Η «έξυπνη ισχύς» ως προσέγγιση της Ελλάδας προς την Τουρκία
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Ξεκινώντας θα διαχωρίσουμε την σκληρή ισχύ που είναι η χρήση της στρατιωτικής βίας και επιβολή περιοριστικών ή οικονομικών μέτρων από την ήπια ισχύ που είναι η άυλη πολιτισμική «ισχύς έλξης» σύμφωνα με το διανοητή των όρων αυτών, καθηγητή Nye. Η ήπια ισχύς πάντα σύμφωνα με τον Nye, πηγάζει «πρωτίστως από τρεις πηγές: τον πολιτισμό, τις πολιτικές αξίες, όπως η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές (όταν θεωρούνται νόμιμες επειδή πλαισιώνονται με επίγνωση των συμφερόντων των άλλων)». Πέρα από τη σκληρή και την ήπια ισχύ πιστεύω ότι πρέπει να επιμείνουμε στην έξυπνη ισχύ, η οποία ορίζεται ως η ικανότητα ενός δρώντα να συνδυάζει στοιχεία σκληρής και ήπιας ισχύος με τρόπους που αλληλοενισχύονται έτσι ώστε οι σκοποί μας να προωθούνται αποτελεσματικά και αποδοτικά. Μολονότι η προώθηση της έξυπνης ισχύος ήταν επιτακτική ανάγκη εθνικής ασφάλειας, καθοδηγείτο τόσο από μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αλλαγές στις διεθνείς συνθήκες όσο και από βραχυπρόθεσμες αποτυχίες των ελληνικών κυβερνήσεων.
Επανεξετάζοντας τις πολιτικές των τελευταίων τουλάχιστον πέντε δεκαετιών, οι στρατηγικές που είχαν θεσπιστεί προηγουμένως από τον Ελληνισμό, ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχείς στην αποτροπή των αναθεωρητικών δραστηριοτήτων και της φιλοδοξίας της Τουρκίας να επιτύχει καθεστώς περιφερειακής δύναμης με επιρροή στο θαλάσσιο θέατρο του Αιγαίου και της Μεσογείου. Ωστόσο, η σύγχρονη καθοδήγηση στρατηγικής εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας, καταδεικνύει ένα μικρό βήμα προς την αναζωογόνηση της θαλάσσιας κυριαρχίας του Ελληνισμού μέσω της πολυμερούς προσέγγισης για την καταπολέμηση της τουρκικής επιθετικότητας ώστε να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα, και όχι η Τουρκία, ορίζει τη διεθνή ατζέντα. Η τρέχουσα στρατηγική της Ελλάδας δίνει έμφαση στην ενίσχυση των δεσμών με τους Συμμάχους και τους εταίρους με τη συνεργασία των δημοκρατιών του κόσμου για συλλογική ασφάλεια, την επανεπένδυση των παρακτίων κρατών της Μεσογείου στην καινοτομία για τη διατήρηση των τεχνολογικών πλεονεκτημάτων και την υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό για την προώθηση ανοιχτών και ελεύθερων κοινωνιών για την προώθηση της ειρήνης στην περιοχή μας. Για να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, η Ελλάδα πρέπει να στηρίζει τη συνολική της προσέγγιση στην Τουρκία με μια στρατηγική φιλελεύθερης δημοκρατίας που σέβεται το Διεθνές Δίκαιο δημιουργώντας μια νησίδα ασφαλείας που αντιμετωπίζει την άνοδο της Άγκυρας στο διεθνές σύστημα αξιοποιώντας εργαλεία «έξυπνης ισχύος». Δηλαδή, εκσυγχρονισμό του αμυντικού οπλοστασίου και ανάπτυξη στρατιωτικών ιδεών υψηλής τεχνολογίας για να κυριαρχήσει στη σφαίρα της πληροφορίας κλίνοντας την ισορροπία δυνάμεων προς το μέρος της και ενισχύοντας τις προσπάθειες ήπιας ισχύος για να προσελκύσει αμυντικές και πολιτικές συνεργασίες με τη διεθνή κοινότητα πάνω στις φιλελεύθερες αξίες της δημοκρατίας και του Διεθνούς Δικαίου.
Αυτή είναι μια αποτελεσματική προσέγγιση για δύο λόγους: πρώτον, «η ισχύς γίνεται λιγότερο προκλητική και λιγότερο καταναγκαστική», και δεύτερον, η ικανότητα της Άγκυρας να αμφισβητήσει με επιτυχία την κυριαρχία στις θαλάσσιες ζώνες έγκειται στη χρήση ασύμμετρων εργαλείων και όχι στην ρητορική πολέμου. Το δεδομένο είναι ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν έχει διακηρύξει «τη γαλάζια πατρίδα», ενώ οι ενέργειες της Τουρκίας δείχνουν σκόπιμες προσπάθειες να «εκτοπίσουν τον Ελληνισμό από τα κυριαρχικά του δικαιώματα» και να αμφισβητήσουν τις φιλελεύθερες αξίες σε όλο το διεθνές σύστημα. Αυτή η προσέγγιση της ελληνικής «έξυπνης ισχύος» στην Τουρκία επικεντρώνεται στην αύξηση της δομής δυνάμεων, στην ιεράρχηση μιας πιο ευέλικτης και πιο ικανής δύναμης και στην ενίσχυση της ελκυστικότητας των φιλελεύθερων αξιών για την καταπολέμηση των πολυδιάστατων προκλήσεων που θέτει μια αναθεωρητική Τουρκία.
