Το τεχνολογικό πλεονέκτημα χωρίς ικανά στελέχη με υψηλό ηθικό δεν ισοδυναμεί με νίκη
Δημήτριος Τσαϊλάς*
Το ηθικό των στελεχών των ΕΔ και η ηθική των κυβερνώντων, ευτυχώς ακόμη είναι αντιστρόφως ανάλογα, αλλά για πόσο ακόμη; Το υψηλό ηθικό είναι το πνεύμα, το οποίο διαποτίζει τη σφαίρα των στελεχών και μαζί με την πολιτική βούληση των Κυβερνώντων αποτελούν το δυναμικό για μια περιφανή νίκη. Άπαξ δια παντός, αποτελεί φτηνή φιλοσοφία, εάν διατυπώσουμε κανόνες και αρχές που αγνοούν το ηθικό των στελεχών που συμμετέχουν στις επιχειρήσεις όχι μόνο τις πολεμικές, αλλά και σε περιόδους ειρήνης, ώστε να διατηρούνται οι Ένοπλες Δυνάμεις σε υψηλό βαθμό ετοιμότητας. Η οικονομική εξαθλίωση στην οποία συστηματικά οδήγησαν, ιδιαίτερα τα στελέχη των ΕΔ, τα τελευταία χρόνια οι κυβερνώντες είναι απίστευτη, αλλά πέρα για πέρα πραγματική. Διακρίνουμε απογοητευμένους Αξιωματικούς με καταρρακωμένο ηθικό, οι οποίοι οδηγούνται σε παραίτηση αλλά και απαξίωση του στρατιωτικού επαγγέλματος.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΕΘΑ ανακοίνωσε αμυντικά προγράμματα τεχνολογικής αναβάθμισης για το 2030. Ωστόσο το αποτέλεσμα ενός πολέμου δεν εξαρτάται μόνο από τις πολεμικές μηχανές αλλά κυρίως από το ηθικό των στελεχών, που πρέπει αμφότερα να συμπεριφέρονται σαν ένα κράμα μετάλλου που δεν μπορούν να διαχωριστούν με καμιά χημική διαδικασία. Ο όρος ηθικό εδώ σε αυτό το άρθρο αναφέρεται στις ηθικές και ψυχολογικές δυνάμεις των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο λόγος για αυτές τις δύο έννοιες είναι, ότι η αντίληψη για τη συνέπεια στα λόγια και τις πράξεις είναι η ψυχολογική κόλλα που κατέχουν από κοινού την οποιαδήποτε κοινότητα. Είναι κουφός όποιος δεν έχει ακούσει ακόμη τις αγωνιώδεις κραυγές για την καταρράκωση του ηθικού και είναι τυφλός όποιος δεν έχει αντιληφθεί την απώλεια της υπερηφάνειας των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας. Αυτές τις αρχές πρέπει να έχουν κατά νου οι κυβερνώντες και να εργαστούν σκληρά αντί απλά να διαχειρίζονται τις καταστάσεις. Πρέπει να βρίσκονται κοντά στον απλό στρατιώτη μέχρι τη στρατιωτική ηγεσία, για να δώσουν ξανά όραμα στο ηθικό κόστος που μπορεί να είναι η στρατιωτική νίκη μια επιτυχία και άξια του ονόματός της.
Οι ανατρεπτικές τεχνολογίες στις στρατιωτικές συγκρούσεις δεν είναι απλές μορφές εκσυγχρονισμού, ανανέωσης ή προσαρμογής. Περιλαμβάνουν βελτιώσεις που εκλαμβάνονται ως πολλαπλασιαστές ισχύος στη στρατιωτική ικανότητα. Ωστόσο, απαιτούν πρωτίστως σταθερές και καθορισμένες εννοιολογικές, τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες με την πάροδο του χρόνου. Κατά δεύτερο λόγο απαιτούν πειραματικές τακτικές στις εθνικές ασκήσεις και ικανότητα συμπερίληψης στην επιχειρησιακή και πολεμική σχεδίαση.
