19/09/2024

Το γεωπολιτικό όραμα της Άγκυρας-Ο Θουκυδίδης παρέχει τη λογική, οι σύγχρονοι γεωπολιτικοί τη γραμματική

 

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

Η Άγκυρα δεν χρειάζεται να επιλέξει μεταξύ της υπεροχής της ξηράς και της θάλασσας. Θα μπορούσε να έχει και τα δύο. Συνειδητά ή όχι, η Άγκυρα σήμερα έχει ξεκινήσει πολιτικές που εγείρουν το φάσμα μιας μεγάλης δύναμης που αγωνίζεται για κυριαρχία τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Προς την ξηρά, η Τουρκία χρησιμοποιεί οικονομικούς και μεταφορικούς πόρους για να διεισδύσει στις πλούσιες σε πόρους εδάφη της τουρκικής περιφέρειας που κατείχε κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (θεωρεία νεοθωμανισμού). Εκμεταλλευόμενη τα τουρκογενή κράτη (θεωρεία παντουρκισμού) ουσιαστικά για να επεκτείνει την εμβέλειά της στην Κεντρική Ασία και πέρα ​​από αυτήν. Προς τη θάλασσα, η Τουρκία συνδυάζει τη ναυτική δύναμη με την επιθετική διπλωματία σε μια προσπάθεια να κυριαρχήσει τόσο στο Αιγαίο όσο και στις περιθωριακές θάλασσες κατά μήκος της μεγάλης νοτιοανατολικής ακτής της και να γίνει η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή της Μεσογείου.

Κατά καιρούς έχουμε σημειώσει ότι ενώ οι Τούρκοι ηγέτες που προσβλέπουν στα συμφέροντά της στο Αιγαίο και την νοτιανατολική Μεσόγειο έχουν στραφεί στον Θουκυδίδη για έμπνευση, ωστόσο συνδυάζουν τη  γεωπολιτική του Σπάϊκμαν, που αναφέρει ότι: «Η γεωγραφία είναι η αρένα όπου ο πολεμικός ανταγωνισμός και οι διαμάχες μαίνονται. Επομένως η γεωπολιτική είναι το φυσικό σημείο εκκίνησης για τη στρατηγική επιτυχία».  Ερμηνεύοντας τον αναμφισβήτητα μεγαλύτερο γεωπολιτικό στοχαστή, η Άγκυρα εφάρμοσε μια στρατηγική που αποσκοπούσε στη διαμόρφωση των γεγονότων στις θαλάσσιες περιοχές που ονόμασε «Γαλάζια Πατρίδα» προς όφελος της Τουρκίας. Πιστεύει ότι η τουρκική ευημερία και ασφάλεια εξαρτώνται από αυτό. Για να διαμορφώσουν τα γεγονότα σε πραγματικότητα, οι τουρκικές θαλάσσιες υπηρεσίες θα πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχουν εκτός του Αιγαίου και τις «περιθωριακές θάλασσες» που παρέχουν πρόσβαση σε παράκτιες ζώνες στην λεκάνη της Μεσογείου.

Ένας άλλος γεωπολιτικός ογκόλιθος, ο Μάκιντερ που συμβούλεψε τους στρατηγούς της εποχής του, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, να «μην σκέφτονται πλέον την Ευρώπη ξεκομμένα από την Ασία και την Αφρική». «Ο Παλαιός Κόσμος», έγραψε, «έχει γίνει νησιωτικός, ή με άλλα λόγια μια ενότητα, ασύγκριτα η μεγαλύτερη γεωγραφική ενότητα στον πλανήτη μας». Ονόμασε αυτή τη γεωγραφική ενότητα «Κόσμο-Νησί» και «Μεγάλη Ήπειρο» και προειδοποίησε τις νησιωτικές δυνάμεις ότι πρέπει «να αναλογιστούν την πιθανότητα ένα μεγάλο μέρος της Μεγάλης Ηπείρου κάποια μέρα να ενωθεί κάτω από μια ενιαία εξουσία, και ότι μια ακατανίκητη θαλάσσια δύναμη θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτό». Έτσι η Τουρκία συμμάχησε με την ιδέα της θαλάσσιας ισχύος.

