Ο τεχνολογικός ανταγωνισμός φέρνει την “κατάληψη” της Γροιλανδίας
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Οι αμφιλεγόμενες προτάσεις εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ σχετικά με τον Καναδά, τον Παναμά και τη Γροιλανδία εκτιμάται ότι χρησιμεύουν ως σκόπιμο προπέτασμα καπνού για να αποσπάσουν την προσοχή από πιο πιεστικά και προβληματικά ζητήματα εντός της κυβέρνησής του και του πολιτικού συνασπισμού του. Κυριαρχώντας στον κύκλο των μέσων ενημέρωσης με μεγαλεπήβολες και μη πρακτικές ιδέες, ο Τραμπ αποσπά την προσοχή από σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις και αντιπαραθέσεις, όπως η οικονομία το σύστημα υγείας οι διχαστικές πολιτικές μετανάστευσης και οι αμφισβητούμενες υποψηφιότητες του Υπουργικού Συμβουλίου.
Ανέφερε, ότι ο Καναδάς μπορεί να γίνει η 51η Πολιτεία. Στους Καναδούς μάλλον προκαλεί γέλιο αυτή η πρόταση αν όχι θυμό καθώς εκτιμούν έντονα τη διακριτή τους ταυτότητα, με πολιτικές όπως η καθολική υγειονομική περίθαλψη και ένα ισχυρό δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας που αποκλίνουν από τους αμερικανικούς κανόνες. Οι πολιτικές συνέπειες της απορρόφησης του Καναδά πιθανότατα θα έφερναν σε μειονεκτική θέση τους Ρεπουμπλικάνους λόγω της γενικά προοδευτικής στάσης του Καναδά. Και το πιο σημαντικό η απώλεια του Καναδά ως ζώνης ασφαλείας στην περιοχή της Αρκτικής θα μπορούσε να περιπλέξει την αμυντική στρατηγική των ΗΠΑ. Στη συνέχεια, απείλησε με την αλλαγή του status για τη Διώρυγα του Παναμά (Οι ΗΠΑ μετέφεραν ειρηνικά τη Διώρυγα στον Παναμά και λειτουργεί αποτελεσματικά υπό τον έλεγχο του Παναμά). Οι ισχυρισμοί περί κινεζικής στρατιωτικής επιρροής στη Διώρυγα είναι αβάσιμοι, και τα υψηλά τέλη διέλευσης οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη μείωση της στάθμης του νερού λόγω κλιματικής κρίσης και όχι σε πολιτικούς παράγοντες. Τελευταία άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για την αγορά της Γροιλανδίας από τους Δανούς. Η Δανία αμέσως απέρριψε ρητά την πώληση της Γροιλανδίας. Ενώ τα ορυκτά σπάνιων γαιών της Γροιλανδίας είναι πολύτιμα, η απόκτηση της επικράτειας θα έδινε σημαντικές αμυντικές ευθύνες στις ΗΠΑ και η αναφερόμενη ιδιοκτησία της μπορεί να αυξήσει την ευπάθεια της Γροιλανδίας σε αντιπάλους.
Βέβαια, η ικανότητα του Τραμπ να κυριαρχεί στην ατζέντα της επικαιρότητας θεωρείται η βασική του δυναμική. Οι δηλώσεις του, ενώ συχνά επικρίνονται ως ανούσιες ή μη πρακτικές, επισκιάζουν με επιτυχία θέματα που θα μπορούσαν να βλάψουν πιο ουσιαστικά τη διοίκησή του. Ελέγχοντας την αφήγηση, διασφαλίζει ότι η προσοχή αποσπάται από τις εσωτερικές Ρεπουμπλικανικές συγκρούσεις και τα αμφισβητήσιμα διαπιστευτήρια ορισμένων από τους διορισμένους του. Με αυτό τον τρόπο ο Τραμπ χρησιμοποιεί την απόσπαση της προσοχής ως πολιτικό εργαλείο, παρομοιάζοντάς τον με μια λιγότερο εκλεπτυσμένη αλλά εξίσου αποτελεσματική εκδοχή του Ρόναλντ Ρίγκαν στη διαχείριση του δημόσιου λόγου. Ενώ οι προτάσεις του για την εξωτερική πολιτική είναι απίθανο να υλοποιηθούν, επιτυγχάνουν τον πρωταρχικό τους στόχο: να απασχολούν τα ΜΜΕ και το κοινό με το θέαμα και όχι με ουσιαστικά ζητήματα διακυβέρνησης.
