Η Ελλάδα κινδυνεύει να παραχωρήσει τη θαλάσσια πρωτοβουλία στην Τουρκία
Γράφει οΔημήτριος Τσαϊλάς*
Η θαλάσσια ισχύς είναι μια συνειδητή πολιτική επιλογή και υπογραμμίζει τη βαθιά στρατηγική της φύση. Για ένα έθνος όπως η Ελλάδα, που ιστορικά εξαρτιόταν από τη θάλασσα για εμπόριο, άμυνα και επιρροή, αυτή η επιλογή είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ωστόσο, η οικοδόμηση και η διατήρηση ισχυρής θαλάσσιας ισχύος απαιτεί κοινωνική συνεισφορά, πολιτική βούληση και σημαντικές επενδύσεις, οι οποίες δεν έχουν ακόμη ευθυγραμμιστεί πλήρως στην Ελλάδα.
Η αριθμητική του πολέμου είναι αυστηρή. Μια στρατιωτική δύναμη που έχει τη δυνατότητα να αναγεννήσει γρήγορα τη μαχητική της ισχύ μετά από μια γροθιά, είναι ανθεκτική. Αυτός που δεν μπορεί είναι εύθραυστος. Η σύγκριση μεταξύ του Τουρκικού και του Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδας αναδεικνύει μια κρίσιμη πτυχή της στρατιωτικής ισχύος: την ανθεκτικότητα. Η ικανότητα ανάκτησης της δύναμης μάχης μετά από απώλειες μπορεί να είναι τόσο καθοριστική όσο και η ποιότητα των ίδιων των δυνάμεων. Ενώ το Πολεμικό Ναυτικό μπορεί να ανταγωνιστεί ή ακόμη και να ξεπεράσει το τουρκικό ναυτικό όσον αφορά τις ικανότητες μεμονωμένων πλοίων, αεροσκαφών ή πυραύλων, η ευρύτερη στρατηγική εικόνα εξαρτάται από την ανώτερη ικανότητα της Τουρκίας για ανεφοδιασμό και εκτεταμένη ανάπτυξη.
Η ανθεκτικότητα περιλαμβάνει την ικανότητα αντικατάστασης χαμένων πλατφορμών (πλοία, αεροσκάφη, πύραυλοι) και την ταχεία ανάκτηση της επιχειρησιακής ικανότητας. Ένα έθνος με μεγαλύτερη βιομηχανική ικανότητα, μεγαλύτερα αποθέματα ή ανώτερα δίκτυα υλικοτεχνικής υποστήριξης έχει σημαντικό πλεονέκτημα σε παρατεταμένες συγκρούσεις. Ένα ανθεκτικό ναυτικό μπορεί να απορροφήσει ζημιές και να συνεχίσει να μάχεται, αποτρέποντας τους αντιπάλους από το να αξιοποιήσουν τις αρχικές επιτυχίες.
Η δυναμική μεταξύ των δύο ναυτικών δείχνει ότι η στρατιωτική ισχύς δεν είναι απλώς ένα στιγμιότυπο των σημερινών δυνατοτήτων αλλά και μια συνεχής διαδικασία αναγέννησης και προσαρμογής. Ενώ ο ανταγωνισμός Ελλάδας και Τουρκίας συχνά συγκεντρώνει την προσοχή λόγω των ιστορικών και γεωπολιτικών εντάσεων τους, το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα οποιασδήποτε αντιπαράθεσης εξαρτάται από το ποιο έθνος προετοιμάζεται καλύτερα για την πραγματικότητα της φθοράς και της αντοχής στον σύγχρονο πόλεμο.
Ενώ η Ελλάδα παραδοσιακά βασιζόταν στις στενές της σχέσεις με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και την προηγμένη δυτική τεχνολογία, το μικρότερο μέγεθος του στόλου της και η περιορισμένη ικανότητα ταχείας αναπλήρωσης θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προκλήσεις σε μια παρατεταμένη σύγκρουση. Για να αντισταθμίσει αυτό, η Ελλάδα θα μπορούσε να επικεντρωθεί στην ποιότητα έναντι της ποσότητας, αξιοποιώντας την τεχνολογία αιχμής για να διατηρήσετε ένα τακτικό πλεονέκτημα. Επίσης με ασύμμετρες στρατηγικές, όπως χρήση καινοτόμων τακτικών με προηγμένα πυραυλικά συστήματα ή drones για την αντιστάθμιση αριθμητικών μειονεκτημάτων. Όμως το σημαντικότερο είναι να αποκτήσουμε ισχυρή ανθεκτικότητα με την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας.
