19/03/2025

Ο Θουκυδίδης είναι η λογική ο Mahan η γραμματική και ο Corbett το συντακτικό της θαλάσσιας στρατηγικής

Global businessman glowing with success, standing tall generated by AI

Global businessman glowing with success, standing tall generated by artificial intelligence (https://www.freepik.com/)

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

 

 

Η βασική αρχή που περικλείεται στο έργο του Θουκυδίδη «Πελοποννησιακός Πόλεμος», με τη στρατηγική παραίνεση του Περικλή «Μέγα το της Θαλάσσης Κράτος» είναι μια υψηλή στρατηγική που τονίζει ότι η ασφάλεια των εθνών βασίζεται στην αδιάλειπτη ροή αγαθών στις ανοιχτές θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας. Στο σημερινό πλαίσιο, αυτές οι θαλάσσιες γραμμές είναι κρίσιμες όχι μόνο για την εμπορική ναυτιλία και τον ενεργειακό εφοδιασμό (όπως το πετρέλαιο και υγροποιημένο αέριο), αλλά και για την περιφερειακή ασφάλεια και τη στρατηγική επιρροή.  Εμπνευσμένοι από τις βασικές αρχές που έθεσε ο Περικλής, τόσο ο Alfred T. Mahan όσο και ο Julian S. Corbett προσφέρουν στρατηγικά πλαίσια για τη θαλάσσια ασφάλεια που παραμένουν εξαιρετικά σχετικά ακόμα και σε μια εποχή που ορίζεται από νέα τεχνολογικά προηγμένα όπλα όπως βαλλιστικούς πυραύλους, drones και αεροπορική ισχύ, επειδή οι βασικές τους ιδέες έχουν τις ρίζες τους σε αμετάβλητες θαλάσσιες στρατηγικές πραγματικότητες.

Στην ανάλυση του Mahan που γράφτηκε το 1890, διακρίνουμε ότι παραμένει εντυπωσιακά επίκαιρη ακόμη και σήμερα επειδή η βασική του αντίληψη -ότι η θάλασσα δεν είναι απλώς ένα τεράστιο τμήμα νερού αλλά ο ουσιαστικός αγωγός για τη διεθνή συγκοινωνία, το εμπόριο και την οικονομική ευημερία -συνεχίζει να στηρίζει τη σύγχρονη γεωπολιτική σταθερότητα. Στο κλασικό έργο του, «The Influence of Sea Power on History», ο Mahan τόνισε ότι η αξία της θάλασσας έγκειται στην ικανότητά της να συνδέει έθνη, διευκολύνοντας τη ροή του εμπορίου και των ιδεών. Σημείωσε περίφημα ότι «η μεγάλη αξία της θάλασσας για την ανθρωπότητα είναι ότι παρέχει τα πιο άφθονα μέσα επικοινωνίας και κυκλοφορίας μεταξύ των λαών» και ότι «τίποτα δεν ενώνει τόσο πολύ όσο η θάλασσα».

Ωστόσο, η σύγχρονη προσέγγιση αυταρχικών και αναθεωρητών ηγετών όπως ο Ερντογάν της Τουρκίας -ο οποίος αδιαφορεί για τα καθιερωμένα όρια και ερμηνεύει το διεθνές δίκαιο με τρόπο που αμφισβητεί τους παραδοσιακούς κανόνες- μπορεί να θεωρηθεί ότι υπονομεύει αυτή τη ζωτική λειτουργία της θάλασσας. Αμφισβητώντας τις θαλάσσιες ζώνες που ορίζονται από διεθνείς συμβάσεις, η Τουρκία διαταράσσει την προβλεψιμότητα και την ελευθερία της ναυσιπλοΐας που ο Θουκυδίδης αλλά και ο Mahan πίστευαν ότι ήταν απαραίτητες για την εθνική ευημερία. Αυτή η παρέμβαση όχι μόνο απειλεί τη σταθερότητα των εμπορικών οδών, αλλά και περιπλέκει την περιφερειακή γεωπολιτική δυναμική, καθώς τα έθνη βασίζονται σε σαφή, προβλέψιμα θαλάσσια σύνορα για να διασφαλίσουν την οικονομική και στρατηγική ασφάλεια.

