Κρίση νερού στο Ιράν: μπορεί να ευνοήσει τη διεξαγωγή «οικολογικής διπλωματίας»;
Της Βάσιας Κεσίδου
Εισαγωγή
Το σοβαρό πρόβλημα λειψυδρίας που σημειώνεται στο Ιράν δεν είναι νέο φαινόμενο. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Journal of Hydrology[1], το Ιράν έχει χάσει κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες πάνω από 210 km³ του συνολικού αποθέματος νερού που διαθέτει. Παράγοντες του φαινομένου είναι η κλιματική αλλαγή και οι ανθρωπογενείς ενέργειες, όπως η έλλειψη ενός βιώσιμου οικολογικού σχεδιασμού εκ μέρους του καθεστώτος, ο τριπλασιασμός του πληθυσμού, η αναποτελεσματική και επιθετική χρήση των υδάτων στον τομέα της γεωργίας κ.λπ. Το φαινόμενο επιδεινώνεται από την επιβολή κυρώσεων στο Ιράν και τη διεθνή απομόνωση στην οποία έχει επέλθει.
Οι απόρροιες της λειψυδρίας
Λίμνες, όπως η Urmia, και ποτάμια στεγνώνουν, το έδαφος αλλοιώνεται και υποβαθμίζεται, ο αέρας και το διαθέσιμο νερό μολύνονται από τις συχνές αμμοθύελλες, η βιοποικιλότητα αποδυναμώνεται και η επισιτιστική ανασφάλεια εντείνεται. Το Ιράν είναι πια ευάλωτο στην υπερθέρμανση του πλανήτη, γεγονός που επισφραγίζεται από την καταγραφή το 2017 μιας από τις υψηλότερες θερμοκρασίες που έχουν σημειωθεί μέχρι σήμερα (48 °C). Λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι το 85% του Ιράν έχει άνυδρο και ξηρό κλίμα, αντιλαμβανόμαστε τις ολέθριες συνέπειες της έλλειψης νερού σε επίπεδο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό, γεγονός που μπορεί να μετατρέψει τη λειψυδρία σε απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Οι διαμαρτυρίες των πολιτών και των γεωργών ολοένα και αυξάνονται, με το καθεστώς να τις καταστέλλει σκληρά και να φυλακίζει διαδηλωτές. Τούτο φανερώνει την έλλειψη κρατικού σχεδιασμού, τόσο για την έμπρακτη και σε βάθος αντιμετώπιση του προβλήματος, όσο και την απροθυμία του να κοιτάξει στην ρίζα του, ως αποτέλεσμα εσωτερικών σκοπιμοτήτων. Η κυβέρνηση επί τούτου εμποδίζει την πρόσβαση σε δεδομένα σχετικά με τη διαχείριση του αποθέματος των υδάτων, προκειμένου να μειώσει τη διαφάνεια και κανείς να μην γνωρίζει πώς πραγματικά χρησιμοποιείται το νερό.
Άλλωστε, μετά την επανάσταση του 1979 και τις δυσμενείς σχέσεις που επήλθαν με τη Δύση, το ιρανικό καθεστώς ενθάρρυνε μια πολιτική επισιτιστικής επάρκειας, ώστε να ελαχιστοποιηθούν όσο το δυνατό περισσότερο οι επιπτώσεις των επιβεβλημένων κυρώσεων. Έτσι, ωθούσε τους αγρότες να καλλιεργούν περισσότερο, αγνοώντας τις αυξημένες ανάγκες σε νερό που θα εξαντλούσαν τους ήδη λιγοστούς υδάτινους πόρους. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η διάνοιξη πολλών παράνομων πηγαδιών[2], η κατασκευή νέων φραγμάτων και η χρήση αντλιών και άλλων εργαλείων για την εξαγωγή μεγαλύτερων ποσοτήτων νερού, ώστε να συντηρηθούν οι καλλιέργειες. Βέβαια, μέχρι και σήμερα το ιρανικό καθεστώς εθελοτυφλεί στην παρανομία μεγάλου αριθμού ενεργειών τέτοιου είδους και στην αποκατάσταση της ισορροπίας του υδρολογικού κύκλου, επιδεινώνοντας την κατάσταση.
