15/02/2025

“Το Μέγα το της Θαλάσσης Κράτος” δεν αφορά μόνο το Πολεμικό Ναυτικό

14

Views of the ships participating in the SNMG2 exercise taking place in the Aegean Sea north Of Crete.

 

 

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

Η θαλάσσια στρατηγική είναι η τέχνη και η επιστήμη της αξιοποίησης της θαλάσσιας ισχύος για την επίτευξη εθνικών σκοπών. Έχει να κάνει με τους εθνικούς στόχους και την εθνική ισχύ, δηλαδή σκοπούς και μέσα. Οι υποστηρικτές ενός ελληνικού θαλάσσιου έθνους πιστεύουμε ότι είναι η  συνήθεια να σκέφτεται και να ενεργεί το κράτος στρατηγικά προς τις θάλασσες. Αναφέρομαι στην προσπαθεί των αξιωματούχων της κυβέρνησης να σκέφτονται με ναυτικούς όρους, να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους στο πλήθος των ενασχολούμενων, δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού λαού, πίσω από τον κοινό σκοπό και να ενισχύουν συμμάχους, εταίρους και φίλιες δυνάμεις για να συμβάλουν σε αυτόν τον σκοπό. Εν ολίγοις, η κυβέρνηση, η κοινωνία και οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να ανακαλύψουν ξανά αυτό που ξέχασαν κατά τα τελευταία χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας, όταν οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, που συγκεντρώνονταν στις κυβερνητικές αίθουσες, του ακαδημαϊκού κόσμου και των δεξαμενών σκέψης, πίστευαν ότι οι ναυτικές απειλές είχαν καταργηθεί για πάντα και έκαναν περιπάτους στα ηλιόλουστα γαλάζια συννεφάκια με τις ευρωπαϊκές υποσχέσεις. Η ιστορία του αναθεωρητισμού πίστευαν ότι είχε τελειώσει. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η μείωση αμυντικών δαπανών θεωρούσαν ότι ήταν το μέλλον.

Η κατάργηση αυτής της ψεύτικης συνείδησης είναι ζήτημα υψίστης σημασίας καθώς ο Ελληνισμός έρχεται αντιμέτωπος με την Τουρκία, και τη γεωπολιτική ρευστότητα στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τα Βαλκάνια γύρω από την Ελληνική περίμετρο.

«Το μέγα το της θαλάσσης κράτος» δεν είναι μόνο μια σκέψη στα μυαλά μας και δεν εννοεί μόνο ισχυρό Πολεμικό Ναυτικό. Η επιτυχία στη θαλάσσια σκέψη απέχει πολύ από το να είναι δεδομένη. Η Ελλάδα είναι ένα θαλάσσιο έθνος, αλλά δεν έχει πραγματική θαλάσσια στρατηγική. Κανείς δεν είναι υπεύθυνος για τα θαλάσσια κοινά στο σύνολό τους, και ειλικρινά, είναι αμφίβολο ότι κάποιος μπορεί να χορογραφήσει όλα τα στοιχεία στο πλαίσιο του θεσμικού μας συστήματος. Η ευθύνη και η ισχύς είναι κατακερματισμένες ακόμη και εντός της κυβέρνησης. Για παράδειγμα, το Πολεμικό Ναυτικό δια του Αρχηγείου Στόλου και ο Στρατός Ξηράς με την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Νήσων, δύο ξεχωριστά σκέλη του Υπουργείου Άμυνας, έχουν εκδώσει έγγραφα που έχουν χαρακτηριστεί ως θαλάσσιες στρατηγικές κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών με τα οποία ο κάθε κλάδος παρά τη διακλαδικότητα θα επιχειρήσει ανεξάρτητα. Επίσης το Λιμενικό Σώμα, που ανήκει στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτου, γεννάει την ιδέα μιας τριχοτόμησης των «ναυτικών επιχειρήσεων».