Ναυπηγοκατασκευαστική βιομηχανία και ναυπηγοεπισκευαστική ικανότητα
Η βιωσιμότητα της ζήτησης είναι πράγματι ένας κρίσιμος παράγοντας για την προώθηση μιας ακμάζουσας ναυπηγικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για στρατιωτικές συμβάσεις. Τα ναυπηγεία απαιτούν όχι μόνο προσοδοφόρες αρχικές παραγγελίες αλλά και μια προβλέψιμη σειρά έργων για να διασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δραστηριοτήτων τους. Χωρίς αυτή τη σταθερότητα, τυχόν βραχυπρόθεσμες επενδύσεις θα μπορούσαν να αποφέρουν φευγαλέα οφέλη, αφήνοντας τα ναυπηγεία με υπολειτουργικότητα και οικονομικά ασταθή.
Τα ναυπηγεία έχουν υψηλό πάγιο κόστος, όπως και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, εξειδικευμένα μηχανήματα και εγκαταστάσεις. Οι σποραδικές παραγγελίες δυσκολεύουν τους κατασκευαστές να καλύπτουν με συνέπεια αυτά τα έξοδα, οδηγώντας σε αναποτελεσματικότητα ή παύση λειτουργίας. Μια προβλέψιμη ροή ζήτησης παρέχει κίνητρα για επενδύσεις στην ανάπτυξη εργατικού δυναμικού, υποδομές και προηγμένες τεχνολογίες, ενισχύοντας την ποιότητα και την ικανότητα του κλάδου.
Τα στρατηγικά εθνικά συμφέροντα απαιτούν μια ισχυρή ναυπηγική βάση που θα συμβάλλει στην εθνική ασφάλεια διασφαλίζοντας ότι το Πολεμικό Ναυτικό μπορεί να εκσυγχρονίσει και να αναπληρώσει τον στόλο του στο εσωτερικό χωρίς υπερβολική εξάρτηση από ξένους προμηθευτές. Η απώλεια μιας εγχώριας ναυπηγικής ικανότητας θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη στρατηγική αυτονομία και τη διαπραγματευτική ισχύ της Ελλάδας σε αμυντικά θέματα. Μια σταθερή εγχώρια ζήτηση για πολεμικά πλοία μπορεί να βοηθήσει τους Έλληνες ναυπηγούς να αποκτήσουν τεχνογνωσία και κλίμακα κατασκευών, τοποθετώντας τους να ανταγωνιστούν στη διεθνή αγορά στρατιωτικών και εμπορικών πλοίων.
Μια σταθερή, προβλέψιμη ζήτηση για τη ναυπηγική βιομηχανία δεν έχει να κάνει μόνο με τη διατήρηση της βιομηχανίας στη ζωή – είναι να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα διατηρεί την ικανότητα να προβάλλει ναυτική ισχύ και να διασφαλίζει τα θαλάσσια συμφέροντά της μακροπρόθεσμα. Θέτοντας τη ναυπηγική βιομηχανία στρατηγική προτεραιότητα και δεσμευόμενη για βιώσιμες επενδύσεις, η Αθήνα μπορεί να προσφέρει στα ναυπηγεία την εμπιστοσύνη που χρειάζονται για να επενδύσουν στο ναυτικό μέλλον της Ελλάδας.
Προκλήσεις για το Πολεμικό Ναυτικό
Η ελληνική κοινωνία πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην οικονομική ανάκαμψη, την κοινωνική ευημερία ή άλλα εσωτερικά ζητήματα έναντι των δαπανών θαλάσσιας άμυνας. Η πρόσφατη οικονομική ανάκαμψη θα μπορούσε να κάνει τις επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στο ναυτικό, πολιτικά ευαίσθητες. Για το λόγο αυτό η πολιτική ηγεσία πρέπει να συγκεντρώσει δημόσια και διακομματική υποστήριξη για να δικαιολογήσει τις σημαντικές ναυτικές επενδύσεις. Χωρίς ευρεία συμφωνία, οι δεσμεύσεις χρηματοδότησης ενδέχεται να διακινδυνεύσουν.