Παραδείγματα Ισχύος και η αξία της πληροφορίας
Στο βιβλίο του Nye με τίτλο “Soft Power” αναφέρει: «Η ισχύς είναι η ικανότητα να κάνεις τους άλλους να θέλουν αυτό που θέλεις αλλάζοντας τη συμπεριφορά των κρατών για να υποστηρίξεις το επιθυμητό αποτέλεσμα.» Στο παρελθόν, ο χαρακτήρας της ισχύος συσχετίστηκε στενά και με την οικονομική δύναμη, που είχε δυνατότητα χρηματοδότησης της χρήσης στρατιωτικής βίας ως παράγον σκληρής ισχύος για να εξαναγκάσει τους αντίπαλους. Βλέπουμε, ακόμη και σήμερα, οι Δυτικοί συνεχίζουν να διαμορφώνουν την οικονομική τους ισχύ επιβάλλοντας πολλές κυρώσεις στη Ρωσία ως απάντηση στην εισβολή στην Ουκρανία, ωστόσο οι Ρώσοι με πολλαπλές κυβερνοεπιθέσεις σε υποδομές της Δύσης προσπαθούν να ακρωτηριάσουν την οικονομική και στρατιωτική ικανότητα της, ενώ έχει σημειωθεί μικρή πρόοδο στην αλλαγή της επιθετικής συμπεριφοράς του Κρεμλίνου. Όπως φαίνεται στο ρωσικό παράδειγμα, αυτή η παλιά άποψη της ισχύος, δηλαδή, μια συντριπτική έμφαση στη σκληρή ισχύ για την προώθηση των συμφερόντων της Δύσης θα αποτύχει μακροπρόθεσμα ενάντια στον πολυδιάστατο κόσμο του σήμερα όπου «η ισχύς περνά από το πλούσιος σε κεφάλαιο, στους «πλούσιους σε πληροφορίες». Δεν αρκεί πλέον να έχεις μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη ή μια οικονομία εύρωστη. Κάποιος πρέπει να μπορεί να αποκτήσει και να αναλύσει γρήγορα τις σωστές πληροφορίες για να επιτρέψει τη γρήγορη λήψη αποφάσεων και να δημιουργήσει αποτελέσματα στα οποία ο αντίπαλος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί αποτελεσματικά. Η έγκαιρη απάντηση σε νέες πληροφορίες προτού μπορέσει ο αντίπαλός του να δράσει δίνει σε κάποιον το στρατηγικό πλεονέκτημα, απαραίτητο για την επίτευξη ευνοϊκής ισορροπίας δυνάμεων. Είναι η ικανότητα να αναλαμβάνουμε δράση με τους δικούς μας όρους και να αναγκάζουμε τους αντιπάλους μας να απαντήσουν. Η πρόοδος της τεχνολογίας έχει οδηγήσει σε βελτιωμένη ψηφιοποίηση, αυξάνοντας τη σημασία των οργανωτικών δεξιοτήτων και της ευελιξίας έναντι των υλικών δυνατοτήτων.
Η πλούσια σε πληροφορίες δύναμη μπορεί να αλλάξει το τοπίο της γεωπολιτικής με έναν άλλο τρόπο, αναδεικνύοντας τη σημασία των στρατηγικών αφηγήσεων. Για παράδειγμα, με τη βοήθεια των κρατικών μέσων ενημέρωσης, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των χρηματοδοτήσεων προς τις διεθνείς ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, η Τουρκία ισχυρίστηκε ότι η Ελλάδα επιθυμεί για άλλη μια φορά να επιβάλλει τη «Μεγάλη Ιδέα». Έκανε έκκληση στη νοσταλγία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιμένοντας ότι ήταν μια χώρα με τουρκική εθνότητα. Παρουσίασαν την Ελλάδα ως το κακομαθημένο παιδί δίνοντας έμφαση στο παρελθόν και καταδικάζοντας τις προσπάθειες των ΗΠΑ για να επιβεβαιώσουν τη νησίδα ασφαλείας στην περιοχή. Η χρήση ταυτότητας, ιστορικών και διεθνών αφηγήσεων από την Άγκυρα για να δικαιολογήσει την τουρκική συμπεριφορά στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο αμφισβήτησε ακόμη και την ελληνική κυριαρχία νησιών στη διεθνή κοινότητα και υπονόμευσε τις προσπάθειες της συμμαχίας.
