Πρώτα η Στρατηγική, και στη συνέχεια ο Στόλος που χρειαζόμαστε
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Αναμφίβολα στο ΓΕΕΘΑ οι σκέψεις θα περιλαμβάνουν συνεχή ενημέρωση στην πολεμική σχεδίαση και εμβάθυνση των στρατιωτικών συνεργασιών και συμμαχιών. Επίσης θα πρέπει να είναι περήφανοι για το αξιόμαχο και το ετοιμοπόλεμο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, που αποδεικνύεται από τις επιτυχημένες αποστολές και τις επιχειρησιακές συμμετοχές. Ωστόσο η μεγάλη πρόκληση για την ηγετική ομάδα του ΓΕΕΘΑ είναι να διατηρήσει την αποτροπή και τη δυναμική στον αγώνα προς μια ευνοϊκή κατάληξη σε μια πιθανή σύγκρουση με τον εχθρό.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, θα είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε ότι η έννοια της αποτροπής και της άμυνας στον Χώρο του Ελληνισμού, είναι μια κοινή επιχείρηση συνδυασμένων όπλων που περιλαμβάνει τον κρίσιμο θαλάσσιο τομέα, όπου οι αεροναυτικές δυνάμεις θα κληθούν να απαγορεύσουν στον εχθρό να πλησιάσει την ελληνική ακτογραμμή που υποστηρίζεται από το Στρατό Ξηράς.
Για να επιτευχθεί αυτή η αποστολή πρέπει να γυρίσουμε το βλέμμα προς τη θάλασσα.
Η Ναυτική Στρατηγική δεν έχει ενημερωθεί τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Η αναγκαία ανασύσταση και ο επιθυμητός εκσυγχρονισμός του Στόλου με πρόσκτηση νέων μονάδων κρούσεως και έναρξης εργασιών στα ελληνικά ναυπηγεία παρέχει την τέλεια ευκαιρία για να ξεκινήσει η συζήτηση για μια ναυτική στρατηγική για την αντιμετώπιση των σύγχρονων απειλών.
Εκτιμάται ότι θα πρέπει να αναπτύξουμε πρώτα μια εθνική στρατηγική που να λαμβάνει υπόψη ευρύτερα σχέδια αποτροπής και άμυνας. Αυτή η περιφερειακή στρατηγική θα πρέπει να οικοδομηθεί σε στενό συντονισμό και με ευαισθησία στις προοπτικές του νησιωτικού χώρου αλλά και του ευρύτερου θαλασσίου χώρου του Ελληνισμού στο σύνολο του. Επίσης θα πρέπει να περιλαμβάνει σχέδια για τη διασφάλιση του ελέγχου στο Αιγαίο και τις παρακείμενες θαλάσσιες ζώνες νοτίως της Κρήτης, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και διατάξεις για την αντιμετώπιση επιθετικών κινήσεων από τις εχθρικές μονάδες. Προς υποστήριξη αυτών των προσπαθειών, η Ναυτική Στρατηγική στη συνέχεια θα πρέπει να επικαιροποιηθεί ώστε να αντικατοπτρίζει τις νέες απειλές και την επιθυμία να διατηρήσει τις συνεργασίες με εταίρους και συμμάχους με κοινές διαδικασίες και συμβατά αμυντικά συστήματα.
Όλες οι νέες στρατηγικές ξεκινούν αναγκαστικά με μια συζήτηση για τους σκοπούς, τους τρόπους και τα μέσα.
Πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε τι συνιστά νέα απειλή στον θαλάσσιο τομέα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις προκειμένου να διασφαλίσουν ένα ελεγχόμενο και ασφαλές θαλάσσιο περιβάλλον. Ο σύγχρονος πόλεμος απαιτεί Στρατηγική υπεροχή με το μέλλον προσανατολισμένο στις πολυχωρικές επιχειρήσεις
Όταν αντιμετωπίζουμε το εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα της καταπολέμησης μιας σύγκρουσης σχεδόν ομοτίμων σε ένα περιβάλλον κατά της πρόσβασης/άρνησης περιοχής, η επίλυση του τακτικού επιπέδου του πολέμου είναι ευκολότερη από την παροχή λύσεων σε επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο. Ωστόσο, εκεί πρέπει η Ελλάδα να το κάνει σωστά. Έχουμε άφθονη εμπειρία στην επίτευξη τακτικής και ακόμη και επιχειρησιακής επιτυχίας σε κρίσεις αλλά και σε στρατηγικές γκάφες. Αυτές οι εμπειρίες ήταν αρκετά δαπανηρές. Μια κακή στρατηγική σε έναν αγώνα σχεδόν ομοτίμων θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες, και όμως οι Κυβερνήσεις μας έχουν αμφισβητήσει τον βαθμό στον οποίο ακόμη και η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας συνιστά πραγματική στρατηγική, ιδιαίτερα στη ναυτική στρατηγική καθώς η Ελλάδα είναι ναυτογενές έθνος.
