Τα κύρια συμπεράσματα της ομιλίας του Πρωθυπουργού στον ΟΗΕ
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Στόχος του Έλληνα Πρωθυπουργού στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ήταν να εξαχθούν συμπεράσματα από την υπόθεση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης για τη μελλοντική ελληνική εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Ως εκ τούτου, η εστίαση ήταν στις πολιτικές, θεσμικές και διαδικαστικές διαστάσεις και πτυχές που διαμορφώνουν την πολιτική κρίσης του Ελληνισμού και όχι στις ιδιαιτερότητες της σύγκρουσης με την Τουρκία.
Πόσο συμβάλει ένα Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας
Υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης όσον αφορά την ελληνική στρατηγική ικανότητα. Αυτό που απαιτείται είναι μια πιο ακριβής αντίληψη για το ποια είναι τα συμφέροντα και οι στόχοι κάποιου σε μια χώρα, καθώς και αποφάσεις σχετικά με τα μέσα και τα μέτρα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξή τους. Εάν, όπως στη κρίση των Ιμίων, οι πρωταρχικοί στόχοι είναι απομακρυσμένοι από την κρίση και εξακολουθούν να είναι εύκολα δικαιολογημένοι (πολιτική των Ηνωμένων Εθνών, αλληλεγγύη στη συμμαχία του ΝΑΤΟ), η κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να έχει το θάρρος να πει τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη. Αυτό είναι σημαντικό για την εσωτερική νομιμότητα της επιχείρησης και την ταξινόμηση των αναμενόμενων ή επιτευχθέντων αποτελεσμάτων της.
Υπάρχουν επίσης πολλές ενέργειες που πρέπει να γίνουν όσον αφορά τον πολιτικό έλεγχο μιας στρατηγικής από την ελληνική κυβέρνηση αφού αυτή έχει καθοριστεί. Χωρίς συνεχή αναθεώρηση του προσανατολισμού, της αποτελεσματικότητας και της συνοχής του στόχου του τμήματος, η καλύτερη ιδέα κινδυνεύει να αποτύχει. Η έλλειψη κατάλληλων στρατηγικών στόχων και λειτουργικότητας σημαίνει επίσης πιθανότατα ότι οι εκτεταμένοι πόροι που απαιτούνται από την ελληνική πλευρά μπορεί να χρησιμοποιηθούν λιγότερο αποτελεσματικά και αποδοτικά από ό,τι θα ήταν δυνατό.
Αυτές οι γνώσεις σχετικά με τα ελλείμματα στρατηγικής και διακυβέρνησης που φαίνονται δεν είναι αμφιλεγόμενες, αλλά συμμερίζονται από πολλούς παράγοντες εντός του κυβερνητικού μηχανισμού. Αυτό που παραμένει αμφιλεγόμενο, ωστόσο, είναι ποιες συνέπειες και βελτιώσεις θα ήταν απαραίτητες. Αυτό έχει να κάνει πολύ με την αρχή του θέματος και την αντίσταση που προκύπτει, αλλά όχι μόνο. Η πολύπλοκη δομή και διαφοροποίηση των επιμέρους υπουργείων μπορεί να χρησιμεύει για την προώθηση της εξειδίκευσης και του επαγγελματισμού. Αλλά η θεσμική κουλτούρα των διαδικασιών συναπόφασης και διαπραγμάτευσης -η οποία υπάρχει για βάσιμους λόγους- καθιστά δύσκολη, τη διαμόρφωση δεσμευτικών γενικών στόχων για τους οποίους στη συνέχεια συμβάλλουν όλες οι μονάδες εργασίας, για παράδειγμα μέσω στρατηγικών χώρας που καθορίζουν το στρατηγικό πλαίσιο. Το τελευταίο είναι ακόμη πιο σημαντικό καθώς οι τακτικές αλλαγές προσωπικού προκαλούν τον υπουργικό μηχανισμό όσον αφορά τη μαθησιακή ικανότητα και τη θεσμική μνήμη.
Συμπεράσματα-Προτάσεις
Εάν το status quo δεν παρέχει χώρο για στρατηγικό διάλογο και λήψη αποφάσεων, τότε το προφανές ερώτημα είναι εάν ένα Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας -η δημιουργία του οποίου έχει συζητηθεί ευρέως- θα ήταν κατάλληλο για να διορθώσει τα προβλήματα. Υπάρχουν πολλές καλές προτάσεις στο τραπέζι και, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν κατανοητές ανησυχίες που παραπέμπουν σε ισχυρές αρχές του τμήματος και τη λογική του συνασπισμού. Το αν ένας νέος θεσμός θα έλυνε τα γνωστά προβλήματα ή απλώς θα τα μετέφερε μπορεί να συζητηθεί, όπως και ο συγκεκριμένος σχεδιασμός ενός Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ωστόσο, εάν οι ασαφείς χειρισμοί και ευθύνες στη διαμόρφωση στρατηγικής και στον πολιτικό έλεγχο είναι ένα από τα κύρια προβλήματα της ελληνικής πολιτικής για την κρίση, ένα τέτοιο όργανο σίγουρα δεν θα αντιπροσώπευε ένα κβαντικό άλμα, αλλά θα μπορούσε να εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει πρόοδο. Αυτό δεν θα απαιτούσε μακροπρόθεσμη, αποτελεσματική θεμελιώδη απόφαση.
Πριν από τις επόμενες εκλογές, τα δημοκρατικά κόμματα στο κοινοβούλιο θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να ιδρύσουν ένα «πιλοτικό Συμβούλιο Ασφαλείας» για την επόμενη νομοθετική περίοδο, του οποίου η απόδοση και η καταλληλόλητα θα ελεγχθούν στο τέλος της εκλογικής περιόδου. Τέτοιοι πειραματισμοί ανοιχτού τύπου θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν στη βελτίωση της ικανότητας μάθησης και της αποτελεσματικότητας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, και του Strategy International.