Η περιφερειακή ολοκλήρωση προσφέρει τόσο στο Ισραήλ όσο και τον Ελληνισμό τον πιο βιώσιμο δρόμο για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης επιβίωσης και της οικονομικής ανάπτυξης

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Η βαθύτερη πολυπλοκότητα της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ, παράλληλα με την ευρύτερη εμπλοκή του Ιράν
Η επέκταση του πολέμου πέρα από τη Γάζα σε μια πολυμέτωπη σύγκρουση με τη Χεζμπολάχ ανοίγει ένα δεύτερο μέτωπο κατά μήκος των βόρειων συνόρων του Ισραήλ, και αντιπροσωπεύει πράγματι μια σημαντική κλιμάκωση. Αντικατοπτρίζει την ευρύτερη στρατηγική που εφαρμόζει το Ιράν και οι πληρεξούσιοί του στην περιοχή, επιδιώκοντας να εδραιώσουν την επιρροή τους και να αμφισβητήσουν την ασφάλεια του Ισραήλ σε πολλαπλά μέτωπα. Αυτή η προσέγγιση «πολέμου φθοράς» από τη Χεζμπολάχ, με την υποστήριξη του Ιράν, υπογραμμίζει τους μακροπρόθεσμους στόχους της αλλαγής της περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων προς όφελός τους. Ωστόσο, οι απώλειες της Χεζμπολάχ -τόσο όσον αφορά τη διοικητική όσο και τη στρατιωτική ικανότητα- ήταν σημαντικές, οδηγώντας στην τρέχουσα αποδυναμωμένη κατάστασή της.
Η απόφαση του Ισραήλ να επικεντρωθεί περισσότερο στο βόρειο μέτωπο, ξεκινώντας μια σειρά από στοχευμένες και καλά προετοιμασμένες επιχειρήσεις, φαίνεται ότι πέτυχε να αμβλύνει τις επιθετικές δυνατότητες της Χεζμπολάχ. Παρόλα αυτά τα στρατιωτικά επιτεύγματα, η ευρύτερη στρατηγική πρόκληση παραμένει άλυτη. Η Χεζμπολάχ, αν και αποδυναμωμένη, εξακολουθεί να υπάρχει ως σημαντική δύναμη στον Λίβανο. Το βαθύτερο ζήτημα εδώ είναι ο βαθμός στον οποίο ο Λίβανος μπορεί να διεκδικήσει εκ νέου την κυριαρχία του από την επιρροή της Χεζμπολάχ και του Ιράν. Ενώ οι στρατιωτικές επιτυχίες του Ισραήλ μπορεί να αλλάξουν τη δυναμική ασφαλείας κατά μήκος των βόρειων συνόρων του, η επίδραση της θέσης της Χεζμπολάχ εντός του Λιβάνου απαιτεί ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές – κάτι που το Ισραήλ έχει περιορισμένη ικανότητα να επηρεάσει άμεσα. Υπό αυτή την έννοια, ο πόλεμος μπορεί να απέχει πολύ από τη λήξη του, αλλά έχει δημιουργήσει ένα άνοιγμα για το Ισραήλ για να αναδιαμορφώσει το τοπίο ασφαλείας, ιδιαίτερα με στόχο τη μείωση της επικράτησης της Χεζμπολάχ στο νότιο Λίβανο.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κρίσιμο και περίπλοκο ζήτημα για το Ισραήλ και την ευρύτερη διπλωματική στρατηγική του, ιδιαίτερα όσον αφορά την περιφερειακή ολοκλήρωση στη Μέση Ανατολή, η οποία επηρεάζει και τον Ελληνισμό. Η μακροπρόθεσμη πολιτική και οικονομική βιωσιμότητα του Ισραήλ εξαρτάται από την ικανότητά του όχι μόνο να εξομαλύνει τις σχέσεις με τους γείτονές του αλλά και να διασφαλίσει ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον, ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις του με τα παλαιστινιακά εδάφη. Η προοπτική εξομάλυνσης με τη Σαουδική Αραβία είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, δεδομένης της επιρροής του βασιλείου ως ηγετικής σουνιτικής δύναμης και του ρόλου του στη διαμόρφωση των ευρύτερων συναισθημάτων του αραβικού και του μουσουλμανικού κόσμου.
