Προκλήσεις και Συνέπειες της Απώλειας της ναυτικής βάσης στην Ταρτούς

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Η απόφαση ανάκλησης της μίσθωσης από την Ρωσία για τη ναυτική βάση στην Ταρτούς από τη συριακή κυβέρνηση υπό τον Ahmed al-Sharaa είναι ένα σημαντικό στρατηγικό πλήγμα για τη ρωσική επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο και σηματοδοτεί μια μεγάλη γεωπολιτική και στρατιωτική αλλαγή στην περιοχή. Η ναυτική βάση της Ταρτούς ήταν ο μοναδικός ναυτικός κόμβος συντήρησης και ανεφοδιασμού της Ρωσίας στη Μεσόγειο από τη δεκαετία του 1970. Η απώλειά παρεμποδίζει σημαντικά την ικανότητα της Ρωσίας να υποστηρίζει ναυτικές επιχειρήσεις, επισκευές και διοικητική μέριμνα οπότε και περιφερειακή επιρροή στη Μεσόγειο και την Αφρική. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία πιθανότατα περιόρισε την ικανότητα της Ρωσίας να υπερασπιστεί ή να διαπραγματευτεί για τον συνεχή έλεγχο της Ταρτούς.
Στρατηγικές επιπτώσεις
Για τη Ρωσία η απώλεια της ναυτικής βάσης στην Ταρτούς αποδυναμώνει την ικανότητα της Ρωσίας να προβάλλει ισχύ στη Μεσόγειο και να διατηρεί υλικοτεχνική υποστήριξη για επιχειρήσεις στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Η χρονική συγκυρία είναι ιδιαίτερα επιζήμια καθώς η Ρωσία αντιμετωπίζει σημαντική πίεση στους πόρους λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Αυτή η απώλεια μειώνει την παγκόσμια θέση της Μόσχας και υπογραμμίζει την ευθραυστότητα των συμμαχιών της. Εκτιμάται ότι θα επικεντρωθεί στην εξασφάλιση των εναπομεινάντων βάσεων, και στην εξερεύνηση εναλλακτικών συμφωνιών βάσης στην περιοχή (π.χ. Σουδάν, Ερυθραία). Εν τω μεταξύ οι σημαντικές επενδύσεις του Κρεμλίνου στην Αφρική, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και της στρατιωτικής υποστήριξης καθεστώτων καθώς και των εγχειρημάτων εξόρυξης πόρων, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε βάσεις όπως στην Ταρτούς και την Λαττάκεια για υλικοτεχνική υποστήριξη. Η απώλεια αυτών των εγκαταστάσεων θα μπορούσε να διαταράξει τις πωλήσεις ρωσικών όπλων, να μειώσει την επιρροή της στις αφρικανικές στρατιωτικές χούντες και να εμποδίσει την πρόσβαση σε κρίσιμους φυσικούς πόρους.
Για τη Συρία η ανάκτηση της Ταρτούς αντανακλά μια στροφή προς μεγαλύτερη αυτονομία υπό τη νέα κυβέρνηση. Σηματοδοτεί μια πιθανή στροφή στις συριακές εξωτερικές σχέσεις, πιθανώς επιδιώκοντας διαφοροποίηση μακριά από την εξάρτηση από τη Ρωσία. Και τελικά η αποκατάσταση της Ταρτούς θα μπορούσε να γίνει σύμβολο της συριακής κυριαρχίας και της οικονομικής ανάκαμψης, αν και η επιτυχία εξαρτάται από την εξασφάλιση επενδύσεων και τεχνογνωσίας. Θα αναζητήσει διεθνείς επενδύσεις και συνεργασίες για τον εκσυγχρονισμό του λιμένα της Tartus και την ενίσχυση της οικονομικής σταθερότητας. Οπότε εκτιμάται ενίσχυση των σχέσεων με περιφερειακούς και παγκόσμιους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της ΕΕ και των κρατών του Κόλπου, για να καλύψει το κενό που αφήνει η Ρωσία.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Συμμάχους η απώλεια της Ρωσίας παρέχει μια στρατηγική ευκαιρία να αυξήσουν την επιρροή τους στην περιοχή της Μεσογείου. Η αποτροπή του κινεζικού ενδιαφέροντος για την Ταρτούς ή η κάλυψη του κενού εξουσίας θα είναι μια βασική πρόκληση για τους δυτικούς πολιτικούς. Η ανάπτυξη ευθυγραμμίζεται με ευρύτερες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ρωσικής και κινεζικής επέκτασης στα παγκόσμια κομβικά σημεία. Εκτιμάται ότι θα εξετάσουν τη διπλωματική δέσμευση με τη νέα κυβέρνηση της Συρίας για να διασφαλίσουν ότι η Ταρτούς δεν θα γίνει βάση για αντιπάλους όπως η Κίνα. Επίσης θα αξιοποιήσουν την κατάσταση για να προωθήσουν τη σταθερότητα σε ευρύτερους στρατηγικούς στόχους.
