Πρέπει να χαράξουμε μια νέα ναυτική στρατηγική αντικαθιστώντας το παλιό πρότυπο με ένα κατάλληλο για την εποχή

https://www.hellenicnavy.gr/el/polymesa/fotografies/ploia.html
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Η στρατηγική άμυνα, ειδικά με τη μορφή της θαλάσσιας άρνησης, είναι μια υπολογισμένη και αποτελεσματική προσέγγιση που θέτει το έδαφος για ενδεχόμενη επιθετική δράση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μια καλά εφαρμοσμένη στρατηγική θαλάσσιας άρνησης θα μπορούσε να εξουδετερώσει την ικανότητα της Τουρκίας να προβάλλει ισχύ και να την εμποδίσει να επιτύχει τους στρατιωτικούς και πολιτικούς της στόχους. Ενώ η Τουρκία μπορεί να έχει την ικανότητα να προκαλέσει ζημιά από αέρος και να διαταράξει την ελληνική άμυνα, δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τις ευρύτερες φιλοδοξίες της χωρίς τον έλεγχο των θαλασσών. Η λογική εδώ είναι ότι αρνούμενοι την πρόσβαση της Τουρκίας σε κρίσιμες πλωτές οδούς, η Ελλάδα μπορεί να ματαιώσει τις τουρκικές προσπάθειες στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Χωρίς την ικανότητα ελέγχου της θάλασσας, η Τουρκία δεν θα ήταν σε θέση να επιβάλει αποκλεισμούς ή να ξεκινήσει επιτυχημένες αμφίβιες επιχειρήσεις, βασικά συστατικά οποιουδήποτε σχεδίου κυριαρχίας ή κατάληψης ελληνικών νησιών. Ο έλεγχος της θάλασσας είναι απαραίτητος για οποιαδήποτε διαρκή στρατιωτική επιχείρηση, ειδικά σε ένα θαλάσσιο περιβάλλον όπως το Αιγαίο, όπου η γεωγραφία ευνοεί τον υπερασπιστή εφόσον μπορεί να κρατήσει τις θάλασσες με τα νησιά στρατιωτικοποιημένα. Έτσι, η αμυντική στρατηγική της Ελλάδας, με επίκεντρο την θαλάσσια άρνηση, μπορεί να χρησιμεύσει ως ισχυρό προοίμιο για επιθετικές επιχειρήσεις.
Αγοράζοντας χρόνο και αποτρέποντας την τουρκική κυριαρχία στη θάλασσα, η Ελλάδα θα μπορούσε τελικά να συγκεντρώσει τη μαχητική ισχύ που απαιτείται για να στραφεί σε μια στρατηγική επίθεση, ακρωτηριάζοντας τις τουρκικές δυνάμεις σε σημείο που δεν μπορούν πλέον να απειλήσουν την περιοχή. Ουσιαστικά, η αδυναμία της Τουρκίας να εξασφαλίσει θαλάσσιο έλεγχο θα άφηνε τη στρατηγική της παράλυτη. Παρά την πιθανή στρατιωτική υπεροχή ή την ικανότητα να εξαπολύει καταστροφικά πλήγματα, οι μεγαλύτεροι στρατηγικοί της στόχοι – όπως ο αποκλεισμός ή η εισβολή – θα ήταν ανέφικτοι. Μια αμυντική στάση, όταν εκτελείται μέσα σε αυτό το παράδειγμα του σύγχρονου πολέμου, μπορεί να εμποδίσει έναν υπέρτερο εχθρό και να θέσει τις βάσεις για τη νίκη.
Το εξελισσόμενο παράδειγμα του ναυτικού πολέμου δίνει έμφαση σε πολλά βασικά δόγματα, και το πρώτο, είναι η αυξανόμενη εξάρτηση από μη παραδοσιακά μέσα θαλάσσιας άρνησης, ειδικά μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών. Η περίπτωση της επιτυχημένης άμυνας της Ουκρανίας κατά της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ένα έθνος μπορεί να αξιοποιήσει καινοτόμα εργαλεία για να αντισταθμίσει την έλλειψη παραδοσιακής ναυτικής ισχύος.