Στην ουσία, ενώ οι θεωρία του Mahan αναπτύχθηκε σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τα σημερινά σύγχρονα όπλα, οι βασικές αρχές τους -ότι οι ασφαλείς, ανοιχτοί και καλά ρυθμισμένοι θαλάσσιοι δρόμοι είναι η ψυχή της εθνικής ισχύος και ευημερίας -είναι διαχρονικές. Διαφωνίες όπως αυτές που προκαλούνται από την επανερμηνεία του ναυτικού δικαίου από την Τουρκία συνεχίζουν να αμφισβητούν αυτές τις αρχές, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο έλεγχος στη θάλασσα, και κατ’ επέκταση η ασφάλεια του διεθνούς εμπορίου, παραμένει θεμελιώδες στρατηγικό μέλημα.

Αντιλαμβανόμαστε ότι η εθνική ισχύς είναι βαθιά συνδεδεμένη με την ικανότητα να ελέγχεις τη θάλασσα. Ο έλεγχος των ζωτικών θαλάσσιων εμπορικών οδών και των στενών διαύλων ή σημείων ελέγχου (choke points), είναι απαραίτητος για την οικονομική ευημερία και ασφάλεια. Παρόλο που η σύγχρονη τεχνολογία έχει μεταμορφώσει τις μεθόδους του πολέμου, η βασική αρχή ότι μια θαλάσσια δύναμη υποστηρίζει την εθνική ισχύ παραμένει. Για την Ελλάδα, της οποίας η οικονομία και η ασφάλεια είναι συνυφασμένες με τον έλεγχο των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας, οι ιδέες του Θουκυδίδη και του Mahan υπογραμμίζουν γιατί η διατήρηση του ανεμπόδιστου θαλάσσιου εμπορίου και μιας ικανής ναυτικής δύναμης παραμένει ζωτικής σημασίας.

Σε αντίθεση με την εστίαση του Mahan στις αποφασιστικές εμπλοκές του στόλου, ο Corbett εμπνεόμενος και αυτός από τον Θουκυδίδη, στο έργο του 1911,«Some principles of maritime strategy» τόνισε ότι η ναυτική ισχύς πρέπει να ενσωματωθεί στην ευρύτερη εθνική στρατηγική, όπως είχε κάνει η Αθήνα του Περικλή. Υποστήριξε ότι τα ναυτικά που ενεργούν μόνα τους είναι περιορισμένα στο τι μπορούν να επιτύχουν στη θάλασσα. Ακόμη και με τη χρήση πυραύλων και αεροσκαφών, τα κυρίαρχα ναυτικά βρίσκουν εξαιρετικά δύσκολα εμπόδια για να επηρεάσουν τα γεγονότα στην ξηρά. Αυτή η δυσκολία είναι εμφανής στην Ερυθρά Θάλασσα σήμερα. Οι αεροπορικές και πυραυλικές επιδρομές, δεν πτόησαν τους Χούτι από το να επιτεθούν στη εμπορική ναυτιλία στην Ερυθρά Θάλασσα. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Στοχεύοντας πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα, οι Χούτι αυξήσαν τις προκλήσεις τους. Επιπλέον, είχαν συνδέσει τις ενέργειές τους με αυτές του Ισραήλ στη Γάζα. Όσο το Ισραήλ δεν έκανε πίσω, ούτε οι Χούτι υποχωρούσαν. Επιπλέον, οι Χούτι αναγκάσαν τις ναυτικές δυνάμεις στην Ερυθρά Θάλασσα να επιβαρυνθούν με πολύ μεγαλύτερο κόστος από αυτό που φαίνεται να ξοδεύουν οι ίδιοι στην Υεμένη. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα αληθές όταν συγκρίνουμε την αναλογία κόστους μεταξύ των όπλων των δυνάμεων της επιχείρησης ΑΣΠΙΔΕΣ και των Χούτι. Η τρέχουσα λογική υποδηλώνει ότι οι επιθέσεις των Χούτι θα συνεχιστούν εκτός και αν αλλάξει κάτι σημαντικό στο περιφερειακό περιβάλλον και τέτοιες αλλαγές πιθανότατα θα συμβούν στο έδαφος. Ο Corbett, λοιπόν αναγνώρισε ότι ακόμη και τα κυρίαρχα ναυτικά αντιμετωπίζουν εγγενή όρια όταν πρόκειται να επηρεάσουν τα γεγονότα στη στεριά.