Η Τουρκία, ωστόσο, δεν χρειάζεται απαραίτητα να επιλέξει μεταξύ θαλάσσιας και ηπειρωτικής στρατηγικής. Πράγματι, όλα τα σημάδια δείχνουν ότι η Τουρκία ακολουθεί μια εξωτερική πολιτική που επιδιώκει να επιτύχει τόσο θαλάσσια όσο και ηπειρωτικά συμφέροντα. Η Τουρκία, σύμφωνα με τον πρόεδρο Ερντογάν, είναι μια «ηπειρωτική και θαλάσσια δύναμη». Η Τουρκία δεν πρέπει μόνο να επιδιώξει να προστατεύσει τα θαλάσσια συμφέροντά της, αλλά πρέπει επίσης να διαφυλάξει τα συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή, και γι’ αυτό εμφανίζεται πολέμιος του Ισραήλ και σύμμαχος με τα μουσουλμανικά κράτη.

Η στρατηγική διχοτόμηση θαλάσσιας-ηπειρωτικής ισχύος ήταν πάντα υπερβολική. Ήδη από το 1902, στη Βρετανία και τις Βρετανικές Θάλασσες, ο Μάκιντερ έγραψε ότι «[η] ενότητα του ωκεανού είναι το απλό φυσικό γεγονός που κρύβεται πίσω από την κυρίαρχη αξία της θαλάσσιας δύναμης στον σύγχρονο κόσμο σε όλη την υδρόγειο». Στα επόμενα κείμενά του, δεν είδε ποτέ τους διεθνείς ανταγωνισμούς με αυστηρά όρους χερσαίας ισχύος έναντι θαλάσσιας ισχύος. Αντίθετα, προειδοποίησε για την πιθανότητα μια κυρίαρχη χερσαία δύναμη να γίνει επίσης κυρίαρχη θαλάσσια δύναμη.

Σίγουρα, οι επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας στις θάλασσες προκάλεσαν αντίθεση κυρίως από τον Ελληνισμό, και δευτερεύοντος την ΕΕ και περιφερειακές δυνάμεις. Έτσι τη στρατηγική την υποστηρίζει επίσης με την έννοια των «διαδοχικών» και «αθροιστικών» πράξεων, απεικονίζοντας την πρώτη ως κανόνα και τη δεύτερη ως παράγοντα που δημιουργεί τη διαφορά. Οι διαδοχικές λειτουργίες προχωρούν βήμα-βήμα προς κάποιο στόχο στο χάρτη ή στο γράφημα, ενώ οι αθροιστικές λειτουργίες αναπτύσσουν πολλές δεσμεύσεις μικρής κλίμακας με τρόπο διάσπαρτο. Μπορεί αυτός ο τρόπος ενέργειας να μην είναι αποφασιστικός, αλλά μπορούν να εξοντώσουν τον ελληνισμό σε έναν στενό αγώνα. Ο ναυτικός πόλεμος, είναι κατά κύριο λόγο σωρευτικός. Σπάνια είναι από μόνος του νικητής του πολέμου.

Η τουρκική εξωτερική της πολιτική έχει τόσο θαλάσσια όσο και ηπειρωτικά στοιχεία και προβάλλει δύναμη και επιρροή στη θάλασσα και στη στεριά. Θα ήταν, επομένως, σοφό για τους πολιτικούς μας να αναλογιστούν την προειδοποίηση του Mackinder το 1919: «Τι θα γινόταν αν η Μεγάλη Ήπειρος, ολόκληρο το Παγκόσμιο νησί ή ένα μεγάλο μέρος της, κάποια στιγμή στο μέλλον γινόταν μια ενιαία και ενωμένη θαλάσσια δύναμη; Οι άλλες νησιωτικές βάσεις θα ήταν προετοιμασμένες; Οι στόλοι τους αναμφίβολα θα πολεμούσαν με όλο τον ηρωισμό που γεννήθηκε από την ιστορία τους, αλλά το τέλος θα ήταν μοιραίο».