Η στρατηγική χρήση από την Ουκρανία πυραύλων κρουζ κατά πλοίων, εναέριων drones και μη επανδρωμένων σκαφών επιφανείας (USV) έχει ουσιαστικά εξουδετερώσει τον μεγαλύτερο και ισχυρότερο ρωσικό στόλο της Μαύρης Θάλασσας. Παρά την έλλειψη ναυτικού, η Ουκρανία έχει χρησιμοποιήσει αυτά τα μη παραδοσιακά μέσα για να εμποδίσει τις ρωσικές ναυτικές δυνάμεις να επιχειρούν ελεύθερα κοντά στις ακτές της. Αυτό αποδεικνύει ότι ακόμη και μικρότερα έθνη ή έθνη με περιορισμένους πόρους μπορούν να υπερασπιστούν τα ύδατά τους και να απωθήσουν πιο ισχυρούς στόλους σκεπτόμενοι έξω από τον παραδοσιακό ναυτικό εγχειρίδιο. Η χρήση αυτών των όπλων από την Ουκρανία έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητα του συνδυασμού χαμηλού κόστους, τεχνολογικά προηγμένων εργαλείων με εφευρετικές τακτικές. Οι πύραυλοι κρουζ κατά πλοίων, όπως ο ουκρανικός Neptune ή ο Harpoon που παρέχεται από τις ΗΠΑ, επέτρεψαν στους παράκτιους υπερασπιστές να χτυπήσουν ισχυρά πολεμικά πλοία από απόσταση, ενώ τα drones παρείχαν την ακρίβεια και την εμβέλεια που απαιτούνται για τη στόχευση ναυτικών μέσων στη θάλασσα. Η ικανότητα πρόκλησης σημαντικής ζημιάς στον ρωσικό στόλο χωρίς την ανάπτυξη συμβατικών πλοίων ή υποβρυχίων δείχνει πώς η μη παραδοσιακή θαλάσσια άρνηση μπορεί να αναδιαμορφώσει τον σύγχρονο ναυτικό πόλεμο. Αυτό το δίδαγμα έχει σαφή σημασία για την Ελλάδα που αντιμετωπίζει μεγαλύτερους, και ισχυρότερους αντιπάλους. Επενδύοντας σε τεχνολογίες αιχμής, ασύμμετρου πολέμου -όπως συστήματα αέρος και επιφανείας χωρίς πληρώματα, προηγμένους πυραύλους και αυτόνομες πλατφόρμες επιτήρησης- μπορεί να ενισχύσει τις ικανότητές της θαλάσσιας άρνησης, ακόμη και ενάντια σε κυρίαρχες ναυτικές δυνάμεις όπως η Τουρκία.
Η σύγκριση μεταξύ σύγχρονων μη επανδρωμένων σκαφών επιφανείας/υποβρυχίων και του «στολίσκου» τορπιλοβόλων και υποβρυχίων πριν από περισσότερο από έναν αιώνα υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται οι ναυτικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση μεγάλων στόλων. Στο παρελθόν, αυτά τα μικρότερα, πιο ευέλικτα σκάφη παρενόχλησαν και περιόριζαν την κίνηση των Αντιτορπιλικών και των Καταδρομικών, στερώντας τους την πρόσβαση σε ύδατα κοντά στην ακτή. Σήμερα, τα μη επανδρωμένα οχήματα εξυπηρετούν παρόμοιο σκοπό διακόπτοντας ή αρνούμενα την πρόσβαση σε στρατηγικές περιοχές, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της άμυνας της Ελλάδας έναντι της τουρκικής ναυτικής δύναμης. Συνδυάζοντας αυτά τα συστήματα χωρίς πληρώματα με πυραύλους και ναρκοπέδια, η Ελλάδα θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργήσει ένα αδιαπέραστο φράγμα, καθιστώντας δύσκολη την ελεύθερη λειτουργία των τουρκικών δυνάμεων στο Αιγαίο Πέλαγος. Αυτή η σύγχρονη αντίληψη για την άρνηση της θάλασσας δίνει έμφαση στην αξιοποίηση της τεχνολογίας για την εξουδετέρωση του ναυτικού πλεονεκτήματος ενός μεγαλύτερου αντιπάλου, όπως τα τορπιλοβόλα και τα υποβρύχια του παρελθόντος.
