Ισραηλινή Εξωτερική Πολιτική: αλληλεπιδράσεις και επιπλοκές του μηχανισμού εξωτερικής πολιτικής με τις δομές ασφάλειας
Δημήτριος Καλογιάννης*
Αξιωματικός ΠΑ
Υπ. Διδάκτωρ ΕΚΠΑ
ΜΑ Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σχέσεων
ΜΑ Διακυβέρνησης, Ανάπτυξης & Ασφάλειας στην Μεσόγειο
Εισαγωγή
Αποτελεί παγιωμένη πεποίθηση και ιστορικό δεδομένο ότι τα ζητήματα ασφάλειας συνθέτουν μία κυρίαρχη πτυχή της ισραηλινής πολιτικής (και της ισραηλινής ζωής) από το 1948 μέχρι και σήμερα. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζεται μία αλληλεπίδραση, μία αλληλοσυμπλήρωση (ή κατά πολλούς μία εμπλοκή) των θεμάτων ασφάλειας με αυτά της εξωτερικής πολιτικής, στο κράτος του Ισραήλ. Ο τομέας της πολιτικής ασφάλειας (security policy), που σχετίζεται με τις υπαρξιακές απειλές που αντιμετωπίζει το Ισραήλ -όσο και με το Παλαιστινιακό Ζήτημα- είναι απόλυτα συνυφασμένος με την εξωτερική πολιτική (foreign policy) και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τη διαμόρφωση της ευρύτερης στρατηγικής του Εβραϊκού κράτους.
Το Περιβάλλον Απειλών και η Εξωτερική Πολιτική
Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την ανεξαρτησία του και μετά από μια σειρά πολεμικών συρράξεων με τους όμορους εχθρούς του, το Ισραήλ εξακολουθεί να ζει με το δάχτυλο στην σκανδάλη, όπως καταδεικνύουν τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου. Θα ήταν δόκιμο να ισχυριστεί κανείς ότι το κράτος του Ισραήλ συνεχίζει να πορεύεται σε ένα θεμελιωδώς εχθρικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που δεν έχει ακόμη δεχθεί, καθολικά και ομόφωνα, το εβραϊκό κράτος στην παγκόσμια κοινότητα των εθνών. Μια άλλη αυτόνομη, αλλά στενά συνδεδεμένη, συνιστώσα της άσκησης εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ είναι η αντίληψη περί συνεχιζόμενης απειλής για την ασφάλεια και την επιβίωση του εβραϊκού κράτους και των αντι-Ισραηλινών συνασπισμών -ετερόκλητης φύσης- που δημιουργούνται ανάλογα με τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή.
Ωστόσο, ορισμένες πτυχές της καθημερινής πραγματικότητας δεν συμβαδίζουν με την εικόνα που θέλει να προωθήσει το σύστημα εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ, δηλαδή μιας εικόνας στην οποία το Ισραήλ έχει το ρόλο του διαχρονικού θύματος του Αραβικού εκφοβισμού και της απειλής της διαπαντός εξαφάνισής του. Για παράδειγμα, η εξωτερική πολιτική του Ισραήλ πέτυχε την υπογραφή και εφαρμογή συνθηκών ειρήνευσης με διαχρονικούς εχθρούς και εχθρευόμενους όπως με την Αίγυπτο το 1979, την Ιορδανία το 1994 και προσφάτως το 2020 με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν. Αυτές οι συνθήκες επιλύουν και τακτοποιούν χρόνια διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά προβλήματα και συνεισφέρουν στη γενικότερη σταθερότητα και στην εξάλειψη άμεσων κινδύνων για το εβραϊκό κράτος. Ωστόσο, το μέγεθος, η ισχύς, ο εξοπλισμός και το πεδίο δράσης των Αμυντικών Δυνάμεων του Ισραήλ (IDF), οι συνεχιζόμενες υψηλές αμυντικές δαπάνες, και η προδιάθεση της Ισραηλινής Κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει υπερβολική και υπέρμετρη βία δεν έχουν μειωθεί. Άρα, ανιχνεύεται μία αναντιστοιχία των επιτευγμάτων της Εξωτερικής Πολιτικής με την στοχοθεσία του ασφαλειακού και αμυντικού δομήματος. Αυτό ερμηνεύεται από την συνέχιση της αντίληψης πολλών θεσμικών οργάνων και πολιτικών προσώπων ότι το Ισραήλ συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρές και άμεσες στρατιωτικές και υβριδικές απειλές κατά της εδαφικής του ακεραιότητας και της ασφάλειας των πολιτών του.