Τρία Βασικά συστατικά για τη Ναυτική Στρατηγική που πρέπει να ενισχύσουμε

Η θαλάσσια στρατηγική είναι η τέχνη και η επιστήμη της χρήσης της θαλάσσιας ισχύος που ορίζεται, από τις ναυτικές δυνάμεις και τις βάσεις σε συνδυασμό με την «αλυσίδα» που συνδέει τον εμπορικό στόλο που εκτελεί τον κύριο άξονα μεταφορών σε ξένα λιμάνια, την ναυπηγοεπισκευαστική και ναυπηγοκατασκευαστική ικανότητα για την εκπλήρωση σκοπών που σχετίζονται με την ελεύθερη διεθνώς πρόσβαση και τον έλεγχο του ζωτικού χώρου στη θάλασσα. Με άλλα λόγια, εναπόκειται στους σχεδιαστές της στρατηγικής (κυβέρνηση) να επινοήσουν τρόπους για να θέσουν σε ετοιμότητα τα διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά μέσα ή πρόσθετα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με την αξιοποίηση των εθνικών πόρων, με σκοπό, την επίτευξη στόχων που διατυπώνονται από τους πολιτικούς ηγέτες σε συνεννόηση με την ευρύτερη κοινωνία. Αυτή η διάσταση λείπει από την πατρίδα μας. Η λίστα ανάγνωσης είναι σε μεγάλο βαθμό κενή από τρία βασικά πράγματα.

Πρώτον, δεν υπάρχει η θαλάσσια στρατηγική, παρά μόνο στις επιχειρήσεις και τις τακτικές του στόλου, Όπως σημείωσε κάποτε ένας σοφός διανοητής του πολέμου, χωρίς στρατηγική τα γεγονότα είναι εις βάρος σου. Συμπεριλαμβανομένων γεγονότων σχετικά με το πώς μια κοινωνία και η ανώτερη ηγεσία της διαμορφώνουν και εφαρμόζουν την εξωτερική πολιτική και στρατηγική. Οι ναυτικές επιχειρήσεις, με τη σειρά τους, αποτελούν έκφραση ιδεών για τον ναυτικό κόσμο και τον τρόπο διαχείρισής του. Με άλλα λόγια, αυτό που κάνουν τα ναυτικά προέρχεται από μια θεωρία αιτίας και αποτελέσματος: εάν ο στόλος και οι σύμμαχοι εκτελούν μια αποστολή Χ, το επιθυμητό αποτέλεσμα θα είναι το Υ. Είναι παράβλεψη ο αποκλεισμός της θεωρίας και ιδεών από τον πνευματικό κόσμο των ναυτικών.

Δεύτερον, στο ίδιο μήκος κύματος, κατέχουμε ένα πεπαλαιωμένο στόλο ενώ στοχεύουμε σε μεγαλύτερους σκοπούς που παρουσιάζονται από τη θαλάσσια στρατηγική. Ο Κλάουζεβιτς συνθέτει την κλασική εξήγηση της σχέσης μεταξύ σκοπού και ισχύος, παρατηρώντας ότι ο πολεμικός ανταγωνισμός χωρίς όπλα έχει τη δική του «γραμματική» αλλά όχι τη δική του «λογική». Η γραμματική του διεθνούς ανταγωνισμού βλέπει τους αντιπάλους να ανταγωνίζονται ασταμάτητα για στρατηγικό πλεονέκτημα. Αναπτύσσουν ισχύ ή εξαπολύουν μια απαγορευτική απειλή ανώτερης δύναμης, είτε σε συνδυασμό ανάπτυξης ισχύος και εξαπόλυση απειλής, σε μια προσπάθεια να επιβάλουν τη θέλησή τους σε έναν απρόθυμο εχθρό. Η λογική της στρατηγικής, όμως, πηγάζει από την εθνική πολιτική. Από τον σκοπό, με άλλα λόγια. Η επιρροή και η υπεροχή της πολιτικής δεν σταματάνε όταν ξεκινούν οι υποχωρήσεις. Ο Κλάουζεβιτς διακηρύσσει ότι ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής, με άλλα μέσα δηλαδή «μια άλλη έκφραση» των σκέψεων των μαχητών, «άλλη μια μορφή λόγου ή γραφής». Η κοινοποίηση αυτών των σκέψεων μας βοηθά να κατανοήσουμε τι περιμένουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής από τη δύναμη – και τους καθιστά πιο έμπειρους φορείς της στρατηγικής και επιχειρησιακής τύχης του έθνους.  