Την επόμενη δεκαετία, παντού σε όλο τον κόσμο θα έχουμε πεδία μαχών και όπου δεν θα διεξάγονται μάχες όλα θα διακανονίζονται ή καλύτερα θα επιβάλλονται με τη στρατιωτική ισχύ. Η επικρατούσα σκέψη των αυταρχικών και αναθεωρητικών κρατούντων, είναι ότι τα σύνορα δεν είναι απαραβίαστα και δεδομένα καθώς τα σύνορα και οι θαλάσσιες ζώνες μεταξύ των κρατών δεν αποτελούν χαράξεις νομικής φύσεως, αλλά στρατηγικούς στόχους ύπαρξης σε έναν περιορισμένης έκτασης πλανήτη. Ιστορικά, επίσης, έχει αποδειχθεί πως τα σύνορα μπορούν να διαστέλλονται και να συστέλλονται ανάλογα με την ισχύ του κάθε κράτους και εμπεριέχουν την έννοια του ζωτικού χώρου και καταλήγουν στη διαίρεση του κόσμου ανάλογα με τα συμφέροντα.
Υπό αυτή την έννοια είναι πλέον επείγουσα ανάγκη για αντιμετώπιση των αναθεωρητισμών και των αυταρχικών συμπεριφορών των κρατών, όπως επίσης και από την πιθανή χρήση, θανατηφόρων όπλων, επιθέσεων του κυβερνοχώρου, του πολέμου συλλογής πληροφοριών και της χρήσης αναδυόμενων τεχνολογιών που προκαλούν αναταραχή σε όλο το εύρος της άμυνας. Αυτές οι αναδυόμενες και ανατρεπτικές τεχνολογίες που εισέρχονται στον χώρο της άμυνας θα μπορούσαν να φέρουν επανάσταση στον πόλεμο, τουλάχιστον να αλλάξουν βαθιά τον χαρακτήρα του μελλοντικού πολέμου. Ενώ ο αναθεωρητισμός και ο αυταρχισμός είναι η άμεση απειλή, ο κίνδυνος που θέτουν οι επιθετικές χώρες είναι συνέπεια της παρακμής και της αδυναμίας προσαρμογής τους στον εικοστό πρώτο αιώνα. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που υπάρχει αστάθεια σε πολλά μέρη του κόσμου.
Η αποτροπή ενός μελλοντικού πολέμου ξεκινά με τη σωστή εκμάθηση του βασικού διδάγματος από τους σύγχρονους πολέμους.
Διαπιστώνεται μια ένταση μεταξύ της ρητορικής και της πραγματικότητας σε όλο το φάσμα της σύγκρουσης, κακή ενσωμάτωση πολιτικής και προσπάθειας σε τομείς της διπλωματίας, της πληροφόρησης, του στρατιωτικού και οικονομικού τομέα και ελάχιστη συναίνεση ή ακόμη και ιδέα για το πώς να προχωρήσουμε είτε σε εθνικό ή σε συλλογικό επίπεδο. Έτσι ο μελλοντικός πόλεμος και η αποτροπή του πολέμου δεν θα είναι απλώς θέμα τεχνολογίας και ισχύος. Οι δημοκρατίες σήμερα αντιμετωπίζουν περίπλοκο στρατηγικό εξαναγκασμό μέσω εφαρμοζόμενης παραπληροφόρησης, εξαπάτησης, αποσταθεροποίησης, αναταραχής και απειλής πραγματικής καταστροφής. Οι δημοκρατίες γίνονται ευάλωτες μέσω ενός συνδυασμού υβριδικών πολέμων και κυβερνοεπιθέσεων που συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες που εφαρμόζονται με καταστροφικές συνέπειες από τους εχθρούς ενάντια σε ευάλωτες, ανοιχτές κοινωνίες. Η διατήρηση μιας δίκαιης ειρήνης και αποτελεσματικής αποτροπής είναι η βασική διεργασία των δημοκρατιών γενικά, και των συμμαχιών ειδικότερα. Η αποτροπή θα συνεχίσει να επικεντρώνεται στα εκσυγχρονισμένα οπλικά συστήματα, αλλά πρέπει να ενισχυθεί από μια νέα έννοια αποτροπής που θα εκτείνεται σε όλο το μωσαϊκό του υβριδικού και του κυβερνοχώρου.