Χρειάζεται να προχωρήσουμε σε διακλαδικές επιχειρήσεις πολυχωρικών μαχών, στον πυρήνα των οποίων, αναγνωρίζουμε τους έξι χώρους στους οποίους δραστηριοποιούνται οι ένοπλες δυνάμεις – τον κυβερνοπόλεμο, το διάστημα, τον ΣΞ, το ΠΝ, την Αεροπορία και τον ανθρώπινο τομέα – με τα τρωτά σημεία και τις ευκαιρίες που υπάρχουν σε καθένα από αυτά. Απαιτείται μια ολιστική κατανόηση αυτών των τομέων/χώρων και τον συγχρονισμό των επιπτώσεων προς τους στόχους της αποστολής. Λόγω της προόδου της τεχνολογίας σε κάθε τομέα, ο πόλεμος έχει γίνει ακόμη πιο περίπλοκος. Ως αποτέλεσμα, τα καθιερωμένα παραδείγματα συνδυασμένων όπλων και διακλαδικού πολέμου δεν αρκούν από μόνα τους για την αντιμετώπιση αυτής της πολυπλοκότητας. Εδώ λοιπόν είναι απαραίτητη μια στρατηγική προοπτική.
Το σύγχρονο πεδίο μάχης φαίνεται πολύ διαφορετικό, αλλά το όραμα για έναν εξαιρετικά καλά συνδεδεμένο Στόλο με πολλές δυνατότητες μπορεί να γίνει πραγματικότητα με πλήρη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αλληλοεπιδρούν οι κλάδοι των ΕΔ και καλά εκτελεσμένες λειτουργίες πολλαπλών χώρων. Όμως τίποτα από αυτά δεν θα έχει σημασία εάν οι ενέργειες σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο δεν ανταποκρίνονται στους εθνικούς στόχους σε στρατηγικό επίπεδο. Ας πάρουμε πρώτα τη στρατηγική σωστά για να κατανοήσουμε πλήρως πώς να πολεμήσουμε σε ένα πολυχωρικό περιβάλλον.
Κατά τους νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης και Λήμνου το 1912-13 η βασική άποψη του Ναυάρχου Κουντουριώτη για αυτό που εννοούσε ναυτική στρατηγική ήταν ότι ο πλήρης έλεγχος των θαλασσών, ήταν πάντα το καλύτερο μέσο για τους μεγάλους στρατηγικούς στόχους του Ελληνισμού (όπως εκφράστηκαν από την πολιτική ηγεσία) και ότι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την απομάκρυνση του εχθρικού στόλου από τις θάλασσες. Στη συνέχεια οι σύγχρονοι ηγέτες του Πολεμικού Ναυτικού υποστήριξαν ότι ο Ελληνισμός θα μπορούσε να έχει ξεχωριστές στρατηγικές (άλλη για τις κλειστές και άλλη για τις ανοικτές θάλασσες) και ότι κάθε στρατηγική απαιτούσε τη δική της ξεχωριστή ναυτική στρατηγική. Μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη μεταφορά του κύριου στόλου του εχθρού στη μάχη και την καταστροφή του σε μια αποφασιστική εμπλοκή, όπως υποστήριξε και ο Κουντουριώτης. Αλλά μπορεί επίσης να περιλαμβάνει απλώς προσωρινό και τοπικό «έλεγχο της θάλασσας», θαλάσσιο αποκλεισμό, εμπορικές επιδρομές και παλλαϊκή άμυνα. Όλα εξαρτούνται από την υψηλή στρατηγική που θα ακολουθήσουμε, εστιασμένοι στην πολιτική.
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για το αυξημένο ενδιαφέρον για τη δομή δυνάμεων και τη σύσταση του Στόλου. Ίσως ο πιο αποφασιστικός παράγοντας, ωστόσο, είναι κατανόηση μιας Εθνικής Στρατηγικής της Ελλάδας.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ψυχροπολεμικής εποχής, αυτή η στρατηγική ήταν μια στρατηγική γεωπολιτικού περιορισμού, ακόμη και απομονωτισμού. Η στρατιωτική και στρατηγική εστίαση της Ελλάδας ήταν στην άμυνα της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας. Στη συνέχεια, η Ελλάδα υιοθέτησε ουσιαστικά μια νέα στρατηγική, που ίσως χαρακτηρίζεται καλύτερα ως αποτρεπτική με εξισορρόπηση δυνάμεων.
