06/10/2024

Η Ελλάδα χρειάζεται άμεσα μια εθνική στρατηγική ανθεκτικότητας

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς 

Η ανάπτυξη ανθεκτικότητας είναι μια αποτελεσματική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των απειλών που προέρχονται από έναν όλο και πιο περίπλοκο και αλληλεξαρτώμενο κόσμο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη χώρα μας καθώς βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του αυξημένου γεωπολιτικού ανταγωνισμού από αυταρχικά και αναθεωρητικά καθεστώτα, όπως η Ρωσία και η Τουρκία.

Το πρώτο επίπεδο απειλών είναι οι κίνδυνοι, που προέρχονται από συγκεκριμένους κρατικούς παράγοντες που σκόπιμα κατευθύνονται προς τη χώρα. Η επιβίωση του ελληνισμού, η εδαφική μας ακεραιότητα και η ικανότητά μας να ενεργούμε ως ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος στις θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου και της Μεσογείου αμφισβητείται μόνιμα από την Τουρκία, η οποία αποτελεί σημαντική απειλή για την ασφάλεια της χώρας μας. Ωστόσο, οι απειλές που σχετίζονται με την ασφάλεια δεν περιορίζονται μόνο στη στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία, αλλά περιλαμβάνουν επίσης τομείς της ασφάλειας όπως τις υβριδικές επιθέσεις, την προώθηση μεταναστών στα χερσαία και νησιωτικά σύνορα, τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, τον ενεργειακό ανταγωνισμό και την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων πόρων από την υφαλοκρηπίδα.

 

Το δεύτερο επίπεδο στο οποίο εκτίθεται η Ελλάδα είναι οι κίνδυνοι παγκόσμιου ή περιφερειακού χαρακτήρα και δεν προέρχονται από συγκεκριμένους κρατικούς παράγοντες. Περιλαμβάνουν πανδημίες, παράτυπη μετανάστευση, παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές και οικονομικές κρίσεις, κλιματική αλλαγή και φυσικές καταστροφές. Η εφαρμογή για την εύρεση στοιχείων ανθεκτικότητας στον ανταγωνισμό ισχύος θα απαιτήσει από την Ελλάδα να εντοπίσουμε και να δώσουμε προτεραιότητα στα κρίσιμα περιουσιακά στοιχεία (ενέργεια, μεταφορές, γραμμές παραγωγής, κλπ.), δυνατότητες, λειτουργίες και εξαρτήσεις.

Σημαίνει να υποβάλλεις (και να απαντήσεις) δύσκολες ερωτήσεις:

  1. Πού είναι πιο ευάλωτη η Ελλάδα και πόσο κρίσιμες είναι αυτές οι ευπάθειες;
  2. Ποιες λειτουργίες είναι απαραίτητες και πρέπει να δοθούν προτεραιότητες;
  3. Πού μπορούμε να αναλάβουμε κάποιο κίνδυνο;