Υπάρχουν πολλές αναφορές σχετικά με την αξία των «τεχνολογικών αλλαγών στις στρατιωτικές επιχειρήσεις». Η επικρατούσα σκέψη είναι ότι ο πρωταρχικός καθοριστικός παράγοντας της νίκης είναι η προηγμένη τεχνολογία. Ωστόσο, αν κάποιος υποκύψει στην πεποίθηση ότι η τεχνολογική υπεροχή είναι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό που μπορεί να έχουν οι ένοπλες δυνάμεις, παύει η ανάγκη για όραμα, για κατανόηση στρατηγικής ή οποιαδήποτε εκτίμηση του αντιπάλου ή του διαμορφούμενου περιβάλλοντος. Αυτό στη συνέχεια δικαιολογεί την παράλειψη των ασκήσεων για την ανάπτυξη ιδεών και στρατηγικής και την υποβάθμιση του προσωπικού και της εκπαίδευσης υπέρ των προηγμένων συστημάτων. Αυτή η στάση θα είναι ολέθρια. Πρέπει να εξετάζουμε τα στρατιωτικά προβλήματα και να προσπαθούμε να βρούμε μια ευρέως εφαρμόσιμη λύση, και όχι οι προσπάθειες να καταναλώνονται με μια σειρά από τεχνολογίες «ασήμαντης αξίας».
Στις σύγχρονες επιχειρήσεις η τεχνολογία χρειάζεται να κατευθύνεται στην ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Θα πρέπει να είναι αστραπιαίες οι αντιδράσεις εφόσον η αποτροπή βασίζεται στην ταχύτητα συνάφειας λόγω της αυξανόμενης επικράτησης της Τεχνητής Νοημοσύνης, τους υπερηχητικούς πυραύλους βαθιάς κρούσης, τα έξυπνα και μη έξυπνα σμήνη drones και τις νανοτεχνολογίες. Οι διφορούμενες υβριδικές επιθέσεις, ενώ είναι χαμηλής τεχνολογίας, μπορούν επίσης να συμπιέσουν τη λήψη αποφάσεων και να περιπλέξουν τις εκτιμήσεις απειλών σε μια ταχέως εξελισσόμενη κρίση.
Εκτιμάται πως οι νέες μορφές πολέμου θα απαιτήσουν ένοπλες δυνάμεις υψηλού επιπέδου και άμεσης ανταπόκρισης που θα μπορούν να δράσουν από τον βυθό της θάλασσας στο διάστημα για αποστολές στον αέρα, στη θάλασσα, τη ξηρά, τον κυβερνοχώρο, το διάστημα, τη συλλογή πληροφοριών με άριστες γνώσης. Ένοπλες δυνάμεις ικανού μεγέθους και ελιγμών του εικοστού πρώτου αιώνα για να είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε οποιαδήποτε απειλή κατά του Ελληνισμού. Αναφέρομαι και στους επτά τομείς του μελλοντικού πολέμου (αέρας, θάλασσα, στεριά, κυβερνοχώρος, διάστημα, πληροφορίες και γνώση). Είναι όλα εξίσου σημαντικά ως πυλώνες αξιόπιστης αποτροπής και διεξαγωγής μελλοντικού πολέμου. Ο πόλεμος της συλλογής πληροφορίας θα είναι κομβικός. Η κοινή χρήση πληροφοριών πρέπει να επεκταθεί και να επιταχυνθεί για να υποστηρίξει σωστά τη μελλοντική αποτροπή, επειδή η παραγωγή δεδομένων, η κοινή χρήση και η ανάθεση των αλυσίδων εντολών αποστολών θα είναι κρίσιμες στον μελλοντικό πόλεμο. Ο αντίκτυπος των αποφασιστικών νέων τεχνολογιών στη στρατηγική και το δόγμα θα οδηγήσει σε βαθιές αλλαγές στον χαρακτήρα, αν όχι στη φύση του πολέμου. Η μελλοντικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να οικοδομηθούν πάνω και γύρω από τις ευνοϊκές τεχνολογίες που εισέρχονται και διαμορφώνουν τον χώρο της μάχης. Η πραγματική δοκιμασία θα είναι η διακλαδικότητα σε υψηλά επίπεδα σύγκρουσης και υπό ακραία πίεση.
