Η ναυτική συνεργασία για θαλάσσια κυριαρχία κατά του αναθεωρητισμού

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Τα περισσότερα στελέχη που υπηρετήσαν στο Πολεμικό Ναυτικό και αφιερώνουν τις μέρες τους στο γράψιμο και τη σκέψη για τη ναυτική ισχύ θεωρούν σχεδόν δεδομένη την ιδέα ότι το Ναυτικό είναι η κύρια έκφραση της Εθνικής Ισχύος για το ναυτογενές έθνος μας και επομένως, με τη σύγχρονη ορολογία είναι δεδομένη η πίστη μας στην αύξηση της θαλάσσιας ισχύος. Έχουμε σχεδόν υπνωτιστεί από την ιδέα ύπαρξης μιας συνέχειας από την εθνική πολιτική στη ναυτική στρατηγική και τακτική. Πράγματι, αυτή είναι μια ισχυρή σκέψη που βρίσκεται στα θεμέλια των γραπτών του Ηροδότου «Έχουμε γη και πατρίδα, όταν έχουμε πλοία στη θάλασσα» και της ανάλυσης του Θουκυδίδη «μέγα το της θαλάσσης κράτος». Ωστόσο, δεν είναι μονοδιάστατο το θέμα της θαλάσσιας ασφάλειας και αποτροπής.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα ξεκίνησαν οι σκέψεις για τις ναυτικές συμμαχίες/συνεργασίες που θα υποστηρίζαν τις κοινές αξίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Η εμπειρία επιβεβαίωσε έντονα αυτό που όλοι μας γνωρίζαμε ήδη από ένστικτο και εμπειρία: ότι οι κοινές αξίες τόσων πολλών σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ο καθένας μας κατά τις θαλάσσιες επιχειρήσεις δημιουργεί έναν ισχυρό αδελφικό δεσμό. Αυτό που ονομάζουμε ναυτικό πολιτισμό. Αυτό που ενώνει όλους εμάς, τα στελέχη των ναυτικών δυνάμεων που μοιραζόμαστε παρόμοιες επαγγελματικές ανησυχίες. Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν πολιτικά προβλήματα και συμφέροντα που μερικές φορές περιορίζουν τη συνεργασία μας. Αλλά είναι εξίσου σαφές ότι τα γενικά συμφέροντα της παγκόσμιας κοινότητας που υπηρετούμε ενισχύονται με την εφαρμογή της κοινής μας προοπτικής σε κοινά προβλήματα αμφισβήτησης θαλασσίων ζωνών από αναθεωρητικές ή αυταρχικές ηγεσίες. Με άλλα λόγια, είναι δυνατό να διακρίνει κανείς ένα είδος παγκόσμιας αδελφότητας στελεχών του Ναυτικού, που διδάσκεται την έννοια της διεθνούς ναυτικής συνεργασίας και τροφοδοτείται από στενές, προσωπικές σχέσεις. Κατά μία έννοια φαίνεται μια ιδεαλιστική θεωρεία, που βασίζεται σε μια πίστη για την ειρήνη και τη φιλία σε παγκόσμια κλίμακα που θα πρέπει να είναι η βάση για όλες τις ανθρώπινες σχέσεις.
Σήμερα μια πολυεθνική δύναμη ελληνικών, αμερικανικών, γαλλικών, αιγυπτιακών, ισραηλινών, ιταλικών και κυπριακών πλοίων θα πλέει στη Μεσόγειο με τη στήριξη των αεροπορικών τους δυνάμεων, υπερασπίζοντας τις Μεσογειακές ακτές υπό μια κοινή σημαία.
Αυτή η μόνιμη ναυτική δύναμη της Μεσογείου προσφέρει ένα σχετικά χαμηλού κόστους μέσο αποστολής υψηλής αξίας εκπομπής πολιτικών μηνυμάτων ενότητας και άμυνας της συνεργασίας, με ταχύτητα, χωρίς τις πιθανές πολιτικές ρίξεις από τη χρήση των χερσαίων σχηματισμών. Αυτό είναι ιδιαίτερα πολύτιμο για όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες τώρα που εστιάζουν περισσότερο την προσοχή τους στη ναυτική τους παρουσία όχι μόνο στη Μεσόγειο αλλά και σε άλλες θάλασσες του πλανήτη όπως στον Ινδο-Ειρηνικό και την Αρκτική ζώνη.
