Ο Μακεδονικός Αγώνας- Από τον «ατυχή» πόλεμο του 1897 ως τους Βαλκανικούς
Γράφει ο Γεώργιος Παπαπολυχρονίου
Αναλυτής
Ιστορικό υπόβαθρο
Ο Μακεδονικός αγώνας αποτέλεσε απόρροια του ευρύτερου Ανατολικού ζητήματος και του κενού ισχύος που δημιουργούσε η υποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα ευρωπαϊκά εδάφη. Τον 19ο αιώνα, γνωστό και ως «αιώνα των εθνοτήτων», κυρίαρχη ευρωπαϊκή ιδεολογία ήταν ο εθνικισμός, ο οποίος πρεσβεύει την ταύτιση της εθνικής και κρατικής οντότητας και επιδιώκει την υπαγωγή όλων των μελών ενός έθνους κάτω από μια κοινή πολιτική στέγη.[1] Μέσω εμπορικών και εκπαιδευτικών διόδων, οι ριζοσπαστικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης μεταδόθηκαν στις πνευματικές και πολιτικές ελίτ της Βαλκανικής, παρέχοντάς τους ένα ιδεολογικό πλαίσιο για την υποκίνηση λαϊκών κινητοποιήσεων και ένοπλων εξεγέρσεων με στόχο την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Την ίδια στιγμή, η Ρωσία έχοντας σταθερή επιδίωξη την απόκτηση πρόσβασης στη Μεσόγειο, άδραξε την ευκαιρία που παρουσιάστηκε από τις εξεγέρσεις στη Βοσνία Ερζεγοβίνη (1875) και στη Βουλγαρία (1876) και τις επακόλουθες οθωμανικές κτηνωδίες. Η αδυναμία της διπλωματικής εκτόνωσης της κατάστασης οδήγησε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877 και στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) η οποία προέβλεπε τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης «Μεγάλης Βουλγαρίας».[2] Αν και το συνέδριο του Βερολίνου (1878) ανέτρεψε τις ρυθμίσεις της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου σχετικά με τη Μεγάλη Βουλγαρία, οι βάσεις για τις επεκτατικές βλέψεις της βουλγαρικής πλευράς είχαν τεθεί και θα αποτελούσαν καταλύτη των μελλοντικών εξελίξεων.[3]
Ανταγωνισμοί – Στόχοι
Οι επιτυχείς επαναστάσεις και εξεγέρσεις που οδήγησαν στη δημιουργία των πρώτων ανεξάρτητων βαλκανικών κρατών το 19ο αιώνα, ενίσχυσαν τη φλόγα των νεοπαγών αυτών πολιτικών οντοτήτων να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε περιοχές όπου ζούσαν ή θεωρούσαν ότι ζούσαν ομοεθνείς πληθυσμοί. Ήταν φανερό πλέον ότι η επόμενη διεκδικήσιμη περιοχή θα ήταν η Μακεδονία. Εκεί θα συγκρούονταν οι μεγαλοϊδεατισμοί της Ελλάδας και της Βουλγαρίας πρωτίστως και δευτερευόντως της Σερβίας και της Ρουμανίας. Η συγκρουσιακή πολιτική των βαλκανικών κρατών εκτυλισσόταν εντός ενός διεθνούς περιβάλλοντος ανησυχίας που οφειλόταν στο κενό ισχύος που δημιουργούσε σε μια νευραλγική περιφέρεια, η παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Καθώς το εκάστοτε διεθνές σύστημα αντιτίθεται σε καταστάσεις που δύνανται να προκαλέσουν βαθιά συστημική κρίση, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής δεν ήταν θετικά διακείμενες σε ενέργειες που θα υπονόμευαν το υπάρχον status quo και θα διατάραζαν την ισορροπία δυνάμεων. Η παρουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λειτουργούσε εξισορροπητικά μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων των ευρωπαϊκών δυνάμεων και πιθανή κατάρρευση αυτής άνευ ύπαρξης κάποιου κοινού σχεδίου αναπλήρωσης της, θα οδηγούσε σε σφοδρούς αιματηρούς ανταγωνισμούς για την εξασφάλιση γεωπολιτικών ωφελημάτων.[4] Συνεπώς η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή για τα οθωμανικά συμφέροντα και δεν προσφερόταν για την ευόδωση αλυτρωτικών οραμάτων καθώς η διατήρηση του status quo αποτελούσε κοινό στόχο της Πύλης και των Μεγάλων Δυνάμεων.[5]
Ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας επί οθωμανικής κατοχής θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις ζώνες, με τους ελληνόφωνους πληθυσμούς να κυριαρχούν στο νότο και τους σλαβόφωνους στο βορρά (βορείως του Μοναστηρίου, της Στρώμνιτσας και του Μελένικου).[6] Η ενδιάμεση ζώνη αποτελείτο από ένα μείγμα ελληνόφωνων, σλαβόφωνων και βλαχόφωνων πληθυσμών.[7] Στα τρία βιλαέτια (Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσσόβου) που ήταν διοικητικά χωρισμένη η Μακεδονία, οι σλαβόφωνοι ήταν το κυρίαρχο στοιχείο στην ύπαιθρο ενώ οι ελληνόφωνοι εντοπίζονταν κυρίως στις παραλιακές περιοχές και στα αστικά κέντρα.[8],[9] Η μακρά οθωμανική κυριαρχία επέδρασε ενοποιητικά στα Βαλκάνια, διευκολύνοντας τις μετακινήσεις πληθυσμών και δημιουργώντας ένα περίπλοκο και συνάμα εκρηκτικό σκηνικό από πλευράς εθνογραφίας. Επιπροσθέτως, η οργάνωση και ο διαχωρισμός των διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων εντός της αυτοκρατορίας δε γινόταν βάσει φυλετικών ή γλωσσικών κριτηρίων αλλά θρησκευτικών, με το σύστημα των μιλέτ (millet).[10] Κάθε μιλέτ είχε τον επικεφαλής του, ο οποίος εκπροσωπούσε τη συγκεκριμένη θρησκευτική πληθυσμιακή ομάδα και ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή έναντι του Σουλτάνου που τον διόριζε. Ο διαχωρισμός με βάση τη θρησκεία είχε ως συνέπεια οι ταυτότητες των κατοίκων, να εδραιωθούν επάνω στα θρησκευτικά τους πιστεύω. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο αγροτικός κατά βάση πληθυσμός της περιοχής δεν είχε αίσθηση εθνικής συνείδησης όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Ο αυτοπροσδιορισμός γινόταν με όρους τοπικισμού (τόπος διαμονής) και θρησκείας. Ο εθνικισμός ως ιδεολογία περιοριζόταν ακόμα στα αστικά κυρίως κέντρα και στις τάξεις των διανοουμένων και των εμπόρων λόγω των επαφών τους με τη Δύση. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για να κατανοηθούν οι τακτικές που χρησιμοποίησαν οι διάφορες πλευρές για να πετύχουν τους αντικειμενικούς σκοπούς τους.
Ο Μακεδονικός Αγώνας εξελίχθηκε σε τρεις φάσεις:
α. Περίοδος 1870-1897, στην οποία παρατηρείται έξαρση της βουλγαρικής προπαγάνδας.
β. Περίοδος 1897-1904, όπου η προπαγάνδα πλαισιώνεται από τρομοκρατικές πρακτικές των βουλγαρικών κομιτάτων εναντίον πληθυσμών που πρόσκεινται στο Πατριαρχείο.
γ. Περίοδος 1904-1908, στην οποία δεσπόζει ο ένοπλος αγώνας των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων εναντίον των βουλγαρικών συμμοριών (κομιτατζήδων) στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.