Οι λόγοι για τους οποίους οι ΗΠΑ θέλουν να ”αγοράσουν” την Γροιλανδία είναι εξαιρετικά απλοί. Ο 21ος αιώνας πρόκειται να καθοριστεί από τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Ο νικητής σε αυτόν τον ανταγωνισμό πιθανότατα θα είναι το έθνος που θα ηγείται του τομέα της τεχνολογίας. Κατά την πρώτη του θητεία, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αντιμετώπισε με επιτυχία την προσπάθεια της Κίνας να κυριαρχήσει στην παγκόσμια αγορά 5G περιορίζοντας τις φιλοδοξίες της Huawei να γίνει ο μοναδικός πάροχος τηλεπικοινωνιών στον κόσμο.
Τα αποτελέσματα των εκλογών του Νοεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες σηματοδότησαν μια ξεκάθαρη απόρριψη πολιτικών που θεωρούνται από τους Αμερικανούς πολίτες ότι αποδυνάμωναν την οικονομική και τεχνολογική ηγεσία της Αμερικής. Οι κανονισμοί τεχνητής νοημοσύνης της τελευταίας στιγμής της κυβέρνησης Μπάιντεν πιστεύεται ότι θα υπονομεύσουν την αμερικανική τεχνολογική ανταγωνιστικότητα και θα δώσουν μια στρατηγική νίκη στην Κίνα. Οι προτεινόμενοι έλεγχοι εξαγωγών απεικονίζονται ως δίκοπο μαχαίρι. Ενώ στοχεύουν να περιορίσουν την πρόσβαση της Κίνας σε προηγμένες τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης, οι επικριτές υποστηρίζουν ότι μπορεί επίσης να καταπνίξουν τις αμερικανικές εταιρείες και να περιορίσουν τη συνεργασία με τους συμμάχους, υπονομεύοντας ενδεχομένως το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας.
Η επερχόμενη κυβέρνηση του εκλεγμένου προέδρου Τραμπ αντιπροσωπεύει μια ανανεωμένη δέσμευση για την επαναβεβαίωση της αμερικανικής κυριαρχίας σε κρίσιμους τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη. Ο περιορισμός της ροής των βασικών εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να εμποδίσει τις αμερικανικές εταιρείες να κεφαλαιοποιήσουν καθιερωμένες αγορές και να συνεργαστούν διεθνώς, παραχωρώντας ενδεχομένως έδαφος σε ανταγωνιστές όπως η Κίνα.
Αυτή η αφήγηση υπογραμμίζει ένα όραμα του 21ου αιώνα ως πεδίο μάχης για την τεχνολογική κυριαρχία, ειδικά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, με σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομική και στρατηγική θέση. Η κυριαρχία σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και οι τηλεπικοινωνίες παρουσιάζεται ως κρίσιμης σημασίας για την εθνική ασφάλεια και την παγκόσμια επιρροή. Ιστορικά, τα έθνη που πρωτοστατούν στις μετασχηματιστικές τεχνολογίες απολάμβαναν οικονομικά και στρατιωτικά πλεονεκτήματα. Ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση Τραμπ «νίκησε» τις φιλοδοξίες της Κίνας για το 5G περιορίζοντας την επιρροή της Huawei υπογραμμίζει τα διακυβεύματα του τεχνολογικού ανταγωνισμού. Η στροφή στην τεχνητή νοημοσύνη από την Huawei αντανακλά την προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων που συνδέονται με το κράτος στην επιδίωξη παγκόσμιας επιρροής. Επίσης αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής της Κίνας για την επαναβεβαίωση της τεχνολογικής ηγετικής θέσης. Οι φιλοδοξίες της Κίνας πλαισιώνονται ως μια άμεση πρόκληση για τα οικοσυστήματα της δυτικής τεχνολογίας.
Συμπερασματικά, οι δηλώσεις του Τραμπ περί της αναγκαιότητας ιδιοκτησίας της Γροιλανδίας γιατί είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια των ΗΠΑ, εκτιμάται ότι θα εξαντληθούν στην στρατηγική αναβάθμιση των σχέσεων Δανίας-ΗΠΑ, στην διεύρυνση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην ήδη υπάρχουσα βάση εκεί, καθώς και στην επιστημονική εγκαθίδρυση κέντρων και σταθμών έρευνας και στην επιχειρηματική/εμπορική διείσδυση σε αυτήν.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, του Strategy International και του Research Institute for European and American Studies.