τη βασική έννοια για τον πόλεμο ως έλεγχο της θάλασσας, η οποία είναι μια τακτική, και επομένως εγγενώς τοπική, λειτουργία. Απαιτείται όμως μια στρατηγική, ενοποιητική με δογματική και διακλαδική αντίληψη για να βοηθήσει στη μείωση της σύγχυσης.
Το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του ελληνικού στόλου στη θάλασσα φαίνεται να ισχύει ακόμη. Όμως τι γίνεται στο μέλλον αν δεν αποκτήσουμε αξιόπιστη εθνική ναυπιγοκατασκευαστική και ναυπιγοεπισκευαστική δύναμη; Η Τουρκία πλέον δεν κρύβει την επιθυμία της να αλλάξει και να ηγηθεί των ζωτικών μας θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, και για να το κάνει αυτό θα χρειαστεί ένα ναυτικό ικανό. Δεδομένης της ελληνικής παραγγελίας των νέων φρεγατών και του εκσυγχρονισμού των παλαιοτέρων μένει να δούμε πώς θα εκτυλιχθεί η αλληλεπίδραση των δύο ναυτικών σε καθημερινή βάση υποθέτοντας ότι ο πόλεμος θα ξεσπάσει πρωτίστως στη θάλασσα. Το δόγμα της Τουρκίας, όπως αποδεικνύεται από τον ισχυρισμό της «γαλάζιας πατρίδας» για το μισό Αιγαίο και ολόκληρη σχεδόν τη θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου ως τουρκικό έδαφος, φαίνεται να είναι πιο επεκτατικό. Το Πολεμικό Ναυτικό στην πραγματικότητα υπερτερεί ποιοτικά του τουρκικού ναυτικού σε ορισμένες κατηγορίες πλοίων, συμπεριλαμβανομένων των υποβρυχίων και των πυραυλακάτων, αλλά το ελληνικό δόγμα είναι εγγενώς αμυντικό, επομένως η ισχύς του αμφισβητείται από τους αντιπάλους μας.
Οι αποφάσεις σχετικά με τη δομή του στόλου του ΠΝ στο μέλλον πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσε να διατηρηθεί ο έλεγχος της θάλασσας ενόψει όλων αυτών. Αυτή η πρόκληση είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι εκτιμάται επί του παρόντος, και να καταστεί συνεπικουρούμενη από με μια οργανωτική ιδέα κατασκευής και επισκευών από την ελληνική αμυντική μας βιομηχανία. Το πρώτο βήμα είναι να προσδιοριστεί, μέσω της έρευνας, ποιες προϋποθέσεις και παράγοντες αποτελούν τη σύγχρονη βάση για τον έλεγχο της θάλασσας. Στη συνέχεια, θα χρειαστεί πρόσθετη έρευνα και δοκιμές στις ασκήσεις για να αναπτυχθεί μια στρατηγική για τη διατήρηση και την εφαρμογή του υπό τις τρέχουσες και μελλοντικές συνθήκες. Τέλος, θα πρέπει να υποβληθεί μια επιτακτική υπόθεση, βάσει αυτής της στρατηγικής, στην πολιτική ηγεσία και στον ελληνικό λαό για την πραγματοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων.
Ο Ελληνισμός ζει και αναπνέει από τη θάλασσα, αυτή η αρχή βεβαιώνει ότι η διατήρηση του ελέγχου και η άσκηση του είναι έννοιες άρρηκτα συγχωνευμένες, πηγάζουν από την λέξη κλειδί: την θαλασσοκρατορία.
Αυτό είναι το χρυσό δαχτυλίδι που αναζητούν τα ναυτογενή έθνη λόγω του σχετικού θέματος θαλάσσιας ασφάλειας. Όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Αθηναίοι έθεσαν το θέμα λέγοντας, πως κατά την ανθρώπινη λογική μπορούμε να μιλάμε για δίκαιο όταν και τα δύο μέρη έχουν ίση ισχύ και ότι οι ισχυροί πράττουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και το αποδέχονται. Μια θαλασσοκράτειρα δύναμη για να είναι επιτυχημένη πρέπει να αποθαρρύνει τους αμφισβητίες και να χρησιμοποιήσει βία ή την απειλή για να επιβάλει τις αξίες ή τουλάχιστον για να καταστείλει όσο το δυνατόν περισσότερο την αστάθεια στις θαλάσσιες ζώνες.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, η ναυτική ισχύς ήταν ο μηχανισμός με τον οποίο ο Ελληνισμός πέτυχε την επιβίωσή του. Επομένως, κάθε επιχείρημα σχετικά με την ετοιμότητα του στόλου δεν επιτρέπεται να αγνοεί την εγγενή φύση του ελέγχου της θάλασσας. Το Ελληνικό έθνος πρέπει να φιλοδοξεί να αποκτήσει θαλασσοκρατορία και, επομένως, να διατηρήσει την τάξη που ευνοεί τα συμφέροντα και τις αξίες μας, οπότε ο έλεγχος της θάλασσας έχει μέγιστη σημασία.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS) και του Think Tank, Strategy International. Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.