Στόχος Βουλγαρίας
Στόχος της βουλγαρικής πολιτικής ήταν η πραγματοποίηση του οράματος της Μεγάλης Βουλγαρίας, όπως αυτό είχε αποτυπωθεί στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878. Οι ρυθμίσεις της Συνόδου του Βερολίνου μπορεί να επικύρωναν τη δημιουργία μιας αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας, πλην όμως το κατά πολύ μικρότερο μέγεθός της, είχε δημιουργήσει στη βουλγαρική πλευρά μια αίσθηση ακρωτηριασμού και έντονης πικρίας, καλλιεργώντας ένα έντονο αλυτρωτικό πνεύμα. Η πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885 και η επιτυχημένη έκβαση του σερβοβουλγαρικού πολέμου ενίσχυσαν τις επεκτατικές διαθέσεις της Βουλγαρίας. Επόμενος στόχος ήταν η μελλοντική προσάρτηση της Μακεδονίας μέσω της εμφύσησης βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στους σλαβόφωνους κατοίκους της. Η ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 προσέφερε στη Βουλγαρία ένα διπλό κέρδος, από τη μία αποδυνάμωσε ένα σημαντικό δυνητικό αντίπαλο και από την άλλη της έδωσε την ευκαιρία να δράσει στην περιοχή, εκμεταλλευόμενη την αναζωπυρωμένη τουρκική εχθρότητα κατά των Ελλήνων, η οποία της εξασφάλιζε ανοχή στις ανθελληνικές της ενέργειες.[11]
Στόχος Ελλάδας
Η Μακεδονία αν και συνέβαλε στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας δεν είχε πετύχει την απελευθέρωση και ενσωμάτωση της στην ελληνική επικράτεια. Η ανάπτυξη του οράματος της Μεγάλης Ιδέας τον 19ο αιώνα έθετε ως στόχο την απελευθέρωση των αλύτρωτων ιστορικών ελληνικών εδαφών, μέσα στα οποία συμπεριλαμβανόταν και αυτή. Όμως η ταπεινωτική ήττα στον ατυχή πόλεμο του 1897, το συνακόλουθο πλήγμα στο ηθικό του στρατεύματος, η δεινή οικονομική κατάσταση της δεκαετίας του 1890 που επιδεινώθηκε με την υποχρέωση καταβολής πολεμικής αποζημίωσης στους Οθωμανούς, η υπαγωγή της χώρας σε διεθνή οικονομικό έλεγχο, η λαϊκή απογοήτευση από το πολιτικό κατεστημένο και η εστίαση στο ζήτημα της Κρήτης είναι ορισμένοι λόγοι που οδήγησαν την Ελλάδα σε μια αρχικά παθητική και αποστασιοποιημένη στάση έναντι των τεκταινομένων στη Μακεδονία.[12] Στις αρχές του 20ου αιώνα όπου η Ελλάδα αρχίζει να αντιδρά στις βουλγαρικές προκλήσεις, ο στόχος δεν είναι η απελευθέρωση της Μακεδονίας αλλά η διατήρηση του εδαφικού status quo και η αποφυγή του εκβουλγαρισμού των σλαβόφωνων χριστιανών μέσω της ενστάλαξης σε αυτούς, ελληνικής εθνικής συνείδησης.
Στόχος Σερβίας
Η Σερβία είχε το δικό της όραμα για επέκταση που βασιζόταν στο πρόγραμμα «Načertanije» του Ilija Garasanin και υποστήριζε τη δημιουργία ενός κράτους που θα περιελάμβανε όλους τους νοτιοσλαβικούς λαούς.[13] Ως εκ τούτου προτεραιότητα δινόταν στις περιοχές της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης και στην έξοδο στην Αδριατική. Όμως η συνθήκη του Βερολίνου που παραχωρούσε τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη στο διοικητικό έλεγχο της Αυστροουγγαρίας και η ενεργή παρουσία της Βουλγαρίας στο χώρο της Μακεδονίας έστρεψαν τις σερβικές βλέψεις προς το νότο σε αναζήτηση διόδου προς το Αιγαίο.[14]
Στόχος Ρουμανίας
Η Ρουμανία αν και λόγω γεωγραφίας δεν ήταν σε θέση να προβάλλει εδαφικές διεκδικήσεις στο χώρο της Μακεδονίας, προσπάθησε μέσω προπαγάνδας να προσεταιριστεί κοινότητες βλαχόφωνων πληθυσμών εκμεταλλευόμενη τη γλωσσική ομοιότητα. Στόχος της ήταν η απόκτηση μιας αναγνωρισμένης μειονότητας εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητης από το Πατριαρχείο κατά το πρότυπο της Εξαρχίας.[15]
Τακτικές
Το μήλον της έριδος των βαλκανικών κρατών ήταν πρωτίστως οι Ορθόδοξοι σλαβόφωνοι κάτοικοι και δευτερευόντως οι δίγλωσσοι.[16],[17] Όπως προαναφέρθηκε μεγάλο μέρος των κατοίκων της υπαίθρου ζούσε ακόμα σε μια προνεωτερική εποχή και δεν κατανοούσε εθνοκεντρικούς ταυτοτικούς προσδιορισμούς. Ως εκ τούτου, αυτή η ταυτοτική «ρευστότητα» οδηγούσε σε συχνές αλλαγές στρατοπέδων συνεπεία πιέσεων, χρηματισμών, προσωπικών αντιζηλιών, αντιπαραθέσεων εντός των τοπικών κοινοτήτων κ.λ.π. Αντίστοιχα, οι χρησιμοποιούμενες τακτικές για την ευόδωση των εκατέρωθεν εθνικών επιδιώξεων, περιλάμβαναν τη χρήση τόσο ειρηνικών όσο και βίαιων μέσων και χαρακτηρίζονταν από τον ανταγωνισμό στον τομέα της εκκλησίας και της εκπαίδευσης, τη χρήση προπαγάνδας, τις χρηματικές εξαγορές, τον εκφοβισμό και τη βία.
Εκτός από τα Προξενεία που λειτουργούσαν ως κέντρα συλλογής πληροφοριών και συντονισμού των διαφόρων δράσεων, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν ορισμένες οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν στη Μακεδονία:
α. Οι σημαντικότερες βουλγαρικές οργανώσεις (Κομιτάτα) υπήρξαν η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) και η Ανώτατη Μακεδονική Επιτροπή (Βαρχόβ Κομιτέτ), οι οποίες συνεργάστηκαν στενά μεταξύ τους. H πρώτη ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1893 από τους Dame Gruev, Petar Pop Arsov, Anton Dimitrov, Hristo Tatarchev, Ivan Hadzhinikolov και Hristo Batandzhiev. Αρχικός στόχος ήταν η άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία αλλά επειδή αυτό θα προκαλούσε αντιδράσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Πύλη, προκρίθηκε η λύση της αυτονομίας με την προσδοκία μιας μελλοντικής ένωσης με τη Βουλγαρία ή η συμμετοχή σε μια Βαλκανική ομοσπονδία.[18] Η δεύτερη ιδρύθηκε στη Σόφια το 1895 με τη βοήθεια της κυβέρνησης, αποτελείτο κατά βάση από άτομα με στρατιωτικό υπόβαθρο και υιοθέτησε μια πιο επιθετική πολιτική κατά των Οθωμανών. Αν και για επικοινωνιακούς λόγους επικεφαλής φαινόταν ο καθηγητής Stoyan Mihailovski, πραγματικός ηγέτης της, υπήρξε ο Ivan Tsonchev.[19]
β. Οι σημαντικότερες ελληνικές οργανώσεις ήταν:
(1) Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861) και ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων που ιδρύθηκε στην Αθήνα (1869), οι οποίοι ενίσχυαν την ελληνική εκπαιδευτική δραστηριότητα με παροχή οικονομικής στήριξης, καθοδήγησης, αποστολής δασκάλων και βιβλίων.[20]
(2) Η Εθνική Εταιρεία που συστάθηκε στην Αθήνα το 1894, με στόχο την επαγρύπνηση επί των συμφερόντων των αλύτρωτων Ελλήνων και την προπαρασκευή της απελευθέρωσης αυτών. Η διάλυση της επήλθε το 1900 μετά τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε στην πρόκληση του πολέμου του 1897.[21]
(3) Η Μακεδονική Άμυνα που ιδρύθηκε από τον Ίωνα Δραγούμη, όταν διορίστηκε υποπρόξενος στο ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι (1902) με στόχο την οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα.
(4) Το Μακεδονικό Κομιτάτο που ιδρύθηκε το 1904 από πρώην μέλη της Εθνικής Εταιρείας, με πρόεδρο τον Δημήτριο Καλαποθάκη, με σκοπό τη συλλογή χρημάτων, εφοδίων και όπλων για τις ανάγκες των Ελλήνων ανταρτών της Μακεδονίας.
γ. Η σερβική εταιρεία του Αγίου Σάββα ιδρύθηκε το 1886 με στόχο την ίδρυση σχολείων στην περιοχή της Παλαιάς Σερβίας και της Μακεδονίας αλλά από το 1889 η ευθύνη για τα εκτός Σερβίας σχολεία και εκκλησίες πέρασε στο Υπουργείο Εξωτερικών.[22]
Εκκλησιαστικός και εκπαιδευτικός ανταγωνισμός
Σε όλα τα Βαλκάνια, βασικά εργαλεία οικοδόμησης έθνους υπήρξαν η θρησκεία (εκκλησία) και η γλώσσα (σχολεία). Τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των διεκδικητών της Μακεδονίας που δεν επέτρεπαν τη δημιουργία ενός βαλκανικού συνασπισμού κατά των Οθωμανών και η στρατιωτική υπεροπλία των δεύτερων που καθιστούσε απαγορευτική τη μεμονωμένη προσφυγή στον πόλεμο, χωρίς την εξασφάλιση της υποστήριξης των Μεγάλων Δυνάμεων,[23] ανέδειξαν τη θρησκεία και την εκπαίδευση σε βασικά πεδία ανταγωνισμού. Έως το 1870 όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί ανήκαν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου (Rum millet), αλλά το Μάρτιο του ίδιου έτους με σουλτανικό φιρμάνι δημιουργήθηκε η βουλγαρική Εξαρχία, στη δικαιοδοσία της οποίας παραχωρούνταν 13 εκκλησιαστικές επαρχίες ενώ το άρθρο 10 του φιρμανιού προέβλεπε ότι και άλλες επισκοπές μπορούσαν να προσχωρήσουν σε αυτή εάν το ζητούσαν τα 2/3 του εκκλησιάσματός τους.[24] Έκτοτε η θρησκευτική διαμάχη μετατράπηκε σε εθνοτική, με αυτούς που προσχωρούσαν στην Εξαρχία (Εξαρχικοί) να θεωρούνται Βούλγαροι και αυτούς που παρέμεναν στο Πατριαρχείο (Πατριαρχικοί) να θεωρούνται Έλληνες.[25] Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Ρουμανία, έδωσαν αγώνα να προσηλυτίσουν και να κερδίσουν την αφοσίωση του πληθυσμού της περιοχής. Η Ελλάδα χρησιμοποίησε τη θρησκεία και την ιστορική ταυτότητα της περιοχής. Η Σερβία χρησιμοποίησε ιστορικά,[26] λαογραφικά και ανθρωπολογικά επιχειρήματα για να επικαλεστεί φυλετική συγγένεια με το τοπικό σλαβικό στοιχείο ενώ η Βουλγαρία και η Ρουμανία χρησιμοποίησαν το γλωσσικό στοιχείο. Στο τέλος του 19ου αιώνα ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο των εκκλησιαστικών περιφερειών και τη δημιουργία σχολείων είχε ενταθεί με κύριους αντιπάλους τη Βουλγαρία και την Ελλάδα.