Το συγκρουσιακό ιστορικό του Εβραϊκού κράτους με τα γειτονικά Αραβικά κράτη που το περιβάλουν είναι αρκετά πλούσιο και έντονο, περιλαμβάνοντας πολεμικές συρράξεις ευρείας κλίμακας, προληπτικά στρατιωτικά χτυπήματα σε ξένο έδαφος και εσωτερικές συγκρούσεις με χρήση δυσανάλογης ισχύος πυρός. Όλη αυτή η πολεμική ατμόσφαιρα διαμόρφωσε μία αντίληψη του Αραβικού κινδύνου από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ η οποία ιχνηλατείται βαθιά στο παρελθόν και τρέφεται από τις εξελίξεις στην περιοχή από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά.
Παραταύτα, η Ισραηλινή Εξωτερική Πολιτική σε συνεργασία και με παρότρυνση από τον αμερικανικό παράγοντα κατάφερε να επιτύχει σημαντικές συμφωνίες ειρήνευσης με δύο από τους κυριότερους εχθρούς της, την Αίγυπτο με τις Συμφωνίες του Camp David το 1979 και την Ιορδανία το 1994 κάνοντας ένα σημαντικό βήμα τόσο για την εξασφάλιση της επιβίωσης του Ισραήλ όσο και για την γενικότερη προσέγγιση με τον Αραβικό κόσμο. Η πιο πρόσφατη επιτυχία της Ισραηλινής Διπλωματίας στον τομέα της διαχείρισης και εξομάλυνσης της Αραβο-Ισραηλινής διένεξης είναι οι Συμφωνίες Ειρήνευσης και Ομαλοποίησης τοy 2020 με τα ΗΑΕ και το Μπαχρέιν, οι αποκαλούμενες και ως «Συμφωνίες του Αβραάμ». Παράλληλα, η εξωτερική πολιτική του Ισραήλ επιχείρησε να αποσυνδέσει και να από-διεθνοποιήσει το Παλαιστινιακό Ζήτημα από τις σχέσεις του με τον Αραβικό κόσμο επενδύοντας υπολογίσιμο διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο αλλά μένοντας αγκυλωμένο στις εμμονές ασφάλειας και αγνοώντας σωρεία αποφάσεων τόσο της Ολομέλειας όσο και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ο Ρόλος του Παλαιστινιακού Ζητήματος
Το κυριότερο ζήτημα της Εξωτερικής Πολιτικής του Ισραήλ δεν είναι άλλο από το Παλαιστινιακό Ζήτημα. Ένα πρόβλημα, με χαρακτηριστικά χρόνιας και παρατεταμένης σύγκρουσης, που ανάγεται σε βασικό ζήτημα ύπαρξης του ίδιου του Εβραϊκού κράτους και έχει αποτελέσει σημείο τριβής όχι μόνο με τον Αραβικό κόσμο αλλά και με ολόκληρο τον διεθνή παράγοντα. Οι ενέργειες και οι σχεδιασμοί της Ισραηλινής Εξωτερικής Πολιτικής φέρουν σχεδόν πάντα ένα αποτύπωμα του μακρόχρονου αυτού ζητήματος και προκαλούν την άμεση εμπλοκή των αμυντικών δομών στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής.
Τα κυριότερα εκκρεμή ζητήματα μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων εντοπίστηκαν και οριοθετήθηκαν, με αρκετή ακρίβεια και λεπτομερή διάρθρωση στο πλαίσιο των ειρηνευτικών συνομιλιών του Όσλο I και ΙΙ (1993, 1995). Αυτές οι συμφωνίες έθεσαν εξάλλου και τις βάσεις για μια πιθανή δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους στο μέλλον, σε συνύπαρξη και συν-γειτνίαση με το Ισραήλ, η περίφημη «λύση των δύο κρατών». Ωστόσο, οι απαντήσεις στο ερώτημα σχετικά με την ακριβή χάραξη των συνόρων ενός μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους, εντός της σημερινής Ισραηλινής επικράτειας, και της σχέσης μεταξύ των δύο κρατών δεν είναι καθόλου σαφείς.
