Τολμήστε περισσότερο στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ
Δημήτριος Τσαϊλάς*
Η διεύρυνση της ΕΕ με πρόσκληση των δυτικών Βαλκανίων και η επανασχεδίαση της ευρωπαϊκής ασφάλειας με τη συμμετοχή της Τουρκίας, είναι δύο ακανθώδη ζητήματα πέραν του Ουκρανικού που είναι το κύριο θέμα, που εκτιμάται θα βασανίσουν την Ελληνική κυβέρνηση πολύ περισσότερο στην επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία έχει δύο βασικές ανησυχίες: Πρώτον, η κυβέρνηση στην Άγκυρα φροντίζει να μην προκαλεί τη Ρωσία με τις πολιτικές της. Δεύτερον, ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει τον ηγετικό ρόλο της χώρας της στην περιοχή έναντι του ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, η Τουρκία χρησιμοποιεί τον ειδικό της ρόλο και τις δικές της διασυνδέσεις για να διεκδικήσει τη φωνή της στη Δύση. Ως εκ τούτου, η τουρκική εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας μοιάζει περισσότερο με εκκρεμές, το οποίο ταλαντεύεται ανάμεσα στους δύο πόλους αποτροπής και διαλόγου απέναντι στη Ρωσία. Ανάλογα με την κατάσταση, το εκκρεμές κινείται πάντα περισσότερο προς την κατεύθυνση από την οποία μπορεί κανείς να αντλήσει το μεγαλύτερο πολιτικό κέρδος.
Ξεκινώντας από τα Δυτικά Βαλκάνια, βλέπουμε ότι το τραγικό, της όλης υπόθεσης είναι ότι τα Σκόπια έχουν εξουσιοδοτηθεί από τις ΗΠΑ, στη διαμόρφωση ενός κράτους, ως ελληνο-βουλγαρικό ακρογωνιαίο λίθο της πολυπολικής εισβολής της Ρωσίας και της Κίνας στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα τα Σκόπια να ξεπροβάλλουν από τη γεωστρατηγική αφάνεια ως ένα γρανάζι στην αναδυόμενη πολυπολική παγκόσμια τάξη. Όμως στην πραγματικότητα η συμφωνηθείσα ονομασία “Βόρεια Μακεδονία” είναι μια απασφαλισμένη μονοπολική χρονοβόρα βόμβα που θα διαταράξει το βαλκανικό στοιχείο στο εγγύς μέλλον, ειδικά τώρα που επανεμφανίζονται εθνικιστικές τάσεις. Πλέον όμως κανένας δεν μπορεί να σπρώξει το τζίνι πίσω στο λυχνάρι. Μόλις ξεκινήσει η συζήτηση σχετικά με την ικανότητα διεύρυνσης της ΕΕ, ιδίως ενόψει της ενσωμάτωσης της Ουκρανίας, και καθοριστούν λεπτομερή σενάρια, η μπάλα θα αρχίσει να κυλά προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων και μόνο. Αλλά πάνω απ’ όλα, τα πολλαπλασιαζόμενα εμπόδια στην ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων και ο ουγγρικός εκβιασμός σχετικά με την Ουκρανία έχουν παράσχει την σαφέστερη απεικόνιση του πόσο δυσλειτουργικοί είναι ήδη οι μηχανισμοί λήψης αποφάσεων της ΕΕ, καθώς και οι αδυναμίες επιβολής στο ΝΑΤΟ.
Τα κράτη μέλη έχουν μάθει ότι μπορούν να εξοπλίσουν τους γείτονές τους που δεν είναι μέλη της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ για να υποκύψουν σε γελοίες απαιτήσεις, ώστε να τους επιτραπεί να προχωρήσουν στην πορεία ολοκλήρωσης και ότι το βέτο σε βασικά μέτρα είναι ευκολότερο από τη διαπραγμάτευση με είκοσι έξι άλλες χώρες – εξ ου και η ολοένα και πιο διαδεδομένη χρήση αυτής της τακτικής.
Ένας ακόμη σημαντικός παίκτης ιδιαίτερα για τον επανασχεδιασμό της αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Ευρώπης θεωρείται η Τουρκία. Η επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας ενισχύει αυτή τη λογική, η οποία χρονολογείται από ιδρύσεως του ΝΑΤΟ πριν εβδομηνταπέντε χρόνια. Εξ’ άλλου η Άγκυρα θέλει να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο στη διατλαντική συμμαχία και στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας.