Η Σερβία λόγω της καθυστερημένης εμπλοκής της και της έλλειψης ερεισμάτων στον τοπικό πληθυσμό, αναγκάστηκε να περιορίσει την προσπάθειά της στην «Παλαιά Σερβία» και στη βορειοδυτική Μακεδονία. Τη δεκαετία του 1890 είχε πετύχει μέσω άδειας του Πατριαρχείου, το διορισμό Σέρβων επισκόπων, το άνοιγμα σχολείων και τη χρήση τη σλαβικής γλώσσας στην εκκλησία.[27] Αυτή ήταν και μια πηγή αντιπαράθεσης μεταξύ της Ελλάδας και του Πατριαρχείου στα τέλη του αιώνα καθώς ο οικουμενικός ρόλος του Πατριαρχείου ερχόταν σε αντίθεση με τους εθνικούς σκοπούς. Μια αντίθεση που έφερε μια πρόσκαιρη έλλειψη συντονισμού μεταξύ Ελλάδας και Πατριαρχείου την οποία εκμεταλλεύτηκε δεόντως η Βουλγαρία. Κατά την περίοδο 1898–1902 η Ελλάδα επιχείρησε να συμφωνήσει σε σφαίρες επιρροής με τη Σερβία χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Το 1901 υπήρχαν 226 δημοτικά, 4 γυμνάσια, 1 σχολείο θεολογίας και 3 λύκεια θηλέων στη Μακεδονία και την Παλαιά Σερβία, αριθμός πολύ μικρότερος σε σχέση με τα αντίστοιχα ελληνικά και βουλγαρικά.[28],[29]
Την περίοδο μετά το 1897 η Ρουμανία δεν διαδραμάτισε κάποιο σημαντικό ρόλο. Ιδίως μετά τη ρήξη μεταξύ του Απόστολου Μαργαρίτη που ήταν ο κύριος οργανωτής της ρουμανικής προσπάθειας προσεταιρισμού του βλάχικου στοιχείου και του Ρουμάνου υποπρόξενου στο Μοναστήρι το 1895, σημειώθηκε μείωση στον αριθμό των μαθητών στα ρουμανικά σχολεία. Το 1898 η Ρουμανία αντιλήφθηκε ότι η δραστηριοποίηση της στη Μακεδονία ήταν ασύμφορη και αν και δεν την εγκατέλειψε, την περιόρισε σημαντικά.[30]
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 εκτός από τον αντίκτυπό του στην ίδια την Ελλάδα είχε επιπτώσεις και στο Μακεδονικό αγώνα. Η εχθρότητα των Οθωμανών εναντίον του ελληνικού στοιχείου εξαιτίας της πρόσφατης σύρραξης δημιουργούσε πρόσφορο έδαφος για περαιτέρω βουλγαρική διείσδυση.[31] Οι Οθωμανοί κατά την προσφιλή τους τακτική του διαίρει και βασίλευε, παραχωρούσαν προνόμια και έδειχναν ανοχή στις ενέργειες κάποιας πλευράς ώστε αφενός να μην υπάρξει συσπείρωση εναντίον τους και αφετέρου να μην ισχυροποιηθεί κάποια πλευρά σε βαθμό που να τους απειλήσει. Σε αυτό το πλαίσιο, η Εξαρχία που συνέχιζε να αποτελεί κύριο φορέα της βουλγαρικής πολιτικής εξασφάλισε το 1897 την τοποθέτηση επισκόπων στις επαρχίες Μοναστηρίου, Δίβρης και Στρώμνιτσας ενώ στις περιοχές Καστοριάς, Φλώρινας, Έδεσσας, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Σερρών, Μελένικου και Δράμας πέτυχε την αναγνώριση των επικεφαλής των βουλγαρικών κοινοτήτων ως εκπροσώπων της ίδιας, οι οποίοι θα είχαν την εξουσία να ρυθμίζουν τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα όσων απαρνούνταν το Πατριαρχείο. Ταυτόχρονα η Βουλγαρία έλαβε άδεια να διορίσει εμπορικούς πράκτορες στη Μακεδονία, οι οποίοι μαζί με τους Εξαρχικούς επισκόπους ηγούνταν του προσηλυτιστικού έργου.[32] Οι καλές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη που είχε προωθήσει η κυβέρνηση Stambolov, βοήθησε τη Βουλγαρία να αυξήσει τον αριθμό των σχολείων στη Μακεδονία τη δεκαετία του 1890 ενώ και η διαχείρισή τους βελτιώθηκε την ίδια περίοδο.[33] Διαφωνίες μεταξύ των ελληνικών προξενικών αρχών και ορισμένων μητροπολιτών, οι οποίες πήγαζαν από την ασυμφωνία εθνικών στόχων και οικουμενικής φύσης του Πατριαρχείου καθώς και η οικονομική δυσχέρεια της Ελλάδας που οδήγησε στο κλείσιμο ορισμένων σχολείων, αποτέλεσαν τροχοπέδη στο τέλος του αιώνα. Πάντως παρά τις βουλγαρικές προσπάθειες, είναι ενδεικτική της κατάστασης η επιστολή του Dimitar Rizov προς τον πρίγκιπα Φερδινάνδο στις 26 Απριλίου 1899, σύμφωνα με την οποία δεν είχαν να περιμένουν τίποτα άλλο από τα σχολεία και την εκκλησία.[34]
Στις αρχές του 20ου αιώνα και ιδίως μετά την εξέγερση του Ilinden, η Ελλάδα άρχισε να εμπλέκεται πιο ενεργά στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Τα κρατικά κονδύλια και οι ιδιωτικές δωρεές αυξήθηκαν σημαντικά φθάνοντας σε κορύφωση την περίοδο 1905-1908. Εξελίξεις στην εκκλησία, όπως η υιοθέτηση μιας πιο επιθετικής πολιτικής επανάκτησης επισκοπών και η τοποθέτηση νέων δραστήριων Μητροπολιτών σε νευραλγικές περιοχές όπως ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, που εκτός του εκκλησιαστικού έργου τους δραστηριοποιήθηκαν και στη δημιουργία δικτύων αντίστασης, έδωσαν νέα ώθηση στον αγώνα. Τα ελληνικά σχολεία το 1905 έφθαναν τα 1041 και είχαν 59.640 μαθητές και αντίστοιχα τα βουλγαρικά ήταν 561 με 18.311 μαθητές.[35]
Η θρησκεία και η γλώσσα έπαιζαν διπλό ρόλο στον τομέα της προπαγάνδας. Αφενός λειτουργούσαν ως φορείς εθνικής συνείδησης και αφετέρου αποτελούσαν κριτήρια για τη σύνταξη μελετών σχετικά με την εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας προκειμένου να υποστηριχθούν οι εκατέρωθεν διεκδικήσεις στο εξωτερικό.[36] Βασικό κριτήριο για την ελληνική πλευρά ήταν η εκκλησιαστική υπαγωγή ενώ για τη βουλγαρική, η γλώσσα.[37] Ταυτόχρονα, ο αριθμός των σχολείων και των εκκλησιών μπορούσε να χρησιμοποιηθεί έναντι της διεθνούς κοινότητας για να πιστοποιήσει το εθνικό αποτύπωμα στις διαφιλονικούμενες περιοχές.
