22/01/2025

Πολεμικό Ναυτικό: Ακονίζοντας τη ναυτική ισχύ της Ελλάδας

01-20

 

Η ταυτότητα της Ελλάδας ως θαλάσσιου έθνους είναι βαθιά ριζωμένη στη γεωγραφία και την ιστορία της. Οι συνδέσεις του έθνους με τον ευρύτερο κόσμο, τόσο απέναντι όσο και κάτω από τη θάλασσα, είναι θεμελιώδεις για την ασφάλεια και την ευημερία του. Δεδομένης της σημαντικής εμπορικής ναυτιλίας και ως θαλάσσιο κράτος, η Ελλάδα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανοιχτή πρόσβαση στη θάλασσα και στην ελευθερία ναυσιπλοΐας. Η θάλασσα χρησιμεύει ως ζωτικός αυτοκινητόδρομος για παγκόσμια συνδεσιμότητα, όχι μόνο για τη ναυτιλία αλλά και για κρίσιμες θαλάσσιες υποδομές, όπως τα καλώδια οπτικών ινών, οι γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και οι αγωγοί φυσικού αερίου. Επίσης σε ευθυγράμμιση με τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις και την επιδίωξη των στόχων του Net Zero, η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει το δυναμικό της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας για να παράγει ένα αυξανόμενο μερίδιο της ηλεκτρικής της ενέργειας. Αυτή η αυξανόμενη εξάρτηση από τα θαλάσσια περιουσιακά στοιχεία υπογραμμίζει τον ουσιαστικό ρόλο του Πολεμικού Ναυτικού στην προστασία αυτών των συμφερόντων. Έτσι ως θεματοφύλακας της ελληνικής αποτροπής, το Πολεμικό Ναυτικό λειτουργεί ως ο απόλυτος εγγυητής της ασφάλειας και της κυριαρχίας του έθνους.

Ωστόσο, οι θαλάσσιες απειλές αυξάνονται. Η Τουρκία, συνεχίζει να απειλεί την Ελλάδα και τοποθετείται ως περιφερειακός ανταγωνιστής στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, ενώ έχει ενισχύσει σημαντικά τις θαλάσσιες δυνατότητές της την τελευταία δεκαετία, με στόχο να αμφισβητήσει την καθιερωμένη διεθνή τάξη. Η Τουρκία εκτελεί ένα φιλόδοξο ναυτικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και επέκτασης, παρουσιάζοντας τη σημαντικότερη θαλάσσια πρόκληση στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η προσπάθεια ενίσχυσε την ικανότητα της Τουρκίας να προβάλλει θαλάσσια ισχύ τόσο σε περιφερειακό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο, εντείνοντας τον στρατηγικό ανταγωνισμό σε αυτά τα ύδατα. Ταυτόχρονα, αυξάνονται οι ευρύτερες απειλές για τη ναυτιλία, όπως αποδεικνύεται από περιστατικά όπως οι ενέργειες των Χούτι στην Ερυθρά Θάλασσα. Αυτές οι εξελίξεις υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη για την Ελλάδα να ενισχύσει τις ναυτικές της ικανότητες και να διαφυλάξει τα θαλάσσια συμφέροντά της έναντι μιας ολοένα και πιο περίπλοκης σειράς προκλήσεων. Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, αναγνωρίζεται ευρέως ότι η Ελλάδα πρέπει να επεκτείνει και να εκσυγχρονίσει τις ναυτικές της δυνάμεις για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτές τις προκλήσεις.

Σήμερα, παρουσιάζεται μια πολύτιμη ευκαιρία να εξερευνήσουμε καινοτόμες ιδέες και στρατηγικές για την οικοδόμηση ενός ισχυρότερου και πιο ικανού Ναυτικού. Οι βασικοί τομείς εστίασης μπορεί να περιλαμβάνουν τον εντοπισμό μέτρων για την εξασφάλιση ενός στρατηγικού πλεονεκτήματος μέσω στοχευμένων βελτιώσεων στη θνησιμότητα και τη δυνατότητα επιβίωσης των ελληνικών υποβρυχίων, πολεμικών πλοίων και βοηθητικών σκαφών. Αυτές οι βελτιώσεις είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της ικανότητας της Ελλάδας να επιτύχει αποφασιστικά στρατηγικά αποτελέσματα και να διατηρήσει τον ρόλο της ως εγγυητής της σταθερότητας στην περιοχή.

Για αυτό το λόγο η κυβέρνηση πρέπει να αξιολογήσει πώς να βελτιστοποιήσει το Πολεμικό Ναυτικό ώστε να εκπληρώσει αποτελεσματικά τις εξελισσόμενες απαιτήσεις αποστολής του. Σε συνεργασία με συμμάχους και εταίρους, το Πολεμικό Ναυτικό θα πρέπει να επικεντρωθεί στην επίτευξη θαλάσσιου ελέγχου στο Αιγαίο για την προστασία των θαλάσσιων ζωνών της Ελλάδας και την υποστήριξη των επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, πρέπει να εργαστεί για να απαγορεύσει στους αντιπάλους την πρόσβαση σε κρίσιμες περιοχές στη Μεσόγειο, αποτρέποντας τη χρήση στρατιωτικής δύναμης για την αμφισβήτηση της κυριαρχίας στην περιοχή και πέρα ​​από αυτήν.