Ενώ ο Mahan έθετε την αποφασιστική επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στην επίτευξη του συνολικού εθνικού μεγαλείου, ο Corbett είχε μια πιο διαφοροποιημένη άποψη. Υποστήριξε ότι ένα ναυτικό -ανεξάρτητα από το πόσο τρομερό ή πόσο προηγμένες είναι οι ικανότητές του σε πυραύλους ή χερσαίους βομβαρδισμούς- μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να ελέγξει το θαλάσσιο περιβάλλον (διασφάλιση ασφαλών θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας ή άρνησή τους σε έναν εχθρό), αλλά δεν μπορεί, ενεργώντας μεμονωμένα, να επιβάλει αλλαγές στο ηπειρωτικό πεδίο μάχης. Ουσιαστικά, οι ιδέες του Corbett μας υπενθυμίζουν ότι η θαλάσσια ισχύς πρέπει να ενσωματωθεί στις χερσαίες και αεροπορικές επιχειρήσεις. Οι μεμονωμένες ναυτικές ενέργειες -ακόμη και από μια τεχνολογικά ανώτερη δύναμη- είναι περιορισμένες στην ικανότητά τους να αλλάζουν τα χερσαία αποτελέσματα, μια πραγματικότητα που απεικονίζεται έντονα από τη συνεχιζόμενη δυναμική των συγκρούσεων στην Ερυθρά Θάλασσα. Η προσέγγιση του Corbett υποδηλώνει ότι ενώ η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να αποτρέψει την τουρκική επιθετικότητα στη θάλασσα, πρέπει επίσης να συντονίσει αυτές τις προσπάθειες με τις διπλωματικές και χερσαίες πολιτικές της.

Τόσο ο Θουκυδίδης όσο ο Mahan και ο Corbett κατανόησαν ότι ο θαλάσσιος έλεγχος δεν είναι μια μαγική ασπίδα που κάνει τη ναυτιλία εντελώς ασφαλή αλλά σημαίνει μόνο ότι η πλευρά που έχει τον έλεγχο μπορεί να διασφαλίσει καλύτερα την αδιάλειπτη ροή του εμπορίου, ακόμα κι αν μεμονωμένα πλοία παραμένουν εκτεθειμένα σε κίνδυνο. Ο Mahan δήλωσε περίφημα ότι η απόλυτη ασυλία από τη ζημιά είναι ένα ανέφικτο όνειρο για κάθε κράτος που επιθυμεί να διεξαγάγει πόλεμο. Κατά την άποψή του, ο έλεγχος αφορά τη χρήση της θάλασσας όπως θα έκανε κανείς μια επιχείρηση που λειτουργεί καλά, μια επιχείρηση που λειτουργεί αξιόπιστα συνολικά, αν και μπορεί να συμβούν μεμονωμένες αποτυχίες. Ο Corbett υποστήριξε παρομοίως ότι ενώ ένας εχθρός μπορεί να είναι ακόμη σε θέση να επιτεθεί, μια τέτοια παρέμβαση δεν θα ήταν πλέον αρκετά αποτελεσματική για να διαταράξει το συνολικό σύστημα του θαλάσσιου εμπορίου και των υπερπόντιων επιχειρήσεων.

Ωστόσο, στον σημερινό κόσμο τα διακυβεύματα έχουν αλλάξει δραματικά. Τα σύγχρονα εμπορικά πλοία -είτε τεράστια πλοία αργού είτε πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων- μεταφέρουν φορτία άνευ προηγουμένου, καθιστώντας κάθε απώλεια όχι μόνο στρατιωτική οπισθοδρόμηση αλλά και σημαντικό οικονομικό πλήγμα. Κοιτάζοντας το μέλλον, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ακόμα κι αν ένα κράτος επιτύχει τον έλεγχο της θάλασσας, δεν σημαίνει απόλυτη ασφάλεια για κάθε πλοίο ή αδιάλειπτο εμπόριο. Αντίθετα, ο έλεγχος σημαίνει ότι η κυρίαρχη δύναμη μπορεί να διασφαλίσει τη συνολική ροή του θαλάσσιου εμπορίου, ακόμη και όταν μεμονωμένα σκάφη παραμένουν ευάλωτα και το σύστημα αντιμετωπίζει περιστασιακά πισωγυρίσματα. Αυτό έχει ακριβό τίμημα: η διατήρηση ναυτικών δυνάμεων σε εχθρικά ύδατα συνεπάγεται τον κίνδυνο ακριβών πολεμικών πλοίων και τη δαπάνη δαπανηρών πυρομαχικών, και ακόμη και μικρές διακοπές μπορεί να προκαλέσουν κλιμακωτές οικονομικές επιπτώσεις- όπως καθυστερήσεις στη ναυτιλία, υψηλότερα ασφάλιστρα και αυξημένο κόστος μεταφοράς- που κλονίζουν το παγκόσμιο εμπόριο.