Τρομοκρατία και ανταρτοπόλεμος
Βουλγαρικές συμμορίες (κομιτατζήδες) είχαν αρχίσει να εισέρχονται στη Μακεδονία από το καλοκαίρι του 1895 και προέβαιναν σε επιθέσεις τόσο κατά Τούρκων όσο και Πατριαρχικών. Τη δράση τους εκμεταλλευόταν η Βουλγαρία για να πείσει την Ευρώπη ότι η κατάσταση ήταν έκρυθμη και το βουλγαρικό στοιχείο ήταν στα πρόθυρα εξέγερσης.[38] Ο αριθμός και η τρομοκρατική δράση των συμμοριών αυξήθηκε μετά το 1897 και κύριος στόχος τους ήταν η δια της βίας και απειλών, προσχώρηση των πληθυσμών στην Εξαρχία, ενώ ταυτόχρονα προετοίμαζαν το έδαφος για εξέγερση κατά των Οθωμανών εκμεταλλευόμενες την κοινή απαίτηση για αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.[39],[40] Την άνοιξη του 1903 οι κομιτατζήδες αριθμούσαν περίπου 2700 άνδρες, οργανωμένους σε 90 συμμορίες και η δράση τους κορυφώθηκε τον Ιούλιο του 1903 με την εξέγερση του Ilinden στην περιοχή του Μοναστηρίου.[41],[42] Αν και η εξέγερση κατεστάλη, οι οθωμανικές αγριότητες αποτελέσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη Βουλγαρία, εστιάζοντας την προσοχή των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μακεδονικό ζήτημα και οδηγώντας στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Μυστέργης τον Σεπτέμβριο του 1903.[43]
Τα γεγονότα αυτά θορύβησαν την Ελλάδα, η οποία έως το 1903 απέρριπτε αιτήματα αποστολής ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία. Το 1904 στάλθηκαν τέσσερεις αξιωματικοί για να διερευνήσουν την κατάσταση στη Μακεδονία και ταυτόχρονα η κυβέρνηση προέβη σε ενέργειες προκειμένου να μετατρέψει τα Προξενεία σε κέντρα διεξαγωγής του αγώνα.[44] Ο Δημήτριος Καλλέργης και ο Λάμπρος Κορομηλάς τοποθετήθηκαν στο Προξενείο Μοναστηρίου και στο Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, ενώ ο δεύτερος πλαισιώθηκε από εννέα αξιωματικούς που θα υπηρετούσαν ως ειδικοί γραμματείς.[45] Η απόφαση για ένοπλη αντίσταση στο κύμα βίας των βουλγαρικών κομιτάτων είχε ληφθεί και τη διεξαγωγή του αγώνα θα αναλάμβανε το Μακεδονικό Κομιτάτο στο βιλαέτι Μοναστηρίου και το Γενικό Προξενείο στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης, ενώ για το συντονισμό των ενεργειών και την κατανομή εφοδίων συγκροτήθηκε μια υπερκομματική Μακεδονική Επιτροπή.[46] Οι ρυθμίσεις αυτές απέρρεαν από την ανάγκη της κυβέρνησης να μην είναι εμφανής η ανάμειξή της, αφενός για να μην προκληθεί μια νέα ελληνοτουρκική σύρραξη και αφετέρου να μη δοθεί η εντύπωση στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι δυναμιτίζει την κατάσταση. Το πρώτο ελληνικό ένοπλο σώμα πέρασε στη Μακεδονία τον Ιούνιο του 1903 προς ενίσχυση του Μητροπολίτη Καραβαγγέλη. Από το 1904 η αλλαγή της προσέγγισης της Αθήνας οδήγησε στη σταθερή αποστολή ένοπλων σωμάτων και την έναρξη ενός ανταρτοπολέμου κυρίως μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών σωμάτων, με τους Οθωμανούς να τηρούν μία λιγότερο ή περισσότερο ενεργή στάση αναλόγως των συμφερόντων τους.[47],[48] Οι σερβικές συμμορίες δραστηριοποιούνταν κυρίως στην Παλαιά Σερβία και η προσπάθειά τους κατευθυνόταν κυρίως κατά των βουλγαρικών στοιχείων.[49] Η εισροή εθελοντών από την Ελλάδα αλλά και ο σχηματισμός ομάδων από το ντόπιο πληθυσμό άρχισαν ήδη από το 1904 να γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ των Ελλήνων. Η βία αποτέλεσε βασικό μέσο για την προσχώρηση πληθυσμών στο κάθε στρατόπεδο αλλά επειδή ο ελληνικός στόχος ήταν η «κατάκτηση των ψυχών»[50] καταβλήθηκε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η ελάχιστη δυνατή ώστε να μην:
α. Αποξενωθεί ο πληθυσμός.
β. Εργαλειοποιηθεί από τη βουλγαρική προπαγάνδα προκαλώντας αρνητικές αντιδράσεις εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων.
γ. Οδηγήσει σε βουλγαρικά αντίποινα.[51]
δ. Αυξηθεί η τουρκική στρατιωτική παρουσία.
Βεβαίως, σημαντικό ρόλο στο βαθμό χρήσης της βίας έπαιζαν οι απαιτήσεις του πληθυσμού, η σύσταση των αντάρτικων ομάδων και ο βαθμός προσκόλλησης των πληθυσμών στην Εξαρχία.[52] Οι συνθήκες επέβαλαν τη διεξαγωγή επιχειρήσεων τη νύχτα και τη συνεχή μετακίνηση για αποφυγή εντοπισμού, ενώ το μέγεθος των ομάδων έπρεπε να είναι τέτοιο ώστε να μη δυσχεραίνει την κινητικότητα και τον εφοδιασμό τους.[53] Το 1905 η ελληνική πλευρά είχε σημειώσει σημαντικές επιτυχίες και το καλοκαίρι του 1906 διέθετε μια δύναμη 1500 περίπου ανδρών, διατηρώντας το συγκριτικό πλεονέκτημα έως το τέλος του αγώνα. Κατά τα έτη 1907-1908 υπήρξε μείωση στην ένταση του αγώνα λόγω έλλειψης συντονισμού και από τις δύο πλευρές και παρεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων που ασκούσαν πίεση σε Σόφια και Αθήνα να περιορίσουν την εμπλοκή τους.[54],[55] Ταυτόχρονα η ίδρυση το 1907, ειδικού οθωμανικού σώματος καταδίωξης, αποτελούμενου από ευκίνητα τμήματα επέφερε σημαντικές απώλειες στις αντάρτικες δυνάμεις.[56]
Σημειώνεται ότι αυτή την περίοδο η ελληνική πλευρά χρησιμοποίησε μέσα οικονομικού πολέμου προκαλώντας σημαντικές δυσκολίες στην Εξαρχική παράταξη που επηρέασαν την απόφασή της για περαιτέρω δράση.[57] Η επικράτηση των ελληνικών σωμάτων συνέβαλε, το τελευταίο ουσιαστικά έτος του ένοπλου αγώνα, στη μετατροπή των βουλγαρικών συμμοριών από μαχητικές μονάδες σε ομάδες ένοπλης προπαγάνδας.[58] Η επανάσταση των Νεότουρκων τον Ιούλιο του 1908 και οι υποσχέσεις για ισονομία και ισοπολιτεία όλων των πληθυσμών ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνότητας επέφεραν τη λήξη του ένοπλου αγώνα αν και αποδείχτηκαν κενό γράμμα. Η εθνικιστική πολιτική των Νεότουρκων προκάλεσε τη δραστηριοποίηση της ΕΜΕΟ και οι επακόλουθες βουλγαροτουρκικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν έως το 1912. Αντίστοιχα, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στη σύσταση της Πανελλήνιας Επιτροπής τον Σεπτέμβριο του 1908 υπό τον Συνταγματάρχη Παναγιώτη Δαγκλή, η οποία ανέλαβε την κεντρική ευθύνη για την προάσπιση των συμφερόντων του αλύτρωτου ελληνισμού στα οθωμανικά εδάφη της Βαλκανικής. Η βραχύβια δράση της, περιλάμβανε ενέργειες ανύψωσης του ηθικού, βελτίωσης της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και εξοπλισμού των ανωτέρω πληθυσμών, αλλά προκειμένου να αποφευχθεί μια ελληνοτουρκική σύρραξη αποφασίσθηκε η διάλυσή της τον Αύγουστο του 1909.[59]
Συμμαχίες
Τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των άμεσα εμπλεκομένων κρατών σχετικά με το εδαφικό καθεστώς της Μακεδονίας, έκαναν αδύνατη την εύρεση κοινού εδάφους για τη σύναψη συμμαχιών. Μια τέτοια προσέγγιση καθίστατο έτι περαιτέρω δυσχερής λόγω της στάσης του διεθνούς παράγοντα που επεδίωκε τη διατήρηση του υπάρχοντος status quo στην περιοχή, κάτι που εξασφάλιζε η αποτροπή σχηματισμού ενός κοινού αντιοθωμανικού μετώπου και η αμοιβαία εξουδετέρωση των εκατέρωθεν διεκδικήσεων. Σε αυτό συνέβαλε και η καιροσκοπική πολιτική των Οθωμανών με παραχωρήσεις και προνόμια στα διάφορα μέρη ώστε να αποφεύγεται η σύμπραξη εναντίον τους. Αν και υπήρξε μια μυστική συνθήκη μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας στις 12 Απριλίου 1904 με την οποία συμφωνούσαν στον καθορισμό ζωνών επιρροής και στην από κοινού αντιμετώπιση ζητημάτων της Μακεδονίας, δεν απέτρεψε τις συγκρούσεις μεταξύ σερβικών και βουλγαρικών συμμοριών.[60] Κοινή ήταν η υποστήριξη στη ρουμανική προπαγάνδα επί των βλάχικων πληθυσμών από τη Βουλγαρία και την Πύλη προκειμένου να πλήξουν την ελληνική προσπάθεια.