Εν όψει της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας, οι αεροναυτικές δυνάμεις είναι ένα κεντρικό εργαλείο για να επιδείξουμε αποφασιστικότητα για συλλογική άμυνα. Σε μια Ευρώπη που πρόσφατα αποσταθεροποιήθηκε από την επακόλουθη εισβολή της Ρωσίας και με παγκόσμιες απαιτήσεις να επιβαρύνουν τις αμυντικές υποχρεώσεις πρόκειται να κερδίσουμε από μια βαθύτερη επανεκτίμηση του τρόπου με τον οποίο οι αμυντικές συνεργασίες οργανώνουν και αξιοποιούν τις αεροναυτικές δυνάμεις υπό κοινή διοίκηση.
Εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στη φύλαξη των θαλάσσιων διαδρόμων και στρατηγικών θαλασσίων σημείων ελέγχου και θα προκαλέσει εποικοδομητικές συζητήσεις σχετικά με τον στρατηγικό ρόλο των Ναυτικών στην υπεράσπιση όσων κρατών επιθυμούν να συμμετέχουν στο μέρισμα ειρήνης. Τώρα είναι η ώρα να επανεξετάσουμε αυτές τις συνεργασίες στην υπηρεσία του καθορισμού του θαλάσσιου μέλλοντος και της συνεισφοράς του Ελληνισμού σε αυτό, διοχετεύοντας τους περιορισμένους πόρους του Πολεμικού Ναυτικού εκεί που χρειάζονται περισσότερο και ενισχύοντας τη ναυτική ικανότητα των πολυεθνικών ναυτικών συνεργασιών με σκοπό να διατηρήσουν την αποτροπή και να πολεμήσουν εάν χρειαστεί.
Με αυτή τη σκέψη η πολυεθνική ναυτική δύναμη ως χαμηλού κόστους (τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά), ενισχύει τις ευαισθησίες που είναι εγγενείς με ένα μεγάλο αποτύπωμα του Διεθνούς Δικαίου, παρέχοντας παράλληλα πολιτική (και επομένως επιχειρησιακή) αξιοπιστία στη ναυτική παρουσία της για τη θαλάσσια ασφάλεια. Ωστόσο, η συγκρότηση μιας τέτοιας δύναμης, απαιτεί επαναξιολόγηση για τους τομείς δράσης της, για να καταστεί οφέλιμη. Όπως φαίνεται από τις παλαιότερες παρόμοιες συνεργασίες προσφέρουν ένα δρόμο προς το μέλλον με τη δράση τους προς γεωγραφικά περιορισμένες, εστιασμένες στην αποστολή εντολές. Η επανάληψη αυτής της προσέγγισης θα μπορούσε, να ενισχύσει τις εθνικές συνεισφορές σε ναυτικές μονάδες μειώνοντας την πολιτική αβεβαιότητα που συνεπάγεται η προσάρτηση σε μόνιμες δυνάμεις. Επίσης μπορεί να επεκτείνει την επιχειρησιακή χρησιμότητα της ναυτικής συνεργασίας προσαρμόζοντας τις μονάδες σε καθορισμένες επιχειρήσεις με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ετοιμότητας της δύναμης με στοχευμένα μέσα σε επίπεδο μονάδας, εκπαίδευσης και οπλισμού πριν από την ανάπτυξη.
Σήμερα αγκαλιάζουμε την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα, καθώς και ένα ευρύτερο φάσμα αποστολών, για τις ναυτικές δυνάμεις. Μια ναυτική στρατηγική πλέον υποστηρίζει μια βιώσιμη υψηλή στρατηγική της Ελλάδας που επιδιώκει να διατηρήσει το διεθνές σύστημα που εξαρτάται από αλληλοεξαρτώμενα οικονομικά, εμπορικά και στρατιωτικά δίκτυα. Αυτή η προσέγγιση αναγνωρίζει ότι η επιρροή του Διεθνούς Δικαίου πρέπει να εμπνεύσει όλους όσους θα συνεργαστούν μαζί μας για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις. Μια τέτοια στρατηγική συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται να χτίσουμε και να διατηρήσουμε τεχνολογικά σύγχρονες και ισχυρές αεροναυτικές μονάδες.
Η μετάφραση αυτής της κατανόησης του όλου προβλήματος για έναν προσιτό με μειωμένη ευπάθεια Στόλο που μπορούμε να τον υποστηρίξουμε παραμένει μια πρόκληση. Οι σχεδιαστές της δομής του Στόλου που προετοιμάζουν τις δυνάμεις για το αύριο δεν μπορούν να επικεντρωθούν στενά μόνο σε μία απειλή ή ένα είδος πολέμου. Ο αμυντικός σχεδιασμός θα πρέπει να επιδιώκει να επιτύχει και να διατηρήσει μια στρατιωτική στάση που είναι ευέλικτη και προσαρμόσιμη, και όχι προσανατολισμένη σε ένα ενιαίο, αποκλειστικό όραμα/δόγμα μελλοντικού πολέμου.