Η έννοια της θαλάσσιας άρνησης στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα εντός μιας έντονης ναυτικής δραστηριότητας διαφόρων πλοίων, απαιτεί μια συντονισμένη, κοινή στρατιωτική προσπάθεια. Όλοι οι κλάδοι των ενόπλων δυνάμεων, όχι μόνο το Πολεμικό Ναυτικό, εντάσσονται σε αυτήν την αποστολή, μετατρέποντάς τους ουσιαστικά σε «θαλάσσιες υπηρεσίες» για την αντιμετώπιση των απειλών στη θάλασσα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η επιχειρησιακή στρατηγική του Πολεμικού Ναυτικού περιλαμβάνει την τοποθέτηση μικρών μονάδων εξοπλισμένων με πυραύλους και αισθητήρες σε στρατηγικά νησιά στο Αιγαίο Πέλαγος, κοντά στην Τουρκία. Αυτά τα νησιά λειτουργούν παρόμοια με άμυνα στην πρώτη νησιωτική αλυσίδα, σχηματίζοντας ένα φράγμα που μπορεί να απειλήσει τα τουρκικά πλοία και αεροσκάφη ενώ εμποδίζει την ελεύθερη μετακίνησή τους στη Μεσόγειο ή την επιστροφή τους από την ανοιχτή θάλασσα. Η προσπάθεια αυτή δεν περιορίζεται μόνο στις ναυτικές δυνάμεις. Ο Στρατός Ξηράς διαθέτει πυρομαχικά κατά πλοίων μεγάλης εμβέλειας, ενισχύοντας την ικανότητά τους να συμβάλλουν στην θαλάσσια άρνηση. Εν τω μεταξύ, η Πολεμική Αεροπορία έχει ενσωματώσει τις αντιπλοϊκές επιχειρήσεις στη ρουτίνα της, με βομβαρδιστικά και μαχητικά να εξασκούνται σε επιθέσεις με αντιπλοϊκά όπλα. Αυτές οι διακλαδικές επιχειρήσεις εξασφαλίζουν μια πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη προσέγγιση για την άρνηση πρόσβασης των τουρκικών δυνάμεων σε κρίσιμες πλωτές οδούς, υπογραμμίζοντας την πολυπλοκότητα της σύγχρονης ναυτικής στρατηγικής.
Το Πολεμικό Ναυτικό, ενώ παραδοσιακά θεωρείτο ως η μόνη δύναμη στις επιχειρήσεις θαλάσσιας άρνησης, μπορεί να μην είναι πάντα ο κύριος «υποστηριζόμενος» βραχίονας σε μελλοντικές θαλάσσιες συγκρούσεις. Ανάλογα με την κατάσταση, οι κοινοί διοικητές θα μπορούσαν να μετατοπίσουν το Πολεμικό Ναυτικό σε «υποστηρικτικό» ρόλο, με επίγειες και αεροπορικές δυνάμεις να αναλαμβάνουν την επιχείρηση. Για παράδειγμα, εάν οι επίγειες πυραυλικές μονάδες ή οι αεροπορικές επιδρομές από βομβαρδιστικά και μαχητικά είναι πιο αποτελεσματικές σε ένα δεδομένο σενάριο, το Πολεμικό Ναυτικό μπορεί να παρέχει διαδικτυακές πληροφορίες, επιτήρηση ή υλικοτεχνική υποστήριξη αντί να καθοδηγεί άμεσα τις εμπλοκές. Αυτή η ευελιξία είναι απαραίτητη στις σύγχρονες κοινές επιχειρήσεις, όπου οι διαφορετικοί κλάδοι των ενόπλων δυνάμεων συνεργάζονται απρόσκοπτα.
Για τα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού, αυτό σημαίνει προσαρμογή όχι μόνο στους παραδοσιακούς αμυντικούς ρόλους αλλά και στην ιδέα να παίξουν έναν εφεδρικό ρόλο σε μάχες στην ανοικτή θάλασσα, όπου ο στόλος μπορεί να υποστηρίζει επιχειρήσεις υπό την ηγεσία του Στρατού ή της Πολεμικής Αεροπορίας. Αυτή η προσαρμοστικότητα είναι κρίσιμη στο σημερινό δυναμικό επιχειρησιακό περιβάλλον, όπου η θαλάσσια άρνηση απαιτεί συνεισφορές από όλες τις υπηρεσίες ανάλογα με τις τακτικές και στρατηγικές απαιτήσεις της σύγκρουσης. Διασφαλίζει ότι στο σύνολό τους οι ένοπλες δυνάμεις (ΕΔ) είναι έτοιμες να ανταποκριθούν αποτελεσματικά, είτε το Πολεμικό Ναυτικό πρωτοστατεί στην προσπάθεια είτε παίζει έναν κρίσιμο αλλά υποστηρικτικό ρόλο.