[61] Η εθνικιστική πολιτική που ακολούθησαν οι Νεότουρκοι και η προσπάθεια «οθωμανοποίησης» της αυτοκρατορίας υπήρξε το έναυσμα για τη σταδιακή προσέγγιση των βαλκανικών κρατών. Έτσι το Μάρτιο του 1912 με τη μεσολάβηση της Ρωσίας, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας που είχαν ξεκινήσει από το 1909 κατέληξαν στη σύναψη συμμαχίας που στρεφόταν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[62],[63] Τη σερβοβουλγαρική συμμαχία ακολούθησε τον Μάιο, η υπογραφή μιας ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας που προέβλεπε αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση οθωμανικής επίθεσης.[64],[65] Πλέον η δημιουργία ενός κοινού βαλκανικού μετώπου ήταν γεγονός και ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος ήταν προ των πυλών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Εν πρώτοις, η Ελλάδα λόγω της δεινής κατάστασης μετά τον πόλεμο του 1897 που προκάλεσε διεθνή απομόνωση, πολιτική αναταραχή, πτώση του ηθικού του λαού και του στρατεύματος και διεθνή οικονομικό έλεγχο, επέδειξε αργά αντανακλαστικά και αντέδρασε καθυστερημένα έναντι του κινδύνου που δημιουργούσε για το μέλλον μιας ιστορικά ελληνικής περιοχής, η επιθετική πολιτική της Βουλγαρίας. Εκ του αποτελέσματος και κρίνοντας με βάση τους αντικειμενικούς σκοπούς των εκατέρωθεν πλευρών, η διατήρηση του εδαφικού status quo ανέδειξε ως κερδισμένους την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Ελλάδα καθώς σε αντίθεση με τη Σόφια που επιζητούσε προσάρτηση της Μακεδονίας ή αυτονομία, ο στόχος της Αθήνας ήταν η διατήρηση του εδαφικού καθεστώτος και η ανατροπή των σχεδίων εκβουλγαρισμού των σλαβόφωνων ορθόδοξων πληθυσμών, όπερ και εγένετο.[66]
Αν και από τον πρώτο χρόνο δραστηριοποίησης των ελληνικών ενόπλων σωμάτων σημειώθηκαν σημαντικές επιτυχίες και αποκτήθηκε το στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι των κομιτατζήδων, το οποίο διατηρήθηκε έως τη λήξη του ανταρτοπολέμου, η απουσία ενός ισχυρού κεντρικού οργάνου επιφορτισμένου με τη συνολική ευθύνη διεξαγωγής του αγώνα σε ολόκληρη την περιοχή της Μακεδονίας, δημιούργησε προβλήματα συντονισμού που έδρασαν ανασταλτικά.[67] Παρόλα αυτά ο Μακεδονικός αγώνας κινητοποίησε ένα ευρύ φάσμα των δυνάμεων του ελληνισμού όπως κληρικούς, εκπαιδευτικούς, προξενικούς υπαλλήλους και διπλωμάτες, εθελοντές στρατιωτικούς και απλούς πολίτες σε μια κοινή προσπάθεια διαφύλαξης του ελληνικού στοιχείου της περιοχής. Ανέδειξε ήρωες όπως ο Παύλος Μελάς και ο Σαράντος Αγαπηνός (Τέλλος Άγρας) που αποτέλεσαν πρότυπα προς μίμηση ενώ αναπτέρωσε το εθνικό φρόνημα και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων μετά την ήττα του 1897. Η δράση στο χώρο της Μακεδονίας προσέφερε πολεμική εμπειρία, πολύτιμη γνώση της γεωγραφίας της περιοχής και δημιούργησε δίκτυα και δεσμούς με το γηγενή πληθυσμό τα οποία αποδείχτηκαν πολύτιμα τα επόμενα χρόνια. Ουσιαστικά, ο Μακεδονικός αγώνας προετοίμασε το έδαφος για τους νικηφόρους αγώνες στους Βαλκανικούς Πολέμους που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας.[68]
Ο Μακεδονικός αγώνας, δεν ήταν απλά μια εδαφική διένεξη αλλά και μια μάχη ταυτοτήτων. Η Μακεδονία υπήρξε ο χώρος όπου η νεωτερική και η προνεωτερική εποχή ήρθαν σε επαφή ή καλύτερα σε σύγκρουση. Αυτή η ορμητικότητα της νέας εποχής που εισήγαγε η ιδεολογία του εθνικισμού εξηγεί εν μέρει και τη βία που εκλύθηκε. Τονίζεται ότι από ελληνικής πλευράς αν και θεωρήθηκε αδήριτη ανάγκη η χρήση βίας σε απάντηση της τρομοκρατικής τακτικής που είχε εγκαινιάσει η βουλγαρική πλευρά, καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό ώστε να μην επιδράσει αρνητικά στον αντικειμενικό σκοπό που ήταν η κατάκτηση των ψυχών. Η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της ανάγκης περιορισμού της βίας που επέβαλε ο πολιτικός στόχος και της ανάγκης που γεννούσε η πραγματική κατάσταση υπήρξε ένα δύσκολο εγχείρημα.[69]
Σε επίπεδο συστημικής ανάλυσης, αναδεικνύεται η σημασία του διεθνούς περιβάλλοντος και οι ευκαιρίες ή οι περιορισμοί που επιβάλλει στους στόχους και τις δράσεις των ασθενέστερων δρώντων. Η επιθυμία των Μεγάλων Δυνάμεων για διατήρηση του status quo σήμαινε ότι τα βαλκανικά κράτη δεν μπορούσαν να υπολογίζουν σε αυτές για στρατιωτική ενίσχυση. Ταυτόχρονα το αρνητικό ισοζύγιο ισχύος μεταξύ εκάστου εξ αυτών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έκανε απαγορευτική μια πολεμική αναμέτρηση. Επομένως ήταν απαραίτητη για την επίτευξη των εκατέρωθεν στόχων, η χρήση μέσων όπως η θρησκεία, η εκπαίδευση, η οικονομία, η τρομοκρατία και ο ανταρτοπόλεμος μέσω της ανεπίσημης στήριξης ενόπλων τμημάτων. Η εργαλειοποίηση της θρησκείας και της εκπαίδευσης οφειλόταν ταυτόχρονα στο ότι η διαμάχη ήταν και μια μάχη ταυτοτήτων, εργαλεία διαμόρφωσης των οποίων, αποτελούν αυτοί οι θεσμοί. Ο συνδυασμός όλων αυτών των διαφορετικών μεθόδων δράσης, αναδεικνύει την υβριδική μορφή του Μακεδονικού αγώνα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η τακτική της Βουλγαρίας στην επαναστατική προπαρασκεύη της Μακεδονίας. Παρά τις παραπλανητικές δηλώσεις των κομιτάτων για έναν αγώνα των Μακεδόνων για τη Μακεδονία, προκειμένου να προσεταιριστούν το γηγενή πληθυσμό, τα ερείσματα που τελικώς είχαν σε αυτόν ήταν περιορισμένα. [70] Η Σόφια γνώριζε ότι η ανατροπή της οθωμανικής κυριαρχίας μέσω εξεγέρσεων δεν θα καρποφορούσε. Στόχος της ήταν η πρόκληση σημαντικών αντιποίνων από την οθωμανική πλευρά, τα οποία θα εκμεταλλευόταν η βουλγαρική διπλωματία για να πιέσει της ευρωπαϊκές δυνάμεις να επέμβουν. Κοινώς, εφάρμοσε μια στρατηγική επίτευξης του πολιτικού σκοπού μέσω τακτικών ηττών.[71] Την ίδια στρατηγική εφάρμοσε στο Κόσσοβο την περίοδο 1998-1999 ο Eθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (UÇK), ο οποίος αναγνωρίζοντας τη σερβική υπεροπλία, στόχευε με τις επιθέσεις του να προκαλέσει δυσανάλογα αντίποινα των Σέρβων ώστε να αναγκαστεί η διεθνής κοινότητα να επέμβει κατά των τελευταίων.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να στηρίζεται σε υπερκομματική συναίνεση και σε ένα ορθολογικά προσδιορισμένο εθνικό συμφέρον. Μια διαδικασία ανάλυσης των πιθανών κινήσεων σε όλες τις διαστάσεις της υψηλής στρατηγικής, προσδιορισμού των διαθέσιμων μέσων, των δυνατοτήτων και των αδυναμιών επιτρέπει τη θέσπιση, προτεραιοποίηση και επίτευξη ρεαλιστικών στόχων, αποφεύγοντας μια εθνικά επιζήμια σπατάλη πόρων και πολιτικού κεφαλαίου.[72] Επιπροσθέτως, η εξωτερική πολιτική πρέπει να ασκείται υπεύθυνα από τα θεσμοθετημένα όργανα, αποκλείοντας την αυτόνομη δραστηριοποίηση λοιπών οντοτήτων.[73] Οι πολιτικές διαμάχες της δεκαετίας του 1890 και η πρόχειρα σχεδιασμένη στρατηγική προώθησης της Μεγάλης Ιδέας με την ελπίδα επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων, προκάλεσαν έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, αποδυνάμωσαν και απομόνωσαν την Ελλάδα, διακινδυνεύοντας το μέλλον της Μακεδονίας.[74]
Η αξία του κανόνα της αυτοβοήθειας επιβεβαιώνεται ξανά. Ιδίως όταν το διεθνές περιβάλλον δεν είναι ευνοϊκό και τα αντικρουόμενα συμφέροντα δεν διευκολύνουν τη σύναψη συμμαχιών, η επιβίωση ενός κράτους εξαρτάται από την ικανότητα μεγιστοποίησης των συντελεστών ισχύος που διαθέτει. Στο άναρχο διεθνές σύστημα η μέριμνα για την απόκτηση ισχύος και δη σκληρής ισχύος, οφείλει να αποτελεί κρατική προτεραιότητα ενώ κάθε προσπάθεια εξωτερικής εξισορρόπησης των απειλών δεν μπορεί παρά να λειτουργεί επικουρικά.