Η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη σε πολλούς υπαρξιακούς κινδύνους και απειλές, τόσο παγκόσμιας όσο και τοπικής φύσης. Όμως οι Έλληνες αξιωματούχοι καθώς και η ευρύτερη πολιτική τάξη φαίνονται απροετοίμαστοι να διαχειριστούν αυτούς τους κινδύνους. Ως εκ τούτου, η χώρα χρειάζεται επειγόντως μια μακροπρόθεσμη συνολική προσέγγιση ασφάλειας που να περιλαμβάνει την ανθεκτικότητα ως πολύπλευρη, διακυβερνητική και διοργανική διαδικασία. Χρειάζεται να στοχεύσουμε τη συζήτηση σε μια στρατηγική ανθεκτικότητας εξετάζοντας τις βέλτιστες πρακτικές από τους εταίρους και τους συμμάχους μας. Να εστιάσουμε ιδιαίτερα στην ατζέντα ανθεκτικότητας της συμμαχίας και τις βέλτιστες πρακτικές από την ΕΕ και τις εθνικές προσεγγίσεις ανθεκτικότητας μεμονωμένων κρατών. Η βάση της προσέγγισης της πατρίδας μας για την οικοδόμηση ανθεκτικότητας στο μοντέλο που ανέφερα παραπάνω θα εξυπηρετούσε πολλούς σκοπούς. Πρώτον, θα αύξανε τη συνολική διαλειτουργικότητα με τα πρότυπα της συμμαχίας. Δεύτερον, θα επωφεληθούμε από τις βέλτιστες πρακτικές οικοδόμησης ανθεκτικότητας από τις χώρες της συμμαχίας και τους εταίρους. Επιπλέον, τα αποτελεσματικά πλαίσια ανθεκτικότητας βασίζονται σε μια πλήρη εικόνα του περιβάλλοντος απειλής για να προβλέψουμε και να είμαστε ενεργοί στην προετοιμασία και την αντιμετώπιση πιθανών ανεπιθύμητων συμβάντων. Αυτό σημαίνει επένδυση σε στρατηγικές δυνατότητες πληροφοριών για την απειλή για την κατανόηση των εξελισσόμενων αντιπάλων, των δυνατοτήτων και των στόχων καθώς και τη συνεργασία με άλλους, τόσο στον ιδιωτικό τομέα όσο και σε συμμάχους και εταίρους.

Για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που προκύπτουν από τον συνδυασμό ύπαρξης σε περιβάλλον υψηλού κινδύνου και περιορισμένης ικανότητας απόκρισης, η Ελλάδα χρειάζεται μια ολιστική προσέγγιση για την ανθεκτικότητα. Ο κύριος στόχος πρέπει να είναι η προστασία και η διατήρηση των ζωτικών λειτουργιών της κοινωνίας σε περιόδους κρίσης ή μεγάλης ένοπλης επίθεσης. Η συνολική φύση της ανθεκτικότητας σημαίνει ότι κάθε μέλος της κοινωνίας πρέπει να συμμετέχει στην οικοδόμηση ανθεκτικότητας και στην πρόληψη κρίσεων, και σε περίπτωση κρίσης ο καθένας πρέπει να έχει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές δράσης. Τόσο οι κρατικοί θεσμοί όσο και ο ιδιωτικός τομέας, καθώς και οι μεμονωμένοι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν τι να κάνουν κατά τη διάρκεια μιας κρίσης.

Με βάση τις βέλτιστες πρακτικές από άλλες χώρες της ΕΕ, η εθνική στρατηγική ανθεκτικότητας της Ελλάδας θα πρέπει να περιλαμβάνει τέσσερις τομείς:

  1. βελτιωμένη νομοθεσία και θεσμικό σχεδιασμό (νομική και θεσμική διακυβέρνηση),
  2. βελτιωμένος συντονισμός μεταξύ των βασικών πολιτικών παραγόντων για την επίτευξη υψηλότερων επιπέδων εμπιστοσύνης (πολιτική διακυβέρνηση),
  3. βελτιωμένος συντονισμός μεταξύ των κρατικών αρχών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων σχετικά με στρατηγικές για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας (διακυβέρνηση δημόσιου-ιδιωτικού τομέα) και
  4. διακυβέρνηση χωρίς αποκλεισμούς που αφορά τη βελτιωμένη επικοινωνία και την κατάλληλη ενσωμάτωση ενός ευρέος φάσματος κοινωνικών παραγόντων στη διαδικασία οικοδόμησης της ανθεκτικότητας (κοινωνική διακυβέρνηση).

Η νομική και θεσμική διακυβέρνηση αναφέρεται καταρχήν στη συνεκτική και συνεπή ανάπτυξη στρατηγικών εγγράφων και αντίστοιχων νομοθετικών πράξεων. Σήμερα, στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε την έννοια Εθνικής Ασφάλειας με έναν αριθμό ad-hoc εγγράφων σε διάφορους τομείς πολιτικής, από την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο έως τη διαχείριση πληροφοριών.