Στην Ελλάδα υπερηφανευόμαστε για την ανάπτυξη ενός «εθνικού στόλου». Ωστόσο, οι θαλάσσιες υπηρεσίες θα πρέπει να ενεργούν από κοινού για μέγιστο τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό κέρδος. Αλλά η κάθε υπηρεσία στην καλύτερη περίπτωση έχει μερικές θαλάσσιες στρατηγικές. Εξηγούν πώς ο Στόλος και η ΑΣΔΕΝ σκοπεύουν να εκτελέσουν επιχειρήσεις στα νησιά. Αυτά αφορούν την άσκηση ναυτικής ισχύος.

Ωστόσο, η συγκέντρωση στις πολεμικές εγχειρήσεις συσκοτίζουν ακόμη περισσότερο. Στην πραγματικότητα, το εμπόριο, όχι η ναυμαχία, είναι —ή θα έπρεπε να είναι— το ζητούμενο για τους τηρητές και τους ασκούμενους των ναυτικών υποθέσεων. Ήταν σίγουρα για τον Περικλή της ιστορικής Αθήνας, ο οποίος δήλωνε «Το μέγα το της θαλάσσης κράτος» όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Δηλαδή ότι η πολιτιστική τάση μιας κοινωνίας για εμπόριο ήταν ο κύριος καθοριστικός παράγοντας της καταλληλόλητάς της και το αποκτά από την κυριαρχία στις θάλασσες. Η επιδίωξη του πλούτου ήταν μέρος του «εθνικού του χαρακτήρα». Αυτό ήταν που ενέπνευσε και τον Μαχάν (Αμερικανό Ναύαρχο που σκιαγράφησε τη ναυτική στρατηγική των ΗΠΑ) να αναφέρει ότι «η τάση για εμπόριο, που συνεπάγεται αναγκαστικά την παραγωγή κάτι με το οποίο μπορεί κανείς να εμπορευτεί, είναι το πιο σημαντικό εθνικό χαρακτηριστικό για την ανάπτυξη της θαλάσσιας ισχύος». Μια επίδοξη θαλάσσια κοινωνία έπρεπε επίσης να έχει ταλέντο στις θαλάσσιες ασχολίες, αυτό που πετυχημένα αναφέρεται ως ναυτοσύνη. Κάτι που οι Έλληνες ναυτικοί δικαιωματικά το κατέχουν. Αν η θαλάσσια ισχύς βασίζεται πραγματικά σε ένα ειρηνικό και εκτεταμένο εμπόριο, η ικανότητα για εμπορικές επιδιώξεις πρέπει να είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των εθνών που κυριαρχούν στη θάλασσα.

Με άλλα λόγια, υπάρχουν περισσότερα στη θαλάσσια ισχύ από ένα Πολεμικό Ναυτικό. Όλα μαζί πρέπει να γίνουν εργαλεία. Για παράδειγμα, η εγχώρια βιομηχανία χρειάζεται να κατασκευάζει προϊόντα προς πώληση σε ξένους πελάτες για να ικανοποιήσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Οι ναυπηγοί πρέπει να κατασκευάζουν στόλους εμπορικών σκαφών για να μεταφέρουν αυτά τα εμπορεύματα και, ναι, πολεμικά πλοία για να τα προστατεύουν στα ταξίδια τους. Αυτό φάνηκε περίτρανα στην επιχείρηση «Ασπίδες» στην Ερυθρά θάλασσα.  Σκεφτείτε λοιπόν τη θαλάσσια επιχείρηση ως μια αλυσίδα εφοδιασμού για την κατασκευή, τη μεταφορά και την παράδοση εμπορευμάτων σε αγοραστές στο εξωτερικό, τη συλλογή φορολογικών εσόδων από το εμπόριο και, ως εκ τούτου, τη χρηματοδότηση ενός ναυτικού φύλακα για τον εμπορικό στόλο. Ενορχηστρωμένη ενέργεια σωστά, η θαλάσσια ισχύς θέτει σε κίνηση αυτόν τον ενάρετο κύκλο μεταξύ του εμπορίου, της διπλωματίας και των ναυτικών υποθέσεων.

Το Πολεμικό Ναυτικό, εν ολίγοις, είναι ένα απαραίτητο αλλά κάθε άλλο παρά επαρκές εργαλείο για την υλοποίηση της θαλάσσιας στρατηγικής. Το πρόβλημα είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της ναυτιλιακής επιχείρησης της Ελλάδας -ιδίως οι εμπορικές και βιομηχανικές λειτουργίες της- βρίσκονται σε τομείς εκτός του ελέγχου του Υ.ΕΘ.Α ή του Υπουργείου ΠΡΟ.ΠΟ. Η Ελλάδα δεν έχει ολοκληρωμένη θαλάσσια στρατηγική για να συντονίσει όλα αυτά τα εργαλεία σύμφωνα με τη σκέψη του Περικλή της ευημερίας, της ασφάλειας και της πολεμικής επιρροής.

Άνθρωποι εκτός ναυτικών κύκλων, στο ευρύτερο κοινό, έχουν συχνά περιορισμένη κατανόηση των απειλών και απαιτήσεων. Χρειαζόμαστε να ιδρύσουμε ένα Εργαστήριο Θαλάσσιας Ισχύος που θα στοχεύει στην κατανόηση όλων αυτών, προωθώντας μια προσέγγιση ολόκληρου του έθνους. Αυτό το προτεινόμενο όργανο θα επιδιώκει να συγκεντρώσει ενδιαφερόμενους φορείς από τις ένοπλες δυνάμεις, την κυβέρνηση, τη βιομηχανία, την κοινωνία των πολιτών και το κοινό, για να αυξήσει τη συνειδητοποίηση της σημασίας της θαλάσσιας ισχύος για την εθνική επιχείρηση της Ελλάδας. Το Εργαστήριο Θαλάσσιας Ισχύος θα λειτουργήσει ως μια αγορά ιδεών, ενισχύοντας ένα περιβάλλον για να αμφισβητήσει παρωχημένες ιδέες, να δημιουργήσει νέα σκέψη και τελικά να την τροφοδοτήσει στη διαδικασία χάραξης πολιτικής.

Συνδυάζοντας φρέσκες φωνές με όσους έχουν βαθιά εμπειρία στον ναυτικό τομέα θα παρέχουν ένα εργαστήριο καινοτομίας στη σκέψη και θα ενθαρρύνουν την ανάπτυξη νέων προσεγγίσεων για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Μια ισχυρή θαλάσσια ικανότητα είναι απαραίτητη για τον Ελληνισμό για την προστασία των συμφερόντων του, τη συνεργασία με τους συμμάχους και την πλοήγηση στην πολυπλοκότητα ενός όλο και πιο απρόβλεπτου κόσμου. Χωρίς ένα ανθεκτικό θεμέλιο θαλάσσιας ισχύος, η κυβέρνηση δεν θα είναι σε θέση να επιτύχει τις αποστολές της για ένα ασφαλές έθνος με καθαρή οικονομική ανάπτυξη που θα ωφελήσει όλους. Η θαλάσσια ισχύς θα πρέπει να παραμείνει ακρογωνιαίος λίθος της στρατηγικής της Ελλάδας, διασφαλίζοντας την ασφάλεια και τη σταθερότητα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

Πρώτιστα, η πολιτική ηγεσία στην Αθήνα μπορεί να ακολουθήσει μια συντονισμένη προσέγγιση για τις επιδιώξεις στη θάλασσα. Αυτό απαιτεί το ναυτικό έθνος κυρίως να το αγκαλιάσει η κυβέρνηση. Προτείνεται η κυβέρνηση να αναθέσει στον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, τη δημιουργία του Εργαστηρίου Θαλάσσιας Ισχύος και να συντονίσει τη διαχείριση των προσπαθειών της κυβέρνησης που σχετίζονται με τη θάλασσα. Πιθανώς να μπορέσει να σφυρηλατήσει μια στρατηγική που να παρέχει τη θαλάσσια ισχύ. Μπορεί επίσης να απευθυνθεί σε όλα τα αρμόδια υπουργεία και φορείς για να συμπληρώσει την πολύ εξαντλημένη θαλάσσια υποδομή του Ελληνισμού. Να γίνει ένας εκτελεστής της θαλάσσιας στρατηγικής.

 

 

Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, του Strategy International και του Research Institute for European and American Studies.

 

 

 

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Don`t copy text!