Λόγω της αδυναμίας μας να στραφούμε σε πληροφορίες απασχόληση ισχύος, ο Ελληνισμός δεν είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα στη σφαίρα της πληροφορίας και να αντιμετωπίσει τις προσπάθειές να επηρεάσουν τα κράτη για να νομιμοποιήσουν την τουρκική ηγεσία. Από την άλλη πλευρά, μια στρατηγική δέσμευσης για την ενθάρρυνση και τη διατήρηση του διαλόγου με την τουρκική ηγεσία, ενώ προσπαθούσε να αποφευχθεί η άμεση αντιπαράθεση με την Τουρκία, αύξησε τις απαιτήσεις που καθημερινά επιδιώκουν προσθέτοντας και νέες. Με απλά λόγια, η Ελλάδα κινδύνευε να χάσει τον πόλεμο πληροφοριών και ήπιας ισχύος εναντίον της Τουρκίας και μαζί της, την κυριαρχία στις θαλάσσιες ζώνες. Επίσης η Τουρκία διεξήγαγε με επιτυχία πολυάριθμες επιχειρήσεις κυβερνοκατασκοπείας, κλέβοντας πληροφορίες για την κατασκευή προηγμένης τεχνολογίας και στρατιωτικού εξοπλισμού, μη στελεχωμένων σκαφών (Drones) για την αντιμετώπιση των πληροφοριών και του στρατιωτικού πλεονεκτήματος. Επιπλέον, η Ελλάδα βυθισμένη στην οικονομική κρίση αποτύγχανε να μεταφέρει τις αναδυόμενες τεχνολογίες στις ένοπλες δυνάμεις και οπισθοδρόμησε σε νέους τρόπους με τους οποίους αυτές οι τεχνολογίες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ενισχυμένο στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι ενός αντιπάλου.
Συμπεράσματα
Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια να αντιστρέψουμε αυτήν την καταστροφική πορεία μέσω μιας στρατηγικής που συνδυάζει την ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος με την ανάπτυξη των φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών. Η Ελλάδα ξεκίνησε να μεγιστοποιήσει την ισχύ της σε σχέση με αυτήν της Τουρκίας για να διατηρήσει την ελληνική κυριαρχία στις θαλάσσιες ζώνες, ενώ επενδύει εκ νέου στη διάδοση των φιλελεύθερων αξιών απαιτώντας από τη διεθνή κοινότητα να πρωτοστατήσουν στην ενίσχυση της νομιμότητας του Διεθνούς Δικαίου.
Για να αποκτήσουμε ένα σαφές στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας, η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να επενδύει σε μεγάλο βαθμό στην έρευνα και ανάπτυξη των αναδυόμενων τεχνολογιών της εποχής της πληροφορίας, όπως τεχνητή νοημοσύνη, αυτόνομα συστήματα, ρομποτική, κβαντικές επικοινωνίες, και την ταχεία ενσωμάτωσή τους στην όλες τις πτυχές της στρατιωτικής υποδομής των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων για την αύξηση της αποτελεσματικότητας των πληροφοριών που συλλέγονται και του τρόπου χρήσης τους.
Επιπλέον, η Ελλάδα πρέπει να αποκαταστήσει την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών για να διασφαλίσουμε ότι η ελληνική ήπια ισχύς είναι «πάντα σε επίδειξη», όπου η δηλωμένη κουλτούρα και οι φιλελεύθερες αξίες της αποδεικνύονται ξεκάθαρα στις πολιτικές και τις δραστηριότητές τους για να προσελκύσουν κράτη στα ελληνικά συμφέροντα. «Αν η ισχύς του κράτους φαίνεται νόμιμη, θα συναντήσει λιγότερη αντίσταση στις επιθυμίες του. Εάν η κουλτούρα και η ιδεολογία της είναι ελκυστικές, οι άλλοι θα ακολουθήσουν πιο πρόθυμα».
Επίλογος
Παραδοσιακά, η ισχύς μετριέται με την ικανότητα των κρατών να προβαίνουν σε εξαναγκασμό χρησιμοποιώντας σκληρή ισχύ. Ωστόσο, η διάχυση της ισχύος σε μεγάλο βαθμό λόγω της αυξημένης αλληλεξάρτησης και της προηγμένης τεχνολογικής ανάπτυξης έχει καταστήσει αυτή την παραδοσιακή πηγή ισχύος λιγότερο αποτελεσματική στην επίτευξη των επιθυμητών αποτελεσμάτων. Σήμερα, δεν αρκεί να εξαναγκάσουμε τον αντίπαλο να αποδεχτεί την ελληνική κυριαρχία στις θαλάσσιες ζώνες. Ο Ελληνισμός πρέπει να είναι σε θέση να προσελκύσει και να νομιμοποιήσει αξιόπιστα τη βαθιά δέσμευση στις φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες. Η ανανεωμένη εστίαση της Ελλάδας στην «έξυπνη ισχύ» χρησιμοποιώντας τη σκληρή και ήπια ισχύ σε συντονισμό και συνδυασμό, μπορεί να αυξήσει την ισορροπία δυνάμεων προς όφελός της, επιβεβαιώνοντας εκ νέου την ελληνική κυριαρχία στις θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου και της Μεσογείου, ως μερισματούχος ειρήνης.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS) και του Think Tank, Strategy International. Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.