Η πολιτική αποτροπής κατά της Ρωσίας θα βρίσκεται αναμφίβολα στην κορυφή της ατζέντας στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ. Αλλά η συνοχή εντός της συμμαχίας θα είναι επίσης ένα κεντρικό ζήτημα. Ωστόσο, η επιθυμία της Άγκυρας να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στο ΝΑΤΟ παραμένει. Εφόσον διαθέτει το δεύτερο μεγαλύτερο σε πόρους στρατό μετά των Αμερικανών εντός της συμμαχίας και οι εκσυγχρονισμοί των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων προχωράνε με ταχύτητα και ιλιγγιώδεις ρυθμούς, πιστεύεται ότι η ανταπόκριση της συμμαχίας και η λήψη στα σοβαρά των αναγκών της πολιτικής ασφάλειας δεν θα αύξανε μόνο την αποτελεσματικότητα της αλλά θα πρόσφερε επίσης την ευκαιρία να ζητήσει από την Τουρκία μεγαλύτερη συμμετοχή.
Βέβαια η απογοήτευση από την ΕΕ είναι βαθιά στην Άγκυρα. Η διαδικασία προσχώρησης της στην ΕΕ παραμένει στάσιμη και οι περιορισμοί στις εισαγωγές οπλικών συστημάτων και στρατιωτικού εξοπλισμού παραμένουν σε ισχύ. Εν τω μεταξύ, η Τουρκία προμηθεύεται φυσικό αέριο από τη Ρωσία, απέκτησε το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας S-400 και κατασκευάζει τον πρώτο πυρηνικό σταθμό της χώρας από ρωσική κρατική εταιρεία.
Επίσης, η Τουρκία είναι εδώ και καιρό ένας «απρόβλεπτος» εταίρος για το ΝΑΤΟ. Αλλά ακόμη κι αν ο ελληνογαλλικός άξονας ειδικότερα, είναι δύσπιστος λόγω της «αναθεωρητικής πολιτικής» της Άγκυρας, εκτιμάται από τις ΗΠΑ και τις Βόρειες Χώρες της ΕΕ ότι μια ισχυρότερη ενσωμάτωση της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας θα ενίσχυε τις αποτρεπτικές ικανότητες του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας. Αν εντωμεταξύ, εφόσον, η σύγκρουση με την Κίνα επιδεινωθεί, οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να αναδιατάξουν τις δυνάμεις τους και να μεταφέρουν τα αεροσκάφη και τα συστήματα αεράμυνας στον Ινδο-Ειρηνικό. Τότε η Ρωσία θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, καθιστώντας την Τουρκία σε αναντικατάστατο κομβικό ρόλο.
Υπό το πρίσμα αυτής της υψηλής στρατηγικής, δεν αποτελεί έμπνευση το γεγονός ότι εκτιμάται ως πρώτο βήμα για να εμπλακεί περισσότερο η Τουρκία θα ήταν η συνδρομή της σε αμυντικά έργα μέσω του PESCO της ΕΕ (Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία) και η συμμετοχή της στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού. Δεδομένου ότι η χώρα συμμετέχει ήδη στην ευρωπαϊκή πρωτοβουλία αεράμυνας του Sky Shield, αυτό θα ήταν μάλλον εφικτό. Σε ένα δεύτερο βήμα, προσβλέπει η Άγκυρα τη συνεργασία με την τουρκική αμυντική βιομηχανία που θα μπορούσε να εμβαθύνει προκειμένου να ενισχυθεί η Ευρώπη αμυντικά. Η Τουρκία έχει σημαντική παραγωγική ικανότητα για πυρομαχικά και αντιαεροπορικά συστήματα μικρού και μεσαίου βεληνεκούς.
Όλα αυτά τα σημεία αντιστοιχούν στην επιθυμία της Τουρκίας για μεγαλύτερη ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας και βαθύτερη συνεργασία μεταξύ των αμυντικών θεσμών. Η εμβάθυνση της συνεργασίας με αυτόν τον τρόπο θα ισορροπούσε τις σχέσεις ΝΑΤΟ-Τουρκίας γενικά, και τότε σίγουρα ο Ελληνισμός θα βρισκόταν στα σχοινιά όσον αφορά την οριοθέτηση θαλασσίων συνόρων και τη χρήση των ενεργειακών πόρων στο Αιγαίο και στην περιοχή συμπλέγματος Καστελόριζου.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), και του Strategy International (SI).