Ο σχεδιασμός δυνάμεων δεν πρέπει να προσανατολίζεται σε στενά οράματα για τα είδη πολέμου, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος αιφνιδιασμού. Έτσι οι ναυτικές μας δυνάμεις πρέπει να σχεδιαστούν για να υποστηρίζουν μια ευρύτερη υψηλή στρατηγική και μια υποστηρικτική θαλάσσια στρατηγική που δεν βασίζεται αποκλειστικά σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Για να εκπληρώσουμε μια υψηλή στρατηγική απαιτείται να δοθεί έμφαση στις συνεργασίες και την πρόληψη. Οι ναυτικές μας υπηρεσίες πρέπει να βελτιώσουν την ικανότητά τους να συνεργάζονται πλήρως με άλλους. Αυτού του είδους οι δεσμοί, πιστεύω ότι είναι η βάση, για το είδος της αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των εθνών που χρειάζεται επειγόντως στο σύγχρονο κόσμο.
Η αληθινή συνεργασία ενθαρρύνει την ανεξαρτησία, την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια των κυρίαρχων συνεργατών μας. Ενθαρρύνει και υποστηρίζει την περιφερειακή συνεργασία και αμυντική σχέση. Η ανάπτυξη της τουρκικής στρατιωτικής ισχύος παρουσιάζει ένα προκλητικό πρόβλημα το οποίο από μόνη της η χώρα μας δυσκολεύεται να επιλύσει με αποτροπή παρά μόνο με πόλεμο.
Σε αυτή την κατάσταση, φαίνονται πολλά πλεονεκτήματα με μια πολιτική και στρατηγική που βασίζεται στην εταιρική σχέση μεταξύ συμμάχων και φίλιων εθνών. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα μέσω των πολυεθνικών ναυτικών δυνάμεων σχεδιασμένων για τη Μεσόγειο. Τα πλεονεκτήματα τέτοιων δυνάμεων είναι: ότι το κόστος, οικονομικό και πολιτικό, είναι χαμηλό και αποφεύγεται μια σύγκρουση, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας δύναμης αποτελώντας τη συμβολική και πραγματική έκφραση πολλών εθνών ενωμένων σε μια κοινή προσπάθεια.
Επιπλέον, τα γενικά θαλάσσια συμφέροντα του φιλελεύθερου δημοκρατικού κόσμου θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν από τις πολυμερείς ναυτικές δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν λογική και δικαιολογία για τα ναυτικά σε χώρες όπου αυτά τα συμφέροντα δέχονταν επίθεση.
Στον 21ο αιώνα, το Πολεμικό Ναυτικό βρίσκεται στο σταυροδρόμι της εθνικής ανάπτυξης νέων αμυντικών δογμάτων και της πολυεθνικής συνεργασίας. Το Πολεμικό Ναυτικό συνεργάζεται πλήρως με την ανάπτυξη του διακλαδικού δόγματος και είναι εταίρος με στην ανάπτυξη ναυτικού δόγματος πολλαπλών επιχειρήσεων που επικεντρώνεται στον πόλεμο στις παράκτιες περιοχές, όχι μόνο στα περιορισμένα ύδατα στο Αιγαίο αλλά και στα βαθιά νερά της Μεσογείου. Το Ναυτικό έχει επίσης την ικανότητα να ενεργεί ως αμυντικός συνεργάτης με την ανάπτυξη του πολυεθνικού ναυτικού δόγματος που μπορεί να είναι εξίσου σημαντικό με την ανάπτυξη του διακλαδικού και του ναυτικού δόγματος.
Ανεξάρτητα από το βαθμό συνεργασίας μεταξύ των ναυτικών στην ανάπτυξη δόγματος, σε επιχειρήσεις ρουτίνας στη θάλασσα σε καιρό ειρήνης, στη διεξαγωγή πολυεθνικών ναυτικών ασκήσεων, σε διάφορα προγράμματα ανταλλαγής κ.λπ., ο αεροναυτικός Στόλος παραμένει όργανο εθνικής ισχύος που ασκεί η ελληνική κυβέρνηση που έχει την ικανότητα να καταναυμαχήσει τον όποιον μας αμφισβητεί.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS) και του Think Tank, Strategy International. Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.
Η ναυτική συνεργασία αποδεικνύεται πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας





