Μαθήματα από την κρίση των Ιμίων: Ετοιμάζεται η Τουρκία να διεξαγάγει έναν Θαλάσσιο Πόλεμο;

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς
Την περασμένη εβδομάδα, ο Τούρκος ναύαρχος (ε.α) Τζεμ Γκιουρντενίζ αποκάλυψε ότι το βαθύ κράτος της Τουρκίας δεν συμφιλιώνεται με διαλόγους και ήρεμα νερά, αλλά αποζητάει τη σύγκρουση δηλώνοντας ότι: «Οι Έλληνες πολιτικοί θα πρέπει να σταματήσουν να παίζουν με τη φωτιά για χάρη εγχώριων παιχνιδιών εξουσίας».
Με αυτές τις δηλώσεις προκαλεί το τουρκικό έθνος να προετοιμαστεί για έναν «πόλεμο στη θάλασσα». Ο σκοπός μιας τέτοιας εκστρατείας δεν είναι άλλος από το να διασφαλίσει η Τουρκία την κυριαρχία στην ονομαζόμενη «Γαλάζια Πατρίδα». Ενώ το σαφές νόημα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), είναι ότι οι αξιώσεις της Άγκυρας για «αδιαμφισβήτητη κυριαρχία» είναι παράνομες, θεωρούν ότι ένα ισχυρό παράκτιο κράτος, με άλλα λόγια, μπορεί απλώς να παραβιάζει την ανοιχτή θάλασσα ή τα ύδατα που διατίθενται σε ασθενέστερους γείτονες και να τα κάνει δικά του. Ή, εν πάση περιπτώσει, αν δεν μπορεί να το κάνει νόμιμα, θα μπορούσε ενδεχομένως να το κάνει μέσω της κατάκτησης, που θα επιβληθεί στη συνέχεια από μια συνεχή στρατιωτική παρουσία και πίεση. Οι υπερασπιστές της ελευθερίας, κατά συνέπεια, πρέπει να λάβουν υπόψη την επίκληση του τούρκου ναυάρχου. Ο Ελληνισμός, οι εταίροι και οι σύμμαχοί μας πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη αυτές τις δηλώσεις, αφιερώνοντας αρκετή πρόβλεψη στην προοπτική της θαλάσσιας έντασης.
Αυτό είναι το πρώτο σημείο εξέτασης για τον πόλεμο στη θάλασσα. Μια σύγκρουση όπλων είναι πιθανή. Οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί δεν πρέπει να θεωρούν τα λόγια των τούρκων αναθεωρητών ως απλές βλακείες.
Πράγματι, είναι αμφίβολο ότι η Τουρκία θα μπορούσε να συμμορφωθεί με την σύμβαση της UNCLOS σε αυτό το στάδιο, ακόμη κι αν η ηγεσία του Ερντογάν το επιθυμούσε. Σκεφτείτε την εικόνα της συμμόρφωσης που θα προβάλλεται στο εσωτερικό της Τουρκίας. Για τρεις περίπου δεκαετίες τώρα, μετά την κρίση των Ιμίων, η Άγκυρα έχει επενδύσει αφειδώς σε ένα μεγάλο τουρκικό ναυτικό και υποστήριξε αυτό το ναυτικό με ισχύ πυρός από την ξηρά με τη μορφή πολεμικών αεροσκαφών, συστοιχιών πυραύλων κατά πλοίων και ναυπήγηση μεγάλης δύναμης εκσυγχρονισμένων πολεμικών πλοίων διαφόρων τύπων.
Οι πολιτικές ηγεσίες όλων των κομμάτων έχουν γοητεύσει τον πληθυσμό με το πώς θα χρησιμοποιήσουν τις θαλάσσιες δυνάμεις για να διορθώσουν ιστορικά λάθη και να κερδίσουν τη ναυτική φήμη του έθνους. Τώρα πρέπει να συνεχίσουν.
Ήταν ανόητο να συνδέσουνε την εθνική αξιοπρέπεια και κυριαρχία της Τουρκίας με προφανώς παράλογες αξιώσεις για νησιά και θάλασσες. Αλλά οι αρχηγοί των κομμάτων το έκαναν. Και το κάνουν επανειλημμένα, δημόσια και με τους πιο ανυποχώρητους όρους που μπορεί κανείς να φανταστεί. Με τα λόγια τους ενθαρρύνουν το εθνικιστικό αίσθημα ενώ λογοδοτούν σε αυτό. Θέτουν σε κίνηση έναν τοξικό κύκλο αυξανόμενων λαϊκών προσδοκιών.