Λόγω των ασφαλειακών νευρώσεων της Ισραηλινής πολιτικής, οι Παλαιστίνιοι πολλές φορές αντιμετωπίζονται ως παράγωγα ενός ψυχρού γραφειοκρατικού αλγόριθμου που υπολογίζει τις εσωτερικές απειλές και κατευθύνει την πολιτική του Ισραήλ προς ενέργειες άσκησης ασύμμετρης και υπέρμετρης βίας. Επιπροσθέτως, η προσφυγή των διάφορων Παλαιστινιακών οργανώσεων σε βίαιες και έκνομες ενέργειες και η σύνδεσή τους με τρομοκρατικά κέντρα και σκιώδη δίκτυα υλικο-οικονομικής υποστήριξης ώθησε και συνεχίζει να ωθεί το Ισραήλ στην επιλογή της ένοπλης αντιπαράθεσης για την προστασία του πληθυσμού του και της εδαφικής του ακεραιότητας. Έτσι, το Ισραήλ επιμένει στο δόγμα της συνολικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένου του αυστηρού και ασφυκτικού ελέγχου των προσώπων, των οχημάτων, και των αγαθών σε όλα τα σημεία εισόδου και εξόδου από τη Γάζα. Με αυτόν τον τρόπο, δίνεται λαβή προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς να θεωρούν τους Παλαιστίνιους ως κατεχόμενους ανθρώπους και το Ισραήλ ως δύναμη κατοχής. Παράλληλα, η Ισραηλινή πολιτική ηγεσία εγκρίνει και διατάζει αεροπορικές επιδρομές αντιποίνων, χερσαίες επιθέσεις και στοχευμένες δολοφονίες στη Γάζα και απροειδοποίητους οδικούς αποκλεισμούς, δημιουργία σημείων ελέγχου και αντι-τρομοκρατικές εισβολές στη Δυτική Όχθη. Πέρα από εσωτερικές πολιτικές τριβές, η επιλογή του Ισραήλ να «ασφαλειοποιεί» την οποιαδήποτε συζήτηση για επίλυση του Παλαιστινιακού Ζητήματός οδηγεί σε διαχρονικές και απανωτές αποτυχίες εφαρμογής ειρηνευτικών σχεδίων, πολλαπλές αποτυχημένες διαπραγματεύσεις και κυρίως βίαια ξεσπάσματα και αναζωπύρωση των εντάσεων. Η παγίωση ενός status quo κατοχής και αποκλεισμού του Παλαιστινιακού λαού δημιουργεί περαιτέρω ένταση μεταξύ του Ισραήλ, των Αράβων γειτόνων του και της διεθνούς κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων και πολλών συμμάχων και φίλα προσκείμενων, σε αυτό, χωρών.