Συμπεράσματα

Η κάθε σπασμωδική κίνηση προς τη διεκδίκηση ναυτικών δικαιωμάτων τείνει να αποξενώνει τις ουδέτερες θαλάσσιες δυνάμεις, μετατρέποντάς τες σε αντιπάλους. Με άλλα λόγια, καθώς ένα κράτος ωθεί τα πολεμικά του προνόμια πέρα από αυτό που η διεθνής κοινότητα θεωρεί αποδεκτό, η ισορροπία του ελεύθερου εμπορίου και οι σταθερές διεθνείς σχέσεις τίθενται σε κίνδυνο. Αυτή η λεπτή ισορροπία είναι ιδιαίτερα κρίσιμη σε περιοχές όπως η Μεσόγειος, όπου πολλά έθνη εξαρτώνται από σαφή, αμοιβαία σεβαστά θαλάσσια σύνορα για την προστασία του εμπορίου.

Έτσι, η πρόκληση για τα σύγχρονα ναυτικά, είτε υπερασπίζονται την ελευθερία της ναυσιπλοΐας είτε αποτρέπουν πιθανούς αντιπάλους, δεν αφορά μόνο τη συγκέντρωση δύναμης πυρός ή την επίτευξη τοπικής κυριαρχίας. Πρόκειται για τη διατήρηση μιας βιώσιμης ισορροπίας: διασφάλιση ότι η στρατηγική χρήση της θαλάσσιας ισχύος υποστηρίζει το εμπόριο και τη σταθερότητα χωρίς να προκαλεί έναν ευρύτερο συνασπισμό κρατών που θα μπορούσε να υπονομεύσει αυτόν ακριβώς τον έλεγχο. Αυτή η πράξη εξισορρόπησης παραμένει τόσο επίκαιρη σήμερα όσο πριν από πάνω από είκοσι αιώνες, παρόλο που οι τεχνολογίες και τα οικονομικά διακυβεύματα έχουν αυξηθεί πάρα πολύ.

Ο αμφισβητούμενος θαλάσσιος χώρος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με τις κρίσιμες γραμμές επικοινωνίας και το πυκνό δίκτυο νησιών και σημείων ελέγχου απηχεί τις προκλήσεις που περιέγραψαν όλοι οι θεωρητικοί δάσκαλοι της θαλάσσιας ισχύος. Εφαρμόζοντας την έμφαση στην οικονομική και στρατηγική αξία της θαλάσσιας ισχύος και τις γνώσεις για τον ολοκληρωμένο πόλεμο πολλαπλών τομέων, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να προβούν σε μια πρόβλεψη δυναμικών κρίσεων με ενίσχυση της αερο-ναυτικής ισχύος.

Να επικεντρωθούνε, επίσης, στις δεξιότητες και την ανδρεία των στελεχών, όχι μόνο στην τεχνολογία, για να διατηρήσουμε τον έλεγχο στους θαλάσσιους δρόμους. Αυτό θα επιτευχθεί με συντονισμό απαντήσεων διακλαδικά σε πολλούς τομείς. Αναγνωρίζοντας ότι η αποτελεσματική ναυτική στρατηγική στο σημερινό περιβάλλον απαιτεί συγχρονισμό θαλάσσιων, διπλωματικών και χερσαίων επιχειρήσεων.

Επίλογος

Εν ολίγοις, ενώ τα όπλα και η τεχνολογία έχουν εξελιχθεί, οι θεμελιώδεις αρχές που διατυπώθηκαν από τους Θουκυδίδη, Mahan και Corbett συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως στρατηγική πυξίδα. Προσφέρουν στην Ελλάδα έναν τρόπο να προβλέψει και να διαχειριστεί την πιθανή πορεία των ναυτικών κρίσεων με την Τουρκία εστιάζοντας σε διαχρονικούς παράγοντες -γεωγραφία, γραμμές επικοινωνίας και ενσωμάτωση όλων των στοιχείων της εθνικής ισχύος.

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» Μετάφραση ΒΛΑΧΟΣ Σ. ΑΓΓΕΛΟΣ, Εστία- Σεπτέμβριος, 2012

Alfred T. Mahan, The Influence of Sea Power Upon History, 1660-1783 (Dover Military History, Weapons, Armor) – November 1, 1987

Julian S Corbett., Some Principles of Maritime Strategy, (Julian Stafford) – November 2, 2017

 

 

Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), και του Strategy International (SI).

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Don`t copy text!