Το σπάσιμο αυτού του κύκλου φαίνεται να είναι αδύνατο. Εάν η Άγκυρα υποχωρούσε τώρα από τις θαλάσσιες διεκδικήσεις της, οι απλοί Τούρκοι, δικαίως θα έκριναν την ηγεσία με βάση τα πρότυπα που έθεσε. Οι ηγέτες των κομμάτων θα ήταν καταδικασμένοι ως αδύναμοι που παρέδωσαν ιερά εδάφη, και δεν κατάφεραν να εκδικηθούν την ταπείνωση των νικηφόρων ναυμαχιών του 1912-13 παρά την άνοδο της Τουρκίας σε μεγάλη δύναμη και άφηναν νομικούς και αδύναμους γείτονες που υποστηρίζονται από την αμερικανική υπερδύναμη να αψηφούν τη μεγάλη, κακή βούληση της Τουρκίας.
Κανένας ηγέτης δεν απολαμβάνει εμπιστοσύνης όταν τον θεωρούν αδύναμο. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο στην Τουρκία. Όπως διδάσκουν οι καθηγητές των διεθνών σχέσεων, είναι δύσκολο για τους διαπραγματευτές ή τους πολιτικούς ηγέτες να υποχωρήσουν από τις δημόσιες δεσμεύσεις. Δώσε μια υπόσχεση και δεσμεύεσαι να την τηρήσεις. Αν αποτυγχάνεις να κρατήσεις τον λόγο σου τότε δυσφημείς τον εαυτό σου και οδηγείσαι στην καταστροφή.
Τώρα θα εξετάσουμε το δεύτερο σημείο εξέτασης για τον πόλεμο. Όπως κάθε ηγεσία, η Άγκυρα προτιμά να ακολουθεί τον δρόμο των απειλών χωρίς να δώσει μάχη, παρά μόνο αν είναι διασφαλισμένη η υποστήριξη. Οι μάχες, ωστόσο, θα μπορούσαν να είναι η λιγότερο κακή από τις επιλογές που έχουν αφήσει οι ίδιοι οι ηγέτες των κομμάτων όταν βρεθούν στη δύσκολη θέση που έχουν δημιουργήσει για τον εαυτό τους. Που οδηγεί αυτή η σκέψη; Κρίνοντας από τις απειλές, η διπλωματία του μικρού ραβδιού έχει πάρει τον δρόμο της. Αφορά την ανάπτυξη της ακτοφυλακής της Τουρκίας και άλλων μη στρατιωτικών θαλάσσιων υπηρεσιών στα ύδατα που ισχυρίζεται ως αμφισβητούμενα ή όπως λέμε γκρίζες ζώνες. Απεικονίζουν με αυτή τη μέθοδο την κυριαρχία της Τουρκίας στη Θάλασσα ως τετελεσμένο και προκλητικά απειλούν τους αντιπάλους να ανατρέψουν αυτό το γεγονός.
Όσο μένει αδιαπραγμάτευτη αυτή η πρόκληση, η de facto τουρκική κυριαρχία ένα σχεδόν μονοπώλιο στη χρήση βίας στα σύνορα που σκιαγραφήσαν στον χάρτη, θα εδραιωθεί με την πάροδο του χρόνου. Από τη στιγμή που γίνεται μια νέα κανονικότητα, θα μπορούσε ακόμη και να είχε πάρει μια αύρα νομιμότητας μεταξύ των ναυτικών κρατών.
Τα κυρίαρχα κράτη αναπτύσσουν μέσα επιβολής του νόμου για να αστυνομεύουν αυτό που δικαιωματικά τους ανήκει. Αναπτύσσουν στρατιωτικές δυνάμεις για να πολεμήσουν για κυριαρχικά δικαιώματα που αμφισβητούνται. Οι απειλές της Τουρκίας υπονοούν ότι έχουν δυνατότητες πέραν της ήπιας προσέγγισης και έχουν παραδεχθεί ότι το μισό Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί αμφισβητούμενη ζώνη. Οπότε, η Άγκυρα δεν θα αποσύρει την ακτοφυλακή, τις υπηρεσίες επιβολής της ναυσιπλοΐας ή τον αλιευτικό στόλο και τα ερευνητικά σκάφη -μια ανεπίσημη πολιτοφυλακή- από τα εμπόλεμα ύδατα. Θα παραμείνουν ως μέρος μιας σύνθετης αρμάδας ολόκληρης της κυβέρνησης. Αλλά το Τουρκικό Ναυτικό και Αεροπορία θα διαδραματίσουν πιο εμφανή παρουσία στο μείγμα δυνάμεων. Στις μέρες της διπλωματίας των γκρίζων ζωνών, η ναυτική ισχύς αποτελεί μια σιωπηρή απειλή στον ορίζοντα. Κατά πάσα πιθανότητα, οι Τούρκοι θα επιχειρούν πιο ασύστολα στο μέλλον, καθιστώντας την απειλή εμφανή και ορατή παρά λανθάνουσα και διακριτική.
