Χρειαζόμαστε ανθεκτική άμυνα στις υβριδικές επιθέσεις και ευρωπαϊκή πολιτική για την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού προβλήματος
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Τα τελευταία χρόνια, οι ελληνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές ασύλου και μετανάστευσης καθοδηγούνται έντονα από χαρακτήρα “κρίσης”. Ειδικότερα, οι κυβερνήσεις της ΕΕ προσπάθησαν να περιορίσουν τον αριθμό των προσφύγων και των παράτυπων μεταναστών με βραχυπρόθεσμα εθνικά μέτρα. Ωστόσο, το κόστος ενός αντιδραστικού τρόπου δράσης είναι υψηλό, ιδίως σε αυτόν τον τομέα πολιτικής (συγκέντρωση προσφύγων και παρανόμων μεταναστών σε καταυλισμούς, απώλειες ζωών σε ναυάγια).
Η ad hoc προσέγγιση του παρελθόντος είχε προβληματικές συνέπειες. Για παράδειγμα, ενισχύθηκε πολιτικά η ολοένα και πιο αυταρχική κυβέρνηση της Τουρκίας και παρουσιάστηκαν αναξιοπρεπείς συνθήκες στα ελληνικά νησιά. Αυτό έχει προκαλέσει κριτική στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πιστεύουν ότι έχει παραβιαστεί το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο, ιδίως η Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες. Μια τέτοια πολιτική εγείρει επίσης αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα των ελληνικών αρχών ακτοφυλακής να αντιμετωπίσουν τις πολύπλοκες προκλήσεις σε αυτόν τον τομέα. Τα λαϊκίστικα κόμματα και κινήματα που προσφέρουν δήθεν απλές λύσεις ωφελούνται ιδιαίτερα από αυτό, όπως άλλωστε διαπιστώθηκε στις πρόσφατες εκλογές με την άνοδο ακραίων ιδεολογιών. Τελικά, μια κατά κύριο λόγο αντιδραστική πολιτική χάνει ευκαιρίες να διαμορφώσει τη μετανάστευση με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να συμβάλει στη διασφάλιση του βιώσιμου μέλλοντος της κοινωνίας και της οικονομίας.
Σήμερα, ακόμη περισσότερο από κάθε άλλη φορά από την έναρξή της με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1993, είναι αλήθεια ότι το μεμονωμένο κράτος μέλος, όπως η Ελλάδα είναι αδύνατο για να μπορέσει να αντέξει την παράνομη μετανάστευση και μάλιστα απέναντι στην πληθώρα των νέων υβριδικών απειλών. Η βασική ευπάθεια της ΕΕ παραμένει η έλλειψη εστιασμένης κάλυψης, κοινής αξιολόγησης και προορατικής αντίδρασης εξωτερικής πολιτικής και σε υβριδικές απειλές. Μέχρι στιγμής, έχουν καταβληθεί προσπάθειες, και εξακολουθούν να γίνονται, σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχώς, για την επίτευξη αποτελεσματικότερης λήψης αποφάσεων στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Ίσως ο σημαντικότερος λόγος αυτής της αποτυχίας είναι ότι οι αξιολογήσεις απειλών των κρατών μελών και οι εκθέσεις για την κατάσταση της πολιτικής ασφάλειας αποκλίνουν σημαντικά. Συχνά δεν επιτρέπουν μια κοινή ερμηνεία της κατάστασης και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπουν την ομοιόμορφη διατύπωση των μέτρων πολιτικής ασφάλειας. Είναι κατανοητό ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Ολλανδίας ή μεταξύ Πορτογαλίας και Εσθονίας όσον αφορά την αντίληψη των απειλών για την ασφάλεια. Εάν κάθε κράτος μέλος της ΕΕ κατανοεί την κατάσταση απειλής μόνο στο δικό του εθνικό πλαίσιο, το σύνολο των κρατών μελών μπορεί να συμφωνήσει μόνο σε μια μινιμαλιστική ΚΕΠΠΑ και δεν μπορεί να αναπτύξει μια συντονισμένη προσέγγιση στα σοβαρά προβλήματα. Αυτό το βασικό πρόβλημα δεν είναι νέο, αλλά σήμερα επιδεινώνεται ριζικά.