Βασικές προκλήσεις και ευκαιρίες
Η συνεχιζόμενη και κλιμακούμενη σύγκρουση του Ισραήλ, αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην περιφερειακή ολοκλήρωση. Οι απαιτήσεις από το σύνολο των Δυτικών σε συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία και άλλα αραβικά κράτη για μια λύση δύο κρατών με την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως παλαιστινιακή πρωτεύουσα είναι εδώ και καιρό ένα κομβικό σημείο. Οι ανθρωπιστικές κρίσεις και η αντίληψη για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων περιπλέκουν περαιτέρω τη διπλωματική θέση του Ισραήλ, καθιστώντας δύσκολη την επίτευξη ομαλοποίησης χωρίς την αντιμετώπιση αυτών των ανησυχιών. Ωστόσο, το γεγονός ότι η ομαλοποίηση δεν έχει αποκλειστεί εντελώς, παρά τη συνεχιζόμενη βία και τις εντάσεις, υποδηλώνει ότι υπάρχει κάποια ευελιξία. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται σε ευρύτερες γεωπολιτικές αλλαγές, όπως οι κοινές ανησυχίες για το Ιράν ή τα οφέλη της οικονομικής συνεργασίας και της συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας.
Το Ισραήλ βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι
Η επιδίωξη στρατιωτικής επίλυσης κινδυνεύει να αποξενώσει βασικούς περιφερειακούς και παγκόσμιους παράγοντες, ειδικά εάν κλιμακωθεί σε μεγάλης κλίμακας παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το διπλωματικό κόστος θα μπορούσε να είναι τεράστιο, όχι μόνο από την άποψη της απομόνωσης από πιθανούς Άραβες εταίρους αλλά και με διεθνείς φορείς στους οποίους εξαρτάται το Ισραήλ για οικονομικές και στρατηγικές συμμαχίες. Επειδή τα πιθανά οφέλη της περιφερειακής ολοκλήρωσης για το Ισραήλ είναι τεράστια, φαίνεται ότι από οικονομική άποψη, η ομαλοποίηση με τον αραβικό κόσμο ανοίγει πόρτες για εμπορικές, επενδύσεις και ενεργειακές συνεργασίες, ειδικά σε τομείς όπου το Ισραήλ έχει ισχυρά πλεονεκτήματα, όπως η τεχνολογία και η άμυνα. Η επίτευξη εξομάλυνσης με τη Σαουδική Αραβία, ειδικότερα, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πύλη για την ευρύτερη αποδοχή στον αραβικό κόσμο και όχι μόνο. Από την άλλη, η διάσταση της ασφάλειας είναι ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας. Οι σχέσεις του Ισραήλ με την Αίγυπτο, την Ιορδανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δείχνουν ότι η ομαλοποίηση μπορεί να συνυπάρχει με άλυτο το παλαιστινιακό ζήτημα, αν και αυτές είναι συχνά εύθραυστες ρυθμίσεις. Η πλήρης περιφερειακή ολοκλήρωση θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση των ανησυχιών του Ισραήλ για την ασφάλεια, καθώς οι ευρύτερες διπλωματικές σχέσεις θα μπορούσαν να ενισχύσουν μεγαλύτερη σταθερότητα στην περιοχή. Ωστόσο, η επίτευξη τέτοιων σχέσεων θα απαιτούσε συμβιβασμούς που να ευθυγραμμίζονται πιο στενά με τις απαιτήσεις περιφερειακών δυνάμεων όπως η Σαουδική Αραβία.
Η ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης του Ισραήλ, ιδιαίτερα υπό το φως των γεγονότων του περασμένου έτους, υπογραμμίζει πράγματι την ανάγκη για μια στρατηγική στροφή από τη στρατιωτική κυριαρχία προς την περιφερειακή ολοκλήρωση. Η υπόθεση αυτής της αλλαγής γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική καθώς η μελλοντική ασφάλεια και ευημερία του Ισραήλ είναι συνυφασμένες όχι μόνο με τις στρατιωτικές του δυνατότητες αλλά και με την ικανότητά του να σφυρηλατήσει ουσιαστικές διπλωματικές και οικονομικές εταιρικές σχέσεις στην περιοχή. Οι αναδυόμενες ευκαιρίες, ιδιαίτερα μέσω πρωτοβουλιών όπως ο Οικονομικός Διάδρομος Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC) –όπου έχει και ο Ελληνισμός ισχυρά συμφέροντα για την υλοποίησή του- προσφέρουν στο Ισραήλ την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του στη Μέση Ανατολή και πέρα από αυτήν. Ο IMEC, έχει τη δυνατότητα να φέρει επανάσταση στους εμπορικούς δρόμους μεταξύ της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης, παρέχοντας τόσο στο Ισραήλ όσο και τον Ελληνισμό άμεση πρόσβαση σε κρίσιμους οικονομικούς κόμβους, ενώ μειώνει την εξάρτηση από παραδοσιακές θαλάσσιες διαδρομές όπως η Διώρυγα του Σουέζ. Με το να γίνουμε αναπόσπαστοι παίκτες –η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ-σε αυτόν τον διάδρομο, θα μπορούσαμε να δούμε σημαντικά οικονομικά κέρδη.