Η Εξωτερική Πολιτική υπό την σκιά των Δομών Ασφάλειας
Με την πάροδο των ετών, η ισραηλινή εξωτερική πολιτική και η διπλωματία έχουν γίνει ο πιστός υπηρέτης των συμφερόντων ασφαλείας του Ισραήλ, με το υπουργείο Άμυνας και τις υπηρεσίες πληροφοριών (να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο και συχνά να παραμερίζουν το υπουργείο Εξωτερικών, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής. Σύμφωνα με τη βαρύνουσα σημασία που αποδίδει το Ισραήλ στα ζητήματα ασφαλείας, το υπουργείο Άμυνας και οι υπηρεσίες πληροφοριών ελέγχουν και περιορίζουν τις διπλωματικές προσπάθειες του Ισραήλ για τον καθορισμό της φύσης και του τρόπου άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Κατά συνέπεια, η ισραηλινή εξωτερική πολιτική περιορίζεται και επιβλέπεται αυστηρά όσον αφορά τη στοχοθεσία και το περιεχόμενο των διπλωματικών επαφών. Συνήθως, η εξωτερική πολιτική του εβραϊκού κράτους περιστρέφεται γύρω από πωλήσεις οπλικών συστημάτων, στρατιωτική κατάρτιση και εκπαίδευση και ανταλλαγή πληροφοριών παραμένοντας στο επίκεντρο των ισραηλινών σχέσεων με πολλές χώρες ανά τον κόσμο, καθ΄ εφαρμογή του δόγματος της Ισραηλινής πολιτικής περί εξαγωγής της οικονομικής και σύγχρονης αμυντικο-τεχνολογικής υπεροχής (affordable and cutting-edge military technology) και συνεχίζοντας το σχεδόν αδιαφιλονίκητο αφήγημα της διαρκούς απειλής. Οι επιδιώξεις της Ισραηλινής πολιτικής εμφανίζονται ξεκάθαρα ντετερμινιστικές και αποσκοπούν στην οικονομική ενίσχυση και την στρατιωτική υπεροχή. Οι στόχοι που τίθενται από την εκάστοτε Κυβέρνηση, αντιλαμβάνονται την περιφέρεια του Ισραήλ, καθώς και το διεθνές περιβάλλον, ως κίνδυνο και απειλή για την ασφάλεια του κράτους και των πολιτών. Η αφήγηση ενός Ισραήλ υπό συνεχή πολιορκία και απειλή έχει οδηγήσει σε μια εξωτερική πολιτική που καθοδηγείται από ωμό πραγματισμό και στρατιωτικές σκοπιμότητες.
Στην Ισραηλινή ακαδημαϊκή και πολιτική κοινότητα υπάρχει η αίσθηση ότι το Ισραήλ δεν είναι σε θέση να δομήσει την εξωτερική πολιτική του με μακρόχρονη οπτική. Αυτό οφείλεται στην νοοτροπία που έχει παγιώσει η κοινότητα ασφάλειας ότι το Ισραήλ είναι ένα μικρό κράτος που αγωνίζεται διαρκώς για την επιβίωσή του σε ένα εχθρικό περιβάλλον στο οποίο οι ενέργειές του πρέπει απαραιτήτως να είναι απαντήσεις/αντιδράσεις στις πρωτοβουλίες των γειτόνων του. Δεδομένου ότι η εξωτερική πολιτική του Ισραήλ πρέπει να είναι απαντητική/αντιδραστική, δεν έχει νόημα να εκπονεί σχέδια των οποίων η εφαρμογή δεν συμβαδίζει με την παραπάνω νοοτροπία. Σε κάθε περίπτωση, η Ισραηλινή εξωτερική πολιτική έχει πολύ δρόμο ακόμα μέχρι την απεξάρτησή της από το ασφαλειακό και στρατιωτικό σύμπλεγμα και την κατάρτιση πολιτικών αμιγώς πολιτικού χαρακτήρα και χωρίς την συνεχή εμπλοκή των στρατιωτικών θεσμών και των υπηρεσιών πληροφοριών.
Όπως έχει επανειλημμένα υποστηριχθεί, η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής στο Ισραήλ ήταν και εξακολουθεί να είναι υπό την κυριαρχία μιας συγκεντρωτικής, επεμβατικής και ανθεκτικής κοινότητας ασφαλείας. Η δομή αυτής της κοινότητας και ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει την πολιτική, σε σχέση με άλλους φορείς του ισραηλινού πολιτικού και γραφειοκρατικού συστήματος, φαίνεται να είναι ένας κυρίαρχος παράγοντας που έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές του Ισραήλ σε μια πληθώρα θεμάτων. Οι τρόποι με τους οποίους το σύνολο της ισραηλινής κοινότητας ασφαλείας (Μossad – Αman – SHABAK/Shin Bet)[1] είναι οργανωμένη αντιπροσωπεύουν το επίπεδο πολυπλοκότητας και εμπλοκής της σε ένα ευρύ φάσμα τομέων της εξωτερικής πολιτικής. Η δομή των θεσμών ασφάλειας και άμυνας αποτελούν στην ουσία ένα φίλτρο μέσω του οποίου οι εξωτερικές και εσωτερικές ροές μετατρέπονται σε αντιλήψεις για ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν και σε πιθανές λύσεις που είναι διαθέσιμες για την αντιμετώπισή τους.