Επί του παρόντος, οι ναυτικές δυνατότητες της Ελλάδας είναι ανεπαρκείς για την επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων. Για να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, το Πολεμικό Ναυτικό πρέπει να δώσει προτεραιότητα στο να γίνει πιο θανατηφόρο. Για να επιτευχθεί αυτό θα απαιτηθούν βελτιώσεις σε διάφορες βασικές διαστάσεις

  1. Περισσότερες Πλώρες: Επέκταση του μεγέθους του στόλου για να εξασφαλιστεί επαρκής παρουσία και κάλυψη σε κρίσιμες θαλάσσιες ζώνες.
  2. Ενισχυμένη ικανότητα επιβίωσης: Ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ναυτικών μέσων μέσω προηγμένων αμυντικών συστημάτων, τεχνολογιών stealth και στιβαρής εκπαίδευσης.
  3. Διακλαδικότητα: Διασφάλιση απρόσκοπτης διαλειτουργικότητας με ημέτερες δυνάμεις Στρατού Ξηράς και Πολεμικής Αεροπορίας για μεγιστοποίηση της συλλογικής δύναμης και της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας.
  4. Διευρυμένες Δυνατότητες: Διαφοροποίηση και αναβάθμιση του οπλοστασίου του Ναυτικού για την αντιμετώπιση ενός ευρέος φάσματος απειλών, από συγκρούσεις υψηλής έντασης έως ασύμμετρες προκλήσεις.

Αντιμετωπίζοντας αυτούς τους τομείς, η Ελλάδα μπορεί να τοποθετήσει το Ναυτικό της ως μια πιο τρομερή δύναμη, ικανή να διασφαλίσει τα θαλάσσια συμφέροντά της και να συμβάλει στην περιφερειακή και παγκόσμια σταθερότητα.

Από την προηγηθείσα ανάλυση συμπεραίνουμε ότι οι πόροι θα πρέπει να εξασφαλίσουν το μέγιστο δυναμικό των ελληνικών Φρεγατών σε συνεργασία με τα νησιωτικά αβύθιστα αεροπλανοφόρα της Σκύρου, Λήμνου και Κρήτης. Αυτό περιλαμβάνει την προμήθεια πρόσθετων μονάδων μάχης, πειραματισμό σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα drones μπορούν να αυξήσουν την επιχειρησιακή τους χρησιμότητα και τη βελτίωση της αεράμυνας μας. Ωστόσο ο στόλος των μονάδων κρούσεως του Πολεμικού Ναυτικού είναι σχετικά υποοπλισμένος και υπάρχουν πολύ λίγα πλοία για τα καθήκοντα που εκτελούνται – πόσο μάλλον για αυτά του μέλλοντος. Η κυβέρνηση θα πρέπει να επενδύσει στη βελτίωση του οπλισμού, ενεργοποιώντας ταυτόχρονα την πρακτική ναυπήγησης νέων πολεμικών πλοίων στα ελληνικά ναυπηγεία. Το πρόγραμμα για την αντικατάσταση των φρεγατών τύπου S θα πρέπει να επιταχυνθεί. Επίσης θα πρέπει να οδηγήσει σε μια κατηγορία εκσυγχρονισμένων πολεμικών πλοίων ικανών σε αεράμυνα περιοχής σε δικτυοκεντρικό πόλεμο και να μεταφέρουν περισσότερους πυραύλους – κάτι που βοηθά επίσης στην ενσωμάτωση «σπειροειδών εξελίξεων» (μια προσέγγιση που έχει σχεδιαστεί για την υποστήριξη επαναληπτικών εξελίξεων) και νέων συστημάτων στο μέλλον. Και, πολύ σημαντικό, θα πρέπει να επιδιώξουμε να επεκταθεί ο προγραμματισμός ναυπήγησης νέων ΤΠΚ και Υ/Β σε εγχώρια ναυπηγεία. Αντιμετωπίζοντας αυτές τις προτεραιότητες, η Ελλάδα μπορεί να οικοδομήσει ένα Πολεμικό Ναυτικό ικανό να προστατεύει τα θαλάσσια συμφέροντά της, να συμβάλλει στην περιφερειακή σταθερότητα και να επιβεβαιώνει τη στρατηγική της παρουσία σε ένα ολοένα και πιο αμφισβητούμενο περιβάλλον.

Όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, το Πολεμικό Ναυτικό ήταν πάντα κεντρικό στοιχείο για την ασφάλεια και την κυριαρχία της Ελλάδας. Ενώ το γεωπολιτικό τοπίο έχει εξελιχθεί σημαντικά τελευταία, το Πολεμικό Ναυτικό παραμένει ένα κρίσιμο όργανο για την κυβέρνηση για να αποτρέψει τους επιτιθέμενους, να διαμορφώσει το διεθνές περιβάλλον και να προστατεύσει τα ελληνικά συμφέροντα.