Το προτεινόμενο παράδειγμα σε αυτό το πλαίσιο σκιαγραφεί μια στρατηγική για ναυτικό πόλεμο που επικεντρώνεται στην παράταση και τη φθορά αντί να επιδιώκει μια γρήγορη, αποφασιστική νίκη. Σε αυτό το νέο μοντέλο, η αναμονή και η άμυνα γίνονται κεντρικά στοιχεία της στρατηγικής προσέγγισης, ιδιαίτερα για την Ελλάδα και ίσως τις συμμαχικές δυνάμεις σε μια πιθανή σύγκρουση με την Τουρκία. Η έμφαση δίνεται στην θαλάσσια άρνηση και στην αξιοποίηση του χρόνου ως πολλαπλασιαστή ισχύος, αποτρέποντας παράλληλα την Τουρκία από το να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη θάλασσα και να συγκεντρώσει σταδιακά επαρκή μαχητική δύναμη για να καταλάβει την πρωτοβουλία.
Ανάλυση των βασικών στοιχείων σε αυτό το παράδειγμα
Η ουσία της στρατηγικής είναι να παραταθεί ο θαλάσσιος πόλεμος, ο οποίος αγοράζει κρίσιμο χρόνο για τις ελληνικές ΕΔ και τους συμμάχους της για να αναπτύξουν τις δυνάμεις τους. Σε μια παρατεταμένη σύγκρουση, οι ελληνικές ΕΔ στοχεύουν να αρνηθούν στην Τουρκία μια πρόωρη, αποφασιστική νίκη. Ο χρόνος γίνεται πλεονέκτημα, επιτρέποντας τη σταδιακή αποδυνάμωση των τουρκικών δυνατοτήτων μέσω της φθοράς και της θαλάσσιας άρνησης. Όσο περισσότερο εκτείνεται η σύγκρουση, τόσο περισσότερες ευκαιρίες θα έχουν οι σύμμαχοι για να εξαντλήσουν τους πόρους της Τουρκίας, να υπονομεύσουν το ηθικό της και να διαταράξουν τη στρατιωτική της αποτελεσματικότητα.
Η θαλάσσια άρνηση αφορά την αποτροπή της Τουρκίας από το να χρησιμοποιεί ελεύθερα τους θαλάσσιους χώρους, ιδιαίτερα κοντά στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Αυτή η στρατηγική θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη χρήση υποβρυχίων, ναρκοπεδίων, πυραύλων κατά πλοίων, ευέλικτων ναυτικών μονάδων για την παρενόχληση των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων, τον αποκλεισμό βασικών στενών ή λιμανιών και τη διακοπή των γραμμών ανεφοδιασμού και επικοινωνίας. Αρνούμενοι στην Τουρκία τον έλεγχο της θάλασσας, η Ελλάδα μπορεί να περιορίσει τις τουρκικές ναυτικές επιχειρήσεις, να ματαιώσουν τα σχέδιά τους και να προκαλέσουν καθυστερήσεις στην ικανότητά τους να κινητοποιήσουν, να ανεφοδιάσουν ή να προβάλουν ισχύ.
Μια παρατεταμένη στρατηγική, δίνει στην Ελλάδα την ικανότητα συνεννόησης με τους συμμάχους της, χρόνο να συγκεντρώσουν μεγαλύτερη μαχητική ισχύ. Ενώ η Τουρκία μπορεί να έχει ένα αρχικό πλεονέκτημα, οι τακτικές καθυστερήσεων θα έδιναν στις συμμαχικές δυνάμεις την ευκαιρία να ενισχύσουν και να συντονίσουν τις προσπάθειες. Αυτή η προσέγγιση προϋποθέτει ότι η Ελλάδα μπορεί να χρειαστεί υποστήριξη από τις χώρες της ΕΕ ή άλλους περιφερειακούς εταίρους και ότι ο χρόνος θα επιτρέψει σε αυτές τις δυνάμεις να κινητοποιηθούν και να φέρουν προηγμένες δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένων νέων τεχνολογιών και υλικοτεχνικής υποστήριξης.