Τόσο η δομή του συστήματος εξωτερικής πολιτικής όσο και του συστήματος ασφαλείας περιλαμβάνουν θεσμικά όργανα που ασχολούνται με τη χάραξη πολιτικής, περιπλέκοντας έτσι τον δια-θεσμικό ιστό των σχέσεων μεταξύ τους. Από το σύνολο της διαθέσιμης βιβλιογραφίας, εκτιμάται ότι ο αριθμός των θεσμικών οργάνων εξωτερικής πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών και του Υπουργείου Άμυνας είναι τεράστιος και οι σχέσεις μεταξύ τους είναι εξαιρετικά περίπλοκες με ευρεία αλληλοεπικάλυψη και εσωτερικό ανταγωνισμό. Αυτές οι πολλαπλές σχέσεις μεταξύ των θεσμικών δομών που φέρουν την επίσημη ευθύνη για τη διαμόρφωση και την άσκηση της ασφάλειας, της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής αποτελούν ζήτημα εσωτερικών πολιτικών συζητήσεων και προστριβών και συνεχίζουν να «θολώνουν» τη διακριτή γραμμή μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής αρμοδιότητας σε πολλούς τομείς του συστήματος της Ισραηλινής Εξωτερικής Πολιτικής.
Παράλληλα, όπως είναι ευρέως αποδεκτό στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων, η στρατιωτική ισχύς αποτελεί ένα βασικό πυλώνα των μέσων άσκησης εξωτερικής πολιτικής και κατέχει μια βαρύνουσα σημασία στη διαμόρφωση της αντίληψης των άλλων κρατών. Στην Ισραηλινή πολιτική, η στρατιωτική ισχύς εκλαμβάνεται ως το κύριο μέσον προβολής ισχύος και ιδιαίτερα της καθαρής Σκληρής Ισχύος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οι λόγοι που η στρατιωτική εμπλοκή στα θέματα εξωτερικής πολιτικής συνεχίζει να αποτελεί βασικό κομμάτι της Ισραηλινής πολιτικής δύναται να συμπυκνωθούν σε πέντε βασικές παραδοχές :
- Η χάραξη της ισραηλινής πολιτικής για τις εξωτερικές υποθέσεις χαρακτηρίζεται από μια συντριπτική υπεροχή της κοινότητας ασφαλείας. Αυτή η υπεροχή οφείλεται κυρίως στη δύναμη, την αποτελεσματικότητα και το κύρος των Ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων (IDF) και άλλων οργανισμών που σχετίζονται με την ασφάλεια (π.χ. μυστικές υπηρεσίες και υπηρεσίες πληροφοριών).
- Η κυριαρχία της κοινότητας ασφαλείας ενισχύεται από την έλλειψη ενός πολιτικού θεσμού που θα παρέχει στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων ή στους νομοθέτες, τις απαραίτητες υποδομές που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την κατάρτιση του προσωπικού. Τα υφιστάμενα μη στρατιωτικά ιδρύματα, όπως το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (NSC)[2] ή το Τμήμα Έρευνας και Σχεδιασμού Πολιτικής (DPRP) του Υπουργείου Εξωτερικών[3], απέχουν πολύ από την ολοκλήρωση αυτής της λειτουργίας.
- Η διείσδυση της κοινότητας ασφάλειας στην κοινότητα εξωτερικής πολιτικής ενισχύεται και διαιωνίζεται από την συμμετοχή απόστρατων ανώτατων στρατιωτικών στελεχών στην ενεργή πολιτική αρένα. Πολλοί πρώην στρατηγοί κατέλαβαν τις υψηλότερες θέσεις στην πολιτική σκηνή όπως Πρωθυπουργοί, Υπουργοί Εξωτερικών και Υπουργοί Άμυνας (Moshe Dayan, Yigal Allon, Yitzak Rabin, Ehud Barak, Ariel Sharon, Benny Gantz, κ.α.). Αυτή η ευρεία συμμετοχή των πρώην στρατιωτικών σε κρίσιμους τομείς της πολιτικής συνέβαλε στη διατήρηση της κυριαρχίας των θεμάτων ασφάλειας αντί της καθιέρωσης διαδικασιών συμβατικής εξωτερικής πολιτικής.