Μονοπάτι για «οικολογική διπλωματία[3]»;
Βιώνουμε μια εποχή έντονης κλιματικής αλλαγής. Έτσι, η συνεργασία για την αποκατάσταση των υδάτινων συστημάτων και την ασφάλεια και σταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής είναι υψίστης σημασίας. Δεν θα μπορούσαμε, ωστόσο, να παραβλέψουμε τη δυσκολία εδραίωσης συνεργασίας μεταξύ του διεθνώς απομονωμένου Ιράν και δυτικών οργανισμών, όπως για παράδειγμα η Ε.Ε., με στόχο την ανοικοδόμηση της οικολογικής ασφάλειας της περιοχής και τη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης.
Βασική προϋπόθεση για την εύστοχη προσέγγιση με το Ιράν είναι η κατανόηση της θέσης και της βαρύτητας που κατέχει το νερό σε επίπεδο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό και η δημιουργία μιας βάσης εμπιστοσύνης, όπου οι δύο οντότητες θα μοιράζονται την κοινή αντίληψη περί των απειλών που στρέφονται κατά της σταθερότητας. Η σταθερότητα του ιρανικού καθεστώτος συνδέεται άρρηκτα με την ισορροπία των υδάτινων συστημάτων, αφού η έλλειψη νερού επηρεάζει την κοινωνικοπολιτική ζωή του τόπου, γεννώντας ανησυχίες και εντάσεις. Χρήσιμο, λοιπόν, κρίνεται να δοθούν όχι μόνο τεχνικές και τεχνολογικές λύσεις, αλλά να επιδιωχθεί η τροποποίηση της σχέσης της ιρανικής κοινωνίας με το νερό, τόσο για τον λόγο όσο και για τον τρόπο της χρήσης του.
Για να επιτύχει ένα τέτοιο εγχείρημα, επιβάλλεται η διεξαγωγή καρποφόρου διαλόγου και ο από κοινού σχεδιασμός πιλοτικών προγραμμάτων ή η αξιοποίηση ήδη υπαρχόντων[4], και όχι η μονομερής επιβολή ενεργειών για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Επιβάλλεται, επιπλέον, η ενεργή συνεργασία και η προθυμία δέσμευσης με κυβερνητικούς παράγοντες και διεθνείς οργανισμούς, όπως το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ[5].
Επίλογος
Καταλήγοντας, γίνεται σαφές ότι η λειψυδρία δρα αρνητικά σε κάθε τομέα της ιρανικής πραγματικότητας. Οι τεταμένες σχέσεις με τη Δύση και οι επιβεβλημένες κυρώσεις δεν επιτρέπουν την απρόσκοπτη και αγόγγυστη σύμπραξη για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η αποτυχία, ωστόσο, συνεννόησης και συνεργασίας θα είναι επιζήμια τόσο για το Ιράν όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο. Ας μην ξεχνάμε, ότι η διατάραξη της ισορροπίας του περιβάλλοντος σε μία χώρα, επηρεάζει άμεσα την ευρύτερη περιοχή και την ασφάλειά της. Ίσως, λοιπόν, η δυσχερής κατάσταση στην οποία βρίσκεται το Ιράν μπορεί να καθρεφτίσει το μονοπάτι έναρξης μιας οικολογικής διπλωματίας εκ μέρους της Ε.Ε. με οφέλη που ξεπερνούν τα εθνικά συμφέροντα. Εν όψει και των διασκέψεων του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, αναρωτιέμαι: αν όχι τώρα, πότε;
Σχόλια – Πηγές
[1]Journal of Hydrology: Regional Studies (Volume 41) June 2022. Διαθέσιμο εδώ: https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S2214581822001082
[2]Σημαντική μείωση έχει καταγραφεί και στα υπόγεια ύδατα, πέραν των επιφανειακών.
[3]The Need for an EU Ecological Diplomacy (12/7/2021). Διαθέσιμο εδώ: https://carnegieeurope.eu/2021/07/12/need-for-eu-ecological-diplomacy-pub-84875
[4]Όπως η πρωτοβουλία του Νέου Ευρωπαϊκού Bauhaus, το οποίο στοχεύει μέσω αστικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού τη δημιουργία μιας βιώσιμης σύγχρονης οικονομίας. Δείτε περισσότερα εδώ: https://new-european-bauhaus.europa.eu/index_en
[5]UN Environment Programme. Δείτε περισσότερα εδώ: https://www.unep.org/
Πρώτη Δημοσίευση: Greek Humans