Οι νέες τεχνολογίες όπως τα προηγμένα drones, ο κυβερνοπόλεμος, η δορυφορική επιτήρηση, ο δικτυοκεντρικός έλεγχος και τα σύγχρονα πυραυλικά συστήματα θα μπορούσαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε αυτό το παράδειγμα. Η ικανότητα εντοπισμού, παρακολούθησης και στόχευσης τουρκικών δυνάμεων από μεγάλες αποστάσεις θα συμπλήρωνε τη στρατηγική θαλάσσιας άρνησης, επιτρέποντας στις ημέτερες δυνάμεις να χτυπήσουν αποτελεσματικά διατηρώντας παράλληλα αμυντική στάση. Η έννοια της διακλαδικότητας δίνει έμφαση στην ενσωμάτωση διαφορετικών κλάδων των ΕΔ —ναυτικές, αεροπορικές και χερσαίες δυνάμεις—που επιχειρούν από κοινού για την επίτευξη στρατηγικών στόχων. Οι συντονισμένες κοινές επιχειρήσεις θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να ασκήσει πίεση στις τουρκικές δυνάμεις από πολλαπλούς τομείς, περιπλέκοντας τον τουρκικό επιχειρησιακό σχεδιασμό.
Ο χρόνος γίνεται ο κεντρικός πυλώνας αυτής της στρατηγικής. Με την παράταση της σύγκρουσης, η Ελλάδα μπορεί να αναγκάσει την Τουρκία σε έναν δαπανηρό πόλεμο φθοράς, εξαντλώντας τους τουρκικούς στρατιωτικούς πόρους, τις προμήθειες και το ηθικό. Καθώς το πλεονέκτημα εγγύτητας της Τουρκίας μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, εμφανίζεται η ευκαιρία για τις ημέτερες δυνάμεις να στραφούν στην επίθεση όταν οι δυνάμεις μας θα είναι επαρκώς δομημένες και οι τουρκικές δυνάμεις αποδυναμωθούν. Αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει μια πιο ευνοϊκή ισορροπία δυνάμεων, οδηγώντας σε μια πιθανή στρατηγική νίκη.
Η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει ότι μια γρήγορη νίκη δεν είναι εφικτή στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αντί να επιδιώκει ένα άμεσο χτύπημα νοκ-άουτ, οι Έλληνες διοικητές θα πρέπει να υιοθετήσουν μια υπομονετική, αμυντική στρατηγική που μεγιστοποιεί τις πιθανότητές τους σε βάθος χρόνου. Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζει επιτυχημένες ιστορικές στρατηγικές όπου οι κατώτερες ναυτικές δυνάμεις, μέσω στρατηγικής άμυνας και φθοράς, τελικά ξεπέρασαν τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους αντιπάλους. Το να αποκλείσουμε έναν τουρκικό θρίαμβο καθιστώντας τη νίκη δαπανηρή και δύσκολη είναι το κλειδί. Ακόμα κι αν η Τουρκία έχει ένα αρχικό πλεονέκτημα, η επέκταση της σύγκρουσης θα δυσκόλευε την επίτευξη αποφασιστικών αποτελεσμάτων.
Συμπέρασμα
Αυτό το νέο παράδειγμα ναυτικού πολέμου, που βασίζεται στην άμυνα, τη νέα τεχνολογία, τις κοινές επιχειρήσεις και τον χρόνο, παρουσιάζει μια επαναστατική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να προσεγγίσει μια θαλάσσια σύγκρουση με την Τουρκία. Αντί να στοχεύουμε σε μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη, η εστίαση είναι στη στρατηγική υπομονή, τη φθορά και την θαλάσσια άρνηση, που τελικά θα οδηγούσε σε ευνοϊκές συνθήκες για μια επίθεση. Αυτή η προσέγγιση απαιτεί ισχυρή ηγεσία, εκμετάλλευση των αμυντικών στοιχείων των νησιών, πειθαρχία και προθυμία να αξιοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες και οι διεθνείς συμμαχίες για τη δημιουργία μιας παρατεταμένης μάχης πολλών τομέων που σιγά σιγά συντρίβει τον εχθρό. Σε αυτό το μοντέλο, η επανάσταση στον ναυτικό πόλεμο δεν αφορά τη συντριπτική δύναμη, αλλά τη χρήση του χρόνου ως πολλαπλασιαστή ισχύος για να ανατρέψει το ρεύμα υπέρ των υπερασπιστών.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, και του Strategy International.