Αυτή η στρατηγική έχει τρία καθοριστικά στοιχεία.
Πρώτον, συνεπάγεται δέσμευση για τη διασφάλιση της κυριαρχίας της Ελλάδας. Αυτό όμως θα πρέπει να περιλαμβάνει τη διεκδίκηση της κυριαρχίας στα χωρικά ύδατα των 12 ναυτικών μιλίων, και των κυριαρχικών δικαιωμάτων που ορίζονται από το Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης. Όπως επίσης να περιλαμβάνει την άρνηση στην Τουρκία της δυνατότητας να απειλήσει τον Ελληνισμό.
Δεύτερον, θα πρέπει να δεσμεύει την Ελλάδα να κυριαρχήσει στην άμεση γειτονιά της. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τα εδάφη με τα οποία είναι εδαφικά συνεχόμενα (Βόρεια Ήπειρος και Βόρεια Μακεδονία για παράδειγμα) όσο και να εγγυηθεί την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και τη θαλάσσια περιοχή ολοκλήρου του Ελληνισμού.
Τέλος, αυτή η στρατηγική της Ελλάδας θα πρέπει να συνεπάγεται τη διατήρηση μιας ευνοϊκής ισορροπίας δυνάμεων τόσο στις ανοικτές θάλασσες της Μεσογείου όσο και τις κλειστές του Αιγαίου. Αυτό σημαίνει μια ισορροπία που δεν θα είναι ευνοϊκή για την Τουρκία.
Αυτή η Εθνική Στρατηγική απαιτεί μια κατάλληλη ναυτική στρατηγική, μια στρατηγική που μπορεί να συνδέσει την εφαρμογή της ναυτικής ισχύος με τον πολιτικό σκοπό να αποτρέψει την ανάπτυξη μιας δυσμενούς ισορροπίας δυνάμεων σε οποιαδήποτε περιοχή που θεωρεί ζωτικών συμφερόντων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, μια τέτοια στρατηγική θα συνεπαγόταν απαραίτητα την ικανότητα επίτευξης των ακόλουθων στόχων:
Αποτροπή, καθυστέρηση και, εάν είναι απαραίτητο, υποβάθμιση πιθανής στρατιωτικής επέμβασης της Τουρκίας σε διαφωνίες ή συγκρούσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία για τη θαλάσσια κυριαρχία. Πρόκειται τόσο για την υπεράσπιση της ακτογραμμής και των λιμανιών του Ελληνισμού όσο και για τη διεκδίκηση και υπεράσπιση αξιώσεων κυριαρχίας.
Άρνηση της κυριαρχίας τις Τουρκίας στις θάλασσες ή τον έλεγχο σε εμπορικά και γεωπολιτικά σημεία στενών περασμάτων ζωτικής σημασίας και πλωτών διαδρόμων. Αυτό δεν είναι απλώς θέμα ανάπτυξης πλοίων. Απαιτεί επίσης την ικανότητα διατήρησης μιας θαλάσσιας παρουσίας σε στρατηγικές τοποθεσίες, σε εχθρικές συνθήκες και για εκτεταμένες περιόδους.
Εκτιμάται ότι αυτή ακριβώς πρέπει να είναι η ναυτική στρατηγική που θα ακολουθήσουμε. Στο Αιγαίο, η ελληνικές δυνάμεις να είναι απασχολημένες με τη δράση ευέλικτων σκαφών και την ανάπτυξη αεροπορικών, ναυτικών και πυραυλικών δυνάμεων των νησιών για να δημιουργήσει ένα χώρο αντιπρόσβασης/άρνησης περιοχής που περιλαμβάνει το ανατολικό και κεντρικό Αιγαίο βασικά, και ολόκληρη την ακτογραμμή της Ελλάδας. Για αυτήν την αποστολή, η Ελλάδα θα αναπτύσσει υποβρύχια, ικανές μονάδες κρούσεως επιφανείας, αεροσκάφη, αντιαεροπορικά συστήματα, κατευθυνόμενους πυραύλους επιφανείας/επιφανείας. Αυτές οι δυνάμεις θα υποστηρίζονται από μεγάλες ναυτικές βάσεις στους Ναύσταθμους Σαλαμίνας και Σούδας, καθώς και εγκαταστάσεις στις νήσους του Αιγαίου.