Ο καταλυτικός ρόλος που διαδραμάτισαν η θρησκεία και η εκπαίδευση, καταδεικνύει την αξία των συντελεστών ήπιας ισχύος στην επίτευξη των πολιτικών στόχων.[75] Αυτό αποκτά ιδιαίτερη αξία σήμερα όπου η αύξηση του αριθμού και της φύσης των απειλών έχει καταστήσει σε πολλές περιπτώσεις ασύμφορη ή αναποτελεσματική τη χρήση σκληρής ισχύος. Η Ελλάδα ως χώρα με ένα ισχυρό πολιτιστικό brand name διαθέτει τα εχέγγυα και πρέπει να επενδύσει στην ανάπτυξη της ήπιας ισχύος της, η οποία συνδυαζόμενη με τη σκληρή ισχύ θα οδηγήσει σε αυτό που ο Joseph Nye αποκαλεί έξυπνη ισχύ, διασφαλίζοντας τα εθνικά της συμφέροντα και αυξάνοντας το διεθνές κύρος της.[76]
Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των διαφόρων επιφορτισμένων με τον αγώνα οργανώσεων, υπογραμμίζει τη σημασία της ενοποιημένης διοίκησης. Κρίσιμοι παράγοντες όπως η ταχύτητα λήψης αποφάσεων, η απόκτηση συνολικής εικόνας, η ενότητα και ο συντονισμός των εκάστοτε δράσεων εξασφαλίζονται μόνο μέσω της ύπαρξης ενός ισχυρού οργάνου, επιφορτισμένου με τη συνολική ευθύνη διεξαγωγής της όλης επιχείρησης.
ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Σημείωση: Η Βιβλιογραφία την οποία χρησιμοποιήσε ο συντάκτης της παρούσας ανάλυσης είναι στη διάθεση του Geopolitics και δεν δημοσιεύθηκε για λόγους οικονομίας χώρου.
Παραπομπές- Σημειώσεις:
[1] Ηρακλείδης Α. (2015) Διεθνείς Σχέσεις και Διεθνής Πολιτική (σ.149). Αθήνα: ΣΕΑΒ
[2] Τα σύνορα της Βουλγαρίας που προέβλεπε η συνθήκη εκτείνονταν από το Δούναβη στο βορρά, στη Μαύρη Θάλασσα στα ανατολικά, το Αιγαίο πέλαγος στο νότο και τη λίμνη Αχρίδα στα δυτικά. Aarbakke V. (2003) Ethnic Rivalry and the Quest for Macedonia, 1870-1913, (σ.53). New York. NY.: East European Monographs
[3] Η συνθήκη του Βερολίνου προέβλεπε την επιστροφή της Μακεδονίας και της Θράκης υπό οθωμανικό έλεγχο, τη δημιουργία μιας αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας βόρεια της οροσειράς του Αίμου, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής της Σόφιας και την απόδοση ημιαυτόνομου καθεστώτος στην περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας με Χριστιανό κυβερνήτη τοποθετημένο από την οθωμανική κυβέρνηση.
[4] Η χερσόνησος του Αίμου λόγω της γεωπολιτικής αξίας της ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Αυστρία ιδίως μετά τον έλεγχο της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, είχε βλέψεις για μεγαλύτερη διείσδυση στην περιοχή, βλέψεις τις οποίες είχε πάντοτε και η Ρωσία με σκοπό την κάθοδο στη Μεσόγειο. Η Αγγλία, η Γαλλία αλλά και η Ιταλία επεδίωκαν την εξασφάλιση των οικονομικών και εμπορικών συμφερόντων τους στην περιοχή και τον περιορισμό του ρόλου που διαδραμάτιζαν η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία, ενώ η Γερμανία ήταν σαφώς υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια πιθανή κατάρρευση του οθωμανικού κράτους, θα δημιουργούσε σημαντικό κενό ισχύος σε μια νευραλγική περιοχή, διατάραξη των ισορροπιών και σκληρό ανταγωνισμό εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων για αποκόμιση οφελών. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου Μ. (2001). Βυζάντιο και Σλάβοι – Ελλάδα και Βαλκάνια (6ος – 20ος αι.), (σ. 331). Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
[5] ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ. 61)
[6] Η Μακεδονία ως γεωγραφικός χώρος δεν θα πρέπει να συγχέεται με το αρχαιοελληνικό βασίλειο της Μακεδονίας, το οποίο βρισκόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του στη βόρεια Ελλάδα (εξαίρεση αποτελεί το τμήμα που βρισκόταν στην Πελαγονία). Αντίθετα, τα όρια της Μακεδονίας ως γεωγραφικού χώρου ή διοικητικής περιφέρειας δεν παρέμεναν σταθερά από την αρχαιότητα έως σήμερα. Επί παραδείγματι, τα όρια της Μακεδονίας ως ρωμαϊκής επαρχίας ήταν διαφορετικά από τα όρια της ως βυζαντινής επαρχίας. Αυτό τονίζεται γιατί ακραίοι κύκλοι των Σκοπίων προσπαθούν να «αρχαιοποιήσουν» το σύνολο της χώρας τους βάσει νεότερων αντιλήψεων για τα γεωγραφικά (όχι ιστορικά) όρια του χώρου που ονομάζεται Μακεδονία.
[7] Μιχαηλίδης Ι. (2003). Μετακινήσεις σλαβόφωνων πληθυσμών (1912-1930): Ο πόλεμος των στατιστστικών (σ.30). Αθήνα: Κριτική
[8] Livanios D. (1999). ‘Conquering the souls’: nationalism and Greek guerrilla warfare in Ottoman Macedonia, 1904–1908, Byzantine and Modern Greek Studies, 23, (σ.196-197)
[9] Αρκετοί σλαβόφωνοι, ήταν ελληνικής καταγωγής και συνέρευσαν στις τάξεις των Μακεδονομάχων. Ο λόγος που αρκετοί Έλληνες μιλούσαν σλαβικά στη Μακεδονία, οφείλεται στο γεγονός ότι η σλαβική άρχισε να διαδίδεται στην περιοχή επί Βυζαντίου, με τους εξής τρόπους: α) Από Σλάβους δούλους, που οι Βυζαντινοί γαιοκτήμονες εγκαθιστούσαν στα κτήματά τους ως αγρότες. β) Από Έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων, που έμαθαν σλαβικά και μετά την απελευθέρωσή τους και επάνοδό τους, συνήθως μετά από αρκετά χρόνια, εξακολουθούσαν να τα χρησιμοποιούν. γ) Οι Έλληνες που συναλλάσονταν με Σλάβους μάθαιναν εύκολα σλαβικά, ενώ ή εκμάθηση της ελληνικής από τους Σλάβους ήταν δύσκολη. Ανδριώτης, Ν. Π. (1992). Το ομόσπονδο κράτος των Σκοπίων και η γλώσσα του, Στο Γ. Μπαμπινιώτης (επιμ.), Η γλώσσα της Μακεδονίας: Η αρχαία Μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων, (σελ. 211). Αθήνα: Ολκός.
[10] Υπήρχαν τέσσερα μιλέτ και συγκεκριμένα το μουσουλμανικό, το χριστιανικό, το εβραϊκό και το αρμένικο. Το 1905 η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε και βλάχικο μιλέτ.
[11] Γρυλλάκης Ν. (2008) Η Μακεδονία χθες, σήμερα και αύριο (σ.30 ) Αθήνα: Λιβάνης
[12] ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998). Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη (1904-1908) (σ.138) Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ
[13] Manetovic, E. (2007). Ilija Garasanin: Nacertanije and Nationalism. The Historical Review/La Revue Historique, 3, (σελ.160).
[14] Μπάκας Ι. (2000) Σερβικές κινήσεις στην ανατολική Μακεδονία στα τέλη του 19ου αιώνα και η αντιμετώπισή τους. Βαλκανικά Σύμμεικτα, 11, (σ.223-233)
[15] Aarbake V. (2003), (σ.82)
[16] Roudometof V. (2002). Collective memory, national identity and ethnic conflict: Greece, Bulgaria and the Macedonian Question, (σ. 90). Westport, CT: Praeger Publishers.
[17] Οι δίγλωσσοι μιλούσαν τόσο την τοπική σλαβική διάλεκτο όσο και την ελληνική γλώσσα.
[18] Προκειμένου να αποκτήσει ευρεία στήριξη από τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, η οργάνωση χρησιμοποιούσε το αίτημα «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες» προκειμένου να αποκρύψει τις βουλγαρικές της επιδιώξεις και να εκμεταλλευθεί το κοινό αίτημα για αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.