- Το νομοθετικό σώμα του Ισραηλινού Κοινοβουλίου (Knesset) ασκεί πλημμελή επίβλεψη και αδυνατεί να περιορίσει επαρκώς την κυριαρχία της IDF και της ευρύτερης κοινότητας ασφαλείας στις αμιγώς εξωτερικές υποθέσεις του εβραϊκού κράτους. Αν και είναι συνταγματικά επιφορτισμένη με το καθήκον της εποπτείας και της κριτικής των κυβερνητικών λειτουργιών, η Knesset δεν διαθέτει ούτε τα εργαλεία ούτε την πολιτική βούληση να το πράξει. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες για την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας της Knesset (FADAC)[4] και οι αντίστοιχες υποεπιτροπές της δεν έχουν περιορίσει σημαντικά την κοινότητα ασφαλείας και την εμπλοκή της στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
- Παρά το αξιοθαύμαστο ιστορικό φιλελεύθερων αποφάσεων σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ και το δικαστικό σώμα γενικά, έχουν επιδείξει πρωτοφανή υποχωρητικότητα στις θέσεις και τη στάση της κοινότητας ασφαλείας. Αυτή η παραδοχή υποστηρίζεται από τις επαναλαμβανόμενες αποφάσεις υπέρ των στρατιωτικών θεσμών και υπηρεσιών εσωτερικής ασφάλειας σχετικά με τις αναφορές για επιθετική και βίαιη συμπεριφορά των στελεχών της IDF και των αρμόδιων υπηρεσιών έναντι των κατεχόμενων εδαφών. Αυτή η άτυπη ανοχή των Δικαστικών Αρχών αφορά επίσης και παραβιάσεις των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ισραηλινών πολιτών αραβικής καταγωγής που κατηγορούνται ή καταδικάστηκαν για παραβιάσεις των νόμων περί ασφάλειας και μυστικότητας.
Συμπεράσματα
Είναι φανερό ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής στο Ισραήλ χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μακροχρόνιου σχεδιασμού και συστηματικής οργάνωσης. Επίσης, κυριαρχείται από μια μικρή ελίτ της κοινότητας ασφάλειας και τα θεσμικά όργανα εξωτερικής πολιτικής στερούνται της ικανότητας να εφαρμόσουν μια πιο ολιστική προσέγγιση των ζητημάτων της Ισραηλινής πολιτικής. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, ότι υπάρχει μία πολύπλοκη και δυναμική αλληλεπίδραση του θεσμικού πλαισίου Εξωτερικής Πολιτικής με το σύνολο των δομών Ασφάλειας και Άμυνας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στη λειτουργία της Ισραηλινής Εξωτερικής Πολιτικής. Συνακόλουθα, αυτό αποστερεί από την Ισραηλινή Εξωτερική Πολιτική τη δυνατότητα να αποκτήσει μια κάπως διαφορετική προοπτική σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ούτως ώστε να καταφέρει το Ισραήλ να ανταποκριθεί στο πλαίσιο των μετατοπίσεων ισχύος και αλλαγής των παγκόσμιων ισορροπιών της διεθνούς πολιτικής. Εν μέρει αυτό είναι ένα θέμα της πολιτικής ηγεσίας, και της βούλησης για ουσιαστική αναδιοργάνωση και ανασύνταξη και εν μέρει είναι θέμα αντίληψης, συνήθειας και συστημικής δομής.
Το πεδίο εφαρμογής της Ισραηλινής Εξωτερικής Πολιτικής μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει παγκόσμια εφαρμογή αλλά η Ισραηλινή Εξωτερική Πολιτική δεν θα πάψει να χαρακτηρίζεται από την ιδιαιτερότητα του ζητήματος ασφάλειας και ύπαρξης του Εβραϊκού Κράτους και να παραμένει αλληλένδετη με την εξέλιξη της Αραβο-Ισραηλινής διένεξης και της διευθέτησης αυτής. Το μεγαλύτερο ζήτημα της Εξωτερικής Πολιτικής είναι και παραμένει η διαχείριση και επίλυση του Παλαιστινιακού Ζητήματος και βασική επιδίωξη αποτελεί η εξομάλυνση των Αραβο-Ισραηλινών σχέσεων. Παρά ταύτα, η Ιρανική απειλή της απόκτησης πυρηνικών όπλων και η έντονη εμπλοκή του Ιράν στο Λίβανο και την Συρία, έχει περάσει στην πρώτη θέση της Ισραηλινής ημερήσιας διάταξης εξωτερικής πολιτικής και αποτελεί μία κοινώς αποδεκτή παραδοχή ότι θα απασχολήσει ένα τεράστιο μέρος των ισραηλινών διατιθέμενων υλικών μέσων και ανθρώπινου δυναμικού για να αντιμετωπιστεί στα πλαίσια του Ισραηλινού δόγματος στρατηγικής ασφάλειας και πρόληψης.