Το τρίτο σημείο εξέτασης για τον πόλεμο. Μια στρατηγική πολέμου στη θάλασσα μπορεί να αντιμετωπίσει έναν ετερόκλητο συνασπισμό στον οποίο εταίροι και σύμμαχοι θα προμηθεύσουν μεγαλύτερο μέρος της ισχυρής μαχητικής δύναμης. Το περίεργο πάζλ του συνασπισμού θα παρείχε στην Άγκυρα ευκαιρίες για διάσπαση της συμμαχίας στο ΝΑΤΟ. Η Τουρκία μπορεί να υπολογίσει ότι οποιαδήποτε σύγκρουση στη Θάλασσα θα ήταν μια ευκαιρία για να αποσταθεροποιηθεί η Νότια Πτέρυγα του ΝΑΤΟ, κάτι που η Ουάσιγκτον προσπαθώντας να το αποφύγει θα παρέμβει πυροσβεστικά, γκριζάροντας περαιτέρω τις θαλάσσιες ζώνες, όπως έγινε το 1996, στην κρίση των Ιμίων.
Ο πόλεμος έχει να κάνει με την επικράτηση ισχυρότερων υπό συνθήκες σαν αυτές. Τότε ο πιο αδύναμος υποψήφιος (ο Ελληνισμός), προικισμένος με αρκετά αποθέματα σκληρής ισχύος, χρειάζεται χρόνο. Οι ένοπλες δυνάμεις μας πρέπει να παρατείνουν την εκστρατεία, τόσο για να κερδίσουμε χρόνο για να συγκεντρώσουμε περισσότερη δύναμη όσο και για να εξαντλήσουμε τη δύναμη μάχης του εχθρού.
Εν ολίγοις, η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει ή να περιορίσει ή να αντιστρέψει την ισορροπία των δυνάμεων στο θέατρο επιχειρήσεων στον τόπο και το χρόνο που πραγματικά έχουν σημασία, με ανθεκτικότητα. Θα μπορούσε να αποτρέψει την Τουρκία. Ή, ο Ελληνισμός θα μπορούσε να ξεπεράσει την Τουρκία, προκαλώντας πολυάριθμες τακτικές απώλειες του αντιπάλου για μεγάλο χρονικό διάστημα, οδηγώντας έτσι το τίμημα της διατήρησης της ελευθερίας των θαλασσών υψηλότερο από αυτό που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι ηγέτες της Τουρκίας.
Πώς, από επιχειρησιακή και τακτική άποψη, μπορούν οι διοικητές του Ελληνισμού να το πετύχουν αυτό; Ακολουθώντας τις δικές μας πολεμικές παραδόσεις. Η Ελλάδα είναι πολιτικά και στρατηγικά προβλέψιμη αλλά επιχειρησιακά και τακτικά απρόβλεπτη. Πολιτικά και στρατηγικά προβλέψιμη γιατί οι ηγέτες των κομμάτων προσδέθηκαν στην αμυντική διάταξη της συμμαχίας για στήριξη. Τακτικά απρόβλεπτοι γιατί έτσι πολεμούν οι ελληνικές δυνάμεις από την εποχή της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας, των Επαναστατικών αγώνων της παλιγγενεσίας και των Βαλκανικών πολέμων.
Πράγματι, η «ενεργητική άμυνα», η έννοια με την οποία οι μπουρλοτιέρηδες κωδικοποίησαν τις ιδέες για τον πόλεμο, παραμένει η καρδιά της ελληνικής στρατιωτικής στρατηγικής. Με αυτή την προσέγγιση αν επιχειρήσουμε σε μεγάλη κλίμακα, οι ελληνικές δυνάμεις μπορούν να προκαλέσουν τακτικές ήττες που εξασθενούν τον αντίπαλο με την πάροδο του χρόνου. Η ενεργητική άμυνα, λοιπόν, έχει να κάνει με την αξιοποίηση της τακτικής επίθεσης σε στρατηγικά αμυντικές εκστρατείες.
Ο πόλεμος, λοιπόν, θα μπορούσε να αρχίσει να μοιάζει τρομερά με συμβατική θαλάσσια μάχη, εάν η Άγκυρα πιστέψει ότι η στρατιωτική ισορροπία και οι γραμμές τάσης ευνοούν την Τουρκία.
Με κάθε τρόπο, ας ενισχύσουμε τις ένοπλες δυνάμεις, διακρίνοντας τι μπορούμε να επιτύχουμε σχετικά με τις ελληνικές συνήθειες και τα αντανακλαστικά της έντασης. Αλλά αυτά δεν είναι αυτόματες ενέργειες που επαναλαμβάνουν το μπουρλοτιέρικο σενάριο από τις δεκαετίες. Το πώς θα μπορούσαν να μεταφέρουν το ανορθόδοξο δόγμα στην θαλάσσια αρένα και πώς ένας εταιρικός συνασπισμός μπορεί να ξεπεράσει μια τέτοια πρόκληση είναι το ερώτημα ενώπιον των φίλων της θαλάσσιας ελευθερίας.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, του Strategy International και του Research Institute for European and American Studies.