Ο αναδυόμενος «θαλάσσιος αιώνας», ο οποίος εστιάζει στρατηγικά στη Μεσόγειο και το Αιγαίο, απαιτεί μια ισχυρή και ικανή ναυτική δύναμη. Αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται από λιγότερες γεωπολιτικές βεβαιότητες και μια αυξανόμενη πολυπλοκότητα των απειλών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη προσαρμογής της Ελλάδας. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, το έθνος πρέπει να επενδύσει στην αναγέννηση ενός μεγαλύτερου, πιο προηγμένου και πιο ικανού Ναυτικού που μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά τα θαλάσσια συμφέροντά του σε έναν ολοένα και πιο αμφισβητούμενο τομέα.

Ως απάντηση στην αυξανόμενη θαλάσσια απειλή που θέτει η Τουρκία, ο ελληνικός στόλος πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε δύο βασικούς στόχους: την επίτευξη θαλάσσιου ελέγχου στο Αιγαίο και την άρνηση της αντίπαλης πρόσβασης στη Μεσόγειο. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να αποβεί σε βάρος της ανάπτυξης και διατήρησης δυνατοτήτων προβολής ισχύος, οι οποίες παραμένουν ζωτικής σημασίας για τους ευρύτερους στρατηγικούς στόχους της Ελλάδας.

Μια ενισχυμένη ναυτική στάση, όπως διατυπώνεται από το υπουργείο Άμυνας, σημαίνει ότι «θα χρειαστούμε μεγαλύτερο Ναυτικό». Αυτή η αυξημένη μάζα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω πολλών βασικών πρωτοβουλιών:

  1. Επέκταση των ικανοτήτων των Φρεγατών: Διασφάλιση πλήρους επιχειρησιακής ικανότητας για τις φρεγάτες, ενίσχυση της ικανότητάς τους να προβάλλουν ισχύ και να διατηρούν τον έλεγχο σε ζωτικής σημασίας θαλάσσιες ζώνες.
  2. Ανάπτυξη πυραυλακάτων και υποβρυχίων: Επέκταση του αριθμού των μικρών πλοίων κρούσεως για την παροχή επαρκούς προστασίας για περιουσιακά στοιχεία υψηλής αξίας και τη διατήρηση μιας ισχυρής ναυτικής παρουσίας.
  3. Διατήρηση βοηθητικών σκαφών: Διασφάλιση ότι ο αριθμός των βοηθητικών σκαφών δεν θα μειωθεί, αποτρέποντας την υπερφόρτωση πιο ικανών και δαπανηρών πλατφορμών και μειώνοντας τον κίνδυνο λειτουργικών κενών λόγω κόπωσης ή μη διαθεσιμότητας.

Εκτός από την επέκταση του στόλου, το Ναυτικό πρέπει να αξιοποιήσει στρατηγικά πλεονεκτήματα για να ενισχύσει τη θνησιμότητα του εχθρού. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με:

  1. Ενίσχυση Αμυντικών Ασπίδων: Ενίσχυση της προστασίας των ελληνικών σκαφών μέσω βελτιωμένων συστημάτων ναυτικής άμυνας, διασφαλίζοντας την επιβίωσή τους έναντι των εξελισσόμενων απειλών.
  2. Πολλαπλασιασμός πόρων και ισχύος πυρός: Αύξηση του επιχειρησιακού όγκου επεκτείνοντας τις δυνατότητες σε όλο τον στόλο και ενσωματώνοντας περισσότερη δύναμη πυρός, ενισχύοντας τις επιλογές αποτροπής και απόκρισης.
  3. Επέκταση επιθετικού βεληνεκούς: Ενίσχυση των επιθετικών δυνατοτήτων του στόλου, επιτρέποντας μεγαλύτερη εμβέλεια και μεγαλύτερο αντίκτυπο στις θαλάσσιες επιχειρήσεις.

Αυτοί οι στόχοι μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσω της αποτελεσματικής ενσωμάτωσης συστημάτων διαχείρισης μάχης και δικτύων αισθητήρων, τα οποία παρέχουν δεδομένα σε πραγματικό χρόνο για τη λήψη αποφάσεων και εξασφαλίζουν απρόσκοπτο συντονισμό μεταξύ των ναυτικών μέσων. Αυτή η ολοκληρωμένη προσέγγιση θα μεγιστοποιήσει την ικανότητα του Πολεμικού Ναυτικού να ανταποκρίνεται σε απειλές με μεγαλύτερη ακρίβεια και αποτελεσματικότητα.

Αντιμετωπίζοντας αυτές τις προκλήσεις μέσω συντονισμένων προσπαθειών και καινοτόμων στρατηγικών, η Ελλάδα μπορεί να τοποθετηθεί ως μια ανθεκτική θαλάσσια δύναμη που όχι μόνο προστατεύει τα συμφέροντά της αλλά και συμβάλλει στην περιφερειακή και παγκόσμια σταθερότητα.

 

 

 

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, του Strategy International και του Research Institute for European and American Studies.

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Don`t copy text!