Μια νέα στρατηγική θα πρέπει να ξεκινήσει με την επικαιροποίηση της έννοιας της εθνικής ασφάλειας, καθώς και με την υιοθέτηση ολοκληρωμένων στρατιωτικών και αμυντικών στρατηγικών που θα ακολουθούνται από αντίστοιχες νομοθετικές πράξεις. Με τον τρόπο αυτό, οι κύριοι εξωτερικοί και εγχώριοι πολιτικοί στόχοι της χώρας, καθώς και οι κύριοι κίνδυνοι, απειλές και τρωτά σημεία θα πρέπει να εντοπίζονται σύμφωνα με τα εθνικά συμφέροντα και να περιλαμβάνονται σε όλα τα στρατηγικά έγγραφα στους τομείς της εθνικής πολιτικής.

Φυσικά, τα στοιχεία μιας προσέγγισης που βασίζονται στην ανθεκτικότητα θα ποικίλλουν ανάλογα με τον τομέα και τη λειτουργία αφού το καθένα καθορίζεται από τους δικούς του ενδιαφερόμενους, τις απαιτήσεις, τις μοναδικές τεχνολογίες, τους τύπους απειλών, τη σχέση με την κοινωνία και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια, η οικονομική ανθεκτικότητα, η οποία είναι κρίσιμη για την οικονομία μας, έχει θεμελιωδώς διαφορετικές απαιτήσεις από την ανθεκτικότητα της ενεργειακής υποδομής, ή την ανθεκτικότητα του ελληνικού αποτρεπτικού παράγοντα, ή την ανθεκτικότητα των ελληνικών συμμαχιών.

Χρειάζεται επίσης να βελτιώσουμε την ποιότητα των βασικών θεσμών οικοδόμησης ανθεκτικότητας της χώρας, όπως η δημιουργία ενός πιο αποτελεσματικού συστήματος στρατιωτικών μονάδων και καλύτερους μηχανισμούς συντονισμού μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών της κυβέρνησης. Η βελτιωμένη πολιτική διακυβέρνηση αναφέρεται σε βελτιωμένο συντονισμό μεταξύ των πολιτικών παραγόντων, κυρίως – της κυβέρνησης, της αντιπολίτευσης και του πληθυσμού. Ενώ ο κομματικός-πολιτικός ανταγωνισμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας, η πολιτική ζωή της Ελλάδας έχει δηλητηριαστεί από την κομματική ριζοσπαστικοποίηση και πόλωση, η οποία έχει επίσης αποξενώσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού από τις πολιτικές διαδικασίες και έχει μειώσει την ανθεκτικότητα της χώρας. Ως εκ τούτου, η θέσπιση κανόνων και νόμων για μια πιο περιεκτική πολιτική διακυβέρνηση με σκοπό την υπέρβαση της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης και της κοινωνικής πόλωσης θα πρέπει να αποτελούν μέρος της ατζέντας ανθεκτικότητας της χώρας.

Προκειμένου να αναπτυχθεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική ανθεκτικότητας, πρέπει να συμμετέχουν όλοι οι σημαντικοί μη κρατικοί ενδιαφερόμενοι. Οπότε, η κοινωνική διακυβέρνηση (χωρίς αποκλεισμούς) θα πρέπει επίσης να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ατζέντας ανθεκτικότητας της Ελλάδας. Θα πρέπει να βασίζεται στην ιδέα μιας προσέγγισης ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι βασικοί κρατικοί, επιχειρηματικοί και κοινωνικοί παράγοντες μοιράζονται την κοινή ιδιοκτησία της στρατηγικής ανθεκτικότητας της χώρας. Αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα γνωσιολογικών κοινοτήτων από διαφορετικούς τομείς πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των τομέων ασφάλειας, στρατιωτικών, ενέργειας και κλίματος.

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS) και του Think Tank, Strategy International. Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024