Και τρίτον, ο ανταγωνισμός κατά την περίοδο της ειρήνης είναι σε μεγάλο βαθμό αόρατος στη λίστα ανάγνωσης. Κρίνοντας από τη λίστα, ελάχιστα απομένουν από την πυροδότηση, δηλαδή πριν από το ξέσπασμα της βίαιης σύγκρουσης. Στην πραγματικότητα, οι προσπάθειες που προηγήθηκαν της έκρηξης του ένοπλου αγώνα διεκδικούν ένα τεράστιο, αν όχι αποφασιστικό μερίδιο από το τι εκτελεί η ναυτική δύναμη σε συνεννόηση με τις συνδεδεμένες κοινές και συμμαχικές δυνάμεις. Η αποτροπή ή ο εξαναγκασμός περιλαμβάνει την επίδειξη στρατιωτικής ικανότητας, την επίδειξη της πολιτικής βούλησης για χρήση αυτής της ικανότητας υπό ορισμένες σαφώς καθορισμένες συνθήκες, και πείθοντας τον αντίπαλο για την ελληνική ικανότητα και αποφασιστικότητα. Πρέπει να αντιληφθούμε με ξεκάθαρη ματιά στο πώς τα ναυτικά συμβάλλουν στον στρατηγικό ανταγωνισμό εν καιρώ ειρήνης. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η αντίληψή για τη «ναυτική κυριαρχία», που σημαίνει αξιοποίηση ελιγμών στόλου, προσκλήσεις σε λιμάνια και άλλα ναυτικά κατορθώματα εκτός ένοπλων συγκρούσεων για να ρίξουμε μια «σκιά» στη λήψη αποφάσεων της Άγκυρας. Η σκιά αποθαρρύνει ενέργειες που ο Ελληνισμός και οι σύμμαχοι θεωρούν απαράδεκτες. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς να συνυπολογίσουν τι θα μπορούσαν να κάνουν οι ελληνικές θαλάσσιες δυνάμεις για να τους αποτρέψουν.

Απαιτείται να δείξουμε πώς ο Ελληνισμός αναπτύσσει θαλάσσια ισχύ —όχι μόνο ναυτική αλλά υποστηρίζοντας τα στρατιωτικά όπλα που βρίσκονται στην ξηρά, μαζί με μη αυστηρά στρατιωτικά μέσα στις θάλασσες όπως εμπορικό και αλιευτικό στόλου, και την ακτοφυλακή για να επιτύχουν συγκεκριμένα γεωστρατηγικά κέρδη χωρίς να καταφεύγουν ανοιχτά σε ένοπλες συγκρούσεις.

Πρέπει να γίνει αντιληπτό, η Τουρκία, έχει διεκδικήσει τον έλεγχο, αν όχι την κυριαρχία του θαλάσσιου χώρου χωρίς —ακόμα— να πάρει τα όπλα. Ο Ελληνισμός και τα συμμαχικά ναυτικά πρέπει να εξοικειωθούν με τέτοιες παράξενες φαινομενικές στρατηγικές και επιχειρήσεις προκειμένου να τις κατανοήσουν και να τις αντιμετωπίσουν. Προειδοποιημένος σημαίνει προετοιμασμένος. Το γεωπολιτικό όραμα του Θουκυδίδη «Μέγα τω της Θαλάσσης Κράτος», δυόμιση χιλιάδες χρόνια αργότερα, οι ιδέες του Έλληνα Ναυάρχου συνεχίζουν να έχουν εξαιρετική σημασία. Η παραμέληση αυτών των κρίσιμων λειτουργιών μας δημιουργεί κινδύνους. Το Πολεμικό Ναυτικό χρειάζεται ένα ήθος μάχης, ανεξάρτητα από το δύσκολο πολεμικό περιβάλλον. Ο σκοπός και η ισχύς πρέπει να κωδικοποιούνται στο θεσμικό DNA του Πολεμικού Ναυτικού και την ναυτοσύνη των πληρωμάτων.

 

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), και του Strategy International (SI).

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024