[19] Gounaris B. (2007). National claims, conflicts and developments in Macedonia. Στο I. Koliopoulos (επιμ.), The history of Macedonia, (σ. 188). Θεσσαλονίκη: Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα – Roudometof V. (2002), (σ. 93)
[20] Κοτζάμπαση Μ. (2013). Οι Σέρρες και η περιοχή τους: Από την οθωμανική κατάκτηση μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου. Σέρρες, (σ. 517-518)
[21] Από τις αρχές του 1897, η αποστολή ατάκτων σωμάτων εκ μέρους της Εθνικής Εταιρείας στη Μακεδονία, έδωσε αφορμή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Σπυρόπουλος Π. (χ.χ.). Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 [ηλεκτρονικό βιβλίο] (σ. 7), Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ.
[22] Aarbake V. (2003), (σ.82)
[23] Όπως κατέδειξε ο πόλεμος του 1897.
[24] Gounaris B. (2007), (σ. 183)
[25] Μιχαηλίδης Ι. (2003), (σ. 33)
[26] Τα επιχειρήματα αυτά είχαν ως σημείο αναφοράς τους το μεσαιωνικό βασίλειο του Στέφανου Δουσάν.
[27] Η άδεια δόθηκε τόσο κατόπιν ρωσικών παρεμβάσεων όσο και με το σκεπτικό ότι η σερβική δράση θα αποτελούσε πλήγμα για την Εξαρχία και θα επανέφερε σλαβόφωνους εξαρχικούς στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου. Σε κοινότητες όπου ο ελληνικός σκοπός δεν είχε ισχυρά ερείσματα μπορούσε να δράσει υπέρ του καθώς αποδυνάμωνε τις βουλγαρικές προσπάθειες. Αντίθετα σε μέρη που υπήρχε έντονη ελληνική παρουσία ερχόταν σε αντίθεση με τα ελληνικά συμφέροντα.
[28] Aarbakke V. (2003), (σ. 89)
[29] Το 1904 Σέρβοι Μητροπολίτες υπήρχαν στα Σκόπια, στα Βελεσσά και στη Δίβρη. ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ. 158)
[30] Aarbakke V. (2003), (σ. 84)
[31] Η ουδέτερη στάση της Βουλγαρίας στον ελληνοτουρικό πόλεμο του 1897 επέτρεψε στον οθωμανικό στρατό να επικεντρωθεί απερίσπαστα στις επιχειρήσεις κατά του ελληνικού, γεγονός που βελτίωσε τις βουλγαροτουρκικές σχέσεις.
[32] Aarbakke V. (2003), (σ. 69-70)
[33] Brooks J. (2015). The education race for Macedonia, 1878-1903. The Journal of Modern Hellenism, vol 31, (σ. 34).
[34] ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ. 80) – Μόδης Γ. (2007) Ο Μακεδονικός αγών και η νεώτερη Μακεδονική ιστορία, (σ. 79). Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
[35] Aarbakke V. (2003), (σ. 78)
[36] Στο Παράρτημα «Β» παρατίθενται στοιχεία πληθυσμιακών στατιστικών της εποχής.
[37] Μιχαηλίδης Ι. (2003), (σ. 43-51) – Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου Μ. (2001), (σ. 335)
[38] Κατ’ αυτόν τον τρόπο επεδίωκε να παρουσιαστεί ως απαραίτητο μέρος για την επίλυση του Μακεδονικού ζητήματος. ΓΕΣ/ ΔΙΣ, (1998), (σ. 76)
[39] Οι κομιτατζήδες απέφευγαν τις συγκρούσεις με τον οθωμανικό στρατό και επιδίδονταν στην τρομοκράτηση πληθυσμών που ανήκαν στο Πατριαρχείο και σε δολοφονίες των στυλοβατών της ελληνικής πλευράς όπως ιερέων, δασκάλων, προκρίτων κ.λ.π.
[40] Μεταξύ 1899 και 1905 περισσότεροι από 800 Πατριαρχικοί είχαν πέσει θύματα δολοφονικών ενεργειών στα βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου. Ενώ μόνο τον Οκτώβριο του 1907 ο αριθμός ανήλθε στα 100 άτομα. ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ. 262 και 298)
[41] Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα εξέγερσης των βαρχοβιστών το φθινόπωρο του 1902. Στην εξέγερση του 1903 πρωτοστάτησε η ΕΜΕΟ.
[42] Η εξέγερση πραγματοποιήθηκε στην περιοχή του Μοναστηρίου για τους εξής λόγους: α) Για να είναι κοντά σε αλβανικές περιοχές και να γίνεται ο εφοδιασμός μέσω αυτών ενώ παράλληλα η απόσταση από τη Βουλγαρία δεν θα κινούσε υποψίες εναντίον της για ενορχήστρωση και β) Καθώς στις περιοχές αυτές υπήρχε πλειοψηφία Πατριαρχικών πληθυσμών θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως κίνηση όλων των Μακεδόνων και τα αντίποινα των Οθωμανών θα στρέφονταν κατά των πληθυσμών αυτών. ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ. 105)
[43] Οι μεταρρυθμίσεις της Μυρστέγης ήταν ένα πρόγραμμα που συντάχθηκε από τη Ρωσία και την Αυστρία και εγκρίθηκε από τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις. Αποτελείτο από εννέα σημεία και στόχος του ήταν η εφαρμογή του προγράμματος της Βιέννης του 1903 και η αποκατάσταση των ζημιών και της ειρήνης. Το πρόγραμμα της Βιέννης αφορούσε μια σειρά μεταρρυθμίσεων μεταξύ άλλων το διορισμό ενός Γενικού Επιθεωρητή στα βιλαέτια της Μακεδονίας με στρατιωτικές και διοικητικές αρμοδιότητες, την αναδιοργάνωση της στρατοχωροφυλακής, την είσοδό Χριστιανών στη στρατοχωροφυλακή και την αμνηστεία για πολιτικά αδικήματα. Gounaris Β. (1994). The Macedonian struggle 1903-1912: Paving the way for the liberation. Στο I. Koliopoulos & I. Hassiotis (επιμ.), Modern and contemporary Macedonia: History – Economy – Society – Culture, vol. I, (σ. 510-511). Θεσσαλονίκη: Παπαζήσης – Παρατηρητής.
[44] Οι Λογαχοί Αναστάσιος Παπούλας, Αλέξανδρος Κοντούλης, ο Υπολοχαγός Γεώργιος Κολοκοτρώνης και ο Ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς ήταν επιφορτισμένοι να διαπιστώσουν αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή ένοπλου αγώνα από το μακεδονικό ελληνισμό.
[45] Οι ειδικοί γραμματείς είχαν ως αποστολή την παρακολούθηση ατόμων και γενικώς τη συλλογή πληροφοριών για τις εξελίξεις μέσω πρακτόρων και τη σύνταξη αναφορών για τη Μακεδονική Επιτροπή.
[46] ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ. 149-155)
[47] Η οθωμανική αντίδραση γινόταν πιο έντονη όταν οι συγκρούσεις των ενόπλων σωμάτων οδηγούσαν σε σοβαρή διατάραξη της τάξης ενώ προκειμένου να μην ισχυροποιηθεί κάποια πλευρά υπήρχε μια σχετική ανοχή προς την ασθενέστερη, η οποία μετά το 1904 ήταν συνήθως η βουλγαρική.
[48] Γενικώς οι ένοπλες ομάδες απέφευγαν κατά μέτωπο επιθέσεις μεταξύ τους γιατί αφενός δεν είχαν την πολυτέλεια να χάνουν άνδρες και αφετέρου προκαλούσαν την επέμβαση του οθωμανικού στρατού. Gounaris B. (1994), (σ. 518)
[49] Η σερβική ένοπλη διάσταση του αγώνα ήταν σαφώς πιο περιορισμένη από την αντίστοιχη ελληνική και βουλγαρική και ενδεικτικά το 1907 υπήρχαν πέντε συμμορίες με συνολική δύναμη περίπου 150 μαχητών. ΓΕΣ/ ΔΙΣ (1998), (σ. 223 και 303)
[50] Livanios D. (1999). (σ. 196)
[51] Η σφοδρότητα της επίθεσης στη Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη) τον Μάρτιο του 1905 έδωσε πρόσχημα στη Βουλγαρία για να προβεί σε ωμότητες κατά του ελληνικού στοιχείου το 1906 στην Ανατολική Ρωμυλία.
[52] Πολλές φορές οι Πατριαρχικοί πληθυσμοί έχοντας υποστεί τις βουλγαρικές ωμότητες πίεζαν για πράξεις αντεκδίκησης εκβιάζοντας με άρση της υποστήριξής τους αν αυτές δεν γίνονταν. Η σύσταση των αντάρτικων ομάδων έπαιζε ρόλο καθώς όσες αποτελούνταν από πρώην ληστές ήταν πιο επιρρεπείς στη βία. Εξού και καταβλήθηκε προσπάθεια από το 1905 να ηγούνται των ομάδων Έλληνες Αξιωματικοί.