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο η ΕΕ και τα κράτη μέλη της να υιοθετήσουν μια πιο μακρόπνοη πολιτική ασύλου και μετανάστευσης. Οι μετακινήσεις προσφύγων, οι απελάσεις και οι παράτυπες μετακινήσεις έχουν αυξηθεί. Μια αντιστροφή αυτής της τάσης δεν διαφαίνεται. Ταυτόχρονα, στην Ευρώπη ισχυρά κράτη εξαρτώνται από τη μετανάστευση εργαζομένων. Η μετανάστευση εκτιμάται ότι θεωρήθηκε ως ο μόνος τρόπος για να μετριαστεί η δημογραφική αλλαγή και να αντιμετωπιστεί η έλλειψη εργατικού δυναμικού που επικρατεί και συνεχίζει να αυξάνεται σε πολλούς τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων και ευκαιριών καθίσταται δυσκολότερη από την απροθυμία των κρατών μελών της ΕΕ να ακολουθήσουν πολιτικές που εστιάζουν εξίσου στους στόχους της πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης. Αυτό εξακολουθεί να είναι δύσκολο, διότι τα κράτη μέλη της ΕΕ επηρεάζονται διαφορετικά από τις προσφυγικές μετακινήσεις και το καθένα έχει συγκεκριμένα συμφέροντα μεταναστευτικής πολιτικής.
Ένα ακόμη σημαντικό θέμα για την ελληνική κατάσταση ασφάλειας ως πύλη εισόδου, με την παράνομη μεταναστευτική ροή, χαρακτηρίζεται από τις λεγόμενες υβριδικές επιθέσεις, οι οποίες αποσκοπούν στη διατάραξη της δημόσιας τάξης του ελληνικού κράτους. Οι φορείς από τους οποίους προέρχονται είναι από την τουρκική πλευρά για να παρουσιάσουν την Ελλάδα ως ανάλγητη, αλλά και εκείνοι που υποστηρίζονται μόνο έμμεσα ή συγκεκαλυμμένα από την κρατική συμμετοχή. Αυτές οι ομάδες περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, χάκερ ή τρολ των ΜΚΟ που ενθαρρύνονται ή ακόμη και γίνονται ανεκτές από κυβερνητικές υπηρεσίες και διαταράσσουν κρίσιμες υποδομές ή προσπαθούν να χειραγωγήσουν τις εθνικές διαδικασίες.
Πριν από μερικά χρόνια, οι υβριδικές απειλές χαρακτηρίζονταν από την ταυτόχρονη διεξαγωγή ένοπλων συγκρούσεων και τη χρήση μη βίαιων, συγκεκαλυμμένων μέσων επιρροής. Σήμερα, από την άλλη πλευρά, το επίκεντρο είναι η ποικιλομορφία των εμπλεκόμενων παραγόντων, καθώς και η αλληλένδετη χρήση αρκετών πολιτικών αλλά παράνομων προσεγγίσεων για την αποσταθεροποίηση, όπως μια στοχευμένη κατάληψη οικονομικών τομέων, η συστηματική χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης ή των ομάδων της διάσωσης των παρανόμων μεταναστών που ναυαγούν στις θάλασσες. Ιδιαίτερα όσον αφορά την Τουρκία, η ελληνική πλευρά υποθέτει ότι όλα τα διαθέσιμα μέσα θα συνδυαστούν μεταξύ τους, κάτω από το όριο της ένοπλης σύγκρουσης. Κατά συνέπεια, η «εργαλειοθήκη» για τις υβριδικές απειλές έχει γίνει όλο και πιο ποικιλόμορφη και ολοκληρωμένη, ακόμη και αν είναι κυρίως μη στρατιωτικής φύσης. Η κλασική πολιτική ασφάλειας, νοούμενη ως η διασφάλιση των συνόρων ή της εθνικής άμυνας, υπολείπεται συστηματικά εδώ. Οι υβριδικές απειλές θέτουν σε κίνδυνο την εσωτερική συνοχή των δημοκρατικών κοινωνιών και, ως εκ τούτου, τον πυρήνα της φιλελεύθερης ιδέας.