Συμπεράσματα
Η εκτροπή στρατιωτικών πόρων προς την Ουκρανία μείωσε την ικανότητα της Ρωσίας να διατηρήσει τη θέση της σε άλλα παγκόσμια θέατρα. Οι επιπτώσεις στη Συρία, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας του καθεστώτος Άσαντ και της διαφαινόμενης έξωσης από την Ταρτούς, υπογραμμίζουν τις καταρρακτώδεις συνέπειες της εισβολής στην Ουκρανία. Η απώλεια ή η περιορισμένη χρήση των βάσεων στην Ταρτούς υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο πόλεμος της Ουκρανίας αδυνάτισε τους στρατιωτικούς και διπλωματικούς πόρους της Ρωσίας, δημιουργώντας τρωτά σημεία σε περιοχές που κάποτε θεωρούνταν ασφαλείς.
Η υπέρβαση όχι μόνο έθεσε σε κίνδυνο τις μεσογειακές και αφρικανικές φιλοδοξίες της Ρωσίας, αλλά αποκάλυψε επίσης την αδυναμία της να διατηρήσει ταυτόχρονες συγκρούσεις και δεσμεύσεις. Αυτή η κατάσταση είναι εμβληματική μιας ευρύτερης στρατηγικής ήττας, καθώς αναγκάζει τη Ρωσία να παραχωρήσει την επιρροή και την ισχύ σε ζωτικής σημασίας περιοχές λόγω περιορισμών που προκαλούν οι ίδιοι. Για το Κρεμλίνο, η διατήρηση της πρόσβασης στην Ταρτούς δεν σημαίνει πλέον μόνο τη διατήρηση ενός ερείσματος στη Μεσόγειο – αφορά τη διάσωση των δυνατοτήτων προβολής παγκόσμιας ισχύος του εν μέσω αυξανόμενων προκλήσεων.
Η αδυναμία διατήρησης μακροπρόθεσμων ναυτικών αναπτύξεων στη Μεσόγειο υπονομεύει την ικανότητα της Ρωσίας να αμφισβητήσει το ΝΑΤΟ και τη δυτική επιρροή στην περιοχή. Μια αποδυναμωμένη μεσογειακή παρουσία κινδυνεύει επίσης να μειώσει την αξιοπιστία της Ρωσίας ως παγκόσμιας δύναμης.
Σηματοδοτείται ένα σημείο καμπής για τη ρωσική ναυτική και γεωπολιτική στρατηγική, αναγκάζοντας το Κρεμλίνο να προσαρμοστεί σε μια πιο περιορισμένη και λιγότερο βιώσιμη παρουσία στη Μεσόγειο. Ενώ υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις στη Βόρεια Αφρική, στην Ερυθρά Θάλασσα ή μέσω της κινητής εφοδιαστικής δύναμης, καμία δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τα πλεονεκτήματα της ναυτικής βάσης στην Ταρτούς. Κατά συνέπεια, η Ρωσία θα χρειαστεί να επαναβαθμονομήσει τις φιλοδοξίες της στην περιοχή, εστιάζοντας σε μικρότερης κλίμακας επιχειρήσεις και στρατηγικές συνεργασίες, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τις προκλήσεις πόρων και υλικοτεχνικής υποστήριξης που θέτει αυτή η οπισθοδρόμηση.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, του Strategy International και του Research Institute for European and American Studies.