Η στρατιωτικοποίηση της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής και κατ’ επέκτασιν της ισραηλινής κοινωνίας είναι ένα γεγονός που επιβάλλεται από το περιρρέον εχθρικό περιβάλλον ή μήπως είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου για να αντιμετωπίσει τις εγχώριες προκλήσεις και τις μαζικές διαδηλώσεις κατά του ίδιου και των πολιτικών του; Μήπως, παράλληλα, η συγκεκριμένη πολιτική στρατιωτικοποίησης στοχεύει στο να διεθνοποιήσει τις αμυντικές ανασφάλειες του Ισραήλ προς εύρεση διεθνούς στήριξης και ευμένειας και συνέχισης της ειδικής σχέσης με τις ΗΠΑ; Όποια και αν είναι η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, η στρατιωτική στρατηγική εμπλοκή στα διπλωματικά θέματα του Ισραήλ δημιουργεί την εντύπωση ότι η Ισραηλινή Εξωτερική Πολιτική καλείται να δράσει σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο, συχνά εχθρικό και πάντα προκλητικό διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον.
*Ο Δημήτριος Καλογιάννης είναι Σμηναγός (Ι) της Πολεμικής Αεροπορίας, πιλότος ελικοπτέρων Έρευνας-Διάσωσης (SAR) Super Puma, χειριστής/αρχηγός αποστολής (MC) στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη IAI HERON Mk.I και Αξιωματικός Ασφάλειας Πτήσεων (FSO) και πιστοποιημένος διερευνητής αεροπορικών ατυχημάτων (NATO-IEASPM). Παράλληλα με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, είναι κάτοχος δύο Μεταπτυχιακών τίτλων, στις Διεθνείς & Ευρωπαϊκές Σχέσεις από το ΕΚΠΑ και στη Διακυβέρνηση, Ανάπτυξη & Ασφάλεια στην Μεσόγειο από το Παν. Αιγαίου. Αυτή την περίοδο εκπονεί την Διδακτορική Διατριβή του στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ με θέμα τα Ευρωπαϊκά Αμυντικά Προγράμματα PESCO και την Στρατηγική Αυτονομία της ΕΕ.
Πηγές:
Aran, A. (2009). Israel’s Foreign Policy Towards the PLO. Apollo Books.
Bialer, U. (2020). Israeli Foreign Policy. Indiana University Press.
Bickerton, I. J., & Klausner, C. L. (2016). A History of the Arab-Israeli Conflict. Routledge.
Brecher, M. (1972). The Foreign Policy System of Israel. New Haven: Yale University Press.
Brecher, M. (2017). Dynamics of the Arab-Israel Conflict. Springer.
Brown. (2001). Diplomacy in the Middle East. I.B. Tauris.
Eisenberg, L. Z., & Caplan, N. (2010). Negotiating Arab-Israeli Peace, Second Edition. Indiana University Press.
Freedman, R. O. (2018). Contemporary Israel – Domestic Politics, Foreign Policy, and Security Challenges. Routledge.
Freilich, Charles D. (2006). National Security Decision-Making in Israel: Processes, Pathologies, and Strengths. The Middle East Journal, 4, 635–663. https://doi.org/10.3751/60.4.11
Freilich, C. D. (2018). Israeli National Security. Oxford University Press.
Jones, C., & Petersen, T. T. (2013). Israel’s Clandestine Diplomacies. Oxford University Press.
Maoz, Z. (2009). Defending the Holy Land. University of Michigan Press.
Peri, Y. (2006). Generals in the Cabinet Room. US Institute of Peace Press.
Peters, J., & Pinfold, R. G. (2018). Understanding Israel.