Μια επικαιροποιημένη απάντηση της πολιτικής εθνικής ασφάλειας πρέπει να περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό παραγόντων και προϋποθέσεων, αντικατοπτρίζοντας την ποικιλομορφία των υβριδικών απειλών. Δεδομένου ότι οι περισσότερες προσπάθειες διατάραξης της δημόσιας τάξης είναι συγκεκαλυμμένες, η πρώτη προτεραιότητα είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας της δημοκρατικής κοινωνίας σε ένα ευρύ μέτωπο.
Η ελληνική κοινωνία δεν έχει δεσμευτεί στην προσέγγιση της ανθεκτικότητας παρά τα συνεχή προβλήματα για μεγάλο διάστημα. Έτσι δεν καταφέραμε να καλύψουμε τους περισσότερους τομείς της σύγχρονης, διασυνοριακής κοινωνίας κινδύνου. Ωστόσο έγινε προσπάθεια στην οικοδόμηση ανθεκτικότητας στον οικονομικό τομέα, με την εφαρμογή πολυάριθμων νομικών πράξεων σχετικά με την προστασία του ορίου διαβίωσης, τον ενεργειακό τομέα, τα δίκτυα μεταφορών, τις επικοινωνίες και τις υποδομές ή την ενοποιημένη (ψηφιακή) εσωτερική αγορά. Σε σύγκριση με τις βόρειες χώρες, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν μπόρεσε έτσι να αυξήσει την ανθεκτικότητα της ΕΕ σε παράνομες μεταναστεύσεις και τις εξωτερικές επιρροές στις νομικές, οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις της.
Συμπεράσματα
Προκειμένου να μετατραπεί η ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου και μετανάστευσης σε μορφή διαμόρφωσης, δεν είναι μόνο απαραίτητο να προσδιοριστούν οι τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις και ευκαιρίες. Υπάρχει επίσης ανάγκη για κατάλληλους στόχους. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητη μια ανοικτή και τεκμηριωμένη παρέμβαση της νέας ελληνικής κυβερνήσεως στην επικείμενη σύνοδο κορυφής στη συζήτηση των αντικρουόμενων στόχων και περιοχών έντασης.
Κατά κανόνα, θεμελιώδεις πολιτικές συγκρούσεις συμφερόντων όπως αυτές δεν μπορούν να επιλυθούν, αλλά μπορούν να προσεγγιστούν με ισορροπία συμφερόντων. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητο να καθοριστούν θεματικές και γεωγραφικές προτεραιότητες και να σταθμιστούν μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα συμφέροντα. Πρέπει να βασίζονται στις υφιστάμενες υποχρεώσεις που απορρέουν από τα ανθρώπινα δικαιώματα, το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαϊκό δίκαιο σχετικά με τη φυγή και τη μετανάστευση, ιδίως τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες.
Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει έντονη και πρωταρχική ανάγκη για δράση όσον αφορά τους πρόσφυγες, από πολλές απόψεις. Για παράδειγμα, στον επιμερισμό των ευθυνών εντός της ΕΕ καθώς και παγκοσμίως, στη δημιουργία περισσότερων νόμιμων οδών μετανάστευσης προς την ΕΕ, στις συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα αρχικής υποδοχής στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ και στη στήριξη των χωρών υποδοχής εκτός της ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ανοίξει το δρόμο με τα κράτη εισόδου παρανόμων μεταναστών που αντιμετωπίζουμε το ίδιο πρόβλημα αντί να περιμένει μια κοινή ευρωπαϊκή λύση.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια και του Οργανισμού Διεθνούς Στρατηγικής.
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: https://pixabay.com/illustrations/refugees-europe-save-asylum-crisis-1156245/