Ωστόσο, παρά την πρόσφατη οικονομική σταθεροποίηση, οι οικονομικοί πόροι της Ελλάδας παραμένουν περιορισμένοι. Η επέκταση ή ο εκσυγχρονισμός του στόλου είναι μια δαπανηρή προσπάθεια, που απαιτεί ουσιαστική κατανομή εθνικών πόρων. Οι ανταγωνιστικές προτεραιότητες, όπως ο εκσυγχρονισμός των άλλων κλάδων των ενόπλων δυνάμεων ή η αντιμετώπιση του εθνικού χρέους, περιπλέκουν περαιτέρω τις βιώσιμες ναυτικές επενδύσεις.
Η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει τι είδους θαλάσσια δύναμη θέλει να είναι. Στόχος της είναι να επιτύχει κυριαρχία στο Αιγαίο, να προβάλει δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο ή απλώς να αποτρέψει τους αντιπάλους; Ένα σαφές στρατηγικό όραμα είναι ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό προτεραιοτήτων και για να πειστεί η κοινωνία για τη σημασία του Πολεμικού Ναυτικού.
Η Αθήνα πρέπει να γνωστοποιήσει το πειστικό τρίπτυχο των απαντήσεων στο ερώτημα, γιατί ένα ισχυρό ναυτικό είναι ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια και ευημερία. Πρώτον, διότι οι λόγοι είναι ιστορικά ευδιάκριτοι, υπενθυμίζοντας στο κοινό τη ναυτική κληρονομιά της Ελλάδας και την κεντρική θέση του ναυτικού στην υπεράσπιση της κυριαρχίας της, ειδικά δεδομένων των διαρκών εντάσεων με την Τουρκία. Δεύτερον, με την επισήμανση του ρόλου του ναυτικού στη διαφύλαξη ζωτικών ναυτικών διαδρόμων και την υποστήριξη της ναυτιλιακής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της ναυτιλιακής βιομηχανίας της Ελλάδας, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Και τρίτον, τονίζοντας τη σημασία του ναυτικού για την προστασία των συμφερόντων της Ελλάδας στην ενεργειακή εξερεύνηση και την επιρροή στη γεωπολιτικά ασταθή Ανατολική Μεσόγειο.
Συμπεράσματα
Για να «μεγεθύνει» η Ελλάδα τις θαλάσσιες υπηρεσίες της, θα μπορούσε να σκεφτεί την αξιοποίηση των πλαισίων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ για την κατανομή του κόστους και την ασφαλή πρόσβαση σε προηγμένη τεχνολογία. Να δώσει προτεραιότητα σε πλατφόρμες υψηλού αντίκτυπου και οικονομικά αποδοτικές, όπως προηγμένες φρεγάτες, υποβρύχια και μη επανδρωμένα συστήματα αντί να προσπαθούμε να ταιριάξουμε στο μέγεθος του στόλου της Τουρκίας. Και οπωσδήποτε να δεσμευθεί για μια σταθερή ναυτική στρατηγική πολλών δεκαετιών που θα επιτρέπει σταδιακή ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό.
Για να διασφαλίσει η Ελλάδα τη θαλάσσια κυριαρχία της και να διαφυλάξει τα εθνικά της συμφέροντα, η Αθήνα πρέπει να επιλύσει τις στρατηγικές της προτεραιότητες και να μετατρέψει την πολιτική και κοινωνική υπόθεση για ισχυρές ναυτικές επενδύσεις. Αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, κινδυνεύει να παραχωρηθεί η θαλάσσια πρωτοβουλία στην Τουρκία, με σημαντικές επιπτώσεις στην περιφερειακή ασφάλεια και τη θέση της Ελλάδας ως ναυτικό έθνος.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, του Strategy International και του Research Institute for European and American Studies.