Η παρουσίαση του χάρτη από τον Νετανιάχου στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που δείχνει την αυξανόμενη περιφερειακή ολοκλήρωση του Ισραήλ και την υπόσχεση του IMEC, αντανακλά το μακροπρόθεσμο στρατηγικό του όραμα. Προβάλλοντας τον IMEC ως ένα ιστορικό έργο συνεργασίας, ο Νετανιάχου τονίζει τη δυνατότητα του Ισραήλ να γίνει βασικός άξονας στα οικονομικά και διπλωματικά δίκτυα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και πέραν αυτής. Για να εκμεταλλευτεί αυτές τις ευκαιρίες, το Ισραήλ πρέπει να δώσει προτεραιότητα στη διπλωματική προσέγγιση και την οικονομική συνεργασία, ενώ παράλληλα να εργάζεται για τη μείωση των εντάσεων με τους Παλαιστίνιους. Ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν άμεσες ανησυχίες για την ασφάλεια, κινδυνεύουν επίσης με μακροπρόθεσμες διπλωματικές συνέπειες. Αντίθετα, η περιφερειακή ολοκλήρωση θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια του Ισραήλ μέσω της οικονομικής αλληλεξάρτησης, της κοινής υποδομής και των στρατηγικών συμμαχιών.
Συμπεράσματα
Το μέλλον στην Ανατολική Μεσόγειο βρίσκεται στην περιφερειακή ολοκλήρωση, όχι μόνο ως μέσο οικονομικής ανάπτυξης αλλά και ως δρόμος προς μεγαλύτερη σταθερότητα και ασφάλεια. Πρωτοβουλίες όπως το IMEC, προσφέρουν στο Ισραήλ έναν οδικό χάρτη για να γίνει ένας απαραίτητος εταίρος στην περιοχή μαζί με την Κύπρο και την Ελλάδα. Ωστόσο, η επιτυχία αυτής της στρατηγικής θα εξαρτηθεί από την προθυμία του Ισραήλ να επαναπροσδιορίσει την προσέγγισή του στην παλαιστινιακή σύγκρουση, καθώς αυτό παραμένει κεντρικό ζήτημα για πολλούς από τους πιθανούς εταίρους του στον αραβικό κόσμο. Εστιάζοντας στην ενσωμάτωση και όχι στην απομόνωση, το Ισραήλ θα μπορούσε να εξασφαλίσει ένα ευημερούν και σταθερό μέλλον. Η στάση της Σαουδικής Αραβίας αντανακλά μια ευρύτερη περιφερειακή πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί, και η πρόκληση του Ισραήλ έγκειται στην εξισορρόπηση των ανησυχιών για την ασφάλεια με τις διπλωματικές και οικονομικές ευκαιρίες που θα μπορούσε να προσφέρει η ομαλοποίηση και η περιφερειακή ολοκλήρωση.
Στο πλαίσιο της οικονομικής ολοκλήρωσης, ιδιαίτερα με την πρωτοβουλία όπως ο IMEC, η θέση του Ισραήλ θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω κάνοντας απτή πρόοδο στο παλαιστινιακό ζήτημα. Η Σαουδική Αραβία, μια από τις πιο σημαίνουσες αραβικές χώρες και βασικός εταίρος στην περιοχή, έχει συσχετίσει σταθερά στην εξομάλυνση σχέσεων με την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος. Εάν το Ισραήλ έκανε ουσιαστικά βήματα για την αντιμετώπιση αυτών των μακροχρόνιων παραπόνων, πιθανότατα θα άνοιγε την πόρτα για ευρύτερη συνεργασία και ειρήνη με τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο. Αυτές οι παραχωρήσεις, ωστόσο, συνοδεύονται από σημαντικές εσωτερικές πολιτικές προκλήσεις για το Ισραήλ. Το κίνημα εποικισμού έχει ισχυρή πολιτική υποστήριξη και οποιεσδήποτε υποχωρήσεις για την ασφάλεια, ιδιαίτερα όσον αφορά τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, είναι πιθανό να προκαλέσουν έντονες αντιδράσεις. Ωστόσο, χωρίς αυτά τα βήματα, το Ισραήλ διακινδυνεύει ένα μέλλον όπου η οικονομική του ολοκλήρωση περιορίζεται από την παρατεταμένη πολιτική αστάθεια και δυσπιστία. Τελικά, οι Συμφωνίες του Αβραάμ και οι οικονομικές πρωτοβουλίες όπως ο IMEC προσφέρουν στο Ισραήλ ένα μονοπάτι προς την περιφερειακή αποδοχή και ευημερία. Αλλά για να αξιοποιήσουν πλήρως αυτές τις ευκαιρίες, το Ισραήλ πρέπει να ασχοληθεί με τα βαθύτερα, πιο θεμελιώδη ζητήματα της σύγκρουσης. Οι παραχωρήσεις, αν και δύσκολες, μπορεί να είναι το τίμημα για την οικοδόμηση διαρκών σχέσεων που οδηγούν όχι μόνο σε οικονομική συνεργασία αλλά και σε διαρκή ειρήνη.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, και του Strategy International.