Απαιτείται επίσης μια νέα και πολύ πιο διαδραστική και προορατική συνεργασία μεταξύ της κυβέρνησης, των αμυντικών βιομηχανιών και της ευρύτερης στρατιωτικής αλυσίδας εφοδιασμού. Χρειάζεται λίγη προσπάθεια για τους τεχνολόγους να διαθέτουν επιχειρησιακή εμπειρία, σε ένα περιβάλλον με ιδέες όπου οι συμμετέχοντες θα έχουν βαθιά κατανόηση των πολεμικών επιχειρήσεων. Τέτοιες αλυσίδες εφοδιασμού πρέπει επίσης να γίνουν πιο εύρωστες και ασφαλείς. Ο ρυθμός και η κλίμακα των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών-τεχνικών αλλαγών κινδυνεύουν να υπονομεύσουν τη συνοχή και τη διαλειτουργικότητα των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και να διατηρήσουν το σχεδιασμό ασφάλειας και άμυνας σε δημοκρατίες εκτός ισορροπίας, με τη μακροπρόθεσμη διαχείριση έργων σε ένα ιδιαίτερο κενό. Εννοώ ότι οι κύκλοι απόκτησης νέων συστημάτων είναι πολύ αργοί, ενώ η τεχνολογία εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς. Όπως φαίνεται στην πατρίδα μας όπου δεν διαθέτουμε αξιόπιστη αμυντική βιομηχανική ικανότητα για να αυξήσουμε την παραγωγή αμέσως και γρήγορα, απαιτείται μια στρατηγική η οποία θα επιτρέψει στην Αθήνα να αυξήσει γρήγορα την πολεμική παραγωγή στο άμεσο μέλλον. Οι αμυντικές επενδύσεις, ιδίως σε μελλοντικές τεχνολογίες, θα απαιτήσουν τόσο τη μεταρρύθμιση των αντίστοιχων αμυντικών και τεχνολογικών βάσεων που ενισχύουν τις νέες δημοκρατικές εταιρικές σχέσεις και μαζί με αυτήν πολύ μεγαλύτερη προθυμία για κοινή χρήση τεχνολογιών. Προς τούτο, η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Αμυντική και Τεχνολογική Βιομηχανική Βάση πρέπει να γίνει πολύ πιο συνεκτική, συντονισμένη και σε μεγάλο βαθμό να μεταρρυθμιστεί ώστε να βελτιωθεί σημαντικά η ποιότητα, η διαθεσιμότητα και ο εξοπλισμός ζωτικής σημασίας.
Επίσης σημαντικό είναι να προσέξουμε το έμψυχο υλικό. Οι κατώτεροι και οι μεσαίοι αξιωματικοί και οι Υπαξιωματικοί μας έχουν ευρεία εμπειρία στην αντιμετώπιση προκλήσεων. Είναι εντελώς δικό μας λάθος αν δεν αξιοποιήσουμε αυτή την ευκαιρία με πρόσθετες επενδύσεις στην επαγγελματική εκπαίδευση, αυξημένη ετοιμότητα, ρεαλιστική κατάρτιση και ενεργό πειραματισμό. Θα ήταν πολύ καλύτερο να ρίξουμε το βάρος μας στους ανθρώπους μας. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, έχουν δείξει ξανά και ξανά ότι μπορούν να προσαρμοστούν γρήγορα μπροστά στις ακραίες αντιξοότητες, ακόμη και όταν δεν διαθέτουν πόρους.
Σήμερα, έχει καταστεί σαφές ότι οι πόροι που διατίθενται στο ΥΠΕΘΑ δεν αποτελούν κοινή προτεραιότητα. Ο αντίκτυπος της δέσμευσης των τελευταίων ετών ήταν σοβαρός, αν και ο πλήρης αντίκτυπος μπορεί να μην είναι προφανής για τα επόμενα χρόνια. Όμως η συνεχιζόμενη πίεση για την επίτευξη τεχνολογίας αιχμής δεν συνδυάζεται με επένδυση σε ετοιμότητα, εκπαίδευση, προσωπικό, στρατηγική και ιδέες, όλα προσαρμοσμένα στο λειτουργικό περιβάλλον και όχι σε έναν γενικό αντίπαλο «βασισμένο στις ικανότητες».
Σε τελική ανάλυση, εάν πρόκειται να αποτραπεί ο μελλοντικός πόλεμος, η ίδια η αποτροπή θα απαιτήσει μια βαθιά αναθεώρηση της τέχνης του πολέμου με βαθύτερες συνέργειες μεταξύ πολιτικής, στρατηγικής, πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων και πόρων μαζί με μια νέα ισορροπία μεταξύ προβολής ισχύος και προστασίας του λαού. Τέτοιες συνέργειες θα είναι κρίσιμες για τη μελλοντική λειτουργία του στρατεύματος. Τώρα είναι η στιγμή να αρχίσουμε να κατασκευάζουμε μια τέτοια αρχιτεκτονική γιατί η μελλοντική ειρήνη δεν θα απαιτήσει τίποτα λιγότερο.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, και του Strategy International.