Samaan, J.-L. (2017). Israel’s Foreign Policy Beyond the Arab World. Routledge.
Shindler, C. (2013). A History of Modern Israel. Cambridge University Press.
Spangler, E. (2019). Understanding Israel/Palestine. BRILL.
Stein, L. (2013). The Making of Modern Israel. John Wiley & Sons.
[1] Η Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας (εβραϊκά: שירות הביטחון הכללי, Sherut haBitaẖon haKlali), περισσότερο γνωστή με το ακρωνύμιο Shabak/Σαμπάκ (εβραϊκά: שב”כ), είναι η υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας του Ισραήλ (παρόμοια με τη βρετανική MI5 ή το αμερικανικό FBI). Αποτελεί μία εκ των τριών κύριων δομών της ισραηλινής κοινότητας υπηρεσιών πληροφοριών, παράλληλα με την Αμάν (στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών) και τη Μοσάντ (μυστική υπηρεσία με πεδίο δράσης στο εξωτερικό).
[2] Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (NSC) είναι το αρμόδιο όργανο για θέματα που σχετίζονται με τις εξωτερικές υποθέσεις και την εθνική ασφάλεια του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Το NSC αντλεί την εξουσία και τις ευθύνες του από το Νόμο περί Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες και τις κατευθύνσεις του πρωθυπουργού. Απόστρατοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών πληροφοριών υπηρετούν στο NSC ως δεύτερη καριέρα, παρέχοντας συμβουλές και διαμορφώνοντας πολιτικές.
[3] Το Τμήμα Σχεδιασμού Πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών είναι επιφορτισμένο με τη συστηματική διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής και επικεντρώνεται στην καθημερινή διαχείριση των εξωτερικών σχέσεων του Ισραήλ, αλλά δεν διαθέτει το προσωπικό και τις οργανωτικές διαδικασίες που απαιτούνται και παραμένει σε ένα οργανωτικό τέλμα με μειωμένη απόδοση. Το Υπουργείο Άμυνας (MoD) επίσης στερείται, σχεδόν εντελώς, δυνατοτήτων διαμόρφωσης πολιτικής. Μόνο οι IDF διαθέτουν έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό μηχανισμό διαμόρφωσης πολιτικής, με τη μορφή του Κλάδου Σχεδιασμού. Ιδρύθηκε μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973 και ασχολείται όχι μόνο με τον στρατιωτικό σχεδιασμό για τα Γενικά Επιτελεία, αλλά και με το στρατηγικό πολιτικο-στρατιωτικό σχεδιασμό, προσανατολισμένο σε μεγάλο βαθμό στις ανάγκες του Πρωθυπουργού, του Υπουργού Άμυνας και του Υπουργικού Συμβουλίου.
[4] Η Επιτροπή Εξωτερικών και Αμυντικών Υποθέσεων (FADAC), η οποία, μαζί με την αντίστοιχη Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων, θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές και αναγνωρισμένες επιτροπές της Knesset, συνήθως περιλαμβάνει σκληρές συζητήσεις που κυριαρχούνται από κομματικές γραμμές. Τα μέλη της επιτροπής είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου απασχολημένα με τις πολιτικές/βουλευτικές τους δραστηριότητες και έτσι έχουν ελάχιστο χρόνο, και ακόμη λιγότερο κίνητρο, να αναλάβουν το δύσκολο έργο του ελέγχου του συστήματος εθνικής ασφάλειας. Επιπλέον, η επιτροπή δεν διαθέτει δικό της εξειδικευμένο προσωπικό, γεγονός που την καθιστά σχεδόν εξ ολοκλήρου εξαρτημένη από το NSC για παροχή πληροφοριών, μέσων και προσωπικού και με τον τρόπο αυτό περιορίζονται περαιτέρω οι εποπτικές της ικανότητες. Οι αξιωματούχοι εμφανίζονται ενώπιον της επιτροπής μόνο κατόπιν έγκρισης των αντίστοιχων προϊσταμένων των υπηρεσιών τους και οι πληροφορίες που παρουσιάζονται είναι τεχνηέντως «φιλτραρισμένες» εκ των προτέρων, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την διευκρίνιση ευαίσθητων ζητημάτων.