[53] Μια τυπική ομάδα αριθμούσε μεταξύ 20 και 40 ανδρών. Livanios D. (1999). (σ. 214)
[54] Η έλλειψη ενός ισχυρού κεντρικού οργάνου επιφορτισμένου με τη συνολική διεξαγωγή του αγώνα, οδήγησε σε διαφωνίες και έλλειψη συντονισμού. Επιπλέον η απομάκρυνση του Λ. Κορομηλά το 1907 ενίσχυσε τις αντιπαραθέσεις και οδήγησε σε ρήξη μεταξύ του Μακεδονικού Κομιτάτου στην Αθήνα και των αξιωματικών του Γενικού Προξενείου Θεσσαλονίκης. Αντίστοιχα η βουλγαρική πλευρά μαστιζόταν από διαφωνίες. Η ΕΜΕΟ είχε διασπαστεί σε δύο πτέρυγες, από τη μία οι συντηρητικοί που στόχευαν στην ένωση με τη Βουλγαρία και από την άλλοι οι φεντεραλιστές που επιθυμούσαν μια ανεξάρτητη Μακεδονία στο πλαίσιο μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας. Αντίστοιχα Gounaris B. (2007), (σ.199) – Roudometof V. (2002), (σ. 94).
[55] Οι πιέσεις στην Αθήνα περιλάμβαναν μέχρι και την απομάκρυνση των διπλωματών και Μητροπολιτών που εμπλέκονταν με τον ελληνικό ένοπλο αγώνα, σύμφωνα με τους ξένους παρατηρητές.
[56] Οι απώλειες βάρυναν κυρίως τη βουλγαρική πλευρά. ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ. 304)
[57] Τα μέτρα περιλάμβαναν μποϊκοτάζ βουλγαρικών επιχειρήσεων, αποκλεισμός από παζάρια, εμποροπανηγύρεις και την αγορά εργασίας.
[58] ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ. 434)
[59] ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ.342)
[60] Τον Φεβρουάριο του 1897 είχε υπογραφεί μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας άλλη μια συμφωνία, η οποία προέβλεπε την απαγόρευση μονομερών ενεργειών στη Μακεδονία, τη συνεργασία σε θέματα εκκλησίας και εκπαίδευσης και την από κοινού παράσταση των δύο χωρών στην Πύλη. ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ.61)
[61] ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ.158)
[62] Με το μυστικό πρωτόκολλο της συνθήκης συμμαχίας προβλεπόταν ο διαμελισμός των υπό οθωμανική κατοχή ευρωπαϊκών εδαφών μεταξύ των δύο χωρών. Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία καθώς και τμήμα του βιλαετίου του Κοσόβου θα αυτονομούνταν και σε περίπτωση που δεν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, η Κεντρική και σημαντικό μέρος της Δυτικής Μακεδονίας θα περνούσε στη Βουλγαρία ενώ για το δυτικό τμήμα του βιλαετίου του Κοσόβου θα αποφάσιζε ο τσάρος της Ρωσίας. Παπανδριανός Α. (1996). Το Μακεδονικό ζήτημα κατά τις σερβοβουλγαρικές διαπραγματεύσεις στα 1911-1912 για τη σύναψη συμμαχίας. Μακεδονικά, 30(1), (σελ. 323-324).
[63] Τον Απρίλιο υπογράφτηκε στρατιωτική συμφωνία που η οποία προέβλεπε την παράταξη 200.000 Βουλγάρων και 150.000 Σέρβων στρατιωτών με την έναρξη της στρατιωτικής σύρραξης.
[64] Clogg, R. (2012). Σύντομη ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. (σελ.158) Αθήνα: Α. Καρδαμίτσα.
[65] Η Ελλάδα κατάφερε να υπερκεράσει την απαίτηση της Βουλγαρίας για δημιουργία αυτόνομης περιοχής στη Μακεδονία και στη Θράκη προτείνοντας τα όποια εδαφικά κέρδη να είναι συνάρτηση των κατεχόμενων εδαφών από τους συμμαχικούς στρατούς, κάτι που δέχθηκε η Βουλγαρία κρίνοντας λανθασμένα το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού βάσει του πολέμου του 1897. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη Βουλγαρία την απασχολούσε το ενδεχόμενο σύμπραξης της Ελλάδας με την Οθωμανική αυτοκρατορία, μία σκέψη που υπήρχε σε τμήμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Στις 22 Σεπτεμβρίου, στη συνθήκη προστέθηκε μια μυστική στρατιωτική συμφωνία που προέβλεπε ότι η Ελλάδα θα κινητοποιούσε 120.000 άνδρες και το στόλο και η Βουλγαρία θα κινητοποιούσε στρατό υπερδιπλάσιο του ελληνικού. Κωνσταντινίδου Α. (2021). Οι σχέσεις Ελλάδας – Βουλγαρίας κατά τους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο Γ. Δουδούμη (επιμ.), Ελλάς & Βουλγαρία: Από εχθροί, σύμμαχοι και εταίροι, (σ. 194-195). Αθήνα: ΕΛΙΣΜΕ
[66] Η Βουλγαρία θεωρούσε την αυτονομία ως ένα βήμα προς τη μελλοντική προσάρτηση κατά το πρότυπο της Ανατολικής Ρωμυλίας.
[67] Όπως αναφέρθηκε το Μακεδονικό κομιτάτο είχε την ευθύνη διεξαγωγής του αγώνα στο βιλαέτι του Μοναστηρίου και το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης.
[68] Αρκετοί στρατιωτικοί που πολέμησαν στο Μακεδονικό αγώνα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο κίνημα που εκδηλώθηκε στο Γουδί τον Αύγουστο του 1909. Γούναρης Β. (1986), Από τη Μακεδονία στο Γουδί: Δραστηριότητες των Μακεδονομάχων στρατιωτικών (1908-1909). Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, (σ. 175).
[69] Όπως έχει αναφερθεί ο βαθμός της χρησιμοποιούμενης βίας ήταν συνάρτηση της απαίτησης των Πατριαρχικών πληθυσμών για αντίποινα κατά των Εξαρχικών, της σύστασης των αντάρτικων ομάδων καθώς και του βαθμού προσκόλλησης ενός πληθυσμού στην Εξαρχία.
[70] Aarbakke V. (2003 ), (σ. 110-111)
[71] Σύμφωνα με τον Raymond Aron η τακτική (στρατιωτική) ήττα δημιουργεί ορισμένες φορές ένα είδος ισχύος, το οποίο συμβάλλει στην επίτευξη του πολιτικού σκοπού. L’ Heuillet E. (2013). Στις πηγές της τρομοκρατίας: Από τον κλεφτοπόλεμο στις επιθέσεις αυτοκτονίας. (σελ. 35). Αθήνα: Πόλις
[72] Σύμφωνα με τον Χαράλαμπο Παπασωτηρίου, οι πέντε βασικές διαστάσεις της υψηλής στρατηγικής είναι η στρατιωτική στρατηγική, η οικονομία ή, η εσωτερική πολιτική, η διεθνή νομιμοποίηση και η διπλωματία. Παπασωτηρίου Χ. (1996). Ο αγώνας για την ελληνική ανεξαρτησία: Πολιτική και στρατηγική των Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 1821-1832, (σ. 17-23). Αθήνα: Ι. Σιδέρης
[73] Η Εθνική Εταιρεία το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1890 είχε αναπτύξει σημαντική δύναμη, σε βαθμό που υποκαθιστούσε τις κρατικές λειτουργίες ενώ μεταξύ άλλων πραγματοποιούσε μυστικές διπλωματικές συναντήσεις με εκπροσώπους ξένων κρατών κατά τρόπο ανεύθυνο και εθνικά επιζήμιο. ΓΕΣ/ΔΙΣ (1998), (σ. 62).
[74] Η ελληνική υψηλή στρατηγική δε βασίστηκε σε μια ρεαλιστική ανάλυση της ισορροπίας ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεν έλαβε υπόψη τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Αντιθέτως βασίστηκε στην ελπίδα ότι θα προκαλείτο μια γενική εξέγερση των αλύτρωτων Ελλήνων μέσω της εξαπόλυσης ανταρτοπολέμων και οι Μεγάλες Δυνάμεις θα πρόστρεχαν σε βοήθεια λόγω ηθικού χρέους έναντι της συμβολής της αρχαίας Ελλάδας στη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού. Παπασωτηρίου Χ. (1996), (σ. 312-313)
[75] Από το 1897 μέχρι το 1903 που έδρασε το πρώτο ελληνικό ένοπλο σώμα στη Μακεδονία, η εκκλησία και τα σχολεία ήταν οι βασικοί πυλώνες στήριξης του ελληνισμού στην περιοχή αυτή.
[76] Η ανάπτυξη της ελληνικής ήπιας ισχύος θα της επιτρέψει να προσεγγίσει κράτη τα οποία δύσκολα μπορούν να προσεγγίσουν ορισμένες μεγάλες δυνάμεις και θα της επιτρέψει να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο, αυξάνοντας τη χρησιμότητα της χώρας στο διεθνές σύστημα. Παραδείγματος χάριν, η αμοιβαία αναγνώριση και σεβασμός της μακραίωνης ιστορίας μεταξύ χωρών όπως η Ελλάδα και το Ιράν αποτελεί ένα συνδετικό κρίκο και παρέχει στη χώρα τη δυνατότητα μεσολαβήσει εκ μέρους κρατών της Δύσης, όπως οι ΗΠΑ.