Πέρα από αυτή τη ζώνη άμυνας στο Αιγαίο, η Ελλάδα πρέπει να έχει την ικανότητα να αναπτύξει και ναυτικές δυνάμεις με δικτυοκεντρικές ικανότητες συμβατές με τις αεροπορικές δυνάμεις για να κυριαρχήσει στις θάλασσες τις ανατολικής Μεσογείου. Αυτές οι δυνάμεις επιπλέον χρειάζεται να φέρουν προηγμένους επιθετικούς βαλλιστικούς πυραύλους για να απειλήσουν τις τουρκικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην ενδοχώρα του εχθρού. Ο σκοπός αυτών των συστημάτων είναι να αποτρέψουν, να καθυστερήσουν και εάν είναι απαραίτητο, να υποβαθμίσουν πιθανές στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας με τρόπους που να αρνούνται τον έλεγχο των τουρκικών δυνάμεων και στη θάλασσα της Μεσογείου.
Δεδομένων όλων αυτών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία έχει αρχίσει να εφαρμόζει μια θαλάσσια στρατηγική που αποβλέπει στην επονομαζόμενη Γαλάζια Πατρίδα. Ωστόσο, για τον Ελληνισμό, το ερώτημα παραμένει: Τι πρέπει να γίνει;
Κατ’ αρχάς να σταματήσουμε με τους ταλαντευόμενους και μη ρεαλιστικούς στόχους ναυπήγησης και μια ποικιλία επιχειρησιακών σχεδίων πολεμικής σχεδίασης για αρκετά στατικά απρόοπτα. Κανένα από αυτά δεν είναι προϊόν μιας συνεκτικής εθνικής θαλάσσιας στρατηγικής που αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες απειλές μας, στις ευρύτερες γεωγραφίες που πρέπει να προστατεύσουμε ή την απρόβλεπτη φύση του μέλλοντος. Η ναυτική στρατηγική που χρειαζόμαστε σήμερα πρέπει να είναι μια ευέλικτη στρατηγική που να επιτρέπει την ταχεία ανάπτυξη και προσαρμογή. Η δομή δύναμης που ορίζεται θα πρέπει επίσης να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά.
Άρα η ναυτική στρατηγική πρέπει να αναπτυχθεί με μια νηφάλια ματιά στους αντιπάλους μας και τις ευθύνες μας. Επιπλέον, πρέπει να εφαρμοστεί με εθνική συναίνεση γιατί μια τέτοια εφαρμογή, χωρίς αμφιβολία, θα είναι δαπανηρή για τους φορολογούμενους.
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα Ναυτικό ικανό να διατηρήσει τη θαλάσσια υπεροχή και να εξασφαλίσει την ελευθερία των θαλασσών για την ελληνισμό. Το Πολεμικό Ναυτικό θα πρέπει να αναπτύξει αμέσως μια τολμηρή ναυτική στρατηγική, η οποία θα ορίζει με σαφήνεια τον στόλο που απαιτείται σήμερα. Αυτή η στρατηγική θα πρέπει να επικεντρωθεί στα τουρκικά τρωτά σημεία, τα οποία είναι πολλά, συμπεριλαμβανομένης της εξάρτησης από την πρόσβαση σε θαλάσσιες ζώνες για να τροφοδοτήσει την οικονομία τους. Το Πολεμικό Ναυτικό θα πρέπει να είναι έτοιμο να στοχεύσει κρίσιμες υποδομές της αντίπαλης ηπειρωτικής χώρας και να κλείσει τα θαλάσσια στενά για να στραγγαλίσει την τουρκική οικονομία. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να είναι ευέλικτες και απρόβλεπτες, χρησιμοποιώντας τη γεωγραφία προς όφελός τους με κινητικές δυνατότητες. Αυτός ο τύπος στρατηγικής θα απαιτήσει ένα ισχυρότερο Ναυτικό συμβατό με τους άλλους κλάδους για δικτυοκεντρικές επιχειρήσεις σε πολυχωρικό πόλεμο. Καθημερινά, το Πολεμικό Ναυτικό θα πρέπει να είναι παρόν στις θάλασσες των ζωτικών συμφερόντων, σε ασκήσεις με συμμαχικά ναυτικά, δοκιμή της στρατηγικής και τελειοποίηση της. Από αυτή τη ναυτική στρατηγική θα απορρέει μια ενημερωμένη δομή δύναμης που θα εξηγεί επιτακτικά στους νομοθέτες και στο ελληνικό κοινό την ουσιαστική και επείγουσα ανάγκη να επενδύσουν σε ένα ισχυρότερο Ναυτικό για να αποτρέψουν την τουρκική επιθετικότητα και να κρατήσουν μακριά άλλους κακόβουλους παράγοντες που μπορεί να επιδιώξουν να επωφεληθούν από οποιαδήποτε μελλοντική σύγκρουση στο θαλάσσιο χώρο.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια και του Οργανισμού Διεθνούς Στρατηγικής.